Θα έλεγε κανείς ότι φέτος ήρθε η ώρα τους. Η ώρα της «στρατιωτικής» σύγκρουσης με το κράτος. Θα έλεγε κανείς ότι τώρα που η μάσκα της νομιμότητας της αστικής δημοκρατίας έπεσε, ότι οι αναρχικοί θιασώτες των «σκληρών συγκρούσεων» θα αισθάνονταν σαν τα ψάρια μέσα στο νερό.

Χρόνια τώρα, αυτό επιχειρηματολογούν. Τόσο οι «πιο μαύροι», όσο και οι «πιο πολιτικοί». Οι «πορείες-κηδείες» της αριστεράς, λένε, υποτάσσονται στην αστική νομιμότητα. Δεν μπορούν να ριζοσπαστικοποιήσουν το πλήθος. Είναι «λιτανείες». Αντίθετα, εκείνοι, οι δυναμικές μειοψηφίες, «χωρίς να λογαριάζουν τη μέση συνείδηση», εμφανίζονταν πάντα έτοιμοι να «σπάσουν το μονοπώλιο της βίας» του αστικού κράτους. Και κάποιες φορές αναλάμβαναν εκείνοι, εργολαβικά, να επιβάλλουν τις συνθήκες και τη ροή των συγκρούσεων όπως είχανε οι ίδιοι προαποφασίσει χωρίς το κίνημα, για το κίνημα. Χωρίς να δίνουν λογαριασμό. Και αν ο λαός δεν τους ακολουθούσε, έφταιγε εκείνος.

Φυσικά, όλοι αυτοί οι αναρχικοί θιασώτες των «σκληρών συγκρούσεων», και όλοι εκείνοι οι δήθεν «σοβαροί» αναρχικοί που τους μπάζουν στο κίνημα λες και είναι κομμάτι του, είχανε κάποια πράγματα εξασφαλισμένα, πάνω στο σβέρκο του μαζικού κινήματος που κατηγορούσαν. Πρώτο ότι αυτή η όποια νομιμότητα και το Άσυλο, που κατακτήθηκαν μέσα από το αίμα και τις θυσίες , και διατηρήθηκαν μέσα από την καθημερινή δράση και παρέμβαση, υπήρχαν. Δεύτερον, ότι το κράτος που τόσο ήθελαν να συγκρούονται μαζί του, είχε ως κύριο στόχο να καταστέλλει το μαζικό κίνημα και στην πραγματικότητα τους χρησιμοποιούσε για να βρίσκει μια αφορμή καταστολής. Τρίτο και σημαντικότερο, ότι αυτή η «πορεία-κηδεία», με τον όγκο της, την περιφρούρηση της, με την πολιτική επιρροή που ασκούσε στο λαό, έμπαινε μπροστά. Σήμερα, δυστυχώς, τίποτα από τα τρία δεν υπάρχει με αυτόν τον τρόπο. Η ανοχή και η ασυλία που το κράτος έδειχνε απέναντι τους έχει περιοριστεί. Η αξία χρήσης τους σε αυτή τη φάση εκπέσει, γιατί το μαζικό κίνημα έχει ατονήσει. Και πλέον οι ίδιες οι «λιτανείες» που τους προστάτευαν, έχουν βγει στην παρανομία. Πριόνισαν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονταν και αυτό έσπασε.

Γιατί αυτό βγήκε στην παρανομία φέτος: τα δικαιώματα στην οργάνωση, στη συγκέντρωση, στη διαδήλωση, που αυτοί ποτέ δε σεβάστηκαν και δεν αναγνώρισαν ως άξια περιφρούρησης και υπεράσπισης, δεν τα ιεράρχησαν ως ζωτική ανάγκη την οποία πρέπει να προστατεύουμε ως κόρη οφθαλμού στα μάτια των λαϊκών μαζών. Γιατί μόνο στο όνομα και στη σύνδεση με τις πλατιές λαϊκές μάζες μπορούν να κατοχυρώνονται αυτά τα δικαιώματα.

Ορίστε λοιπόν. Ο δρόμος φέτος ήτανε ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα (στην κυριολεξία). Που ήτανε φέτος όλοι αυτοί οι θιασώτες των «σκληρών συγκρούσεων»; Γιατί ήτανε κρυμμένοι και ψάχναμε να τους βρούμε με το κιάλι; Τόσες χιλιάδες διαδηλωτές κινητοποιήθηκαν πέρσι με την αναρχία. Συγκροτούν ένα ρεύμα, έναν μηχανισμό κινητοποίησης κόσμου. Όπως το ΚΚΕ έχει βαριά ευθύνη για την ανυπαρξία του ή την περιορισμένη συμμετοχή του σε μια σειρά μέτωπα, έτσι και η αναρχία έχει ανάλογη ευθύνη για την περιορισμένη συμμετοχή στο φετινό Πολυτεχνείο. Και δεν είναι υπερβολή να πούμε, ότι η πίεση των «υποταγμένων» αριστερών, με τις «πορείες-κηδείες», έπαιξαν σε μια σειρά περιπτώσεις ρόλο για να πιεστεί αυτός ο μηχανισμός, ώστε να δράσει.

Ο λαός και το κίνημα του, μέσα από το ανέβασμα του επιπέδου συγκρότησης τους, παράγουν τη γενναιότητα και τις συγκρούσεις. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μονάχα μέσα έναν δρόμο. Μέσα από την ικανότητα του κινήματος να πείθει, και να στρατεύσει με το μέρος του τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία. Αυτή η συστράτευση, έκανε δυνατό στο Πολυτεχνείο του ‘73, μια σπίθα που ξεκίνησε από 300 να αγκαλιαστεί από τη φλόγα των μαθητών, των εργατών, των αγροτών και να νικήσει την αστυνομία. Και όχι το ανάποδο: μια μικροαστική εκτόνωση 300 να στέλνει σπίτι τους χιλιάδες που με κόπο έχουν μαζευτεί και να υποσκάπτει τη συγκρότηση τους!

Η «γενναιότητα» προκύπτει μέσα από την άνοδο του κινήματος, και μέσα από το ίδιο το πολιτικό του περιεχόμενο. Τη μεγαλύτερη γενναιότητα, τη δείχνουν απλοί άνθρωποι που έχουν ατσαλωθεί πολιτικά μέσω από τον αγώνα και έχουν πειστεί από αυτόν. Η ψεύτικη «γενναιότητα», που δεν λογαριάζει το επίπεδο της λαϊκής συνείδησης, και δε δρα για λογαριασμό του λαού, (ίσα-ίσα πολλές φορές περιφρονεί ανοιχτά το λαό), αυτή η ψεύτικη «γενναιότητα» που εκδηλώνεται μόνο υπό την ανοχή του κράτους και στο χωροχρόνο που αυτό το συμφέρει, εξαφανίζεται σαν σαπουνόφουσκα όταν τεθούν τα πραγματικά ζητήματα.

ΚΚ

πηγή: antigeitonies

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το