Αρχές του μήνα και πολλές συμπλοκές έγιναν μέσα στην πόλη του Αγρινίου όπου έφεδροι ελασίτες συγκρούστηκαν με περιπόλους ταγματασφαλιτών τόσο στο Πάρκο όσο και στην πλατεία Καραπανέικα. Σ΄αυτές τις συμπλοκές το τάγμα υπέστη πολλές απώλειες. Πολλές συμπλοκές είχαν προηγηθεί από τον Φλεβάρη και τον Μάρτη και ο Τολιόπουλος αποφάσισε να κάνει γενική εκκαθάριση και στα πλαίσια της εκκαθάρισης συνέλαβε πολλούς πολίτες γεμίζοντας τις φυλακές της πόλης.
9 Απρίλη 1944. Κυριακή των Βαΐων.
Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που δρούσαν στην περιοχή του Ξηρομέρου, παίρνουν διαταγή από τον Στέφανο Σαράφη να ανατινάξουν μία αμαξοστοιχία των Σιδηροδρόμων της Βορειοδυτικής Ελλάδος η οποία θα μετέφερε πολεμικό υλικό και καύσιμα για τα γερμανικά αεροπλάνα που βρίσκονταν στο αεροδρόμιο του Αγρινίου. Πράγματι μία ομάδα 100 ανταρτών έστησε ενέδρα ανάμεσα στα χωριά Σταμνά και Αγγελόκαστρο. Η επίθεση στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία. Ολόκληρη η αμαξοστοιχία καταστράφηκε και μαζί και το πολύτιμο πολεμικό υλικό των Γερμανών και στην μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν δεκάδες Γερμανοί, μεταξύ των οποίων ένας ταγματάρχης των S-S καθώς και πολλοί τραυματίστηκαν και αιχμαλωτίστηκαν. Από την πλευρά των ανταρτών υπήρξε ένας τραυματίας.
11 Απριλίου 1944
Δυό μέρες μετά την ανατίναξη του συρμού, ανήμερα Μεγάλης Τρίτης , μέλη του ΕΑΜ και αντάρτες του ΕΛΑΣ στην επιστροφή τους από το Πυργί, όπου είχαν μεταφέρει τρόφιμα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ, δέχονται επίθεση από Γερμανούς και ταγματασφαλίτες, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στην Μεγάλη Χώρα (Ζαπάντι).
Συνελήφθησαν και εκτελέσθηκαν επί τόπου οι :
Αναγνωστόπουλος Παναγιώτης – Καλύβια
Γαλανόπουλος Βασίλης – Καλύβια
Ζαπαντιώτης Φώτης – Καλύβια
Κοτρώτσος Γιώργος – Καλύβια
Φαναριώτης Νίκος – Καλύβια
Καραμπίνης Χρήστος – Αγρίνιο
Μαγνήσαλης Γιάννης – Αγρίνιο
Πετρούλας Νίκος – Αγρίνιο
Τσαπάρας Γρηγόρης – Αγρίνιο
Τσακαρδάνος Κώστας – Μεγάλη Χώρα
Θεοδωρόπουλος Δημήτρης – Χούνη
Μπαμπάνης Βασίλης – Ξηρόμερο
Ομαδική εκτέλεση
Μάρτης του 1944
Αρχές του Μάρτη του 1944 και η μοίρα αρχίζει να υφαίνει έναν ιστό και να ενώνει το Αγρίνιο με ένα χωριό της Πρέβεζας, την Κρυοπηγή Πρεβέζης.
Όλα ξεκίνησαν κάποια κρύα ημέρα του Μάρτη. Το χωριό αναστατώθηκε, καθώς δύο λόχοι Γερμανών το «έζωσαν» από δύο πλευρές. Ο ένας λόχος ήρθε από το Λούρο και ο άλλος από την Πρέβεζα. Οι κάτοικοι «πάγωσαν». Μαζί τους, σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, ήταν και Έλληνες συνεργάτες τους, που τους γνώρισαν από τη διαφορετικότητα στη στολή, αλλά δε φανερώθηκαν.
Οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους εγκαταστάθηκαν στο χωριό και έστησαν την επιμελητεία τους, μαζί με ασύρματο. Οι κάτοικοι θεώρησαν ότι πρόκειται για επιχείρηση εκφοβισμού και πλιάτσικου. Τους έδωσαν αρνιά, κότες, γάλα, αλεύρι… Οι κατακτητές όμως «διψούσαν» για κάτι άλλο.
