Χρήστος Κάτσικας
Τρεις εισαγωγικές παρατηρήσεις
1. Η συνεχιζόμενη πανδημία αποδείχθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την νομοθετική «κατοχύρωση» μέτρων σε τέτοιο βαθμό που δεν έχει ξαναγίνει μεταπολιτευτικά! Τέτοιος οργασμός νομοσχεδίων, Εγκυκλίων, Υπουργικών Αποφάσεων στο χώρο της εκπαίδευσης μέσα σε τόσο λίγους μήνες δεν έχει υπάρξει ξανά, μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα για τα τελευταία 30-35 χρόνια τουλάχιστον. Είναι φανερό ότι το ΥΠΑΙΘ και η κυβέρνηση βγάζουν από το συρτάρι τα πιο ανεκπλήρωτα σχέδια του ΟΟΣΑ και του ΣΕΒ, που μέχρι πριν από λίγο καιρό ούτε στα όνειρά τους δεν μπορούσαν να δουν να υλοποιούνται.
2. Το αφήγημα της κυβέρνησης και του Υπουργείου Παιδείας υπόσχεται επιστροφή στην «κανονικότητα» και ένα λαμπρό μέλλον για την ελληνική εκπαίδευση εάν ακολουθηθεί πιστά η φαρμακευτική τους αγωγή.
Ποια είναι αυτή; Κοινός τόπος των εκθέσεων της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του εγχώριου ΣΕΒ είναι η απαίτηση για δρομολόγηση της αυτονομίας της σχολικής μονάδας, της αποκέντρωσης του εκπαιδευτικού συστήματος και της γενικευμένης αξιολόγησης στην εκπαίδευση. Για του λόγου το αληθές δεν έχει κανείς παρά να δει το τριετές σχέδιο για την Εκπαίδευση «Πλαίσιο κατευθύνσεων και προτάσεις» (2017-2019), το οποίο μονταρίστηκε στο πλαίσιο που όριζαν οι δεσμεύσεις των Μνημονίων 3 και 4.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της Εκπαίδευσης, για μια ακόμα φορά, όσον αφορά στη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος, σημειώνεται πως είναι «εξαιρετικά συγκεντρωτικό» «και η αυτονομία των εκπαιδευτικών μονάδων όλων των βαθμίδων είναι εξαιρετικά περιορισμένη». Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται «μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από την κεντρική διοίκηση στις επιμέρους μονάδες, με αντίστοιχη ισχυροποίηση της διοίκησης των τελευταίων», «αξιολόγηση τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική», και «μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στην Τοπική Διοίκηση, όπως η διαχείριση του κύριου και βοηθητικού προσωπικού των σχολικών μονάδων».
3. Η αδυναμία να κατανοήσουμε τις θεμελιώδεις μεταβολές που συντελούνται στην εκπαίδευση αποτελεί ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο. Οι μεταβολές αυτές δεν συνιστούν ένα επιφαινόμενο ή εφήμερο χαρακτηριστικό αλλά μία εκτροπή από αρχές και αξιακό πλαίσιο.
Πριν από τρεις δεκαετίες, δυο επιστήμονες, οι κ.κ. Ornstein και Ehrich, έκαναν έρευνα πάνω στην αδράνεια που δημιουργείται από τη μη συνειδητοποίηση των επερχόμενων μεταβολών.
Οι επιστήμονες απέδειξαν ότι αν βάλουμε ένα βάτραχο σε μια κατσαρόλα με νερό και αρχίσουμε να το θερμαίνουμε αργά, ο βάτραχος σταδιακά προσαρμόζει τη θερμοκρασία του σώματός του με αυτή του νερού. Μόλις το νερό αρχίσει να βράζει, δεν μπορεί πλέον να προσαρμόσει τη θερμοκρασία του και προσπαθεί να πηδήξει έξω από την κατσαρόλα. Αλλά δυστυχώς, σε αυτό το σημείο είναι αδύνατο να το σκάσει επειδή έχει ήδη σπαταλήσει όλη την ενέργειά του προσαρμόζοντας τη θερμοκρασία του και πλέον δεν έχει τη δύναμη να αποδράσει.
Το πέρασμα στη νέα «κανονικότητα» είναι ήδη ζώσα πραγματικότητα. Απομένει να δούμε αν οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές και οι γονείς θα την πάθουν σαν τον βάτραχο!
Στο θέμα μας τώρα
Η «μηχανική» του σχεδίου για την ιδιωτικοποίηση – εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης
1. Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας είναι ένα «μοντέλο» που δίνει έμφαση στην υιοθέτηση ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων λειτουργίας, στην διαφοροποίηση του περιεχομένου του σχολείου, στη μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το ψωμί τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς, από κάποιους χορηγούς ή από ενοικίασης των υποδομών τους σε τρίτους), στη λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), και στην ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο.
