ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ
Α΄ Μέρος
Πάνω στο καύκαλό μου
θα χτιστούν ονειρεμένες πολιτείες
και στους ποταμούς θα ρίξουν χειροπέδες.
Χιλιάδες Λάζαροι θ’ αναστηθούν
και ο ένας τόπος θα βαφτίζει τα παιδιά του άλλου
δίνοντας ονόματα όπως Θαλής
Αναξίμανδρος
Υπατία
Κασσιανή
Μέλπω
Ηλέκτρα
Νίκος
Γρηγόρης
Γράκχος
ακόμα και Τζορντάνο Μπρούνο
και άλλα που θυμίζουν μηχανικούς και μηχανοδηγούς.
Τα Βαλκάνια θα φτάσουν ως την Σκανδιναβία
και ο Κιθαιρώνας θα γαργαλάει τον Δούναβη και τον Βόλγα.
Η λέξη Βάρκιζα δε θα υπάρχει
σε κανένα λεξικό
και ο Ανταίος θα σηκώνει την Αφρική
με το ένα χέρι.
Βγάζει ο πλανήτης τον σκουριασμένο κορσέ του
και τα μουλάρια τρέχουν χωρίς καπίστρια.
Ένα καΐκι ζευγαρώνει με τη θάλασσα
και ο ναύτης γλύφει ηδονικά
τα χρώματα ενός ουράνιου τόξου.
Με τα δάχτυλα -όσα μου απόμειναν-
βγάζω του Τσε τις ματοτσίμπλες
και τις καρφίτσες που τούβαλαν
οι δολοφόνοι των Γιάνκηδων.
Φέρνω του Μωυσή τις πλάκες
και επιδέσμους στις Παλαιστίνιες μάνες.
Από την Αμερική κλέβω
τα καρδιοχτύπια των μηχανών
από την Κίνα κουβαλάω μετάξι
μαζί με τις άχρηστες ορμήνειες του Βούδα.
Φτάνω προσκυνητής στην Βαβυλώνα
επιστρέφω στους Ίνκας τον κουρσεμένο χρυσό τους
και θαυμάζω των Μάγιας την περίεργη γυμνότητα.
Μάνα θα ξεπορτίσω
ρίζες θα ρίξω στη σχισμάδα του βράχου
-ίδιο κυκλάμινο-
Να ξεπεζέψω δεν μπορώ
δεν πάει να υπομένω.
Σαν φίδι να κουλουριαστώ
σε δρόμο δίχως τέλος.
Κάλλιο ταχυδρόμος μιας αστραπής
λευτερωτής μιας ανάσας που την πνίγει η σιωπή.
Ένα κανόνι στήνω απέναντι τους.
Να! Μια πορεία τσογλανιών αχνοφαίνεται
σιγά μην μουλιάσω σε κλάματα και αναφιλητά
σιγά μην τρυπώσω σε ορτανσίες κ παρέες κοριτσιών.
Κι εσύ αναγνώστη, συνοδοιπόρε, σύντροφε
αν δεν μπορείς να καταλάβεις τούτες τις γραμμές
σημαίνει πως ο γιος της Μαρίας και φίλος της Μαγδαληνής
άδικα ταλαιπωρήθηκε από τους σταυρωτήδες
και άγνωστοι άνθρωποι θα περπατούν
δίπλα σ’ αγνώστους.
Αδέξια γλώσσα
και άκλερη τέχνη
οδηγούν το χέρι μου
και των ματιών μου οι γωνίες
πρεσβυώπησαν.
Μέσα στο κιβώτιο ενός Άρη Αλεξάνδρου
θα δείτε πως σπινθηρίζει το καταστατικό του κόμματος
που μιλάει για γη κι ελευθερία
ν’ ακούει ο κουφός
να βλέπει ο τυφλός
ένα θαύμα για τους ανάπηρους της γης.
Ας ξεριζώσω την καρδιά μου
να την κάνω σημαία
να σπείρω τα δόντια μου να γίνουν αντάρτες
και οι μπότες μου παπούτσια των ξυπόλυτων.
Ας γίνουν τα πεύκα του Παρνασσού
καλύβες των φτωχών.