Δε μπορούσαν να… χωνέψουν με τίποτα πως οι αντάρτες του ΕΛΑΣ μπαινόβγαιναν στο χωριό με το κεφάλι ψηλά, πραγματοποιούσαν εκδηλώσεις στην Κρυοπηγή, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, εμψυχώνοντας τους κατοίκους. Ένα μεγάλο τραπέζι του ΕΑΜ στο σχολείο της Κρυοπηγής, όπου μύρισε ο αέρας της λευτεριάς, εξόργισε τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους που κατέγραψαν στα κατάστιχά τους με κόκκινη μπογιά τη φράση «μικρή… Μόσχα», αναφερόμενοι στην Κρυοπηγή. Και δεν άργησαν να «χτυπήσουν». Αν έβρισκαν μάλιστα πυρομαχικά ή αντάρτες του ΕΛΑΣ στο χωριό θα το ισοπέδωναν από άκρη σε άκρη. Έκαψαν μόνο δύο σπίτια.
Ήθελαν να κάμψουν το φρόνημα του λαού και των ανταρτών, που σήκωσαν κεφάλι μπροστά στο χιτλερικό στρατό. Συγκέντρωσαν 30 άντρες κατοίκους και κατηφόρισαν προς τον κεντρικό δρόμο. Η αρχή του δράματος μόλις είχε εκτυλιχθεί μπροστά στα μάτια όλων. Στον κεντρικό δρόμο οι Γερμανοί έδιωξαν δύο μικρά παιδιά τότε, επειδή ήταν ξυπόλυτα και κρύωναν. Είχαν έστω ελάχιστη… τσίπα ανθρωπιάς.
Οι 28 Κρυοπηγήτες οδηγήθηκαν στην παλιά Συναγωγή της Πρέβεζας, όπου κρατήθηκαν για 10-15 ημέρες περίπου και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην έδρα της Κομαντατούρ στη Δυτική Ελλάδα, στο Αγρίνιο.
Στη θέση Αγία Τριάδα στις 14 Απριλίου 1944, το πρωί, τα πολυβόλα των Γερμανοτσολιάδων κροτάλισαν. Χάθηκαν 23 ψυχές, ενώ μόλις 5 διέφυγαν της εκτελέσεως.
Τα ονόματα των 23:
Ζήκας Βασίλειος
Ζήκας Κωνσταντίνος
Ζήκας Μιχαήλ
Κουρούπης Αντώνιος
Κίτσος Χρήστος
Μπαρτζώκας Σταύρος
Ντελής Αλέξιος
Ντελής Ιωάννης
Ντελής Χρήστος
Πάνης Ευάγγελος
Πάνης Γεώργιος
Παππάς Διονύσιος
Παππάς Ιωάννης
Πέππας Χαράλαμπος
Σοπικιότης Βασίλειος
Σοπικιότης Χαράλαμπος
Σοπικιότης Νικηφόρος
Τζίμας Σπυρίδων
Τζίμας Γεώργιος
Τσούτσης Δημήτριος
Τσούτσης Μιλτιάδης
Τσούτσης Μιχαήλ
Τσούτσης Χαράλαμπος
Αρχές Απρίλη του 1944
Στην Κατούνα ο πρώτος που συνελήφθη ήταν ο Κωνσταντίνος Μπλίτσας του Πέτρου στην περιοχή του Αγίου Νικολάου Βελαώρας, ο οποίος αφού αρχικά βασανίστηκε, στάλθηκε στις φυλακές της Αγίας Τριάδας Αγρινίου. Στην συνέχεια και όταν δόθηκε η εντολή από το αρχηγείο του Αγρινίου για μαζικές συλλήψεις, δόθηκε διαταγή και στην Κατούνα να μαζευτεί το χωριό στην πλατεία, έξω από τον πολιούχο Άγιο Αθανάσιο. Εκεί έγινε το ξεκαθάρισμα, υποδείχθηκαν τα υπόλοιπα οχτώ παιδιά και συνελήφθησαν.
Όλοι τους αξιόλογοι άνθρωποι, πραγματικά παλικάρια, σε νεαρά ηλικία. Φορτώθηκαν στα γερμανικά αυτοκίνητα και οδηγήθηκαν στις φυλακές τις Αγίας Τριάδας Αγρινίου. Τα εννέα παλικάρια που συνελήφθησαν τότε, συμπλήρωσαν τον αριθμό των 120.
