Το τελευταίο χρονικό διάστημα στον κλάδο των μισθωτών δικηγόρων γίνονται σημαντικά βήματα οργάνωσής του, με την ίδρυση το περσινό καλοκαίρι του πρώτου σωματείου στην Αθήνα και με την αντίστοιχη προσπάθεια που γίνεται φέτος στη Θεσσαλονίκη. Η προσπάθεια αυτή της συνδικαλιστικής και συλλογικής οργάνωσης του αγώνα είναι ελπιδοφόρα και ενθαρρυντική, αλλά όπως και στους λοιπούς κλάδους των εργαζομένων, για να καταφέρει να πετύχει νίκες πρέπει να ξεπεράσει διάφορα εμπόδια, μεταξύ αυτών πολιτικές περιχαράκωσης, υπονόμευσης της μαζικής και ενωτικής συσπείρωσης του κλάδου, αλλά και λαθεμένους στόχους πάλης που αποπροσανατολίζουν τον αγώνα και τον συμβιβάζουν.
Ειδικότερα, επί του τελευταίου ζητήματος, ορισμένες δυνάμεις που παρεμβαίνουν ενεργά στις ανωτέρω διαδικασίες ακόμα και με αναφορά στην Αριστερά (βλ. Αντίρρηση, λοιπές δυνάμεις που συσπειρώνονται στην Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων), προβάλλουν ως στόχο πάλης και αίτημα των μισθωτών δικηγόρων την προώθηση και την ενίσχυση της έμμισθης εντολής.
Καταρχάς, να επισημανθεί ότι η έμμισθη εντολή αποτελεί σύμβαση που χαρακτηρίζει σχέση πελάτη – δικηγόρου, όπου ο δεύτερος αναλαμβάνει υποθέσεις του πρώτου αμειβόμενος όχι κατ’ αποκοπή αλλά με τακτική προκαθορισμένη αμοιβή. Με τη μαζική υπαλληλοποίηση των δικηγόρων ιδιαίτερα μετά τα μνημόνια επεκτάθηκε αυτή η μορφή σύμβασης και για σχέσεις δικηγόρου εργοδότη με δικηγόρο εργαζόμενο. Στις δε συμβάσεις έμμισθης εντολής εφαρμόζονται αναλογικά ορισμένες διατάξεις του εργατικού δικαίου και «μοιράζεται» το ασφαλιστικό βάρος. Στην πραγματικότητα, η έμμισθη εντολή στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί το προκάλυμμα μιας καθαρής σχέσης εξαρτημένης εργασίας, στην οποία ο εργοδότης επιβαρύνεται μόνο μερικές από τις υποχρεώσεις που πρέπει να έχει.
Η Αγωνιστική Πρωτοβουλία Μισθωτών και Ασκούμενων Δικηγόρων θεωρεί ότι αποτελεί καρδιά του αγώνα των μισθωτών δικηγόρων για εργασία με δικαιώματα και αξιοπρέπεια η ανυποχώρητη πάλη για την αναγνώριση της εξαρτημένης σχέσης εργασίας τους και παραπέρα η διεκδίκηση του συνόλου των εργασιακών δικαιωμάτων που τους πρέπει. Αυτό σημαίνει για το σύνολο του εργατικού κινήματος δεκάδες χρόνια τώρα, σύμβαση εργασίας και σε συνδικαλιστικό επίπεδο σημαίνει πάλη για διεκδίκηση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Ο εργαζόμενος εφόσον δουλεύει με ωράριο σε τόπο και χρόνο που καθορίζεται από τον εργοδότη δικαιούται στα πλαίσια αυτής της σχέσης τα δικαιώματα της εξαρτημένης μισθωτής εργασίας. Αυτό θα πει μισθό, ασφάλιση, καθορισμένο ωράριο, πληρωμή υπερωριών, άδειες και το σύνολο των δικαιωμάτων του εργασιακού δικαίου. Ανεξαρτήτως του πόσες ώρες εργάζεται για άλλο δικηγόρο και ανεξαρτήτως του αν μπορεί στον υπόλοιπο χρόνο του ο εργαζόμενος δικηγόρος να αναλάβει «δική του δουλειά». Το ότι ο δικηγόρος που παρέχει εξαρτημένη εργασία σε εργοδότη δικηγόρο μπορεί να έχει και «δικές του δουλειές» σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί αυτό να αποτελεί άλλοθι στον εργοδότη δικηγόρο να εκφεύγει των υποχρεώσεών του για όσο χρονικό διάστημα απασχολεί τον μισθωτό δικηγόρο, με το πρόσχημα του τι κάνει αφού τελειώσει το ωράριό του ή στα πλαίσια συμφωνίας «παραχώρησης κάποιου πρωϊνού», το οποίο θα διπλοδουλευτεί στη συνέχεια.
Μέσα σε ένα τοπίο όπου προωθείται κυρίαρχα η άποψη ότι ο δικηγόρος που παρέχει εξαρτημένη εργασία είναι «ανεξάρτητος» και ότι είναι «συνεργάτης» και όχι μισθωτός εργαζόμενος, η προώθηση αιτημάτων περί έμμισθης εντολής θολώνει τα νερά, αποπροσανατολίζει και συμβιβάζει τον αγώνα αυτόν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι απόψεις προώθησης ή/και ενίσχυσης του θεσμού της έμμισθης εντολής εκφράζονται ακόμα και από παρατάξεις των Δικηγορικών Συλλόγων σοσιαλδημοκρατικές, κεντρώες και δεξιές, με ένα υποκριτικό δήθεν ενδιαφέρον για τον «νέο δικηγόρο». Σε αυτά τα πλαίσια, δεν έχει τίποτα άλλο να προσφέρει η προβολή του αιτήματος εφαρμογής του συνόλου του εργασιακού δικαίου και στα πλαίσια του θεσμού της έμμισθης εντολής, παρά μόνο σύγχυση και αποπροσανατολισμό.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr