Αλιεύσαμε από τον Ευρυτάνα Ιχνηλάτη.
Ένα γεναριάτικο χειμωνιάτικο βράδυ του 1944 σε ένα ταπεινό καφενο-μπακάλικο με μεγαλόκαρδους ορεσίβιους, στο συνοικισμό Πλάτανος του χωριού Κλειτσός της Ευρυτανίας, μια ομάδα ανταρτών με επικεφαλής τον Άρη Βελουχιώτη στήνουν ένα αυθόρμητο τρικούβερτο γλέντι αντάμα με τους συμπατριώτες μας!
Σαν μια μεγάλη παρέα, τα ένοπλα παιδιά του Λαού που μάχονται τον φασίστα κατακτητή και τον ντόπιο δωσιλογισμό, μαζί με τους πάντα ενθουσιώδεις και περήφανους Ευρυτάνες, που από ανέκαθεν ήταν πρώτοι στ’ άρματα και την ρήγισσα τη λευτεριά, γλεντάνε το αντάμωμα και το όραμα της απελευθέρωσης!Είναι ένα άγνωστο περιστατικό που ιχνηλατήσαμε από το εμβληματικό δίτομο έργο του Ευρυτάνα αντιστασιακού αγωνιστή και εμπνευστή του περίφημου “Κώδικα Ποσειδών” Γεωργούλα Μπέικου υπό τον τίτλο “Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα”, εκδ. Θεμέλιο 1979.
Ο Γεωργούλας Μπέικος, ήταν παρόν και ο ίδιος σε αυτό το ξεχωριστό γεγονός και μας το περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια με την χαρισματική πένα του. Μαζί με το αντάρτικο γλεντοκόπι, που σημειωτέον έγινε στο χωριό του, ο συγγραφέας μάς παρέχει, παράπλευρα, και πολύτιμες λαογραφικές πληροφορίες για τον τόπο μας, σκιαγραφώντας συνάμα και ένα ηθογραφικό πορτρέτο του Ευρυτάνα λαϊκού ανθρώπου.Κατά τη μεταφορά του εν λόγω κειμένου διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου. Λόγω της πυκνής γραφής του, αφήσαμε επιλεκτικά ορισμένα ενδιάμεσα κενά ώστε να είναι πιο ευανάγνωστο.
Ιδού:
**********
-Καλησπέρα πατριώτες! – είπε ο Άρης
-Καλώς κοπιάσατε, συναγωνιστές! – αποκριθήκανε οι Πλατανιώτες.
-Καλώς σας βρήκαμε, συναγωνιστές, καλώς σας βρήκαμε! – οι λίγοι αντάρτες της κοντινέλας.
-Θα μας καταδεχτείτε ένα ρακί! – πρότεινε ο Σκεντέρης.
-Ένα και στο ποδάρι, για να μη σας χαλάσουμε το χατήρι – συμφώνησε ο Άρης.
-Στο ποδάρι! Γιατί στο ποδάρι; Μας κυνηγάν; – αμ δε μας κυνηγάν! Περάστε στο μαγαζί, ξεροσφύρι θα το πιούμε;
-Δεν είμαστε για τέτοια, συναγωνιστές! Θα νυχτώσουμε στα γεματα, κι ως τη Φουρνά μιάν ωρίτσα δεν τη θέλουμε;
-Μη δα και το πιστέψουμε, καπετάνιε, ότι σκιάζεσαι το σκοτάδι! – του πέταξε ένας απ’ τη σύναξη.
Ο Άρης γέλασε πλατιά, “με πάτησες στον κάλο”, του απάντησε. “Άντε να μπούμε και να το πιούμε! Ένα! – με συμφωνία! Να μη βουλώσουμε και κάνα χαντάκι!”.
Ανασήκωσε το δίκωχο στο κούτελο και τράβηξε για την πόρτα του “μαγαζιού” που στο μινούτο έπηξε κόσμο. Οι Πλατανιώτες, μέσα σε μια φασαριόζικη ατμόσφαιρα, ταχτοποιούσανε στα πεταχτά μπάγκους, καρέκλες και τραπέζια του μπακάλικου για να κάτσει ο κόσμος, ενώ ο Άρης φώναζε.
