Επιμέλεια-κείμενα: Βασίλης Πετράκης
Η καθοριστική σημασία της τοποθέτησης στα ζητήματα του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης
Στις αυγές του 20ου αιώνα, ο καπιταλισμός έχει «θριαμβεύσει» και κινείται γοργά πάνω στις ράγες των νόμων που ορίζουν την εξέλιξή του, όπως ακριβώς διατυπώθηκαν με σαφή και ευφυή τρόπο από τους Μαρξ – Ένγκελς.
Η συγκέντρωση κεφαλαίου έχει οδηγήσει στη δημιουργία μονοπωλίων και στη συγκρότηση της χρηματιστικής ολιγαρχίας της «μιας χούφτας» ισχυρών χωρών που κυριαρχούν στον πλανήτη. Η σύγκρουση των συμφερόντων τους αδυσώπητη και η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη για πρώτη φορά με τον όλεθρο ενός παγκοσμίου πολέμου. Ο «μεγάλος πόλεμος», όπως ονομάστηκε μέχρι το ξέσπασμα του 2ου, το 1916 μετράει ήδη δυο χρόνια. Η ταξική πάλη, η κινητήριος δύναμη του τροχού της ιστορίας, αποκτά τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενο που επιβάλλουν οι νέες συνθήκες. Η ανθρωπότητα βρίσκεται μια ανάσα από κοσμογονικές αλλαγές…
Το προλεταριάτο, η τάξη που η αστική επανάσταση γέννησε για να «θάψει» το σύστημά της με την πάλη της, «διψά» για τη νέα επιστημονική θεωρία που έχει ανάγκη. Τη θεωρία που θα ερμηνεύσει και θα παρουσιάσει τις νομοτέλειες του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, του σταδίου του «ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης». Και η ιστορία, πιστή πάντα σε αυτό το ραντεβού, έχει ήδη γεννήσει τη σκέψη που θα ανταποκριθεί σ’ αυτό το καθήκον.
Ο Λένιν, που με το θεωρητικό έργο και τη δράση του πριν ακόμα την Οκτωβριανή επανάσταση, έχει αναδειχθεί σε ηγέτη του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, τον Ιούνιο του 1916 θα δημοσιεύσει το αξεπέραστο έργο του «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού».
Είναι το αποτέλεσμα μιας πολύμηνης εντατικής εργασίας, της μελέτης 148 βιβλίων, 232 άρθρων και δημοσιεύσεων και της κοπιαστικής και επίμονης συλλογής αναρίθμητων στοιχείων και στατιστικών μελετών από οργανισμούς, ενώσεις και περιοδικά που διέθεταν αυτή τη δυνατότητα. Μα πάνω απ’ όλα, είναι ένα μνημείο επιστημονικής μεθοδολογίας και τεκμηρίωσης, είναι ένας ύμνος του διαλεκτικού υλισμού, είναι ένα βαθύ αποτύπωμα της «λενινιστικής σκέψης».
Το βιβλίο «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» τελικά, όπως ευχήθηκε και ο ίδιος ο συγγραφέας του στον πρόλογό του, δεν είναι τίποτα λιγότερο από το εργαλείο κατανόησης «(…) του σύγχρονου πολέμου και της σύγχρονης πολιτικής». Είναι το εργαλείο κατανόησης της «οικονομικής ουσίας του ιμπεριαλισμού», δηλαδή του σημερινού κόσμου.
Βασικές πλευρές του έργου του Λένιν, συμπεράσματα και θέσεις σε επίκαιρα ζητήματα
Καμία αναφορά στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού, τουλάχιστον για όσους μιλούν από την πλευρά του επιστημονικού σοσιαλισμού, δεν μπορεί να γίνει έξω από τις βάσεις που έθεσε ο Λένιν με το έργο του «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», αλλά και σε πλήθος μεταγενέστερων κυρίως κειμένων του. Και επειδή αυτή είναι μια παραδοχή που δύσκολα αμφισβητεί κανείς, ρεύματα και οργανώσεις της αριστεράς, που στην πραγματικότητα αρνούνται το περιεχόμενο και τα συμπεράσματα αυτού του έργου, φροντίζουν να επιλέγουν αποσπασματικά φράσεις, προκειμένου να ταιριάξουν το «λενινισμό», όπως άλλωστε και τα γεγονότα, με τη θεωρία τους. Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε, ότι είναι αν μη τι άλλο ένδειξη έπαρσης και αλαζονείας, η εσκεμμένη διαστρέβλωση ενός θεωρητικού έργου που αποτελεί μνημείο επιστημονικής τεκμηρίωσης, ανάλυσης και ακρίβειας και ως προς τα επιχειρήματα αλλά και ως προς τα συμπεράσματα του. Τέτοιας ακρίβειας, που η επίκληση του ίδιου του έργου του Λένιν προκειμένου να αποδοθούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα και περιεχόμενο στον ιμπεριαλισμό ή στα ιμπεριαλιστικά και εξαρτημένα κράτη, που δεν έχουν καμία σχέση με τη λενινιστική προσέγγιση, να συνιστά το λιγότερο υποτίμηση της κοινής λογικής.
Ειδικά, λοιπόν, σε μια περίοδο που η έννοια, το περιεχόμενο και πολύ περισσότερο η σημασία της ορθής τοποθέτησης πάνω στα ζητήματα του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης, κάθε άλλο παρά τυχαία, έχουν διαστρεβλωθεί και κακοποιηθεί από τις ίδιες τις δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά, κρίνεται σκόπιμο να ξεκινήσουμε από τις βασικές πλευρές του έργου του Λένιν, όχι από κάποια διάθεση προσωπολατρικής προσέγγισης, αλλά από τη βαθιά πεποίθηση ότι αυτή η (και ιστορικά πλέον δικαιωμένη) επιστημονική θεωρία, δεν μπορεί παρά να αποτελεί το βασικό εργαλείο κατανόησης και ανάλυσης του σύγχρονου κόσμου και των αντιθέσεών του. Παράλληλα και σε σύγκριση με τις αρχές και τα συμπεράσματα που διατύπωσε ο Λένιν στο έργο του, θα επιχειρηθεί μια κριτική σε θέσεις και προσεγγίσεις που άπτονται του ζητήματος, οργανώσεων, κομμάτων και ρευμάτων που αναφέρονται στην αριστερά.
