Διεθνείς πιέσεις στο νέο καθεστώς των Ταλιμπάν
Κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε όλη την ευρύτερη περιοχή

Σε πολλά μέτωπα συνεχίζονται οι διεργασίες σχετικά με την επόμενη μέρα στο Αφγανιστάν, μετά την ήττα των ΗΠΑ και των δυτικών συμμάχων τους στον εικοσαετή πόλεμο κατά των Ταλιμπάν, με πρόσχημα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Παρά την ήττα τους, ψάχνουν διαύλους συνεργασίας με τους Ταλιμπάν, ώστε να περισώσουν κάποια πολιτική επιρροή και τα μεγάλα εγκατεστημένα οικονομικά συμφέροντα, ενώ οι βασικοί τους ανταγωνιστές Ρωσία και Κίνα εμφανίζονται με αναβαθμισμένο γεωστρατηγικό και οικονομικό ρόλο.

Την ίδια στιγμή, το Εμπορικό και Επενδυτικό Επιμελητήριο του Αφγανιστάν (ACCI) και το Αφγανικό Επιμελητήριο Ορυχείων και Βιομηχανίας (ACMI) προειδοποίησαν ότι η χώρα θα βυθιστεί σε «οικονομική κρίση αν δεν αποδεσμευτούν τα αποθέματά της» και κάλεσαν «τις ΗΠΑ και τον κόσμο να λύσουν το ζήτημα». Είναι γνωστό ότι το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων χρυσού και συναλλάγματος της κεντρικής τράπεζας του Αφγανιστάν βρίσκεται στις ΗΠΑ και έχει «παγώσει» από αυτές, γεγονός που χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης πρός τη νέα κυβέρνηση της Καμπούλ. Ήδη το Κατάρ έχει αναλάβει έναν ειδικό διαμεσολαβητικό ρόλο με τον ίδιο τον εκπρόσωπο των Ταλιμπάν να δηλώνει: «Το Κατάρ θα λειτουργήσει ως γέφυρα στις διεθνείς μας σχέσεις».

Χαρακτηριστικές της προσδοκίας των ΗΠΑ ότι θα ευνοηθούν από το «κλίμα αστάθειας» που δημιούργησε σε όλη την περιοχή η αποχώρησή τους από το Αφγανιστάν, ήταν οι δηλώσεις του Μπάιντεν, ο οποίος σε σχέση με τις κινήσεις της Κίνας στο Αφγανιστάν δήλωσε: «Η Κίνα έχει πραγματικό πρόβλημα με τους Ταλιμπάν. Επομένως θα προσπαθήσει να καταλήξει σε κάποια διευθέτηση με τους Ταλιμπάν, είμαι σίγουρος. Όπως και το Πακιστάν, όπως και η Ρωσία, όπως και το Ιράν. Ολοι προσπαθούν να δουν τι θα κάνουν τώρα».

Ο Μπάιντεν, στο περιθώριο των τελετών για την 20ή επέτειο των επιθέσεων της 11ης Σεπτέμβρη 2001, υπερασπίστηκε ξανά την απόφαση της κυβέρνησής του, και προηγουμένως της κυβέρνησης Τραμπ, για αποχώρηση των στρατευμάτων των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να συγκαλύψει το μέγεθος της στρατιωτικής και πολιτικής ήττας που υπέστη. Απαντώντας σε ερώτηση αν θα μπορούσε να επανακάμψει η «Αλ Κάιντα» στο Αφγανιστάν ανέφερε: «Ναι, όμως θα σας πω ότι έχουν ήδη επιστρέψει σε άλλες περιοχές. Ποια είναι η στρατηγική; Πρέπει να εισβάλουμε σε όλα τα μέρη όπου βρίσκεται η “Αλ Κάιντα” και να αφήσουμε στρατιώτες; Ας είμαστε σοβαροί». Στην πραγματικότητα, βέβαια, με αναφορές όπως η παραπάνω, για «επιστροφή της “Αλ Κάιντα”» και άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων σε «πολλές περιοχές», διατηρείται στο προσκήνιο το πρόσχημα των ΗΠΑ για επεμβάσεις σε όλο τον κόσμο, στο όνομα της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας», με τον Μπάιντεν να το επιβεβαιώνει επανειλημμένα, με τη διευκρίνιση ότι οι επεμβάσεις αυτές δεν απαιτούν πάντα «να αφήνουμε στρατιώτες», να γίνεται δηλαδή και στρατιωτική εισβολή στο έδαφος. Προφανώς τα παραπάνω δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι έλεγαν και έκαναν οι Αμερικάνοι πριν από μία εικοσαετία, όταν στοχοποιούσαν χώρες και εξαπόλυαν πολέμους.