– “ε, ε, να λείπουν τα κόλπα! Είπαμε, ένα και στο πόδι!”
– “Ένα δε γίνεται, τα ποδάρια είναι δυο!” – του απάντησε κάποιος!Κι ώσπου να ξαναδιαμαρτυρηθεί ο καπετάνιος, οι αντάρτες είχανε κάτσει, βάζοντας τα όπλα τους ανάμεσα στα σκέλια τους, καθόντανε κι οι χωρικοί, με τις γκλίτσες το ίδιο ορθές ανάμεσα στα πόδια. Έκατσε κι ο Άρης, τι να ‘κανε!
Ο Φώτης έτρεξε μεσ’ απ’ τον πάγκο του μαγαζάτορα, άρπαξε την μποτίλια με τη μεταλλική νικελωμένη ρακοκάνουλα ένας-δυό άλλοι βάλανε τα ρακοπότηρα στα τραπέζια και τα γουρνοκόψιδα, κομματάκια σουρωμένα σε βαθιές εμαγέ σουπιέρες. Μοσκοβόλησε ο τόπος, το πιπερορίγανο έκανε να μην κρατιούνται τα σάλια! – ποιος δεν θα παραδινότανε;
-Τ’ είν’ αυτά, ε, τ’ είν’ αυτά, συναγωνιστές; – απόρησε στα σοβαρά ο Άρης. Για το θεό σας, από φαΐ είμαστε σκασμένοι, τι μπαίνετε σε φασαρίες κι έξοδα;
-Σκασμένοι απ’ το Μεσοχώρι, ο Πλάτανος δε σας φταίει, καπετάνιε! – τον στόμωσε ο καταστηματάρχης.
– Ε, κι εσύ, να σκάσουμε θέλεις κι απ’ τον Πλάτανο; – αποκρίθηκε ο καπετάνιος με κέφι, τ’ ήταν’ έξυπνο του Φώτη.
– Αν ο μεζές μας σάς ευχαριστεί, για τον καλό μεζέ πάντα υπάρχει τόπος!
-Και μεζέ το λες αυτό, φαΐ για μια διμοιρία; είπε ο Άρης στον Πλατανιώτη.
– Άστο πρώτα να φτάσει, κι ύστερα το βλέπουμε λίγο ήταν ή πολύ; παρατήρησε ο Σκεντέρης και γυρνώντας σε κάποιον φώναξε – “τα πιρούνια, βρε! Πριν κρυώσουν τα μεζεκλίκια! Κι εσύ, πετάξου να δεις τι γίνονται οι πίτες” – πρόσταξε άλλον εμφαντικά.
-Φέξε μου και γλύστρησα! αναφώνησε ο καπετάν Θάνος μ’ ανυπόκριτο ενθουσιασμό, ενώ ο Άρης τον λοξοκοίταξε, κι αποφάνθηκε κι αυτός:
-Την κάτσαμε τη βάρκα! Άιντε, μη παρελθέτω το ποτήριον! – και σηκώθηκε με γεμάτο ρακοπότηρο στο χέρι.
-“Εβίβα συναγωνιστές! Καλά μπερκέτια και καλή λευτεριά μας!” – και το κατέβασε.-“Εβίβα, καπετάνιε! Και με τη νίκη! του απαντήσανε απ’ τα τραπέζια ένα γύρο οι χωριανοί, και κατεβάσανε κι αυτοί το πρώτο!
Ακουστήκανε πολλά “άα” επιδοκιμαστικά της ποιότητας, μερικά μάτια μάλιστα υγρανθήκανε, όχι, βέβαια, από συγκίνηση, αλλά από τους εβδομήκοντα και πέντε βαθμούς του ματαψημένου ρακιού. Κι ευτύς χέρια πολλά -τα πιρούνια είχανε αποξεχαστεί πάνω στα τραπέζια σαν αποριγμένες σπάθες – σα δικούλια εκταθήκανε προς τις κατάφορτες σουπιέρες – και εγένετο πάστρα!