Η είσοδος στην εποχή του ιμπεριαλισμού, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του «νέου σταδίου» και οι νέες αντιθέσεις που έρχονται στο προσκήνιο της ιστορίας
α) Χρονική τοποθέτηση της εισόδου στο «ανώτατο στάδιο»
Ο Λένιν ξεκαθαρίζοντας ότι “..όλα τα όρια στη φύση και στην κοινωνία είναι συμβατικά και κινητά, ότι θα ήταν ανοησία να συζητάει κανείς λχ. για το ζήτημα του σε ποιο χρόνο ή δεκαετία ανάγεται η «οριστική» εγκαθίδρυση του ιμπεριαλισμού” (*1 σελ. 89), εντούτοις, παρουσιάζοντας αναλυτικά τη χρονική εμφάνιση των οικονομικών γνωρισμάτων του «νέου σταδίου» και διευκρινίζοντας ότι “Για την Ευρώπη μπορεί να καθορίσει κανείς με αρκετή ακρίβεια το χρόνο οριστικής αντικατάστασης του παλιού καπιταλισμού από τον καινούριο: είναι ακριβώς οι αρχές του ΧΧ αιώνα.” (*1 σελ. 19), μπορούμε να πούμε ότι τότε τοποθετεί τη χρονική στιγμή εδραίωσης της νέας ιστορικής φάσης. Πιο αναλυτικά σημειώνει: “ Έτσι, τα βασικά συμπεράσματα της ιστορίας των μονοπωλίων είναι 1)1860-1870 και 1870-1880 – ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξης του ελεύθερου συναγωνισμού. Τα μονοπώλια δεν είναι παρά έμβρυα που μόλις διακρίνονται. 2) Ύστερα από την κρίση του 1873-μακρόχρονη περίοδος ανάπτυξης των καρτέλ, που αποτελούν όμως ακόμα εξαίρεση(…) Αποτελούν ακόμα παροδικό φαινόμενο. 3) Η άνοδος στα τέλη του ΧΙΧ αιώνα και η κρίση του1900-1903: τα καρτέλ γίνονται μια από τις βάσεις της οικονομικής ζωής. Ο καπιταλισμός μετατράπηκε σε ιμπεριαλισμό.” (*1 σελ. 20)
Σε κάθε περίπτωση από τα τέλη του 19ου αιώνα και πολύ περισσότερο στις αρχές του 20ου, μια αναστάτωση επικρατεί τόσο στο χώρο της επαναστατικής, όσο και στο χώρο της αστικής διανόησης. Το πλήθος των έργων, των βιβλίων, των συνεδρίων που ασχολούνται με τη νέα φάση στην οποία μπαίνει ο καπιταλισμός, το αποδεικνύουν. Όσο εναγώνια είναι η προσπάθεια των αστών οικονομολόγων να κατανοήσουν τις αιτίες, τα αποτελέσματα και τις εξελίξεις σε αυτή τη νέα φάση της οικονομίας, άλλο τόσο έντονη είναι η δημόσια συζήτηση και η πολεμική που έχει ξεσπάσει στους κόλπους του αριστερού και κομουνιστικού κινήματος. Ο Λένιν, από όλα τα έργα που έχουν παρουσιαστεί μέχρι τότε θα ξεχωρίσει το «Ο ιμπεριαλισμός» του Χόμπσον και «Το χρηματιστικό κεφάλαιο» του αυστριακού μαρξιστή Χίλφερντιγκ, κυρίως για τα στοιχεία που παραθέτουν, αλλά και για την ανάλυση του δεύτερου και θα σημειώσει: “Στην ουσία, όσα έχουν ειπωθεί τα τελευταία χρόνια για τον ιμπεριαλισμό-κυρίως σ’ ένα τεράστιο αριθμό άρθρων περιοδικών και εφημερίδων πάνω σ’ αυτό το θέμα, καθώς και στις αποφάσεις των συνεδρίων…- ζήτημα είναι αν βγαίνουν έξω από τον κύκλο των ιδεών που εκθέτουν ή πιο σωστά συνοψίζουν οι δυο συγγραφείς που αναφέραμε…” (*1 σελ. 13)
Τα παραπάνω αναφέρονται ως μια πρώτη, αχρείαστη ίσως, απάντηση σε όσους προσπαθούν να ξεμπερδέψουν με το ζήτημα του ιμπεριαλισμού με σοφιστείες και εξισωτικές απλουστεύσεις του τύπου «ο ιμπεριαλισμός είναι καπιταλισμός». Απλουστεύσεις που καταλήγουν στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι όποιος αγωνίζεται ενάντια στον καπιταλισμό αγωνίζεται εξ’ ορισμού και ενάντια στον ιμπεριαλισμό και που φτάνουν στο σημείο να αντιμετωπίζουν το καίριο ζήτημα της τοποθέτησης στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης ως σχολαστικισμό. Η ιστορική πραγματικότητα αποτυπώνει ακριβώς το αντίθετο. Η «θεωρητική» αναστάτωση που επικρατεί στις αρχές του αιώνα αποτελεί την επιβεβαίωση εισόδου στο στάδιο του ιμπεριαλισμού και κυρίως της ανάγκης για μια νέα θεωρητική κάλυψη που θα ερμηνεύσει αυτή τη νέα φάση, θα αναλύσει τις αντιθέσεις της και θα θέσει τις βάσεις τής ορθής πολιτικής τοποθέτησης για το επαναστατικό κίνημα. Αυτή την πολιτική τοποθέτηση που εξακολουθεί να χρειάζεται η αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα και που έναν αιώνα μετά, η κρίση στην οποία βυθίζεται το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, η όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και οι πόλεμοι που αυτές κυοφορούν, την κάνουν ακόμα πιο ισχυρή, ακόμα πιο αναγκαία.
“Ελπίζω ότι το βιβλίο μου θα βοηθήσει να γίνει κατανοητό το βασικό οικονομικό πρόβλημα, που χωρίς τη μελέτη του δεν μπορεί να καταλάβει κανείς τίποτα από την εκτίμηση του σύγχρονου πολέμου και της σύγχρονης πολιτικής, και συγκεκριμένα: το πρόβλημα της οικονομικής ουσίας του ιμπεριαλισμού” (Από τον πρόλογο του Λένιν για τη ρωσική έκδοση «Ο Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Πετρούπολη, 26/4/1917)
β) Χαρακτηριστικές οικονομικές ιδιότητες του ιμπεριαλισμού
Επιχειρώντας να δώσει έναν αναλυτικό ορισμό του ιμπεριαλισμού ο Λένιν, παραθέτει τα πέντε βασικά γνωρίσματά του:
“1) συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή. 2) συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του «χρηματιστικού κεφαλαίου». 3) εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποχτά η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση με την εξαγωγή εμπορευμάτων, 4) συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των κεφαλαιοκρατών, που μοιράζουν τον κόσμο και 5) τελείωσε το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες κεφαλαιοκρατικές Δυνάμεις” (*1 σελ. 88).
Αντί για μια απλή αναφορά, όμως, κρίνεται σκόπιμη η παράθεση αποσπασμάτων, αλλά και μια επιγραμματική παρουσίαση των χαρακτηριστικών του ιμπεριαλισμού, με βάση το έργο του Λένιν. Και αυτό επειδή οι απαντήσεις στα ερωτήματα τι είναι ιμπεριαλισμός ή ποια κράτη είναι εξαρτημένα και ποια ιμπεριαλιστικά, που αφορούν μια χρόνια αντιπαράθεση, η οποία λόγω και των εξελίξεων έχει ενταθεί το τελευταίο διάστημα, δεν μπορεί να δοθούν έξω από τη συγκεκριμένη οικονομική ανάλυση. Χωρίς κανείς να παραγνωρίζει τη σημασία της πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, στην πραγματικότητα η σωστή ανάγνωση της οικονομίας από μόνη της, αρκεί για να δοθούν σαφείς απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω. Άλλωστε ισχύει πάντα ότι «η πολιτική είναι η συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας».
i) Συγκέντρωση της παραγωγής και μονοπώλια
“Πριν από μισόν αιώνα, όταν ο Μαρξ έγραφε το «Κεφάλαιο» (…) απόδειχνε με τη θεωρητική και ιστορική ανάλυση του καπιταλισμού ότι ο ελεύθερος συναγωνισμός γεννάει τη συγκέντρωση της παραγωγής, αυτή όμως η συγκέντρωση σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής της οδηγεί σε μονοπώλιο.” (*1 σελ. 18)
“Η μισή σχεδόν παραγωγή όλων των επιχειρήσεων της χώρας (σ.σ. εννοεί τις ΗΠΑ το 1907) βρίσκεται στα χέρια του ενός εκατοστού του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων! Κι αυτές οι τρεις χιλιάδες επιχειρήσεις-γίγαντες αγκαλιάζουν 258 κλάδους βιομηχανίας. Από δω φαίνεται ότι η συγκέντρωση σε ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής της οδηγεί από μόνη της, μπορεί να πει κανείς, άμεσα στο μονοπώλιο(…) Αυτή η μετατροπή του συναγωνισμού σε μονοπώλιο αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα φαινόμενα-αν όχι το σπουδαιότερο- της οικονομίας του νεότατου καπιταλισμού…” (*1 σελ. 15)
“Αυτό πια δεν είναι καθόλου ο παλιός ελεύθερος συναγωνισμός των σκόρπιων και άγνωστων μεταξύ τους εργοδοτών, που παράγουν για την πούληση σε μια άγνωστη αγορά. Η συγκέντρωση έφτασε στο σημείο που μπορεί να γίνει ένας κατά προσέγγιση υπολογισμός όλων των πηγών πρώτων υλών (…) σε μια δοσμένη χώρα και ακόμα, όπως θα δούμε, σε μια σειρά χώρες και σε όλο τον κόσμο. Και όχι μόνο γίνεται ένας τέτοιος υπολογισμός, μα αυτές οι πηγές αρπάζονται από τις γιγάντιες μονοπωλιακές ενώσεις και συγκεντρώνονται σε ένα χέρι (…) Δεν έχουμε πια μπροστά μας την πάλη του συναγωνισμού των μικρών και των μεγάλων, των τεχνικά καθυστερημένων και των τεχνικά προοδευμένων επιχειρήσεων. Έχουμε μπροστά μας το πνίξιμο από τους μονοπωλητές εκείνων που δεν υποτάσσονται στα μονοπώλια, στο ζυγό τους στην αυθαιρεσία τους.” (*1 σελ. 25)
Μέσα από την παράθεση πλήθους συγκριτικών στοιχείων για την εξέλιξη της συγκέντρωσης της παραγωγής, ο Λένιν πιστοποιεί το αναπόφευκτο (ανεξάρτητα από την πολιτική του εκάστοτε αστικού κράτους) της συγκρότησης των μονοπωλίων. Η επικράτησή τους στην παραγωγή και την οικονομία ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, διαμορφώνει τις νέες συνθήκες οι οποίες θα κρίνουν το μέλλον της ανθρωπότητας. Χαρακτηριστικό γνώρισμα και «σπουδαιότερο φαινόμενο» της νέας περιόδου είναι η αντικατάσταση του ελεύθερου συναγωνισμού, που εμφανίστηκε με την εδραίωση του καπιταλισμού και που αρχικά συνδέθηκε με την ανάπτυξη και την πρόοδο των παραγωγικών δυνάμεων. Με την είσοδο στο στάδιο του ιμπεριαλισμού ο «ελεύθερος συναγωνισμός», ο ακρογωνιαίος λίθος της αστικής φιλολογίας για τον εξωραϊσμό του συστήματός της, παύεται. Η πολυσυζητημένη «ελευθερία» των αστών, που την συνέδεαν με την κοινωνική ευημερία και τη δημοκρατία τους, παραχωρεί οριστικά και αμετάκλητα τη θέση της στη στυγνή καταπίεση των μονοπωλίων, ακόμη και σε βάρος των επιχειρήσεων που δεν υποτάσσονται σε αυτά. Στο ίδιο κεφάλαιο ο Λένιν παραθέτει τους τρόπους που εφαρμόζουν από τότε τα μονοπώλια για την υποταγή και την κατάπνιξη των μικρότερων επιχειρήσεων (στέρηση πρώτων υλών, εργατικών χεριών, εφοδιασμού, πίστωσης, μείωση τιμών κλπ.)
Από τη στιγμή που δημιουργούνται τα μονοπώλια, η «ελευθερία» του εμπορίου γίνεται παρελθόν και ο έλεγχος των πρώτων υλών, των αγορών, των εδαφών, της εργασίας και εν τέλει ο πλανήτης ολόκληρος γίνεται αντικείμενο αρπαγής μιας χούφτας μονοπωλίων και κρατών. Αυτό που γίνεται φανερό από τις αρχές του 20ου αιώνα για όποιον παρατηρεί με ειλικρίνεια τις εξελίξεις στην οικονομία, για τη συντριπτική πλειοψηφία των αστών οικονομολόγων και διανοούμενων ήταν και παραμένει «άβατο». Άλλωστε ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, εμφανίζονται οι πρώτες θεωρίες εξωραϊσμού του ιμπεριαλιστικού σταδίου από αστούς διανοούμενους και όχι μόνο (Κάουτσκι κλπ.), οι οποίοι κάνουν λόγο για μια νέα οργάνωση της παραγωγής που μπορεί να απαντήσει στις καπιταλιστικές κρίσεις ή που ακόμη με τις θεωρίες περί «υπεριμπεριαλισμού» ή «ούλτραϊμπεριαλισμού» προβλέπουν το ενδεχόμενο επικράτησης της παγκόσμιας ειρήνης.
Ο Λένιν σε μια πρώτη απάντηση σε όλους αυτούς ξεκαθαρίζει ότι: “Η εξάλειψη των κρίσεων με τα καρτέλ είναι παραμύθι των αστών οικονομολόγων που προσπαθούν να εξωραΐσουν με κάθε θυσία τον καπιταλισμό. Αντίθετα, το μονοπώλιο που δημιουργείται σε μερικούς κλάδους της βιομηχανίας, δυναμώνει και οξύνει το χάος που χαρακτηρίζει όλη την κεφαλαιοκρατική παραγωγή στο σύνολο της ” (*1 σελ. 27)
Στο ίδιο κείμενο γίνεται σαφές από τότε, ότι στις κρίσεις οι «καθαρές» επιχειρήσεις χρεοκοπούν, σε αντίθεση με τα γιγάντια συνδυασμένα (αυτά που απλώνονται σε πολλούς κλάδους παραγωγής ή και σε διαφορετικά στάδια παραγωγής στον ίδιο κλάδο) μονοπώλια που αντέχουν περισσότερο. Και αυτό οδηγεί πάντα σε ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση μετά από κάθε κρίση. Αυτό άλλωστε είναι κάτι που παρατηρούμε και στη σημερινή κρίση, όπου η ραγδαία αύξηση της συγκέντρωσης αποτυπώνεται σε όλα τα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύονται.
Τέλος, με την είσοδο στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, περνάμε στη φάση τής πιο πλατιάς κοινωνικοποίησης της εργασίας και άρα στην όξυνση όλων των ενδογενών αντιθέσεων αυτού του συστήματος. Γι’ αυτό και σωστά θεωρείται «το στάδιο του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης».
ii) Οι τράπεζες και ο νέος τους ρόλος
“Η τράπεζα όταν κρατά τον τρέχοντα λογαριασμό μερικών κεφαλαιοκρατών, φαίνεται σαν να εκπληρώνει μια καθαρά τεχνική, αποκλειστικά βοηθητική λειτουργία. Όταν όμως η λειτουργία αυτή αναπτύσσεται σε γιγαντιαίες διαστάσεις(…) αποχτώντας τη δυνατότητα(…) στην αρχή να ξέρουν με ακρίβεια την κατάσταση των διάφορων κεφαλαιοκρατών, ύστερα να τους ελέγχουν, να τους επηρεάζουν με την επέκταση ή τον περιορισμό, τη διευκόλυνση ή το δυσκόλεμα της πίστωσης και τέλος να καθορίζουν απόλυτα την τύχη τους(…)” (*1 σελ. 34)
“Με τη συνεχιζόμενη συγκέντρωση των τραπεζών στενεύει ο κύκλος των ιδρυμάτων, όπου μπορεί να αποτανθεί κανείς για πιστώσεις και για αυτό μεγαλώνει η εξάρτηση της μεγάλης βιομηχανίας από λίγα τραπεζικά κοντσέρν(…) Οι έξι μεγαλύτερες τράπεζες του Βερολίνου αντιπροσωπεύονταν με τους διευθυντές τους σε 344 βιομηχανίες και με μέλη των διοικήσεων τους σε άλλες 407, συνολικά σε 751 εταιρίες(…) Από την άλλη μεριά στα εποπτικά συμβούλια αυτών των ίδιων έξι τραπεζών βρίσκονταν (το 1910) 51 από τους μεγαλύτερους βιομήχανους(…)” (*1 σελ. 41)
“Έτσι έχουμε, από την μια μεριά, μια όλο και μεγαλύτερη συγχώνευση, ή όπως εκφράστηκε εύστοχα από το Ν.Ι Μπουχάριν, σύμφυση του τραπεζιτικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου, και από την άλλη, τη μετεξέλιξη των τραπεζών σε ιδρύματα αληθινά «καθολικού χαρακτήρα»” (*1 σελ. 43)
Οι τράπεζες συγκεντρώνοντας σταδιακά κεφάλαια σε ρόλο «μετριόφρονα μεσολαβητή» και εκπληρώνοντας μια φαινομενικά τεχνική λειτουργία, από ένα σημείο και μετά όπου η συγκέντρωση κεφαλαίων αποκτά γιγάντιες διαστάσεις μετεξελίσσονται σε πανίσχυρα μονοπώλια. Έχουν τη δύναμη να διαθέτουν σχεδόν το συνολικό κεφάλαιο όλων των κεφαλαιοκρατών και πολύ γρήγορα αποκτούν πρώτες ύλες και τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις.
Ο Λένιν περιγράφει τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγχώνευσης των τραπεζικών κεφαλαίων πριν αυτή ακόμα πάρει τις διαστάσεις που έχει αποκτήσει σήμερα, με τη δημιουργία δύο ή τριών συστημικών τραπεζών σε κάθε χώρα. Παρουσιάζει λεπτομερώς την ιστορία συγκρότησης των πανίσχυρων γαλλικών και γερμανικών τραπεζικών μονοπωλίων και πως μέσα από τη συμμετοχή τους σε άλλες τράπεζες (εξάρτηση 1ου, 2ου, 3ου βαθμού) γίνονται ρυθμιστές και κάτοχοι τεραστίων κεφαλαίων. Οι διαρκείς συγχωνεύσεις και η συγκεντροποίηση οδηγούν στη δημιουργία των μεγάλων τραπεζικών ομίλων, των λιγοστών (5-6 σε Γερμανία Γαλλία) μονοπωλίων πλέον που κυριαρχούν, ορίζοντας μέσω της πίστωσης τις τύχες όλων των επιχειρήσεων και ελέγχοντας ολόκληρα κράτη αφού κρατούν στα χέρια τους τις “…εξαιρετικά μεγάλες και επωφελείς χρηματιστικές επιχειρήσεις, όπως τα κρατικά δάνεια…” (*1 σελ. 32) Οι συγχωνεύσεις τραπεζών και η «συνεχιζόμενη συγκέντρωση τραπεζών» είναι επακόλουθο και στην πραγματικότητα αλληλοεξαρτώμενο φαινόμενο, της συγκέντρωσης κεφαλαίων και δημιουργίας μονοπωλίων στη βιομηχανία. Τα μεγέθη των επιχειρήσεων στη βιομηχανική παραγωγή έχουν γίνει πια τέτοια που η τραπεζική πίστωση αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωση και την επέκτασή τους. Τεράστια κεφάλαια «δεσμεύονται» στις τράπεζες, που στη βάση αυτής της ανάγκης διαμορφώνουν «νέους» όρους και προϋποθέσεις για τη χορήγηση αυτών των δανείων, όρους που σηματοδοτούν και το νέο ρόλο των τραπεζών. Στα πλαίσια αυτού του ρόλου οι μεγάλες τράπεζες επιβάλλουν τη συμμετοχή τους στις διοικήσεις των μεγάλων βιομηχανιών και αντίστροφα οι βιομηχανικές επιχειρήσεις αποκτούν μετοχές και εκπροσώπηση στο τραπεζικό κεφάλαιο. Είναι ενδεικτικό αυτής της «συγχώνευσης» το γεγονός ότι από τις αρχές του 20ου αιώνα οι τράπεζες συγκροτούν τομείς ή θυγατρικές εταιρίες που ερευνούν και γνωρίζουν κάθε πτυχή της αγοράς και προτείνουν επενδύσεις στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας και της οικονομίας. Έχουμε πλέον σύμφυση του τραπεζικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου. Τη δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου που στις νέες συνθήκες κυριαρχεί στον πλανήτη.
iii) Το χρηματιστικό κεφάλαιο και η χρηματιστική ολιγαρχία
“Η συγκέντρωση της παραγωγής, τα μονοπώλια που ξεπηδούν από αυτήν, η συγχώνευση ή η σύμφυση των τραπεζών με τη βιομηχανία-αυτή είναι η ιστορία της γέννησης του χρηματιστικού κεφαλαίου και το περιεχόμενο αυτής της έννοιας” (*1 σελ. 46)
“Το χρηματιστικό κεφάλαιο που συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια και ασκεί πραγματικό μονοπώλιο βγάζει τεράστια και διαρκώς αυξανόμενα κέρδη από την ίδρυση εταιριών, από την έκδοση χρεογράφων, από κρατικά δάνεια κτλ, σταθεροποιώντας την κυριαρχία της χρηματιστικής ολιγαρχίας, επιβάλλοντας ένα κοινωνικό φόρο υποτέλειας προς τους μονοπωλητές” (*1 σελ. 53)
“Η υπεροχή του χρηματιστικού κεφαλαίου πάνω σ’ όλες τις υπόλοιπες μορφές κεφαλαίου σημαίνει κυρίαρχη θέση τού εισοδηματία και της χρηματιστικής ολιγαρχίας, σημαίνει ξεχώρισμα μερικών κρατών, που κατέχουν τη χρηματιστική «δύναμη», απ’ όλα τα υπόλοιπα.” (*1 σελ. 59)
“(…) οι τέσσερες αυτές χώρες μαζί (σ.σ. εννοεί τις Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Γερμανία) έχουν 479 δισεκατομμύρια φράγκα, δηλαδή σχεδόν το 80% του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου. Σχεδόν όλος ο υπόλοιπος κόσμος παίζει, έτσι είτε αλλιώς, το ρόλο του οφειλέτη και του φόρου υποτελή σ’ αυτές τις χώρες, που είναι διεθνείς τραπεζίτες, σ’ αυτούς τους τέσσερις «στύλους» του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου” (*1 σελ. 60)
Λιγοστά τραπεζικά μονοπώλια μέσω της «συμμετοχής» (πιο σωστά μέσω εξαρτημένων μικρότερων τραπεζών που λειτουργούν ως θυγατρικές τους) ελέγχουν τεράστια κεφάλαια του πλανήτη, ρυθμίζοντας την κίνησή τους, ενώ αντιπροσωπεύονται και σε εκατοντάδες επιχειρήσεις. Το χρηματιστικό κεφάλαιο που μόλις έχει γεννηθεί κυριαρχεί σε κάθε πτυχή της οικονομικής, πολιτικής και «κοινωνικής» ζωής.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει ο Λένιν στο σύστημα «συμμετοχής», όπου το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο, είτε ιδρύοντας, είτε επενδύοντας κεφάλαια σε μικρότερες εταιρίες, τις οποίες ανάλογα με το βαθμό εξάρτησης ονομάζει «εταιρίες κόρες» ή «εγγονές», απλώνεται σε όλο τον κόσμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η AEG, που από το 1912 συμμετέχοντας σε 175-200 εταιρίες (με όρους κυριαρχίας), αγκαλιάζει κεφάλαια 1,5 δις μάρκων! Επισημαίνει τους «θεμιτούς» και αθέμιτους τρόπους με τους οποίους το χρηματιστικό κεφάλαιο καταληστεύει μικρομετόχους και «καταπίνει» μικρές ή μικρότερες επιχειρήσεις, ειδικά κατά τις περιόδους των οικονομικών κρίσεων. Παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο η χρηματιστική ολιγαρχία καθορίζει όλες τις πτυχές της «κοινωνικής ζωής», υποτάσσοντας ακόμη και την επέκταση των πόλεων και των μέσων μαζικής μεταφοράς στην «κερδοσκοπία με τα οικόπεδα(…)».