Παράλληλα, η ανάθεση μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία, τους προσανατολισμούς κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος στο εκπαιδευτικό προσωπικό, στους εκπαιδευόμενους, στους γονείς, στην «τοπική κοινωνία» και στους «παραγωγικούς φορείς» είναι φανερό ότι καλλιεργεί την τάση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των «πελατών», αφού η συντήρηση ή η ανάπτυξή τους εξαρτάται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» τους. Η παιδαγωγική και η διδακτική οδηγούνται στο να υποταχθούν σε μια νέα αντίληψη, που έχει σχέση περισσότερο με την επιχειρηματική λογική, αφού το σχολείο θα λειτουργεί με κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και πρέπει να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ’ αυτήν την προοπτική. Στο όνομα του «αποτελεσματικού σχολείου» και του ανταγωνισμού με βάση τα κριτήρια της αγοράς, είναι ορατός ο κίνδυνος δημιουργίας σχολείων πολλών και διαφορετικών ταχυτήτων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία γκρίζων μορφωτικών ζωνών στις ήδη γκρίζες κοινωνικές περιοχές.
2. Η αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος είναι η βάση για τη ραγδαία μείωση της χρηματοδότησης και της διαφοροποιημένης λειτουργίας των σχολικών μονάδων με βάση τις διαφοροποιημένες ανάγκες και οικονομικές δυνατότητες των τοπικών κοινωνιών.
3. Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι το στρατηγικό εργαλείο αφενός για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και αφετέρου για την ένταση του καθεστώτος χειραγώγησης και ομηρίας των εκπαιδευτικών και δραστικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Είναι φανερό ότι η αυτοαξιολόγηση – αξιολόγηση θα συνδέει την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών με τις κοινωνικά προσδιορισμένες επιδόσεις των μαθητών τους, με στοιχεία μάλιστα που θα έχουν αναγωγή σε επίπεδο χώρας, ώστε να συγκρίνονται σε νεοφιλελεύθερα και αμφιλεγόμενα διεθνή project αξιολόγησης των εκπαιδευτικών συστημάτων (PIZA).
Οι διαφορετικές επιδόσεις των σχολείων στη βάση μετρήσιμων δεικτών, θα συμβάλουν τάχιστα στην κατηγοριοποίησή τους, τη διαφοροποιημένη χρηματοδότησή τους, αλλά και στο κλείσιμο πολλών εξ αυτών. Η σχεδιαζόμενη «άρση των γεωγραφικών ορίων» και η «ελεύθερη επιλογή σχολείου», δημόσιου και ιδιωτικού, που εισάγεται ως «οδηγία» στα επίσημα κείμενα, θέλει να σπρώξει τα δημόσια σχολεία σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό προς «άγραν πελατών», από την οποία θα συναρτούν τη χρηματοδότηση και τη συνέχιση της λειτουργίας τους.
Από αυτή την ιστορία όμως, ο μεγάλος χαμένος θα είναι το δημόσιο σχολείο συνολικά, γιατί θα κλείνουν η μια μετά την άλλη οι σχολικές μονάδες και τα χρήματα του κρατικού προϋπολογισμού θα πηγαίνουν στους εμπόρους της γνώσης και στα ιδιωτικά συμφέροντα, ως ανταλλάξιμα κουπόνια-vouchers για την αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Ανακεφαλαιώνοντας: Το μοντέλο της αξιολόγησης είναι δεμένο με ένα νήμα με τη λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας και την αποκέντρωση και οδηγεί με μεγάλη ένταση στα σχολεία πολλών ταχυτήτων, στην ταξική διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου όπου εργαλειοποιείται ότι είναι μετρήσιμο, στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, στην ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, η χημεία των οποίων αποδομεί τον δημόσιο χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
ΜΕ ΑΠΛΑ ΛΟΓΙΑ ΟΙ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ
Συγκεκριμένα επιδιώκεται: Η καθήλωση των κρατικών δαπανών για την Εκπαίδευση και η μετάθεση του κόστους λειτουργίας των σχολικών μονάδων στους δήμους και ουσιαστικά στους εργαζόμενους, με την επιβολή τοπικής φορολογίας.
Με άλλα λόγια, η χρηματοδότηση κάθε σχολικής μονάδας θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις οικονομικές δυνατότητες κάθε δήμου. Οι δήμοι, με τη σειρά τους, θα μεταθέτουν την οικονομική επιβάρυνση στους πολίτες, είτε επιβάλλοντας δίδακτρα είτε άλλες εισφορές.
Στο πλαίσιο της αποκέντρωσης είναι προφανές ότι ο εκπαιδευτικός καλείται να έχει έναν νέο ρόλο και κυρίως αυτοί που ασκούν διοίκηση. Στην ουσία, θα μετατραπούν σε μάνατζερ–διαχειριστές που θα είναι υποχρεωμένοι να αναζητούν πηγές χρηματοδότησης για τη λειτουργία του σχολείου.
Μακροπρόθεσμα το αποτέλεσμα θα είναι ο μαρασμός και το κλείσιμο πολλών σχολείων, αφού οι φτωχοί και οι μικρότεροι δήμοι δεν θα μπορούν να ανταπεξέλθουν στα έξοδα λειτουργίας τους, την ώρα που οι ποικιλώνυμοι «τοπικοί παράγοντες» θα ενδιαφέρονται για τη βιτρίνα τους, τα «καλά» σχολεία της περιοχής.
e-prologos.gr