Μετά το δεύτερο – “μουρέ θ’ μό π’ τουν έχ’!”, αποφάνθηκε ο Θάνος, “τούρκος μοναχός!”, επικύρωσε ο Άρης, “στην πέτρα να φυτρών’!”, ευχήθηκε ένας από το βάθος – στάθηκε αδύνατο να κρατηθεί οποιαδήποτε αριθμητική στα “εβίβα!”, στις μπουκάλες που ερχόντανε γιομάτες και φεύγανε άδειες, στις σουπιέρες με τους μεζέδες, που ακολουθούσανε το ίδιο κύκλωμα με τις μποτίλιες… Σε ποια στιγμή έγινε η… αλλαγή φρουράς, δηλαδή τα μεζεδικά δώκανε τη θέση τους στις πίτες δύσκολο να το πεις! Γιατί η παρακολούθηση της ώρας από ώρα είχε ξεχαστεί! Καταφτάσανε κάτι πίτες, μα τι πίτες! Πρασόπιτες που στάζανε, να γλύφεις και τα δάχτυλά σου! Που μοσκομυρίζανε, κι ο Άγιος Αντώνιος ακόμα, π’ ακριβώς σήμερα, στις 17 του Γενάρη, γιορτάζεται η μνήμη του, δε θ’ άντεχε στον πειρασμό, θα κολαζότανε λύνοντας νηστεία και προσευχή, θα ‘δινε την ψυχή του στο Σατανά και στο πυρ το εξώτερον για ένα κομμάτι! Για την… κατάσβεση έφτασε και το μπρούσικο, πλατανιώτικο, κρασί – νταμιτζάναρος!
-Βρε, βρε! Θα, πέσουμε άδοξα απόψε! Πιτοσκαστοί! – είπε μισοφκιαγμένος κιόλας, ο Άρης, προωθώντας ένα ξεγυρισμένο κομμάτι πρασόπιτας διαμέσου των μουστακιών και του γενιού του, που πασαλειφτήκανε μετέχοντας στην ευωχία.Περιττό να σημειωθεί, ότι κανένα στόμα δεν υπήρξε σε θέση τη δοσμένη στιγμή ν’ απαντήσει στην παρατήρηση του αρχηγού! Κι ίσως ήτανε αυτή απ’ τις σπάνιες περιπτώσεις εφόδου χωρίς φωνές. Σχεδόν αθόρυβο και το σαγονοδούλεμα…
Σαν άλλαζε τα ρακοπότηρα με κρασοπότηρα ο μαγαζάτορας, ο Άρης του παρατήρησε:
-Θα τ’ ανακατέψουμε, συναγωνιστή Φώτη; Θα κάμουμε κεφάλι καζάνι!
-Ως την αυγή ξεκαζανιάζει, τι το βάνεις κεντέρι – (καημό, μαράζι) από τώρα;
-Λογαριάζεις να το πάμε ως την αυγή;
-Άμα δε μας πάρει, το πάμε κι ως το μεσημέρι! Κι ως ταχιά το βράδυ! Ποιος μας κυνηγάει να βιαστούμε; Ή λες κι εμείς γλεντοκοπάμε χρονικίς; Το ‘φερε η ώρα η καλή σήμερα, τι να τ’ αφήσουμε ανέσωστο; Δεν κάνει!
-Απόψε, όξω φτώχια, καπετάνιε! Εβίβαα! – ακούστηκε απ’ το βάθος. Κι από κάποιο εκεί τραπέζι ξεκίνησε τραγούδι, καιρός του ήτανε.
“Ώωωρε, ποιος είδε τέτοιο θάμασμα, παράξενο, μεγάλο, να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες, η Λιάκουρα της Λεβαδιάς κι η Γκιώνα των Σαλώνων…”.
Ένας το πήρε, δυό δεν το πάνε τούτο το θαυμάσιο τραγούδι των Ελλήνων. Τι θέλει μάστορα με κότσι, τ’ έχει τσακίσματα πολλά και δύσκολα γυρίσματα. Θέλει φωνή αηδόνι. Και την είχε και τη φωνή και τη μαστοριά ετούτος ο Πλατανιώτης. Κι όλοι σωπάσανε, άχνα δεν έβγαινε, ν’ ακούνε και ν’ αποθαμαίνονται! Κι ως έβγαλε ο τραγουδιστής με πάθος και με πόνο εκείνο το τραγούδι τ’ αρρενωπό και τσεκουράτο”Τους Κλέφτες τι τους κάνατε, πουτάνες Καταβόθρες”, οι άλλοι από δίπλα, μια παρέα, μπήκανε μονομιάς – να ξανασάνει κι ο τραγουδιστής – με το γλήγορο “γέμισμα”:”Αέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα,Θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα!”