Ακόμη σημειώνεται το «εξαιρετικά μεγάλο κέρδος» που φέρνει η έκδοση χρεογράφων, το οποίο παίζει καθοριστικό ρόλο στην εδραίωση της κυριαρχίας της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις πιστωτικές πράξεις έχουν τα κρατικά εξωτερικά δάνεια αφού, όπως από τότε περιγράφεται, «δεν υπάρχει καμία επιχείρηση που να δίνει έστω και κατά προσέγγιση τόσο μεγάλο κέρδος(…)». Και αν από την μια, από τότε ο Λένιν επισημαίνει το ρόλο των κρατικών δανείων ως μέσα ξέφρενης κερδοσκοπίας και ικανοποίησης των συμφερόντων της χρηματιστικής ολιγαρχίας, από την άλλη ασκεί σκληρή κριτική σε όσους «απολογητές του ιμπεριαλισμού»… “Δεν ξεσκεπάζουν, μα συγκαλύπτουν και εξωραϊζουν το «μηχανισμό» της διαμόρφωσης της ολιγαρχίας, τις μέθοδες της, τις διαστάσεις των εσόδων της… Ξεφορτώνονται τα «καταραμένα προβλήματα» με σπουδαιοφανείς, σκοτεινές φράσεις, με εκκλήσεις προς το «αίσθημα ευθύνης» των διευθυντών τραπεζών… ” (*1 σελ. 47)
Σε ένα κείμενο που γράφτηκε έναν αιώνα πριν, υπάρχει η πιο καίρια κριτική για τους πάσης φύσεως δεξιούς και «αριστερούς» απολογητές του ιμπεριαλισμού, που «βλέπουν» το δανεισμό της Ελλάδας ως ανάγκη της χώρας και όχι ως ανάγκη της γερμανικής, γαλλικής και αμερικάνικης χρηματιστικής ολιγαρχίας για τον πλουτισμό της σε βάρος του ελληνικού λαού. Που στην καταδυνάστευση που υφίσταται η χώρα μας τα τελευταία 6 χρόνια (και όχι μόνο) αναζητούν υποκριτικά ευθύνες (και οι «αριστεροί» του ΣΥΡΙΖΑ πια) πότε στους διευθυντές της ΕΚΤ και πότε στου ΔΝΤ και στις «λαθεμένες» πολιτικές και την απληστία τους. Η αξεπέραστη διαχρονικότητα του έργου του Λένιν, η ακρίβεια με την οποία περιγράφει τον ιμπεριαλισμό γίνεται φανερή ακόμη και σε αυτές τις λεπτομέρειες.
Όμως αυτό που θα πρέπει εμφατικά να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο και να το κρατήσουμε για την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων, είναι η σαφής ανάλυση για την προέλευση και την έκφραση της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Δυστυχώς για τις οργανώσεις που ανήκουν στο τροτσκιστικό ρεύμα και όσους (πολλούς, μαζί με το ΚΚΕ τελευταία) ασπάζονται τις θεωρήσεις τους, η χρηματιστική ολιγαρχία σύμφωνα με τον Λένιν έχει εθνική και κρατική σφραγίδα. Δρα σε ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά δεν «γεννιέται» σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη. Καταδυναστεύει όλους τους λαούς του κόσμου, αλλά δεν εκφράζεται γενικώς από όλα τα αστικά κράτη του κόσμου, αλλά από αυτά που κατέχουν αυτή τη δύναμη. Γίνεται σαφές ότι από τις αρχές του 20ου αιώνα, «Η υπεροχή του χρηματιστικού κεφαλαίου… σημαίνει το ξεχώρισμα μερικών κρατών που κατέχουν τη χρηματιστική «δύναμη» και που όλος ο υπόλοιπος κόσμος παίζει, έτσι ή αλλιώς, το ρόλο του οφειλέτη και του φόρου υποτελή, στις τέσσερις αυτές χώρες (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Γερμανία) που κατέχουν το 80% του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου».
Τέλος, σε αυτό το σημείο έχει αξία να αναφέρουμε ότι ο Λένιν, παραθέτοντας σειρά στοιχείων για την σύμφυση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου στη Ρωσία, σημειώνει τα βήματα που γίνονται σε αυτή τη χώρα για τη δημιουργία χρηματιστικού μονοπωλιακού κεφαλαίου, παρά το γεγονός ότι οι ρωσικές τράπεζες εμφανίζουν μεγάλο βαθμό εξάρτησης από τις γερμανικές, τις αγγλικές και τις γαλλικές. ‘
iv) Η εξαγωγή κεφαλαίου
“Για τον παλιό καπιταλισμό, όπου κυριαρχούσε απόλυτα ο ελεύθερος συναγωνισμός, χαρακτηριστική ήταν η εξαγωγή εμπορευμάτων. Για το νεότατο καπιταλισμό, όπου κυριαρχούν τα μονοπώλια, έγινε χαρακτηριστική η εξαγωγή κεφαλαίου” (*1 σελ. 61)
“Η δυνατότητα εξαγωγής κεφαλαίου δημιουργείται από το γεγονός ότι μια σειρά καθυστερημένες χώρες έχουν πια τραβηχτεί στην τροχιά του παγκόσμιου καπιταλισμού(…) Η ανάγκη της εξαγωγής κεφαλαίου δημιουργείται από το γεγονός ότι σε μερικές χώρες ο καπιταλισμός έχει «παραωριμάσει» και για το κεφάλαιο δεν υπάρχει (στις συνθήκες της ανεξέλιχτης γεωργίας και εξαθλίωσης των μαζών) πεδίο για επικερδή τοποθέτηση(…) Σ’ αυτές τις καθυστερημένες χώρες το κέρδος είναι συνήθως μεγάλο” (οι υπογραμμίσεις δικές μας, *1 σελ. 62)
