Χρήστος Κάτσικας
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΩΝ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΩΝ ΤΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ
ΣΤΗ ΦΑΡΣΑ ΤΩΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΡΟΜΩΝ
Το σχολείο των διαχωρισμών και των απορρίψεων
Η ανακοίνωση των στατιστικών πινάκων των βαθμολογικών επιδόσεων την Δευτέρα που μας πέρασε ουσιαστικά «σφυρίζει» την έναρξη της πορείας εξοστρακισμού χιλιάδων υποψηφίων οι οποίοι θα αποκλειστούν από τις Πανεπιστημιακές Σχολές λόγω της πρώτης εφαρμογής της λεγόμενης ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ). Ωστόσο, οι αποκλεισμένοι υποψήφιοι, εάν και όταν ολοκληρωθούν τα μέτρα του κυβερνώντος κόμματος για το Λύκειο δεν θα αποτελούν παρά τους πρώτους αποκλεισμένους σε μια μακρά σειρά αποκλεισμών.
Και αυτό το λέμε καθώς το επόμενο δεκαήμερο αναμένεται να έρθει στη Βουλή πολυνομοσχέδιο με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Αναβάθμιση του Σχολείου και Ενδυνάμωση των Εκπαιδευτικών». Ένα πολυνομοσχέδιο 238 σελίδων που συμπυκνώνει το ιδεολογικό «πρετ-α-πορτέ» της κυβέρνησης και του ΥΠΑΙΘ οικοδομώντας μια εκπαίδευση που συνδυάζει το ιδιωτικοοικονομικό επιχειρηματικό μοντέλο λειτουργίας με την αυταρχική λογική γυμνασιάρχη του ’50.
Οι «εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδρομές» του ΥΠΑΙΘ: Με άλλα λόγια να τελειώνουμε με τους αδύναμους!
Ένας από τους κεντρικούς πυλώνες του νομοσχεδίου είναι η αξιολόγηση των μαθητών η οποία, εκτός των άλλων, προορίζεται να αποτελέσει τον διάδρομο απογείωσης της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου.
Το κυβερνητικό «μενού» προβλέπει εξετάσεις τετραμήνου, ενδιάμεσες απροειδοποίητες εξεταστικές δοκιμασίες, εργασίες, αντεστραμμένη μάθηση, εργαστήρια δεξιοτήτων, ομαδικές και ατομικές εργασίες, «ελληνική PISA», με εξετάσεις για την Γ’ Γυμνασίου και την Στ’ Δημοτικού.
Να το εξηγήσουμε: Οι «εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδρομές» είναι ο τέταρτος άξονας του σχεδίου που παρουσιάστηκε, που εξυπηρετεί τον πάγιο – εδώ και 18 χρόνια – στόχο της ΕΕ για στροφή προς την κατάρτιση, σε βάρος της γενικής εκπαίδευσης. H κυνική διαπίστωση του πρωθυπουργού ότι «δεν μπορούν και δεν πρέπει να πάνε όλοι κατ’ ανάγκη στο πανεπιστήμιο», πριμοδοτείται από τη λογική του ταξικού ξεκαθαρίσματος ως ένα είδος ρεκτιφιέ και ουσιαστικά μετατρέπει, ακόμη περισσότερο τους φτωχούς και αδύναμους μαθητές, σε πεδίο βολής.
Κυριολεκτικά στοχεύει στη νομιμοποίηση της «έξωσης» χιλιάδων μαθητών οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως «πλεονάζον προσωπικό» σε επιχείρηση που «εξυγιαίνεται».
Το σχέδιο δραστικής μείωσης των εισακτέων στα Πανεπιστήμια συνδέεται σαφώς με την προοπτική μείωσης του μαθητικού πληθυσμού των Γενικών Λυκείων. Η πρώτη μεθόδευση αφορά στη μείωση του αριθμού των εισακτέων με όχημα την ΕΒΕ και παράλληλα τη συρρίκνωση της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τη συγχώνευση ή και το κλείσιμο πολλών τμημάτων Πανεπιστημίων.
Στη συνέχεια, το ΥΠΑΙΘ σχεδιάζει να αναστήσει αναμορφωμένο, το σχέδιο της περιόδου 2013 – 2014 αλλά και τα «Πορίσματα» του λεγόμενου Εθνικού Διαλόγου του Αντώνη Λιάκου της περιόδου 2015 (Συγκυβέρνηση ΝΔ –ΠΑΣΟΚ με υπουργούς Παιδείας τον Κ. Αρβανιτόπουλο και τον Ανδρέα Λοβέρδο και Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ).
Το «παιδαγωγικό ευαγγέλιο» της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας καθορίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να πριμοδοτεί, χωρίς να το δηλώνει, την παλινόρθωση» μιας εξεταστικοκεντρικής οργάνωσης του Λυκείου. Όπως και την περίοδο 2013-2014 η κατεύθυνση είναι η ίδια και οι βασικοί της πυλώνες είναι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Λυκείου οι μαθητές να διαγωνίζονται σε εξετάσεις τύπου πανελλαδικών (δηλαδή με θέματα από την Τράπεζα Θεμάτων) και όποιος καταφέρει και «επιζήσει σχολικά», μετά το τέλος του Λυκείου, να δίνει εξετάσεις πανελλαδικού χαρακτήρα για την εισαγωγή του στην ανώτατη εκπαίδευση.