(σημ. Γ.Μ. Κι εδώ ο καθωσπρεπισμός ανάστρεψε την έννοια και χάλασε το τραγούδι, βάζοντας “καημένες Καταβόθρες”. Ο Νίκος Βέης, όμως, το δίδασκε σωστά στο Πανεπιστήμιο – “πουτάνες”! Γιατί αυτό ήθελε να εκφράσει η λαϊκή μούσα. Οι Καταβόθρες -το λέει κι η ονομασία – είναι τοποθεσία στα βουνά Πέντε Όρνια της Δωρίδας, όπου απ’ το Εικοσιένα ως τον ΕΛΑΣ, νομίζω δε και στο ΔΣΕ, όχι μια φορά χαλαστήκανε αγωνιστές του λαού πολεμιστές. Είναι το μέρος “πουτάνα”!)
Κι άλλο τραπέζι από παράδιπλα, πήρε άλλο “γέμισμα”:”Κρέμεται η καπότα στην αλυγαριά,ντέρτι και μαράζι δε βάζω στην καρδιά!”.
“Ντέρτι και μαράζι δε βάζω στην καρδιά!” το επανάλαβε η αίθουσα, μια σκάλα, πιο κάτω, σα να μας το γύριζε αντίλαλος κάποιο βουνό απ’ τ’ αντίπερα
Όπως τ’ αηδόνια στην ανοιξιάτικη φυλλωσιά, έτσι κι οι τραγουδιστές στα γλέντια, συνερίζονται! Ξεσυνερίζονται ποιος να παραβγεί…
Άφησε να σβήσει η… κλαγκή απ’ το τσούγκρισμα των κρασοπότηρων, που υψωθήκανε για τον τραγουδιστή, κι ετούτος ο άλλος Πλατανιώτης -νάηταν η ζήλεια ψώρα!- ξερόβηξε μια-δυό φορές και για να γαργαρίσει το λαρύγγι και για να δώκει σινιάλο για ησυχία, και πήρε, τι νομίζεις, την “Τζαβέλαινα”! Τραγούδι που θέλει πνεμόνι φυσερό, φωνή τρομπόνι και τέχνη όχι παίξε -γέλασε!.
Ώωωρέ, κορίτσια από τα Γιάννενα, νυφάδες απ’ το Σούλι, φέτος να μην αλλάξετε, να μην ασπροφορεθήτε…”.
Κι ως ανέβασε την κορώνα ως την αποκορύφωση του δράματος ο τραγουδιστής,
“Το Σούλι θα χαρατσωθεί, ωρέ χαράτσι θα πληρώσει, Τζαβέλαινα σαν τ’ άκουσε, πιάνει και ζώνει τ’ άρματα”,
απ’ τους γλεντοκόπους ξεχύθηκε παλικαρίσιο, αντρίκιο κι αθυρόστομο”Ωρέ, δεν τους γαμάς τη μάνα των κερατάδωνε, θέλουν να μας βαρέσουν, και πάλι σκιάζουνται!”.
Και ξανακύκλωσε,
“Θέλουν να μας βαρέσουν, και πάλι σκιάζουνται………… και πάλι σκιάζουνται!”.
Ο Άρης που όλο κέφι αποθαμαινότανε τούτο τ’ αναπάντεχο, γέλασε με την καρδιά του και σκουντώντας με με τον αγκώνσ του στο πλευρό μου, “λαός βρε!” – μου λέει.
– “”Λαός ντε!” – τ’ απάντησα.
-Έι, εσύ σούρωσες, σε καλό σου!”
-“Πας πίσω, λες”
-Φαίνομαι;”
Δεν πρόκανα να τον βεβαιώσω, ότι και παραφαίνεται μάλιστα, γιατί απ’ τ’ άλλα τραπέζια αντήχησε:
“Ν-έεένας, μωρέ, ν-έεένας, ν-ένας αϊτός καθόντανεεε, λέει, καθόντανεες…”.
