Ένας νομπελίστας νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος (Πισσαρίδης) που στήριξε τα μέτρα των μνημονίων την περίοδο 2010 -2017 και ένας καθηγητής που εκπροσωπεί τον ΣΕΒ (Βέττας), τοποθετήθηκαν από την κυβέρνηση επικεφαλής μιας επιτροπής 10 ακαδημαϊκών φίλα προσκείμενων στην κυβέρνηση και έξι μεγαλοστελεχών επιχειρήσεων, με σκοπό να προσδώσουν “επιστημονική” τεκμηρίωση στην περαιτέρω κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους και στην ανάδειξη ενός “επιτελικού κράτους” στην υπηρεσία των επιχειρήσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι στην έκθεση οι ενότητες που αφορούν στην αποτίμηση της ελληνικής οικονομίας υπερασπίζονται τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν την περίοδο 2010-2017. Επίσης πολλές από τις προτάσεις της Επιτροπής είχαν ήδη διατυπωθεί από την κυβέρνηση, από επιχειρηματικούς κύκλους και στα σχέδια που συνοδεύουν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.

Από τις 120 σελίδες της έκθεσης το σημείο αιχμής είναι οι 14 προτάσεις που αφορούν τις παρεμβάσεις που προτείνονται από την επιτροπή. Παρά το ότι περιέχονται αναλυτικά στοιχεία για την ελληνική οικονομία και γίνεται αναφορά σε ορισμένες διεθνείς τάσεις, η έκθεση δεν προβαίνει σε καμία ποσοτική εκτίμηση των προτεινόμενων 14 δράσεων – και η κύρια αιτία είναι ότι τα αποτελέσματα είναι αμφίβολα και οι δυσμενείς επιπτώσεις σημαντικές για μεγάλες κοινωνικές ομάδες.

Οι μειώσεις φόρων είναι μια από τις βασικές παραμέτρους των προτάσεων της επιτροπής. Είναι μια αντανάκλαση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης ότι η μείωση των φόρων και όχι οι κυβερνητικές δαπάνες είναι αποτελεσματικότερες σε εποχή κρίσης για την ανάκαμψη της οικονομίας. Αν μάλιστα συνδυαστούν οι μειώσεις φόρων με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που είναι σίγουρο ότι θα επανέλθουν στο άμεσο μέλλον, υπονοείται η μείωση των παροχών του κοινωνικού κράτους (παιδεία, υγεία, συντάξεις, κτλ). Είναι χαρακτηριστικό ότι η επιτροπή δεν προτείνει μείωση στον ΦΠΑ και στους έμμεσους φόρους αλλά στους άμεσους, παρά το ότι η ίδια αναφέρει ότι οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα είναι μεγαλύτεροι ως ποσοστό του ΑΕΠ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και οι άμεσοι φόροι μικρότεροι. Αντίθετα, προτείνει ουσιαστικά μείωση των φόρων για τα υψηλά εισοδήματα των φυσικών προσώπων, που υποτίθεται θα καλυφθεί από το ευχολόγιο για διεύρυνση της φορολογικής βάσης.

Επί της ουσίας καταργείται η προοδευτικότητα της φορολογίας μέσω της νεοφιλελεύθερης αντίληψης ότι η φοροδιαφυγή οφείλεται κυρίως στην υψηλή φορολογία των ανώτερων εισοδηματικά κλιμακίων. Στο ίδιο πλαίσιο, η προτεινόμενη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και οι προτάσεις για τριετή απόσβεση των επενδύσεων για τις επιχειρήσεις, ως μέσο τόνωσης των επενδύσεων, είναι αμφίβολο αν θα έχουν αποτέλεσμα σε εποχή κρίσης.

Η πρόταση για μείωση των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, καθώς και η προώθηση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην ασφάλιση, συνιστούν σημαντικές τομές. Η μείωση των εισφορών σε ασφαλιστικό σύστημα που ήδη εμφανίζει προβλήματα λόγω κρίσης και επέκτασης ελαστικών εργασιακών σχέσεων (ενώ συγχρόνως υπάρχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για άμεσα μέτρα σε περίπτωση ελλείμματος – πρβ. Τον δημοσιονομικό “κόφτη” των μνημονίων) συνεπάγεται μείωση των συντάξεων. Μάλιστα η ίδια η έκθεση το υπονοεί όταν αναφέρει ότι η κρατική ασφαλιστική δαπάνη πρέπει να μειωθεί από το 16,5% του ΑΕΠ.

Συγχρόνως η πρόταση για μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης σε πλήρως κεφαλαιοποιητική, προοπτικά σημαίνει την κατάργησή της για όσους την λαμβάνουν και την προώθηση επαγγελματικών ταμείων και ιδιωτικών ασφαλιστηρίων σε όσους έχουν οικονομική δυνατότητα. Πίσω από την προτεινόμενη αναδιάρθρωση υπάρχει η ρητά διατυπωμένη προοπτική για τοποθέτηση εως 100 δισ. ευρώ εντός της επόμενης 40ετίας σε επενδύσεις μέσω επαγγελματικών και ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών. Πρακτικά δηλαδή, αφού δεν είναι σίγουρο ότι οι επιχειρηματίες θα επενδύσουν θα ωθήσουμε τον εργαζόμενο να το κάνει, με την αμφίβολη προοπτική να λάβει καλύτερη σύνταξη αν η οικονομία και το χρηματιστήριο πάνε καλά.

Προτείνεται η αποσύνδεση του κράτους από την οικονομική στήριξη των δήμων, με αντάλλαγμα την μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στην τοπική αυτοδιοίκηση. Είναι ένα μέτρο όπου το κράτος αποποιείται υποχρεώσεις και παρέμβαση στο τοπικό επίπεδο, και επικεντρώνεται στον επιτελικό ρόλο διευθέτησης στρατηγικών επιλογών του κεφαλαίου. Η υιοθέτηση του μέτρου δεν αφορά μόνο την πληρωμή των δημοτικών υπαλλήλων και των δημοτικών τελών από έναν μελλοντικό δημοτικό ΕΝΦΙΑ, όπως νομίζουν πολλοί. Υπάρχουν πολλές υποδομές και δραστηριότητες που η λειτουργία τους περνά μέσα από τους δήμους (π.χ η παιδεία), ενώ η ιδιωτική κατοικία αποτελεί πολύ σημαντικό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας για να καθορισθεί η φορολογική της διαχείριση τοπικά. Πέρα από την υποχώρηση των δημοτικών υπηρεσιών στις υποβαθμισμένες περιοχές σε σχέση με τις αναβαθμισμένες εισοδηματικά, μαζί με την είσοδο ιδιωτικών υπηρεσιών όπου οι δημότες επιλέξουν χαμηλή φορολογία, δύσκολα θα βρεθεί κάποιο άλλο οικονομικό αποτέλεσμα για την συνολική οικονομία από την παραπάνω μετατροπή.

Αγαπημένο θέμα όλων των επίσημων πολιτικών είναι η στήριξη του προβληματικού τραπεζικού συστήματος, και φυσικά η έκθεση δεν μπορούσε να το παραλείψει. Σε πρώτο επίπεδο η έκθεση αφήνει ανοικτή την στήριξη του είτε με την δημιουργία bad bank είτε με νέα κεφάλαια, τα οποία προφανώς στη σημερινή συγκυρία θα είναι κρατικά. Σε δεύτερο επίπεδο προτείνει την αναδιάρθρωση του πτωχευτικού δικαίου και της δικαιοσύνης στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των οικονομικών υποθέσεων και των πλειστηριασμών. Η δημιουργία ειδικής οικονομικής δικαιοσύνης με υποχρέωση να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις εντός 12μηνου το μέγιστο, είναι αποκαλυπτική. Δηλαδή πρακτικά: νέο δημόσιο χρήμα στις τράπεζες και επιπλέον νομικό οπλοστάσιο στους τραπεζίτες, για να προστατεύσουν τα συμφέροντα τους.

Η ξεχειλωμένη από τις αντεργατικές ρυθμίσεις αγορά εργασίας, κατά την έκθεση υστερεί σε κινητικότητα, έχει μικρή διασπορά μεταξύ μισθών, υπόκειται σε υπερβολική ρύθμιση, με προστατευόμενα προϊόντα και κλειστά επαγγέλματα. Ουσιαστικά η τοποθέτηση της επιτροπής στρέφεται κατά των όποιων συμβάσεων εργασίας υφίστανται -σε πλήρη συνταύτιση με τις εργοδοτικές οργανώσεις- καθώς και της προστασίας των απολύσεων. Μάλιστα ρητά διατυπώνεται ότι η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και η ψηφιοποίηση επιβάλλουν ευέλικτη αγορά εργασίας για ευκολότερη μετακίνηση μεταξύ κλάδων, ενώ το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων οφείλει να περιοριστεί.

Τέλος, ιδιαίτερα κεφάλαια αφιερώνονται στην ενέργεια και στην στροφή στην λεγόμενη “Πράσινη Ανάπτυξη”. Η υιοθέτηση καθαρότερων μορφών ενέργειας και η εξοικονόμηση ενέργειας είναι μια γενική αρχή που όσοι ασπάζονται την υπαρκτή κλιματική αλλαγή οφείλουν να προωθούν. Το θέμα είναι ότι η έκθεση περισσότερο στοχεύει στην εναρμόνιση με τις επιλογές της ΕΕ στο ζήτημα των ρύπων καθώς και στα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης, πάρα στο καθαρό οικολογικό ενδιαφέρον.

Όταν η ίδια η επιτροπή υποστηρίζει πως βασικός άξονας είναι να μειωθεί το κόστος ενέργειας και συγχρόνως να επιτύχει η Ελλάδα αύξηση των εξαγωγών σε σχέση με τις εισαγωγές, είναι απορίας άξιο ότι η έκθεση δεν εξηγεί πώς θα επιτευχθεί αυτό με την στροφή στην πράσινη ανάπτυξη. Να συμφωνήσουμε ότι ο λιγνίτης πρέπει να περιοριστεί για οικολογικούς λόγους, αν και υπάρχουν τεχνολογίες διαχείρισης των εκπομπών του. Όμως και το φυσικό αέριο, που είναι μεν καθαρότερο αλλά θεωρείται και αυτό ορυκτό καύσιμο, αγνοείται παντελώς στην έκθεση, γιατί η ΕΕ δεν είναι παραγωγός. Τελικά εναρμόνιση με τις επιλογές της ΕΕ θα έχει σαν συνέπεια την εξυπηρέτηση των βιομηχανιών του Βορρά που τα επόμενα χρόνια θα χρησιμοποιήσουν το πλεονέκτημα τους στις εναλλακτικές μορφές ενέργειες (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, κλπ.), και θα κατακλύσουν την ελληνική αγορά με ηλεκτρικά αυτοκίνητα για να ανανεώσουν τις χειμαζόμενες αυτοκινητοβιομηχανίες τους, καθώς και των εγχώριων εργολάβων που θα επωφεληθούν των επιδοτήσεων.

Γιώργος Παυλόπουλος

πηγή: kosmodromio.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το

Παρόμοια αρθρογραφία