1. Ταμπάκης Κων/νος του Δημητρίου
2. Σαμαντάς Χρήστος του Αλεξάνδρου
3. Καρέλος Θεόδωρος (Λόλος) του Αθανασίου
4. Τσικώνης Γεράσιμος Του Δημητρίου
5. Παπακωνσταντής Χρήστος του Αλεξάνδρου
6. Βλάχας Αλέκος του Βασιλείου
7. Μπλίτσας Κωνσταντίνος Πέτρου
8. Κοκορόμπας Γεώργιος του Αθανασίου
9. Τσιτσώνης Σταμούλης του Γεωργίου
14 Απριλίου 1944
Τα αντίποινα των Γερμανών για την ανατίναξη του συρμού ανάμεσα στα χωριά Σταμνά και Αγγελόκαστρο. ήταν η εκτέλεση 120 κρατουμένων στον περίβολο της Αγίας Τριάδας.
Ο στρατιωτικός διοικητής των Γερμανικών μονάδων Ηπείρου, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
Την 9ην Απριλίου 1944 ο εκ Μεσολογγίου προς Αγρίνιον κατευθυνόμενος σιδηροδρομικός συρμός, υπέστη βορείως της Σταμνάς επίθεσην κομμουνιστικών συμμοριών και επυρπολήθη. Γερμανοί στρατιώται και συνταξιδεύοντες Έλληνες πολίται εφονεύθησαν ή ετραυματίσθησαν, τραυματισμένοι Γερμανοί στρατιώται εφονεύθησαν ή ηπήχθησαν ανάνδρως.
Ως αντίποινα των υπούλων τούτων πράξεων, αίτινες πλήττουν αφ’ ενός τον Γερμανικόν Στρατόν και αφ’ ετέρου τους ειρηνικούς κατοίκους, ελήφθησαν και εξετελέσθησαν τα κάτωθι μέτρα:
1ον) Σήμερον 120 κομμουνισταί εκ χωρίων κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και εκ Παναιτωλίου, οίτινες ως διεπιστώθη, έλαβον μέρος εμμέσως ή αμέσως εις την εν λόγω πράξιν, ετυφεκίσθησαν ή απηγχονίσθησαν εν Αγρινίω.
2ον) Εις Σταμνάν και Παναιτώλιον, ορισμένος αριθμός οικιών, εις τας οποίας είχον διαμείνει συμμορίται ή ανευρέθησαν εν αυταίς όπλα και πυρομαχικά, κατεστράφη.
3ον) Δέκα χωρία, εξ ων προήρχοντο οι λησταί, ή τα οποία κείνται κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, υπεχρεώθησαν εις την καταβολήν μεγάλης χρηματικής ποινής.
Ο Διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας, Γεώργιος Τολιόπουλος σε έκθεσή του για την εκτέλεση των 120 αναφέρει:
Τον Απρίλιον μήνα και περί το ΙΙ δεκαήμερον, εκ της δράσεως των δρώντων παρά τω Αιτωλικώ ανταρτών και της ενεργείας των την Κυριακήν των Βαΐων απετεφρώθη μία εμπορική αμαξοστοιχία έμφορτος με υγρά καύσιμα μεταξύ Αιτωλικού – Σταμνών. Το αποτέλεσμα της τοιαύτης ενεργείας των όσον και πατριωτικόν ήθελεν παρουσιασθή εν τούτοις με την δολοφονίαν και 12 Γερμανών στρατιωτών υπήρξεν σκληρότατον και εγκληματικώτατον διά τους κατοίκους της περιοχής, οίτινες όλως αδίκως εθυσιάσθησαν εις αντίποινα εκ μέρους των Γερμανών την Μεγ. Παρασκευήν εντός του Αγρινίου και όπισθεν της εκκλησίας Αγίας Τριάδος “περί την δ/γήν της εκτελέσεως 120 ατόμων, το Τάγμα διά καταλλήλων ενεργειών του περιώρισε τον αριθμόν των εις 85”.
Ο Συντάξας
ΓΕΩΡΓ. ΤΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Οι 120
Αγγελάκης Γεώργιος – Άγιος Κωνσταντίνος Αγρινίου
Αλεξανδρής Κωνσταντίνος – Αγρίνιο
Αναστασίου Χρήστος – Αγρίνιο
Αναστασιάδης Αβραάμ – Αγρίνιο
Αντωνόπουλος Γεράσιμος – Αγρίνιο
Αντωνόπουλος Χρήστος – Αγρίνιο
Βλάχας Αλέκος – Κατούνα Ξηρομέρου
Βλάχος Δημήτρης- Αγρίνιο
Βίτσας Γιάννης – Άγιος Αντρέας Μεσολογγίου
Γράψας Βασίλης -Λευκάδα
Γιάγκας Σπύρος – Όχθια Αιτωλ/νίας
Γυφτομήτσος Γιώργος – Λεπιανά Ευρυτανίας
Δανίας Γεώργιος – Καμαρούλα Αγρινίου
Διαμαντής Γεώργιος – Παναιτώλιο Αγρινίου
Ζήκας Κωνσταντίνος – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Ζήκας Μιχάλης – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Καρέλος Θεόδωρος –Κατούνα Ξηρομέρου
Κούρτης Βαγγέλης – Αγρίνιο
Κατσαρός (Καραγιάννης) Γιώργος – Λευκάδα
Καρφής Γιώργος – Διαμαντέικα Αγρινίου
Κασαγιάννης Πάνος – Αγρίνιο
Κολοβός Χαράλαμπος – Αγρίνιο
Καλλίμαχος Σωτήρης – Αγρίνιο
Καταπόδης Κώστας· – Λευκάδα
Κυριλής Χρήστος – Δοκίμι Αγρινίου
Κοκορόμπας Γιώργος – Κατούνα Ξηρομέρου
Καβγιούλας Γιάννης – Αγρίνιο
Καλυβιώτης Κωνσταντίνος – Δοκίμι Αγρινίου
Κίτσος Χρήστος – Πρέβεζα
Κουκουμίλος Βασίλης – Παναιτώλιο Αγρινίου
Κατσάμπελος Νικόλαος – Αγρίνιο
Κουρούπης Αντώνιος – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Μαριώλης Βασίλης – Αγρίνιο
Μπέλλος Δημήτρης – Αγρίνιο
Χατζάρα Κατίνα
Μπλήτσας Κωνσταντίνος – Κατούνα Ξηρομέρου
Μιχαλόπουλος Δήμος – Δοκίμι Αγρινίου
Μπαρτζώκας Σταύρος – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Νικολάου Χρήστος – Αγρίνιο
Νιάφας Απόστολος – Δοκίμι Αγρινίου
Ντελής Αλέξανδρος- Κρυοπηγή Πρεβέζης
Ντελής Ιωάννης – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Ντελής Χρήστος- Κρυοπηγή Πρεβέζης
Παπαπάνου Γεώργιος – Αγρίνιο
Παπανίκος Γιάννης – Νέα Αβόρανη Αγρινίου
Παπακωνσταντής Χρήστος – Κατούνα Ξηρομέρου
Παπαδήμος Σταύρος – Αγρίνιο
Παπαευθυμίου Ανδρέας – Λαμπίρι Τριχωνίδας
Πάνης Γεώργιος – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Πάνης Ευάγγελος – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Παππάς Δημήτριος – Λεπιανά Ευρυτανίας
Παππάς Διονύσιος – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Παππάς Ιωάννης – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Χατζηελευθερίου Νικόλαος
Πέππας Χαράλαμπος – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Σαλάκος Χρήστος – Αγρίνιο
Σβώλης Χρήστος – Αγρίνιο
Σισμάνης Φώτης – Αγρίνιο
Σταυρόπουλος Σπύρος
Σκιαδάς Κώστας – Αγρίνιο
Σκαρλάτος Γιάννης – Αγρίνιο
Σούλος Παναγιώτης – Αγρίνιο
Σοπικιώτης Βασίλης – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Σοπικιώτης Νικηφόρος – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Σοπικιώτης Χαράλαμπος – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Τσικώνης Γεράσιμος – Κατούνα Ξηρομέρου
Τζαμίλης Αντώνης – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Τσίρκας Γιάννης – Αγρίνιο
Τσιτσώνης Σταμούλης – Κατούνα Ξηρομέρου
Ταμπάκης Κωνσταντίνος – Κατούνα ξηρομέρου
Τσίπης Βασίλης – Αγρίνιο
Τζίμας Γιώργος – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Τζίμας Σπύρος – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Τσούτσης Δημήτριος – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Τσούτσης Μιλτιάδης – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Τσούτσης Μιχάλης – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Τσούτσης Χαράλαμπος – Κρυοπηγή Πρεβέζης
Χαραλαμπίδης Παρασκευάς – Άγιος Κωνσταντίνος Αγρινίου
Χατζάρα Κατίνα – Κομπότι Άρτας
Χατζηελευθερίου Νικόλαος – Άγιος Κωνσταντίνος Αγρινίου
Χρηστάκης Γεώργιος – Αγρίνιο
Χρήστου Αριστείδης – Τσικλίστα Ευρυτανίας
Χολέβας Γεώργιος – Νέα Αβόρανη Αγρινίου
Σταυράκης Χριστόφορος – Αγρίνιο
Σαμαντάς Χρήστος – Κατούνα Ξηρομέρου
Σωκρατάκης Πάνος – Αγρίνιο
Στο κοντινό χωριό Αβόρανη, αχάραγα ακόμα, μια μάνα, χωμένη στις στάχτες του τζακιού πάλευε ν΄ανάψει τη φωτιά. Ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή, κι όπως το καλεί ο χαρακτήρας της μέρας, ήταν θλιμμένη. Ψιλόβρεχε. Ξάφνου ριπές όπλων έσχισαν την ησυχία της αυγής κι έφτασαν ως τ΄ αυτιά της κι ακόμα πέρα.
Πετάχτηκε όρθια αλαφιασμένη κι έπιασε το κεφαλομάντηλο που ΄χε γλιστρήσει στους ώμους της. Μια σκοτεινιά την κατέκλυσε, μια στιγμιαία ζάλη την ανάγκασε να στηριχτεί στην προεξοχή του τζακιού. Η καρδιά αναπήδησε, το στομάχι δέθηκε κόμπος. Κείνη την ίδια στιγμή ήξερε… Ο πρωτότοκός της, ο Γιάννης της, που έλειπε από τις 17 Μαρτίου διέτρεχε κίνδυνο. Έδεσε σφιχτά κάτω απ΄το σαγόνι της το λυμμένο κεφαλομάντηλο και ξεχύθηκε τρέχοντας έξω απ ΄ το μικρό χωριατόσπιτο.
Άρχισε να τρέχει προς τις ριπές. Ανά πέντε, ίσως και δέκα λεπτά οι ριπές επαναλαμβάνονταν πάλι και πάλι… Εκείνη έτρεχε, μόνο έτρεχε και ζύγωνε. Να προλάβει… Αλήθεια, τί;
Τρεις Έλληνες ήταν εκείνοι που ήρθαν και τον έψαχναν στο σπίτι τους. Δεν ήταν εκεί. Του την έστησαν και τον έπιασαν. Η κατηγορία “Αντεθνική Δράση”. Δεν την κατάλαβε ποτέ αυτή την κατηγορία. Το παιδί της αγαπούσε την Ελλάδα και πάλευε για τη Λευτεριά της. Έτσι της είχε πει, και το πίστευε το παιδί της. “Λάθος θα έκαναν” είπε μέσα της, “σύντομα θα τον αφήσουν”. Τα ίδια της είχε πει κι εκείνος, τη μια φορά, που της επέτρεψαν να τον δει στις φυλακές της Αγίας Τριάδας όπου τον κρατούσαν, μαζί με πολλούς άλλους.
Είχε όνειρα για το πρωτότοκο αρσενικό παιδί της. Να σπουδάσει, να γίνει γραμματιζούμενος, χρήσιμος άνθρωπος. Και τά ΄παιρνε τα γράμματα. Ο πόλεμος ανέκοψε τα όνειρά του . Θα συνέχιζε μόλις λευτερωνόταν η πατρίδα. Από κοντά έρχονταν άλλα δυο μικρότερα αρσενικά που ήταν σίγουρη πως θα ακολουθούσαν το παράδειγμά του. Να τελειώσουν το Σχολειό, να σπουδάσουν, να ζήσουν καλύτερα.
Στο σπίτι, σαν έσμιγε όλη η υπόλοιπη οικογένεια, γύρω απ΄ το σοφρά, κάτω απ΄ το φως του λύχνου που ήταν κρεμασμένος ψηλά στο τζάκι, δεν συζητούσαν την απουσία του μεγάλου τους. Τί να πουν, άλλωστε, μπροστά στα μικρά; Μουγγαμάρα απ΄ όλους. Κάποιο απρόσμενο δάκρυ που έφτανε στα βλέφαρά της το σκούπιζε άτσαλα αποδίδοντάς το στον καπνό που έβγαινε απ΄ το τζάκι γιατί, τάχα, ο αέρας φυσούσε ανάποδα και τον γύριζε προς τα μέσα.
Οι μέρες περνούσαν, κι εκείνη περίμενε με λαχτάρα. Πρόσμενε. Άφηνε το βλέμμα της να χαθεί στο βάθος του δρόμου και πάλευε να διακρίνει την λεβεντόκορμη φιγούρα του να προβάλει, να την πλησιάζει κι άνοιγε τα χέρια της να κλείσει μέσα τους τα είκοσι χρόνια του.