Κι ολοι στρέψανε τα μάτια και τα χαμόγελά τους προς τον Άρη, ως ακουστήκανε, στο ρυθμό του λεβέντικου τσάμικου, τα πρώτα λόγια απ’ το περήφανο τραγούδι της αϊτογέννας Ρωμιοσύνης.
Κάμποσοι μερακλήδες του χορού βρεθήκανε μονομιάς στο πόδι, αναπετάξανε απ’ τις τσέπες τους τα χερομάντηλα ως να ξεθηκαρώνανε λευκαδίτικα μαχαίρια, και τ’ ανεμίσανε. Άλλοι παραμερίσανε στις άκρες τα τραπέζια σβέλτα, έγινε τόπος για χορό. Κι ο μαγαζάτορας, ο Φώτης, που ‘χε και το πρόσταγμ’ απόψ’ εδώ, απλωσε μαντήλι στον Άρη, “σήκω αρχηγέ!”.
-Φχαριστώ, Φώτη μου! Στραβάδι! Να χορευταράς απ’ εδώ! – αρνήθηκε ο Άρης κι έδειξε το Θάνο στο Σκεντέρη.
-Κι ο Θάνος, ποιος είπε όχι; Μα ο πρώτος, δικός σου, πιάσου! – και του ‘βανε το μαντήλι στο χέρι.
-Μην του χαλάς το χατήρι, φέρε δυό γύρες, βρε αδερφέ! – παρέμβηκα κι εγώ.
-Δε σκαμπάζω! Δεν παν τα πόδια, ρεζιλέματα πας γυρεύοντας;
-Και νομίζεις ότι βλέπει κανένας, έτσι που γίναμε φέσι, παν, δεν παν τα πόδια; Σήκω, θα τους κακοκαρδίσεις, θα το πάρουν ακαταδεξιά σου – του επίμενα.
-Άιντε αρχηγέ! Μια σφούρλα μόνο! Μια, για τ’ αντέτ’! – τόνε προτρέψανε κι απ’ τη ζυγιά τ’ αξεκίνητου ακόμα χορού οι Πλατανιώτες.
Ο Άρης ενιωσε στεναχωρεμένα, φανερό. Ήθελε, ντεριότανε, δεν τ’ αποφάσισε. Σηκώθηκε, “δεν ξέρω, δεν μπορώ, μην επιμένετε, συναγωνιστές!”. Σήκωσε και το ποτήρι και για να σκαπουλάρει απ’ το στένεμα που κάνανε, “εβίβα σας! – φώναξε. Εις υγείαν σας, πατριώτες!” Και γυρνώντας προς το Θάνο, “κι εσύ παρακάλια καρτερείς; Ή σ’ έπιασε παρμάρα;” – του είπε σχεδόν επιτιμητικά.
Ο Θάνος άλλο που δεν ήθελε! Πετάχτηκε σαν από σούστα και βρέθηκε αρπαγμένος απ’ το μαντήλι του Σκεντέρη.
“…στον ήλιο και λιαζόντανε, λέει, λιαζόντανε… και με τα νύχια μάλωνε, τα νυχοποδαράκια του, λέει ‘ δαράκια του…”.
Έφερε μια-δυο γυροβολιές ο Θάνος και πισωπατώντας, έβαλε, όπως η τάξη το καλεί για το φιλοξενούμενο να δώσει, με τη σειρά του, στο νοικοκύρη να σύρει το χορό, το Φώτη μπροστά. Όμως, εκείνος, προφανώς ατζαμής για πρώτος στο τσάμικο ή γιατί είδε αυτόνε που θα ‘βγαζε ασπροπρόσωπο το χωριό, πέρασε τον τρίτο της ζυγιάς πρώτο, πήρε τη θέση του, δίνοντας, στο Θάνο την τιμή να κρατήσει το μαντήλι σε τέτοιο χορευταρά.. Έχ, μάνα μου, και τι νυχοπάτης ετούτος ο Πλατανιώτης! Πέταξε μακριά, μ’ ένα χαριτωμένο τίναγμα του ποδαριού, το τσαρούχι, έμεινε στο τσουράπι! – όλοι καταλάβαμε ότι τούτος είναι απαράβγαλτος στο χορό!