“…σαν όρος για τη χορήγηση δανείου (σ.σ. κρατικού) μπαίνει να ξοδευτεί ένα μέρος του για την αγορά προϊόντων από την πιστώτρια χώρα και κυρίως για την αγορά ειδών εξοπλισμού, πλοίων κτλ (…) Ο Κρουπ στη Γερμανία, ο Σνάϊντερ στη Γαλλία… είναι πρότυπα τέτοιων εταιριών στενά συνδεδεμένων με τις γιγάντιες τράπεζες και με την κυβέρνηση και που δεν είναι εύκολο να τις «παρακάμψει» κανείς όταν συνάπτει δάνειο.” (*1 σελ. 65)
“Έτσι το χρηματιστικό κεφάλαιο απλώνει τα δίχτυα του με την κυριολεχτική, μπορεί να πει κανείς, σημασία της λέξης, σε όλες τις χώρες του κόσμου(…) Οι χώρες που εξάγουν κεφάλαιο μοίρασαν τον κόσμο ανάμεσά τους…” (*1 σελ. 66)
Το τεράστιο περίσσευμα κεφαλαίου που δημιουργείται στις ανεπτυγμένες χώρες δεν μπορεί να επανατοποθετηθεί σε αυτές, ή δεν μπορεί να επανατοποθετηθεί σε αυτές με υψηλό ποσοστό κέρδους. Αναγκαστικά κατευθύνεται σε χώρες οι οποίες είτε είναι σε προκαπιταλιστικό στάδιο, είτε έχουν πρόσφατα «τραβηχτεί στη τροχιά του παγκόσμιου καπιταλισμού». Σε αυτές, το κέρδος από τις τοποθετήσεις κεφαλαίων είναι εξαιρετικά μεγάλο, τέτοιο που ακόμη και «μέτρια υπολογισμένο» να αποτελεί “Στέρεη βάση για την ιμπεριαλιστική καταπίεση και εκμετάλλευση της πλειοψηφίας των εθνών και χωρών του κόσμου, για τον κεφαλαιοκρατικό παρασιτισμό μιας χούφτας πολύ πλούσιων κρατών!” (*1 σελ. 63)
Στη φάση λοιπόν του μονοπωλιακού καπιταλισμού περνάμε από την εξαγωγή εμπορευμάτων στην εξαγωγή κεφαλαίων, τα οποία γίνονται το μέσο υποδούλωσης και εκμετάλλευσης των εξαρτημένων πλέον χωρών από τις “λιγοστές πλουσιότατες χώρες όπου η συσσώρευση του κεφαλαίου πήρε γιγάντιες διαστάσεις”. Ιδιαίτερη θέση στην εξαγωγή κεφαλαίων κατέχουν τα κρατικά δάνεια, για τα οποία και σε αυτό το κεφάλαιο υπάρχουν εκτεταμένες αναφορές και που μάλιστα με βάση την αναλογία αυτών ως προς το σύνολο του γαλλικού εξαγμένου κεφαλαίου γίνεται αναφορά, για το «γαλλικό τοκογλυφικό ιμπεριαλισμό». Σε κάθε περίπτωση γίνεται ξεκάθαρο ότι η χορήγηση αυτών των δανείων και των επακόλουθων συμφωνιών, δεν αποτελεί στην πραγματικότητα ανάγκη του δανειζόμενου αλλά επιτακτική ανάγκη του ιμπεριαλιστή δανειστή, που με αυτό τον τρόπο εκτός από την εξαιρετικά επικερδή τοποθέτηση των κεφαλαίων του καταφέρνει να κλείνει μια σειρά από επικερδείς εμπορικές και όχι μόνο συμφωνίες. Συμφωνίες που, όπως αναφέρεται στο γερμανικό περιοδικό Die Bank τον Οκτώβρη του 1913, μπορεί να σχετίζονται με «(…)κάποια παραχώρηση στην εμπορική συμφωνία, είτε μια βάση κάρβουνου, είτε η κατασκευή ενός λιμανιού, είτε μια παχυλή εκχώρηση, είτε μια παραγγελία για κανόνια». (*1 σελ. 64)
Αυτό είναι το περιεχόμενο των κρατικών δανείων, ίδιο και απαράλλακτό από τότε μέχρι σήμερα. Αυτά είναι τα κρατικά δάνεια τα οποία οι ντόπιοι λακέδες παρουσιάζουν ως διπλωματικές επιτυχίες, από το 1821 που οι φαναριώτες και οι μαυροκορδάτοι έφερναν τα «δάνεια της ανεξαρτησίας» μέχρι τα τελευταία που σύναψαν όλες οι μνημονιόδουλες κυβερνήσεις, της τελευταίας «αριστερής» συμπεριλαμβανομένης. «Στο μακρύ και θλιβερό κατάλογο των μαραζωμένων τόπων που ‘χουν πέσει θύματα αυτής της μάστιγας, περιλαμβάνεται από τους πρώτους, καθώς είδαμε, κι η Ελλάδα» θα πει εύστοχα ο Μπελογιάννης (*2 σελ.278), ορίζοντας τα κρατικά δάνεια ως μάστιγα για τα εξαρτημένα κράτη.
Μέσα από αυτό το πρίσμα και την οπτική που παραθέτει ο Λένιν, οφείλουμε να απαντάμε και στην απατηλή προπαγάνδα της «προσέλκυσης κεφαλαίων και ξένων επενδύσεων», που δεν είναι άλλο από την ιμπεριαλιστική «εξαγωγή κεφαλαίων», αναδιατυπωμένη από την πλευρά του υποτελή και που στην νεοαποικιακή Ελλάδα έχει ταυτιστεί με την «οικονομική ανάπτυξη» από τους απολογητές του συστήματος. Η εξαγωγή κεφαλαίων από τις ιμπεριαλιστικές στις εξαρτημένες χώρες, στοχεύει και οδηγεί πάντα στην ένταση της εκμετάλλευσης και της υποδούλωσης των δεύτερων και όχι στην πραγματική «ανάπτυξή» τους. Ακόμη και αν αυτή σχετίζεται με πρόσκαιρα και φαινομενικά οφέλη που μπορεί να αφορούν τη «δημιουργία θέσεων εργασίας» ή την κατασκευή υποδομών, επί της ουσίας δεν σηματοδοτούν την «πρόοδο», αφού γίνονται με όρους «διπλής» εκμετάλλευσης του λαού και των εργαζομένων και σχεδιάζονται αποκλειστικά και μόνο με βάση τις ανάγκες κερδοφορίας των επενδυόμενων κεφαλαίων.