Δεν ήρθε όμως αυτή η στιγμή που ονειρευόταν. Και τώρα πλησίαζε… Αλήθεια πού;… Τί την περίμενε εκεί;… Πέρασε την Αγία Βαρβάρα χωρίς να έχει σταθεί λεπτό. Σταυροκοπήθηκε βιαστικά, μια τελευταία, απελπισμένη προσευχή: “βόηθα τον Παναγία μου”. Πλησίαζε στο Βωμό…
Κόσμος πολύς μαζεμένος. Έσπρωξε… Εκτόπισε… Πλησίασε… Εκατό περίπου μέτρα μακριά της, σωρός τα πτώματα. Έκανε να προχωρήσει, μια ξιφολόγχη ακούμπησε απειλητικά το στήθος της. Έφραξε με την παλάμη το στόμα της κι άκουσε γύρω της το θρήνο που ξεσηκωνόταν απ΄ το συγκεντρωμένο πλήθος, και τις καμπάνες που χτυπούσαν πένθιμα… Ήταν, άραγε, ανάμεσα στους σκοτωμένους και το δικό της παιδί; Μιά σειρά από οπλισμένους γερμανοτσολιάδες, με προτεταμένα τα όπλα τους προς το πλήθος, δημιούργησαν ένα αδιαπέραστο τείχος και την εμπόδιζε να πλησιάσει, να ψάξει μέσα στο φρεσκοσκαμμένο λάκκο το βλαστάρι της.
Κάποιος ανηψιός της, που την ακολουθούσε όλη αυτή την ώρα, έφυγε για την πλατεία να δει, να αναγνωρίσει τους κρεμασμένους. Τρεις ήταν, λέει… Δεν ήταν ο Γιάννης ανάμεσά τους. Μέχρι να πάει και να ΄ρθει ένας απ΄τους συνεργάτες των εκτελεστών ανεβασμένος σ΄ ένα πεζούλι, ν΄ακούγεται καθαρά, διάβαζε με βροντερή φωνή, (πάσκιζε να σκεπάσει το θρήνο, τις καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής, ή μήπως και τη συνείδησή του;) τα ονόματα των εκτελεσθέντων. Έκανε, χωρίς να το συνειδητοποιεί, ένα προσκλητήριο νεκρών. Το πρώτο προκλητήριο νεκρών, όπου κανείς δεν φώναξε «ΑΘΑΝΑΤΟΙ!!!», όπως τους άρμοζε! Με σκισμένη την καρδιά στα δύο, άκουγε – άκουγε – άκουγε … Παπανίκος Γιάννης… Ο Γιάννης της!!!
Δεν της τον έδωσαν, να αγκαλιάσει το άψυχο κορμί του, να τον πλύνει, να τον ντύσει, να τον χτενίσει. Να τον στολίσει γαμπρό, πριν τον παραδώσει στη γη. Να χαιδέψει τα μαύρα του μαλλιά, να ασπαστεί το πρόσωπό του! Να του βάλει στο πέτο ένα από κείνα τα τριανταφυλλάκια της αυλής τους, που τόσο του άρεσαν! Της στέρησαν το νυχτέρι του!
Τους παράχωσαν όλους μαζί, εκατόν είκοσι νοματαίους, εκεί πίσω απ΄την Αγία Τριάδα.
Μαυροφορέθηκε την ίδια μέρα κι όσο ζούσε, τη θυμάμαι πάντα με μαύρα. Ο καημός του Γιάννη της δεν γιατρεύτηκε ποτέ.
“Αλήθεια, Θεέ μου σχώραμε, η Αγία Τριάδα που κοίταζε κείνη την ώρα;”, έλεγε χρόνια μετά, που βρήκε το κουράγιο και τη δύναμη να μιλήσει για κείνη τη μέρα. Κι όταν ήθελε να αναφερθεί στους εκτελεστές του γυιού της, έλεγε «οι σταυρωτήδες».
«Ανάθεμα στους προδότες», έλεγε, κάθε φορά που σκεφτόταν πόσο διαφορετικά θα είχε εξελιχθεί η ζωή όλων τους, αν δεν είχε γίνει τότε το κακό. Το παιδί της δεν χάθηκε σε κάποιο πεδίο μάχης, σ΄ έναν πόλεμο όπου κρατούσε όπλο για να υπερασπισθεί την πατρίδα και τη ζωή του. Δεν υπέκυψε σε κάποια ανίατη αρρώστεια. Δεν υπήρξε θύμα ενός ατυχήματος. Δεν τον πήρε μαζί του μιά πλημμύρα, ένας κεραυνός. Να σηκώσει τα μάτια και τα χέρια στον ουρανό να φωνάξει «στα χέρια σου είμαστε θεέ μου, χάρισε ζωή στα υπόλοιπα παιδιά μου». Να ψάξει, να βρει παρηγοριά.