Η ανακοίνωση της νέας «προσωρινής» κυβέρνησης του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν, τα συνεχιζόμενα παζάρια που έχουν μαζί τους όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές, αλλά και η προσπάθεια ΗΠΑ, Κίνας, Ρωσίας και άλλων περιφερειακών χωρών να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στην «επόμενη μέρα» στην περιοχή, μέσα από την ενίσχυση ευρύτερων συμμαχιών και τη συγκρότηση νέων «σχημάτων», είναι τα στοιχεία που ξεχωρίζουν στις εντεινόμενες διεργασίες γύρω από το Αφγανιστάν και την Κεντρική Ασία. Η κυβέρνηση των Ταλιμπάν που ανακοινώθηκε, παρά τις πιέσεις όλων των εμπλεκόμενων ιμπεριαλιστικών κέντρων για «αντιπροσωπευτική κυβέρνηση χωρίς αποκλεισμούς», απαρτίζεται ουσιαστικά μόνο από υψηλόβαθμα στελέχη τους και σχεδόν αποκλειστικά από την εθνότητα των Παστούν, που αποτελεί σχεδόν το 40% του πληθυσμού της χώρας. Το γεγονός ωστόσο ότι οι ίδιοι οι Ταλιμπάν τη χαρακτήρισαν «προσωρινή» επιβεβαιώνει ότι τα σχετικά παζάρια βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.

Στη Νέα Υόρκη πραγματοποιήθηκε σύνοδος με πρωτοβουλία του ΟΗΕ για την «αναπτυξιακή» και «ανθρωπιστική» στήριξη του Αφγανιστάν, με τον γγ Γκουτιέρες, να σημειώνει, ότι «πρέπει να διατηρήσουμε έναν διάλογο με τους Ταλιμπάν, επαναβεβαιώνοντας χωρίς περιστροφές τις αρχές μας».
Την ίδια ώρα, η Ρωσία έστειλε στο Τατζικιστάν, που συνορεύει με το Αφγανιστάν, στρατιωτικό εξοπλισμό, όπως ανακοίνωσε το ρωσικό υπουργείο Άμυνας, καθώς η Μόσχα επιχειρεί να θωρακίσει χώρες – «συμμάχους» της στην περιοχή. Τον τελευταίο καιρό οι στρατιωτικές ασκήσεις της Ρωσίας με χώρες της Κεντρικής Ασίας είναι συνεχόμενες σε Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν κ.α., ενώ έχει ενισχύσει τον εξοπλισμό της στρατιωτικής της βάσης στο Τατζικιστάν, της μεγαλύτερης που διατηρεί σε ξένη χώρα.
Το Αφγανιστάν απασχόλησε και τη Σύνοδο των BRICS όπου συμμετέχουν, Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική. Ο Πρόεδρος της Ρωσίας, Πούτιν, είπε ότι «η αποχώρηση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους από το Αφγανιστάν οδήγησε σε μια νέα κρίση και εξακολουθεί να παραμένει άγνωστο πώς αυτό θα επηρεάσει την περιφερειακή και παγκόσμια ασφάλεια». Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Πεσκόφ, μίλησε για «αποτυχία» των Αμερικανών στο Αφγανιστάν, προσθέτοντας ωστόσο ότι «από μια πραγματιστική προσέγγιση για τα αμερικανικά συμφέροντα, η ζημιά δεν είναι τόσο μεγάλη. Περισσότερο είναι ζημιά στη φήμη τους».

Στις 15 και 16 Σεπτέμβρη έγινε στο Τατζικιστάν η Σύνοδος Κορυφής της Οργάνωσης για τη Συνεργασία της Σαγκάης (συμμετέχουν Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, Καζακστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν), όπου κεντρικό ήταν το ζήτημα των εξελίξεων στο Αφγανιστάν.
Παράλληλα στο Βερολίνο ο αμερικανός ΥΠΕΞ, Μπλίνκεν, μαζί με τον Γερμανό ομόλογό του, Χάικο Μάας, συνδιοργάνωσαν διαδικτυακή συνάντηση 20 χωρών για το Αφγανιστάν (συμμετείχαν Αυστραλία, Μπαχρέιν, Καναδάς, Γαλλία, Ινδία, Ιταλία, Ιαπωνία, Κουβέιτ, Νορβηγία, Πακιστάν, Κατάρ, Νότια Κορέα, Σαουδική Αραβία, Ισπανία, Τατζικιστάν, Τουρκία, Τουρκμενιστάν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ηνωμένο Βασίλειο, Ουζμπεκιστάν), μαζί με εκπροσώπους από ΝΑΤΟ, ΕΕ αλλά και ΟΗΕ. Ο Γερμανός ΥΠΕΞ τόνισε πως όλοι οι συμμετέχοντες συμφώνησαν ότι «πρέπει να δράσουμε μαζί για να χρησιμοποιήσουμε την επιρροή μας στους Ταλιμπάν», ξεκαθαρίζοντας ότι σκοπός της συνάντησης ήταν «να αποσαφηνίσουμε πώς ακριβώς θα είναι μια κοινή προσέγγιση έναντι των Ταλιμπάν η οποία να εξυπηρετεί επίσης τα συμφέροντά μας».