Με την Τράπεζα Θεμάτων σε όλες τις τάξεις του Λυκείου επιδιώκεται να καλλιεργηθεί η αυταπάτη ότι το σύνολο της διαδικασίας θα είναι απόλυτα αντικειμενικό και αξιοκρατικό, αποκρύπτοντας έντεχνα το γεγονός ότι όσο «αντικειμενικό» κι αν είναι το διαδικαστικό μέρος της διαδικασίας, τα υπόλοιπα στοιχεία που «συναρμολογούν» τη λογική του, και διαμορφώνουν την κρίση για την επιλογή / πρόκριση – απόρριψη του μαθητικού πληθυσμού δεν μπορούν να «απογαλακτιστούν» από τις ανισωτικές λειτουργίες της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Αποκλειστικός ρόλος αυτού του νέου σχολείου γίνεται να χωρίσει με «αντικειμενικό» τρόπο τους «μπροστάρηδες» από τους «ουραγούς», τους ικανούς από τους «ανίκανους» και να εξωθήσει τους δεύτερους σε μια γρήγορη έξοδο από το Λύκειο.
Ελληνική Pisa: Εθνικές εξετάσεις στην ΣΤ’ δημοτικού και την Γ΄ Γυμνασίου
Παράλληλα το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας προβλέπει τη διενέργεια εξετάσεων διαγνωστικού χαρακτήρα σε εθνικό επίπεδο στην ΣΤ’ Δημοτικού και Γ’ Γυμνασίου στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά. Η ελληνική PISA, όπως λέγεται, σύμφωνα με το ΥΠΑΙΘ αποτελεί «ένα τεστ διάγνωσης της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος» και έχει «σκοπό την εξαγωγή πορισμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και όχι η αξιολόγηση της επίδοσης του μαθητή».
Για να κατανοήσουμε το Ελληνικό PISA που «ανακαλύφθηκε» από το ΥΠΑΙΘ σαν ένα είδος αθέατου προπονητή για το καθαρόαιμο PISA, δεν έχουμε παρά να αποκαλύψουμε τις συνέπειες της δράσης του τελευταίου: Συμβάλλει, λοιπόν, στην κλιμάκωση ποσοτικών μετρήσεων και στη δραματική αύξηση της εξάρτησης από αυτές. Το καθεστώς που επιβάλλει, με τον διαρκή κύκλο των τεστ, βλάπτει τα παιδιά και αποδυναμώνει τις σχολικές τάξεις καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται έξω από το σχολείο. Με τον τρόπο αυτό το πρόγραμμα PISA έχει αυξήσει ακόμη περισσότερο το άγχος που προϋπήρχε στα σχολεία, θέτοντας σε κίνδυνο την ισορροπία μαθητών και εκπαιδευτικών.
Επικεντρωνόμενο σε ένα περιορισμένο εύρος μετρήσιμων τομέων της εκπαίδευσης, αποσπά την προσοχή από τομείς που είναι αδύνατο (ή λιγότερο δυνατό) να μετρηθούν, όπως η φυσική αγωγή, η ηθική, η κοινωνιολογία, η πολιτιστική και η αισθητική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τον επικίνδυνο περιορισμό του συλλογικού φαντασιακού για το τι είναι και το τι οφείλει να είναι η εκπαίδευση.
Η περιορισμένη εστίαση του ΟΟΣΑ στα σταθμισμένα τεστ διακινδυνεύει τη μετατροπή της μάθησης σε πληκτική εργασία και τον θάνατο της χαράς της μάθησης. Καθώς το πρόγραμμα PISA οδηγεί πολλές χώρες στον διεθνή ανταγωνισμό για τις υψηλότερες επιδόσεις, ο ΟΟΣΑ έχει αποκτήσει τη δύναμη να διαμορφώνει την εκπαιδευτική πολιτική σε όλο τον κόσμο, χωρίς να προηγηθεί καμία συζήτηση για την αναγκαιότητα ή τους περιορισμούς των τελικών σκοπών του. Η μέτρηση μιας μεγάλης ποικιλίας εκπαιδευτικών παραδόσεων και πολιτισμών με τη χρήση ενός μοναδικού, περιορισμένου και προκατειλημμένου μέτρου σύγκρισης θα μπορούσε τελικά να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στα σχολεία και τους μαθητές.
Οι εξελίξεις αυτές συγκρούονται εμφανώς με ευρέως αποδεκτές αρχές καλής εκπαιδευτικής και δημοκρατικής πρακτικής. Καμία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, οποιασδήποτε σημασίας, δεν μπορεί να αγνοεί τον ρόλο μη εκπαιδευτικών παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους κυρίαρχη σημασία έχει η κοινωνική και οικονομική ανισότητα μιας χώρας. Σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, η ανισότητα έχει δραματικά αυξηθεί τα τελευταία 15 χρόνια, γεγονός που ερμηνεύει το άνοιγμα της εκπαιδευτικής ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών και το οποίο είναι αδύνατο να κλείσουν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, όσο επεξεργασμένες κι αν είναι.
e-prologos.gr