“νύχια μου και νυχάκια μου, λέει, νυχάκια μου, νύχια μου και νυχάκια μου και νυχοποδαράκια μου, λέει, δαράκια μου, την πέρδικα που πιάσατε, λέει, που πιάσατε, την πέρδικα που πιάσατε, μη μου τήνε χαλάσετε, μωρέ, χαλάσετε, θε να τη βάνω στο κλουβί μωρέ, στο κλουβί, θε να τη βάνω στο κλουβί να μου λαλεί κάθε πρωί, να μου λαλεί βράδυ-πρωί, βράδυ-πρωί!…”.
Ο Θάνος κράταε το μαντήλι κι έβαλε αντιστύλι το δεξί ποδάρι, μα δε χρειαζότανε. Ο χορευτής, αϊτός στο χορό, εθάρρεις δεν εκράταε το μαντήλι, κι έλεες χάμου δεν επάτα. Ορθές οι πατούσες του, μόνε νυχάγγιχνε, σαν μ’ άκρη φτερού, το πάτωμα. Και το αεροκένταε! Κι ως τιναζότανε, λάφι στη σβελτάδα, κι έγραφε ζωγραφιά στον αέρα πήδο και σφουρλίγκα κι ύστερ’ αχνογαϊτανόπλεκε το τσαλίμι, πως να μην τον ζηλέψεις; Ένιωσα μαράζι στην ψυχή την αγραμματωσύνη μου στα χορευτικά. Κι ορκίστηκα, τουλάχιστο έναν τσάμικο! Τον όρκο τον κράτησα…
Άλλοι βγαίνανε κουρασμένοι, απ’ το χορό, άλλοι μπαίνανε, το ‘να τραγούδι δεν τελείωνε, άλλο παίρνανε, γινότανε του κουτρούλη! Οι πίτες, βέβαια, είχανε τελείωσε, το κρασί, όμως, όχι! Τώρα πια ο κόσμος όλος γινωμένοι, απλώς κουτσοπίνανε, για το τέμπο του γλεντιού. Από κανένας τσίμπαε κανένα υπόλοιπο, αποξεχασμένο, τουλουμοτυριού ή έσπαζε κάνα καρύδι. Για ώρα, κανένας δε σκέφτηκε να κοιτάξει ρολόι – ο χορός ήτανε ακόμα στην άψα του!
Ποδοβολητό έξω απ’ το μαγαζί, τον ανάκοψε. Η πόρτα άνοιξε πριν προλάβει κανένας να ρωτήσει “τι τρέχει;” Μπήκανε αντάρτες, ίσαμε μια ομάδα, με τον Περικλή. Είχανε ξυνισμένα τα μούτρα, μα μόλις αντικρύσανε το θέαμα… σπάσανε! Ερχόντανε φουριόζοι και τσιτωμένοι απ’ τη Φουρνά. Προς αναζήτηση των… αγνοουμένων!
Το τμήμα είχε φτάσει στην ώρα του στο κεφαλοχώρι των Κτημενίων. Ώσπου να πάρουνε συσσίτιο και να βολευτούνε οι άντρες στο σχολειό, κανένας δεν έδωσε σημασία ότι ο αρχηγός με μερικούς ουραγούς δεν φανήκανε ακόμα. Η ώρα περνούσε. Άρης δεν έλεγε να καταφτάσει. Ήρθανε και τα μεσάνυχτα, περάσανε κι αυτά, στους άλλους ηγέτες του τμήματος μπήκανε ψύλλοι στ’ αυτιά! Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια! Τηλεφωνάνε στον Κλειτσό, το τηλέφωνο στο Μεσοχώρι δεν απαντάει, άρα εκεί κανένας. Ο Περικλής πήρε μιαν ομάδα και μπήκανε στο δρόμο πίσω για τον Κλειτσό, μ’ όλες τις προφυλάξεις – τι τα θες τι τα γυρεύεις! Και να που πέσανε πάνω μας στον Πλάτανο.
Δεν μπορέσανε, λοιπόν, να παίξουνε το θυμωμένο. Ευκολότερο -και συμφερότερο- ήτανε να… προσαρμοστούνε στην κατάσταση. Ψευτοπαραπονεθήκανε, για την… τιμή των όπλων κι όσο το προλάβανε κι αυτό γιατί εξαναγκαστήκανε να λάβουνε θέσεις!