Την ίδια στιγμή, η Κίνα συμμετείχε από την πλευρά της στην πρώτη συνάντηση «για το αφγανικό ζήτημα» των ΥΠΕΞ των 6 χωρών που συνορεύουν με το Αφγανιστάν, δηλαδή Κίνας, Πακιστάν, Ιράν, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν και Τουρκμενιστάν. Επισήμως την πρωτοβουλία για τη διοργάνωση της συνάντησης είχε το Πακιστάν, το οποίο εκτός των «προνομιακών» σχέσεων με τους Ταλιμπάν, τα τελευταία χρόνια ενισχύει σε πολλούς τομείς τις σχέσεις του με την Κίνα. Αποφασίστηκε οι συνάξεις των «6» να γίνονται σε σταθερή βάση, αλλά και να δημιουργηθεί ένας «μηχανισμός τακτικών διαβουλεύσεων ειδικών απεσταλμένων για τις υποθέσεις του Αφγανιστάν», όπως και «τακτικών συναντήσεων αντιπροσώπων των πρεσβειών στην Καμπούλ για τη συζήτηση και τον συντονισμό των κοινών προσπαθειών».

Οι παραπάνω διεργασίες δείχνουν ότι οι ανταγωνιζόμενες ιμπεριαλιστικές και περιφερειακές δυνάμεις δεν πρόκειται να αφήσουν ήσυχο τον λαό του Αφγανιστάν και τη χώρα, με διάφορα προσχήματα όπως αυτό της τρομοκρατίας. Παλιοί και νέοι «προστάτες» δουλεύουν ήδη πρός αυτή την κατεύθυνση. Είκοσι χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη του 2001, από τις οποίες έχασαν τη ζωή τους 3.000 άνθρωποι, οι σημερινές ραγδαίες εξελίξεις στο Αφγανιστάν, όπως και συνολικά όσα έχουν μεσολαβήσει αυτές τις δύο δεκαετίες, αποκαλύπτουν το πραγματικό περιεχόμενο του περιβόητου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Όλο αυτό το διάστημα, η «καταπολέμηση της τρομοκρατίας» αξιοποιήθηκε και συνεχίζει να αξιοποιείται ως ένα «πολυεργαλείο» κατά των λαών. Καθόλου τυχαία, ήδη την περίοδο μετά τις επιθέσεις του 2001, στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης, όπως ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Άμυνας και πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Πολ Γούλφοβιτς, ομολογούσαν κυνικά πως «εάν δεν υπήρχε η 11η Σεπτέμβρη, θα έπρεπε να την εφεύρουμε».

Μετά το Αφγανιστάν, ακολούθησε μια σειρά, «προληπτικών» και μη, ιμπεριαλιστικών αμερικανοΝΑΤΟικών επιθέσεων σε Κεντρική Ασία, Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, που εξαπολύθηκαν με άλλοθι τις επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη και τον λεγόμενο «άξονα των χωρών του κακού», στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν χώρες ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα των ιμπεριαλιστών, όπως η Συρία, το Ιράκ, η Λιβύη, το Ιράν, η Σομαλία, το Σουδάν, η Βενεζουέλα, η Κούβα. Το κόστος των πολέμων που εξαπολύθηκαν μετά την 11η Σεπτέμβρη, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Συρία, στη Λιβύη, εκτιμάται σύμφωνα με αναλυτές σε τουλάχιστον 6 τρισ. δολάρια, με πάνω από 15.000 νεκρούς Αμερικανούς στρατιώτες, εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς αμάχους σε πολλές χώρες, εκατομμύρια πρόσφυγες ή εκτοπισμένους και τις χώρες αυτές κατεστραμμένες και βυθισμένες στο χάος. Μετά από τόσα χρόνια «αντιτρομοκρατικών» επιχειρήσεων, όχι μόνο δεν «πατάχθηκε η τρομοκρατία», αλλά η δράση των τζιχαντιστών πολλαπλασιάζεται σε περιοχές όπου εντείνεται η σφοδρή αντιπαράθεση της Δύσης με την Κίνα, την Ρωσία και άλλες δυνάμεις, όπως για παράδειγμα συμβαίνει σήμερα σε μια σειρά από κρίσιμες περιοχές στην αφρικανική ήπειρο.

Στο φόντο της παραπέρα όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στο σημερινό ρευστό διεθνές περιβάλλον, είναι σίγουρο ότι το «πολυεργαλείο» της τρομοκρατίας θα αξιοποιηθεί παραπέρα ενάντια στους λαούς. Με την πείρα ωστόσο των αγώνων που έδωσαν αυτή την 20ετία, οι λαοί μπορούν να αντιτάξουν την ενίσχυση της πάλης τους και της διεθνιστικής αλληλεγγύης τους, ενάντια στους νέους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το