v) Το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις ενώσεις των καπιταλιστών
“… στο μέτρο που αναπτύσσονταν η εξαγωγή κεφαλαίου κι απλώνονταν με κάθε τρόπο οι εξωτερικές και οι αποικιακές σχέσεις και οι «σφαίρες επιρροής» των πιο μεγάλων μονοπωλιακών ενώσεων, τα πράγματα τραβούσαν «φυσιολογικά» προς την παγκόσμια συνεννόηση ανάμεσά τους για τη δημιουργία διεθνών καρτέλ(…) Ας δούμε πως αναπτύσσεται αυτό το υπερμονοπώλιο.” (*1 σελ. 66)
“Στη Γερμανία(…) Πριν από το 1900 υπήρχαν οχτώ ή εφτά «ομάδες» στην ηλεκτρική βιομηχανία και η καθεμιά τους αποτελούνταν από μερικές εταιρίες (συνολικά ήταν 28) και πίσω από την καθεμιά βρίσκονταν από 2 έως 11 τράπεζες. Στα 1908-1912 όλες αυτές οι ομάδες συγχωνεύτηκαν σε δύο ή σε μία. (σ.σ. αναφέρεται στις AEG και Siemens)(…) Η περίφημη A.E.G. (Γενική Εταιρία Ηλεκτρισμού), που αναπτύχθηκε με αυτό τον τρόπο, κυριαρχεί σε 175-200 εταιρίες (με το σύστημα της «συμμετοχής»)(…) αποτελεί μια γιγάντια «συνδυασμένη» επιχείρηση που παράγει(…) από καλώδια και μονωτήρες μέχρι αυτοκίνητα και αεροπλάνα(…) Η συγκέντρωση όμως στην Ευρώπη ήταν επίσης συστατικό του προτσές συγκέντρωσης στην Αμερική(…) Έτσι διαμορφώθηκαν δύο «δυνάμεις» (σ.σ. εννοεί την γερμανική AEG και την αμερικάνικη General Electric) ηλεκτρισμού: «άλλες, εντελώς ανεξάρτητες από αυτές, ηλεκτρικές εταιρίες δεν υπάρχουν στη γη»” (*1 σελ. 68)
“Και να που το 1907 ανάμεσα στο αμερικάνικο και το γερμανικό τραστ υπογράφτηκε συμφωνία για το μοίρασμα του κόσμου. Ο συναγωνισμός παραμερίζεται(…) Το μοίρασμα όμως του κόσμου ανάμεσα σε δύο ισχυρά τραστ δεν αποκλείει φυσικά το ξαναμοίρασμα, αν αλλάξει ο συσχετισμός των δυνάμεων λόγω της ανισομετρίας της ανάπτυξης, των πολέμων, των χρεοκοπιών κτλ(…) παράδειγμα πάλης για το ξαναμοίρασμα αποτελεί η βιομηχανία πετρελαίου” (*1 σελ. 69)
“Όταν υποκαθιστά κανείς το ζήτημα του περιεχομένου της πάλης και των συμφωνιών ανάμεσα στις ενώσεις των κεφαλαιοκρατών με το ζήτημα της μορφής της πάλης και των συμφωνιών (σήμερα ειρηνική, αύριο όχι ειρηνική, μεθαύριο πάλι όχι ειρηνική), σημαίνει ότι ξεπέφτει στο ρόλο του σοφιστή ” (*1 σελ. 74)
Οι μονοπωλιακές ενώσεις μοιράζοντας πρώτα απ’ όλα τις εσωτερικές αγορές, «καταχτώντας περισσότερο ή λιγότερο» ολοκληρωτικά την παραγωγή μιας δοσμένης χώρας, αναπτύσσοντας τις εξαγωγές κεφαλαίων και τις σφαίρες επιρροής, οδηγούνται σε συνεννόηση και συμφωνίες μοιράσματος του κόσμου. Συμφωνίες που δεν είναι παρά η έκφραση μιας διαρκούς πάλης, η οποία μπορεί να αλλάζει μορφή (ειρηνική ή όχι κλπ.) όχι όμως και περιεχόμενο. Ο «ελεύθερος συναγωνισμός» και τα κατά φαντασίαν προτερήματά του, όπως τα υφαίνει αιώνες τώρα η αστική διανόηση, είναι νεκρά. Αδίστακτα συμφέροντα μοιράζουν και μοιράζονται τον πλανήτη, καταπατώντας λαούς, κράτη ή άλλες επιχειρήσεις.
Ο Λένιν επιλέγει, με εκτεταμένη αναφορά στο παράδειγμα της ηλεκτρικής βιομηχανίας, να περιγράψει πώς έγινε η συγκέντρωση και το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα σε δύο μονοπώλια. Το ίδιο κάνει με την εμπορική ναυσιπλοϊα, με το καρτέλ σιδηροτροχιών και τα τραστ ατσαλιού, αλλά και το συνδικάτο τσίγκου, τις εκρηκτικές ύλες κλπ. Ειδικά για τον κλάδο των πετρελαίων περιγράφεται μια τιτάνια μάχη που έλαβε χώρα πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ανάμεσα σε δύο στενά τότε συνδεδεμένα τραστ (του Ροκφέλερ και του Ρότσιλντ) από τη μια και του ανερχόμενου γερμανικού ιμπεριαλισμού (που επεδίωκε το «ξαναμοίρασμα» του κόσμου) από την άλλη, με ήττα του δεύτερου. Είναι χαρακτηριστικό και ενδεικτικό των προπολεμικών συνθηκών (και της «ανάγκης» αναδιανομής των σφαιρών επιρροής), ότι σε όλους τους τομείς που αναφέρονται, με εξαίρεση αυτόν των πετρελαίων, ο ένας ιμπεριαλιστικός πόλος, το ένα τραστ, είναι πάντα γερμανικό.
Η σύμφυση, η πλοκή των κρατικών μονοπωλίων, ο κοινός ρόλος τους στην εξυπηρέτηση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, η χρήση της «κρατικής βοήθειας» για την εξυγίανση των επιχειρήσεων που βρίσκονται στα όρια της χρεοκοπίας, όπως καταδεικνύεται, συνιστούν μια ακόμη καθαρή απάντηση στη φενάκη του αιτήματος για «κρατικοποιήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων» σε αυτές τις συνθήκες. Μάλιστα ο Λένιν επιλέγει ένα απόσπασμα από το περιοδικό Die Bank, κάνοντας λόγο για τις πολύτιμες ομολογίες των αστών της Γερμανίας: «Καιρός είναι πια οι κρατικοί σοσιαλιστές μας, που τους τυφλώνει μια ωραία αρχή, να καταλάβουν επιτέλους ότι στη Γερμανία τα μονοπώλια ποτέ δεν επιδιώκανε(…) να εξυπηρετούν τους καταναλωτές ή έστω να αφήνουν στο κράτος ένα μέρος από το επιχειρηματικό κέρδος, μα πάντα χρησίμευαν για να εξυγιάνουν τις ιδιωτικές βιομηχανίες που βρίσκονται σχεδόν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας».
Βασικό συμπέρασμα της ανάγνωσης των στοιχείων αυτού του κεφαλαίου, είναι ότι από τις αρχές του 20ου αιώνα η «παγκόσμια αγορά» έχει μοιραστεί. Οι εταιρίες που αναφέρονται στο έργο του Λένιν (AEG, Siemens, Standard Oil, Shell κλπ) παραμένουν κυρίαρχες στον πλανήτη και σήμερα, καθώς και τα κράτη που τις εκπροσωπούν. Με μια δόση υπερβολής, μπορούμε να πούμε ότι παρά τα όσα (κρίσεις, πόλεμοι, επαναστάσεις, παλινορθώσεις) μεσολάβησαν από τότε, τα πράγματα στον πλανήτη μοιάζουν πακτωμένα. Οι κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπως εμφανίστηκαν στο προσκήνιο της ιστορίας έναν αιώνα πριν, καθορίζοντας τις εξελίξεις στον πλανήτη και παρά τις όποιες μεταβολές στους συσχετισμούς, συνεχίζουν να υπάρχουν, να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και με κάθε τρόπο να κυριαρχούν, σκορπώντας ανείπωτη δυστυχία στους λαούς του κόσμου.