Συμπατριώτες τον είχαν συλλάβει και τον είχαν παραδώσει στους κατακτητές, σαν εχθρό του Έθνους. Από πού κι ως πού, οι κατακτητές της πατρίδας ήταν ταυτόχρονα και οι προστάτες της; Από πού κι ως πού, τα παλληκάρια που πάλευαν για τη λευτεριά της πατρίδας αποτελούσαν κίνδυνο για το Έθνος, ήταν εχθροί του κι έπρεπε να τιμωρηθούν; Ποιοί ήταν τελικά οι πραγματικοί Έλληνες; Εκείνοι που πολεμούσαν τους Γερμανούς ή εκείνοι που συνεργάζονταν μαζί τους; Δεν μπορούσε το μυαλό της να χωρέσει αυτόν τον παραλογισμό.
Και δεν παρηγορήθηκε ποτέ, για τον άδικο χαμό του Γιάννη της. Πάντα την έπνιγε ένας κόμπος και τα μάτια της υγραίνονταν, κάθε φορά που επέμενα να μου μιλήσει για κείνη τη μέρα. Έβγαζε απ΄ τον αστρέχα του αχυρώνα ένα καταπονημένο φύλλο εφημερίδας, που είχε κασταχωνιασμένο, μου το έτεινε και μού ΄λεγε: «γράμματα ξέρεις, διάβασε δυνατά ν΄ακούω κι εγώ». Ήταν το φύλλο του Σαββάτου, 15 Απριλίου 1944 εφημερίδας «ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΣ» όπου είχε καταχωρηθεί η εκδοχή των «σταυρωτήδων»:
Για το ίδιο γεγονός, ο Διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας, που είχε συγκροτηθεί και δρούσε στην περιοχή αναφέρει:
ΕΚΘΕΣΙΣ Γ. ΤΟΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
Ε Κ Θ Ε Σ Ι Σ
των ιστορικών γεγονότων τα οποία έλαβον χώραν κατά την περίοδον από Φεβ/ρίου μέχρι και Σεπτεμβρίου 1944 εις την περιοχήν Αγρινίου.
1. Ονοματεπώνυμον συντάκτου: Τολιόπουλος Γεώργιος Συν/χης Πεζ. “Π.Δ.”.
2. Διεύθυνσις ” : ########## 23, Περιστέρι Αθήναι.
3. Ημερομηνία συντάξεως. 15 Νοεμβρίου 1955
4. Θέμα: “Περί της Ιστορίας του Τάγματος Ασφαλείας Αγρινίου από 21-2-44 ότε συνεκροτήθη μέχρι της 14ης Σεπτεμβρίου 1944 ότε διελύθη”.
……………………………………………………………………………………
γ)Τον Απρίλιον μήνα και περί το ΙΙ δεκαήμερον, εκ της δράσεως των δρώντων παρά τω Αιτωλικώ ανταρτών και της ενεργείας των την Κυριακήν των Βαΐων απετεφρώθη μία εμπορική αμαξοστοιχία έμφορτος με υγρά καύσιμα μεταξύ Αιτωλικού – Σταμνών. Το αποτέλεσμα της τοιαύτης ενεργείας των όσον και πατριωτικόν ήθελεν παρουσιασθή εν τούτοις με την δολοφονίαν και 12 Γερμανών στρατιωτών υπήρξεν σκληρότατον και εγκληματικώτατον διά τους κατοίκους της περιοχής, οίτινες όλως αδίκως εθυσιάσθησαν εις αντίποινα εκ μέρους των Γερμανών την Μεγ. Παρασκευήν εντός του Αγρινίου και όπισθεν της εκκλησίας Αγίας Τριάδος “περί την δ/γήν της εκτελέσεως 120 ατόμων, το Τάγμα διά καταλλήλων ενεργειών του περιώρισε τον αριθμόν των εις 85”.
……………………………………………………………………………………
Ο Συντάξας
ΓΕΩΡΓ. ΤΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΥΝΤ/ΡΧΗΣ ΠΕΖΙΚΟΥ
Αυτές ήταν οι εκδοχές των «Αρχών» το τόπου μας κείνη την ταραγμένη εποχή. Η δική της όμως εκδοχή ήταν άλλη. Και μου την έλεγε με τα μάτια, με τα μοιρολόγια της. Τα σιγομουρμούριζε. Λίγες, σκόρπιες λέξεις έφαναν ξεκάθαρες στ΄ αυτιά μου. Οι περισσότερες πνίγονταν στον κόμπο στο λαιμό της.
Νιόβγαλτοι ήλιοι που έδυσαν με βία, λίγο μετά την ανατολή τους. Λουσμένοι ακόμα στο λυκαυγές της νιότης τους, στάθηκαν απέναντι στα πολυβόλα.