Δεν αποκεφαλίζονται τα άστρα
και δεν μικραίνει ο ουρανός.
Νάχα την πανοπλία του Αίαντα
-αχ, νάχα-
και το γιλέκο μου, γιλέκο αλεξίσφαιρο
στης νύχτας τους πυροβολισμούς
σαν εκείνους που σκότωσαν τον Λόρκα.
Δώστε ντουφέκια στα γυμνά χέρια
και μορφασμούς περιφρόνησης σαν ασπιρίνες
σ’ όλους τους κατάδικους.
Ένα στουπί στο στόμα όσων φωνάζουν έλεος
ώστε να μη βγαίνει ούτε ένας λυγμός παραίτησης.
Αυγαταίνω τους θυμούς των άστρων
και τους ανθρώπινους θυμούς πάλι αυγαταίνω.
Βγάζω τη γλώσσα μου
στις λεγεώνες των Ρωμαίων
και στων αυτοκρατόρων τα στέμματα.
Με ρώτησαν ποια είναι η διεύθυνση μου
και απάντησα μονομιάς
Κούρνοβο
Χορτιάτης
Δίστομο
Καλάβρυτα
Καισαριανή
Α! Να μην ξεχάσω, τον Γοργοπόταμο
που μπλέχτηκε ο Ζέρβας στα ποδάρια μου.
Τώρα όμως φωνάζω με χίλια στόματα
πυρ! στους γερασμένους στρατηγούς
πυρ! στο παρελθόν της φτώχειας
Σε μια μεγάλη πορεία που ανεβαίνει στον ουρανό
βαδίζουν άγγελοι
που ζώστηκαν τα πολυβόλα σαν φτερά
την ώρα που η ομίχλη στήνει οδοφράγματα
και η αμφιβολία αρκουδίσιες παγίδες.
Β΄ Μέρος
Απόκληρος μα ολάκερος·
μέσα στο τελευταίο τσίπουρο
θα βρείτε πολύτιμο ορυχείο
κάθε κατόρθωμά μου είχε δύο ουγγιές ανθρωπίλας
και κάθε αποκοτιά μου το απόσταγμα της σοφίας ενός λύκου.
Πάντοτε η γλώσσα μου
-πύρινη οχιά-
ύψωνε το μπόι της
«κάτω οι τύραννοι».
Στο μεσονύχτι τρόχιζα δίκοπο μαχαίρι
με τις προσταγές του κόμματος
ακόμα και τώρα που βλέπω το κεφάλι μου
στους φανοστάτες της Λαμίας
ακούω να τρίζουν από φόβο
τα δόντια των διωκτών μου.
Πιότερος ο φόβος τους
από το θάνατό μου
και από του πυρετού μου το ανατρίχιασμα.
Παλουκωμένος ναι, θανατωμένος όχι
γι’ αυτό βγάζω τη γλώσσα μου σαρκάζοντας τ
η νίκη των χωροφυλάκων.
Εγώ, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Θανάσης Κλάρας
πρώην κατάδικος, πάντα κομμουνιστής.
Χαχανίζουν τ’ άλογά μας όταν
νηστικός μπατσίζω την βροχή
πιτσιλισμένη από αίμα Γερμανών
και των προδοτών του λαού.
Κάλλιο να σταυρωθώ σε δέκα πρωτεύουσες
από το Σαντιάγκο ως την Καισαριανή.
Μόνο έτσι θα διαλαλώ τον ερχομό του Βέγα,
του Αυγερινού και του σύμπαντος κόσμου·
και θα βαστάω τον Τσόρτσιλ
δεμένο σαν σκυλί πολυτελείας.
Εγώ, ο Άρης Βελουχιώτης, αητός των Αγράφων
και φίλος των απέθαντων του κόσμου
θέλεις, δε θέλεις θα με μνημονεύεις
ιστορικέ της δεκάρας
κάθε φορά που θ’ ανατέλλει ο ήλιος
κάθε φορά που η γη θα ξεδιψάει με αίμα
κάθε φορά που τα χαμηλά κατώφλια
θα ζωγραφίζονται με μαύρους σταυρούς
κάθε φορά που θάρχεται η ανάσταση
κουβαλώντας έναν κουβά κόκκινες ιδέες.
