Είναι μία ομάδα εργατών γης. Άφησαν την ιδιαίτερη πατρίδα τους και πήραν των ομματιών τους για να ζήσουν τις οικογένειές τους, να βάλουν δύο «φράγκα» στην άκρη για το δύσκολο χειμώνα, ίσως και για ένα κομπόδεμα σε μία πιο σίγουρη δουλειά. Προσώρας φτιάχνουν δρόμους πυρόσβεσης σε ένα δύσβατο βουνό. Δύο με τα αλυσοπρίονα που είναι προέκταση του χεριού τους, τέσσερις με τα χορτοκοπτικά με τους δίσκους στην άκρη. Δύσκολη δουλειά. Ο ήλιος μεσομαγιάτικα βαράει κατακούτελα και η φανέλα που γράφει Adidas ιδρώνει στο πρώτο δεκάλεπτο. Μακριά ζωγραφίζονται τα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας. Σμιχτά το ένα με το άλλο και οι μπεκάτσες να περνούν τα σύνορα χωρίς διαβατήριο. Μυστήρια πράγματα, μουρμούρισε ο Δήμος. Για να περνάει η ώρα και να έρθουν οι καρδιές τους κοντύτερα φόρεσε ο ένας στον άλλον παρατσούκλια, ώστε να χαχανίζουν με αυτά και να γνωρίζονται βαθύτερα. Ο Γεροδήμος, ο Αρκούδος, ο «boss», το «βουνό», σ’ ωραίος, ο «γιατρός» που μι­λάει λίγο και παίζει γερό τάβλι, είναι μερικά από τα παρατσούκλια που τα ’βαλαν κατάσαρκα σαν μάλλινη φανέλα το χειμώνα.

Οι κουβέντες τους, καθώς τις κατέγραψε ο φίλος μας, περιστρέφονται γύρω από τη δουλειά, το ποδόσφαιρο και τις γυναίκες, για να βρίσκουν έναν ρεαλισμό της καθημερινής ζωής. Τη θέση σε μία μεγαλύτερη ομάδα και τη μυθοποίηση γύρω από το άλλο φύλο και κουβέντα ατέλειωτη στις αντροπαρέες. Κάποια βιβλία που τους έδωσε ο φίλος μας περιμένουν κλειστά και αδιάβαστα. Πού χρόνος για ξεφύλλισμα, ακόμα και η κουβέντα για τις ανεμογεννήτριες στο βουνό έμεινε ατέλειωτη και μετέωρη. Μετέωρος σαν φιγούρα του Καζαντζάκη ήταν και ο Δήμος. Όταν μεράκλωνε, σηκώνονταν όρθιος και άνοιγε τα χέρια σαν Διόνυσος που απλώνει τις φτερούγες του και άρχιζε να τραγουδάει λαϊκά και ρεμπέτικα μουρμουρίζοντας πως αυτός είναι από τα Τρίκαλα, τη γη του Τσιτσάνη. Ζορμπάς που βρέθηκε να κόβει πουρνάρια και να ανοίγει δρόμους για να σβήσουν οι καλοκαιρινές φωτιές. Ήταν η ώρα που η τηλεόραση μας ενημέρωνε για τις κομπίνες της εφορίας στην Εύβοια, δηλαδή για μία κανονική μαφία που εκβίαζε επιχειρηματίες και τσέπωνε εύκολα δεκάδες χιλιάδες ευρώ.

Η Παλαιστίνη μακριά, η Ουκρανία μακρύτερα και ο φίλος διανοούμενος της στήλης να ιδρώνει για να μιλήσει για τον Μαρξ και την υπεραξία. Να πει δηλαδή πως οι εργάτες αφού μπορούν να φτιάχνουν τον κόσμο, μπορούν και να τον διοικήσουν. Αυτή είναι μια απλή κανονικότητα. Δεν είναι το instagram και το tik tok. Είναι η ίδια η ζωή που τρέχει σαν άλογο στα χωράφια της Θεσσαλίας. Πώς το λέγε ο γερο-Δήμος;
-Μιλάνε πολύ για τα όμορφα γεφύρια και τα φωτογραφίζουν. Κανείς δεν μιλάει για τα θεμέλια που τα στηρίζουν.

Στο μεταξύ οι εσωτερικοί οικονομικοί μετανάστες θα κόβουν πουρνάρια, θα ανοίγουν δρόμους για την δασοπυρόσβεση και ο Μαρξ θα περιμένει να σμίξει με την εργατική τάξη που είναι δίπλα μας. Η τηλεόραση θα σερβίρει σκουπίδια, οι κεφαλαιοκράτες θα έχουν κρέας για τις μηχανές, το κέρδος και τα κανόνια τους και ο διανοούμενος -που λέγαμε παραπάνω- θα μηχανεύεται τρόπους για να σμίξει τις επαναστατικές ιδέες με τα εργατικά μπράτσα. Καλό βόλι στις εκλογές συντρόφια.

Θανάσης Τσιριγώτης

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το