Το τελευταίο τραγούδι που άκουσαν ήταν το κροτάλισμα των ριπών και τα γόνατά τους λύγισαν μια για πάντα. Δεν εφράνθηκαν το πρωινό λάλημα των πουλιών που διαλαλούσαν την άνοιξη.
Το τελευταίο άγγιγμα που ένιωσαν ήταν το χτύπημα του υποκόπανου των όπλων των φρουρών τους. Δεν αφέθηκαν γλυκά νωχελικά στο στοργικό χάδι της μάνας ή στο γλυκό άγγιγμα της αγαπημένης.
Η τελευταία οσμή που τους πλημμύρισε ήταν του ζεστού αχνιστού αίματος, του δικού τους αίματος, που πότισε τις πασχαλιές και τα χαμομήλια τ΄Απρίλη. Δεν ήταν το γλυκό άρωμα που η αγουροξυπνημένη φύση άφηνε ολόγυρα με τα υπέροχα δημιουργήματά της.
Η τελευταία γεύση ήταν πικρή. Όσο πικρή είναι η απογοήτευση για τα όνειρα που ναυάγησαν και καταποντίστηκαν στα “άπατα” της φουρτουνιασμένης θάλασσας που έδερνε την πατρίδα μας.
Η τελευταία εικόνα, που πήραν τα μάτια τους πριν βασιλέψουν για πάντα, ήταν η σκληράδα και το μίσος στο βλέμμα των εκτελεστών και των συνεργατών τους. Ήταν οι κάνες των όπλων που στήθηκαν απέναντι στα στήθη τους και δεν ντράπηκαν και να υποκλιθούν μπροστά στα νιάτα τους.
Κάποιος απ΄ τους φρουρούς του, δικός μας ήταν, Έλληνας, πριν τον παραδώσει στο εκτελεστικό απόσπασμα του είπε να τρέξει, να φύγει, να γλυτώσει κι εκείνος θα έκανε τα στραβά μάτια, θα τον κάλυπτε. Ήταν γνωστός του απ΄ τα χρόνια πριν τον πόλεμο. Ο Γιάννης δεν είχε λόγο να μην πιστέψει τα λόγια του. Μπροστά του είχε τον ανοιχτό λάκκο που κατάπινε αχόρταγα τους εκτελεσμένους και δίπλα είδε τη μικρή πλαγιά του ρέματος, το δρόμο διαφυγής του. Ποιες σκέψεις πέρασαν σαν αστραπή απ΄ το μυαλό του κείνες τις στιγμές; Ρίχτηκε με ορμή να ανέβει και να χαθεί απ΄ τα μάτια των εκτελεστών. Δεν πρόλαβε. Μια ριπή, αποκλειστικά γι αυτόν, τον γάζωσε κι έπεσε εκεί στην ανηφορίτσα. Αυτός που πυροβόλησε ήταν άραγε ο ίδιος που του πούλησε την τελευταία ελπίδα γα τη σωτηρία του από σαδισμό; Κάποιος άλλος; Ποιος ξέρει;
Πέρασαν πολλά ταραγμένα χρόνια μέχρι να σιγήσουν τα όπλα κι ακόμα πιο πολλά μέχρι να αναγνωριστεί επίσημα απ΄το Ελληνικό Κράτος η αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών ως πράξη Εθνικά επιβεβλημένη. Να βρει, κατά κάποιο τρόπο, δικαίωση η εκτέλεση – θυσία του γυιού της και των συντρόφων του, κείνο το μουχλιασμένο πρωινό του Απρίλη.
Για πολλά – πολλά χρόνια μετά, τίποτα δεν θύμιζε στους νεότερους τί είχε γίνει εκεί, τη Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απρίλη του ΄44.
Παιδιά εμείς, μαθήτριες Γυμνασίου στη δεκαετία του ΄70 πατούσαμε το χώρο του μαρτυρίου καθώς πηγαινοερχόμασταν στο Α΄ Γυμνάσιο Θηλέων, στην περιοχή της Αγίας Τριάδας , χωρίς να γνωρίζουμε ότι πατούσαμε πάνω σε πρόσφατα ματωμένα χώματα. Για μερικές από μας, «Ματωμένα Χώματα» ήταν μόνο εκείνα της Διδώς Σωτηρίου.
Γιάννα Σμάνη
Το παραπάνω κείμενο έχει συμπεριληφθεί
στο βιβλίο του Ευρυτάνα, Κώστα Μπουμπουρή,
“Το Κουντρί”.
e-prologos.gr