Έτσι θ’ αναστήσουμε τον Απρίλη.
– ας βρούμε τώρα ανθρώπους
– αρνιά να τα κάνουμε λύκους
και ένα χαρτί να γράψουμε το μανιφέστο
που θα χωράει πέντε ηπείρους και δύο πολιτικούς.
Τώρα είμαι πιο γαλήνιος
βάζω την ψυχή μου πάνω σ’ ένα σαρανταπεντάρι
για να παίξω ρώσικη ρουλέτα
ναι, ρώσικη ρουλέτα, δεν μπορεί
κάτι θα σου θυμίζει.
Αντικρίζω τον χάρτη τ’ ουρανού
και τα δέντρα στην πλάτη της Πίνδου
σαν τσιμπούρια, ίδια μ’ αυτά
που μας χάρισε η Κατοχή.
Γύρω μου κοτσύφια και μαυροσκούφηδες
που χύνονται σαν θεριά
και ύστερα κοκκινίζουν σαν παπαρούνες.
Ούτε ένας ρουφιάνος δεν θα στέκει
μια στιγμή ανάμεσά μας.
Ξάφνου ακούγεται μια φωνή
–Να σύρω το χάρο σ’ ένα γλεντοκόπι,
παράνομοι, παράτολμοι μα πάντοτε ανθρώποι.
Ακόμα περιμένει ο Δεκέμβρης το χειροφίλημά μου,
του το χρωστάω άλλωστε.
–Τι θα γίνει, ρωτάει ο ποιητής
που έγραψε «να καρφώνουμε τις λέξεις σαν πρόκες»
και να μην περιμένουμε να γίνει η στάχτη ξύλο οξιάς.
Από τα διάσελα του Τυμφρηστού
βλέπω έναν κουτό να βερνικώνει
τα τραύματα της πόλης
την ώρα που οι σάλπιγγες ξελαρυγγιάζονται
να διαλαλούν τον ερχομό της άνοιξης.
Ο Νικηφόρος μου ψιθυρίζει πως μία ντουζίνα άγιοι
ζήτησαν να καταταγούν στο στρατό μας
και ανεβαίνουν στο βουνό με ύμνους και ωσαννά.
Ξάφνου όλοι έγιναν συγγενείς
αδέλφια, ξαδέλφια, σύντροφοι, κουμπάροι.
Πάνε, χαθήκαν τα γενεαλογικά δέντρα
του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Γκλύξμπουργκ, των Αψβούργων.
Με τούτα και με τ’ άλλα
μια πίστη χάνω, μιαν άλλη βρίσκω
την ώρα που ένα χαμίνι πυροβολάει τον ουρανό
-ίδιος πίνακας του Ντελακρουά-.
Απέναντί μου μαυρότεροι απ’ το μαύρο
κακότεροι απ’ το κακό
οι συνεργάτες του Αδόλφου.
Ας κάνουν όμως τώρα οι γραφιάδες πιστόλια
τα μολύβια τους
και ας τραγουδούν τη Διεθνή
αργαλιοί και κλωστομηχανές.
Εμένα το κομμένο κεφάλι
βλέπει αντάρτες στο Ντεν Μπιεν Φου
και στους ορυζώνες της Καμπότζης
βλέπω παιδιά να παίζουν με σκουριασμένους κάλυκες
και τα χωράφια δίχως φράχτες.
Αλλά πρώτα να δώσουμε τη μάχη
πού πάμε δίχως μάχες
πού πάμε δίχως πορείες ανθρώπων;
Διόλου δεν ενδιαφέρομαι για ληγμένους λογαριασμούς
καλύτερα να πετρώσει η όψη και η καρδιά μου
στο άκουσμα του πολυβόλου.
Αν είναι να τάξω, θα τάξω.
Ας είναι ευλογημένη η ματιά των ανθρώπων
όταν θωρούν άφοβα τους τυράννους.
Υπογράφω εγώ ο Θανάσης Κλάρας
νυν και αεί Άρης Βελουχιώτης.
1/5/2019
Θανάσης Τσιριγώτης
πηγή: αντιτετράδια της εκπαίδευσης, τεύχος 127
e-prologos.gr