Σε λίγο, κεφάτοι, θα παραπονιένται, στ’ αλήθεια τώρα, που όλα αυτά εδώ διαδραματιστήκανε εν απουσία τους!
-“Το πρώτο με ψωμοτύρι” – τους είπε ο Φώτης, κερνώντας το κοκκινέλι.
Και δυνατά προς τους συχωριανούς του:
-“Ποιος θα πεταχτεί για καμιά θηλειά λουκάνικο;”
Δεν απολείψανε οι… φιλότιμοι! Δεν πολυήμουνα πια σε θέση να παρατηρώ – τι λόγος!… Η όσφρηση, όμως, συνέλαβε την παρουσία ψητού λουκάνικου… Ξαναστήθηκε χορός, αυτό το θυμάμαι! Και πάλι κατάκατσε. Θυμάμαι που σε κάποιο τραπέζι, σαν ξεκουρδισμένο λαούτο, κάποιοι προσπαθούσανε να το βγάλουνε πέρα:
“Τουτ’ η γης, μουρή Γιώργαινα,
τουτ’ η γη που την πατούμε,
ούλοι μέσα θε να μπούμε…
Τουτ’ η γης μι τα χορτάρια
τρώει νιούς και παλικάρια…
Δεν το καταφέρνανε, πήρανε το
“Γιάνναινα, Γιαννάκινα, θειά μου Νικολάκαινα!
Γιάνναινα, Γιαννάκινα, να μην πας για λάχανα
και μας φέρεις βάσανα.
Να μην πας και για τσουκνίδια
και μας φαν τα μαύρα φίδια!…”
…Όλα σε τούτονε τον κόσμο μας κουβαλάνε μέσα τους το νόμο της κρίσης και της κατιούσας! Και το τέλος, αυτή την ανατριχιαστική έννοια…
Ότανε βγήκαμε από το μαγαζί του Σκεντέρη – “εγώ το πίνω για καλό, κι εσύ με πας στον τοίχο!”. Όλοι μας! Ευτυχώς, που μας συνέφερε κομμάτι ο φρέσκος που μας βάρεσε. Τα ματόφυλλα ξαλαφρώσανε λίγο κι ανοίξανε τα μάτια. Ένα γύρω στις βουνοκορφές μια λουρίδα ξημέρωμα έμοιαζε σα φρεσκογανωμένα χείλη ενός μεγάλου τέτζερη.
-Σύνταξηη! – φώναξε ο Άρης. Κι η φωνή του ήχησε τόσο παράταιρα εκείνη τη στιγμή, το παράγγελμα έμοιαζε τόσο με ντουφεκιά που πήγε ξέστοχη, σαν άσκοπος πυροβολισμός, που ‘βαλε τα γέλια μόνος του. Έγινε, αλήθεια, κάποια ανακατωσούρα για… σύνταξη, αλλ’ η προσπάθεια εγκαταλείφτηκε κι ο Άρης ξανάπε:
-Βρε σεις! Μάκι ξεχάσαμε τίποτα και ματαγυρνάμε απ’ τη Φουρνά; – μπορεί και να το ‘πε να πειράξει τον Περικλή, που γύρισε απ’ τη Φουρνά στον Κλειτσό αναζητώντας τον, πράγμα, που σε τελευταία ανάλυση, ευχαρίστησε τον αρχηγό.
-Μια νταμιτζανούλα κάργα! – απάντησε ο Φώτης, αντί για τους αντάρτες.
-Στην άλλη δόση! – είπε ο Θάνος.
-Δεν την αδειάζουμε στο πόδι, για το κατευόδιο; – επίμεινε ο Σκεντέρης.
-Ε, συναγωνιστή Φώτη, στο Θεό σου! Μας έκανες στουπί, δε σου φτάνει – του λέει ο Άρης πολύ κεφάτα.
Κι ο Φώτης:
-Καλή καρδιά, αρχηγέ!
-Άιντε, βρε! Θα ξεκινήσουμε και καμιά φορά; – φώναξε ο καπετάνιος.
Ξεκινήσαμε. Ανάκατα αντάρτες και Πλατανιώτες, κρίμα στο “σύνταξη” του αρχηγού. Απ’ την κάτω μεριά της στράτας η κεντρική και σκεπαστή βρύση του χωριού κελάιδαγε απ’ το σιδεροσωλήνα της το μπόλικο νερό της. Και σε κάποιονε προκάλεσε, φαίνεται, “συναφείς παραστάσεις” και πήρε δυνατόφωνα το τραγούδι:
“Νερατζούλα φουντωμένη,
που ‘ναι τ’ άνθη σου, καημένη…”
Φωτιά στα τόπια κι οι άλλοι! Φάλτσα, ασυνταίριαστα, μεθυσμένα, μα σείστηκε το χωριό!
“Νερατζούλα φουντωμένη,
που ‘ναι τ’ άνθη σου καημένη!
Σε παρακαλώ, βοριά μου, φύσα σίγαλα
για ν’ αράξουν τα καράβια τα Ζαγοριανά,
πόχουν μέσα παλικάρια κι όμορφα παιδιά…
Σε παρακαλώ, βοριά μου, φύσα σίγαλα…”
Είναι το “κλασικό” τραγούδι που πάνε τη νύφη στη βρύση. Έθιμο στα ξημερώματ’ απ’ το γλέντι του γάμου στου γαμπρού, τα συμπεθερικά συνοδεύουνε τη νύφη στην κοντινότερη στο καινούριο της σπίτι βρύση -να μάθει τη στράτα;- τραγουδώντας τη “Νερατζούλα”.
Παρακαλώντας κι εμείς το βοριά να φυσάει σίγαλα.
“για ν’ αράξουν τα καράβια τα Ζαγοριανά,
πόχουν μέσα παλικάρια κι όμορφα παιδιά…”
φτάσαμε στ’ ακρινά σπίτια του χωριού. Σταμάτησε η ανάκατη φάλαγγα, οι χωρικοί πιάσανε, σε ψευτοπαράταξη, την απάνω μεριά της στράτας, οι αντάρτες ένας-ένας, αποχαιρετούσανε τον καθένα με χεραψία, αγκάλιασμα και σταυροφίλημα.
-Στο καλό παιδιά! Και με το καλό να ματακοπιάσ’ τε! – οι χωρικοί.
-Έχετε γειά, συναγωνιστές! Φχαριστούμε, φχαριστούμε! Έχετε γειά! – οι αντάρτες.
-Καλ’ αντάμωση!
-Καλ’ αντάμωση!
Τελευταίος ο Άρης αποχαιρέτησε, το ίδιο σταυροφιλώντας τον καθένα, τους χωρικούς και στο Σκεντέρη είπε, γελώντας:
-Στι χρωστάω, Φώτη! Θα στο θυμάμαι, βρε! Θα στο θυμάμαι τ’ αποψινό!
-Ας είσαι καλά, καπετάνιε μου! Αμ κι εγώ λες θα τ’ αλησμονήσω; Θα ρθω, σα λευτερωθούμε, αλήθεια σου λέω! Θα ρθω στην Αθήνα, κι ας θα ‘σαι τρανός, θα μου το ξοφλήσεις!
-Κόλλα το! – του δίνει το χέρι ο Άρης σ’ επικύρωση.
-Κόλλα το! – κι ο Φώτης.
Η φάλαγγα των ανταρτών έκοβε κιόλας στράτα. Αγκαλιαστήκαμε, τελευταίοι, κι οι δυό μας – “σε καλό να μας βγει!” μου ψιθύρισε. Και ξεκίνησε. Εμένα κόμπος στο λαρύγγι, δεν άρθρωσα λέξη.
Μέσα στο μουντό χάραμα τον έβλεπα ν’ απομακρύνεται να φεύγει, κάνοντας εκείνο το χαρακτηριστικό του τίναγμα του ώμου του για να φέρει τον αορτήρα της αραβίδας του σε βολική θέση, και κατεβάζοντας το δίκωχο στο κούτελο.
Οι αντάρτες κρυφτήκανε απ’ τα μάτια μας στο πρώτο στρίμμα της στράτας, σε λίγο έσβησε και το ποδοβολητό τους…
e-prologos.gr