vi) Το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις
“Ο κόσμος για πρώτη φορά είναι πια μοιρασμένος, έτσι που στο εξής, θα γίνονται μόνο ξαναμοιράσματα(…) Ζούμε στην ιδιόρρυθμη εποχή της παγκόσμιας αποικιακής πολιτικής. Που είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με τη «νεότατη βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού», με το χρηματιστικό κεφάλαιο ” (*1 σελ. 76)
“(…)το χρηματιστικό κεφάλαιο και η ανταποκρινόμενη σε αυτό διεθνής πολιτική, που οδηγεί στον αγώνα των μεγάλων δυνάμεων για το οικονομικό και πολιτικό μοίρασμα του κόσμου, δημιουργούν ολόκληρη σειρά από μεταβατικές μορφές κρατικής εξάρτησης… ποικίλες μορφές των εξαρτημένων χωρών, που πολιτικά και τυπικά είναι ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης… Λόγου χάρη η Αργεντινή(…) «βρίσκεται σε τέτοια χρηματιστική εξάρτηση από το Λονδίνο, που πρέπει να την ονομάζουμε σχεδόν αγγλική εμπορική αποικία»” (*1 σελ. 85)
“ (…) Όμως τις μεγαλύτερες «ευκολίες και τα μεγαλύτερα οφέλη τα δίνει(…) μια τέτοια υποταγή, που συνδέεται με την απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας των χωρών και των λαών που υποδουλώνονται»” (*1 σελ. 81)
“Σημασία για το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν έχουν μόνο οι πηγές πρώτων υλών που έχουν ανακαλυφθεί πια, αλλά και οι πιθανές πηγές(…) Από δω βγαίνει και η αναπόφευκτη τάση του χρηματιστικού κεφαλαίου να ευρύνει το οικονομικό έδαφος, ακόμα και το έδαφος γενικά(…) έτσι και το χρηματιστικό κεφάλαιο γενικά επιδιώκει ν’ αρπάξει όσο το δυνατό περισσότερα εδάφη, οποιαδήποτε, οπουδήποτε και με οποιοδήποτε τρόπο, γιατί υπολογίζει τις πιθανές πηγές πρώτων υλών, γιατί φοβάται μη μείνει πίσω στο λυσσαλέο αγώνα για τα τελευταία κομμάτια του αμοίραστου κόσμου ή για το ξαναμοίρασμα των μοιρασμένων πια κομματιών” (*1 σελ. 83)
“Το εξωοικονομικό εποικοδόμημα, που υψώνεται πάνω στη βάση του χρηματιστικού κεφαλαίου, η πολιτική του, η ιδεολογία του δυναμώνουν την τάση προς αποικιακές καταχτήσεις.” (*1 σελ. 84)
Με σαφή τρόπο, τέτοιο που να μη δικαιολογεί τις κάθε είδους «παρανοήσεις» για το αν ο Λένιν ορίζει τα ιμπεριαλιστικά κράτη ή όχι και με παράθεση πολυάριθμων στοιχείων, γίνεται ξεκάθαρο ότι στις αυγές του 20ου αιώνα το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις έχει τελειώσει. Από εκεί και στο εξής η ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη μπορεί να έχει στόχο μόνο το ξαναμοίρασμά του. Ταυτόχρονα διακρίνονται διαφορές στο ρόλο, την ισχύ και τη δυναμική που παρουσιάζουν οι έξι αυτές δυνάμεις. Όλες οι άλλες χώρες (σε αυτές προφανώς κατατάσσεται και η Ελλάδα) ακόμα και αυτές που φαινομενικά και τυπικά απολαμβάνουν την «πολιτική ανεξαρτησία» τους, στην πραγματικότητα είναι υποταγμένες στο χρηματιστικό κεφάλαιο των κυρίαρχων κρατών και άρα εξαρτημένες.
Με ιδιαίτερη αναφορά στο παράδειγμα της Πορτογαλίας, γίνεται φανερό ότι ακόμη και αυτή η άλλοτε (και φαινομενικά το 1900 ακόμη) αποικιακή δύναμη, στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού δεν μπορεί να ξεφύγει από την κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και να βρεθεί κάτω από την «κηδεμονία» της Αγγλίας. Είναι ένα μικρό κράτος που διατηρεί τις αποικίες του, μόνο και μόνο επειδή οι συσχετισμοί είναι τέτοιοι που οι μεγάλες δυνάμεις δεν μπορούν να «καταλήξουν» στο ξαναμοίρασμα των αποικιών του και του «επιτρέπεται να τις συντηρεί», επειδή οι πορτογαλικές αποικίες μετατρέπονται σε προέκταση του αγγλικού ιμπεριαλισμού, ως αντανάκλαση της οικονομικής και τελικά πολιτικής εξάρτησης της Πορτογαλίας από την Αγγλία. Έτσι διάβασε ο Λένιν τη θέση της Πορτογαλίας στον ιμπεριαλιστικό κόσμο, αναλύοντας τις συνθήκες και το περιεχόμενο, χωρίς να εγκλωβίζεται στη φόρμα. Δεν είδε ιμπεριαλισμό, σε μια χώρα που διατηρούσε αποικίες, αλλά εξάρτηση.
Και αυτή η ανάγνωση του κόσμου είναι πολύ μακριά από τη μονόπλευρη οπτική (την οποία πλέον υιοθετεί και το ΚΚΕ), που βλέπει στην ίδρυση ελληνικών σούπερ μάρκετ στα βαλκάνια, ιμπεριαλιστική διείσδυση!
Η μετέπειτα εξέλιξη της Πορτογαλίας σε ένα ολόπλευρα εξαρτημένο κράτος, που έναν αιώνα μετά η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα την κατέταξε στα PIIGS, αποδεικνύει την ορθότητα της λενινιστικής προσέγγισης.
Η ανάλυση του κόσμου που κάνει ο Λένιν έναν αιώνα πριν διατηρεί την αξία της στο ακέραιο και ως υπόδειγμα για τον τρόπο που οφείλουμε να διαβάζουμε την πραγματικότητα, αλλά και για το γεγονός ότι σε γενικές γραμμές ισχύει ακόμη και σήμερα. Οι χώρες που ορίζει ως μισοαποικιακές και η εξέλιξή των οποίων μένει (από τότε) να κριθεί είναι η Περσία, η Κίνα και η Τουρκία. Για την υπόθεση της Κίνας υπάρχουν πολλές αναφορές στο έργο του Λένιν, αφού η εξέλιξη της (ως μιας πολυπληθούς χώρας) απασχολούσε τότε όλο τον οικονομικό κόσμο. Σήμερα η υπόθεση της Τουρκίας έχει κριθεί, ενώ το Ιράν ακόμη εξακολουθεί να κινείται πάνω στις εύθραυστες ισορροπίες των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Η Κίνα αφού βάδισε το δρόμο της επανάστασης εξασφάλισε την ανεξαρτησία της και τώρα πια μέσα από την εδραίωση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, σε ρόλο ανερχόμενης δύναμης διεκδικεί τη θέση της στο ξαναμοίρασμα του κόσμου.
Και έχει σημασία η αναφορά σε αυτό, γιατί ακριβώς καταδεικνύει ότι η ανατροπή του ιμπεριαλιστικού ζυγού, η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας μιας χώρας στις «νέες» συνθήκες προϋποθέτει επαναστατικές διαδικασίες και νίκες του λαϊκού κινήματος.
Αντίθετα η αριστερά της Ανταρσύα και του ΚΚΕ, βλέπει τη μετατροπή της Ελλάδας από εξαρτημένη σε ιμπεριαλιστική χώρα, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει τα ιστορικά γεγονότα και τις πολιτικές διεργασίες που δικαιολογούν κάτι τέτοιο. Σαν να έκανε μια εξαίρεση, μια «χάρη» στην Ελλάδα ο διεθνής ιμπεριαλισμός και στην περίοδο του «λυσσαλέου αγώνα» και των ανταγωνισμών, της χάρισε την ανεξαρτησία της!
Η ανάγκη για επέκταση των εδαφικών κτήσεων αποτελεί βασική ιδιότητα των ιμπεριαλιστικών κρατών, ακόμη και για τη διεκδίκηση άγνωστων και πιθανών πηγών πρώτων υλών. Ο Λένιν στον επίλογο αυτού του κεφαλαίου παραθέτει ένα κείμενο του ιστορικού Ντριό: «Τα τελευταία χρόνια όλα τα ελεύθερα μέρη της γης εκτός από την Κίνα, τα κατέλαβαν οι Δυνάμεις της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Πάνω σε αυτό το έδαφος προκλήθηκαν κιόλας κάμποσες συγκρούσεις(…) τα έθνη που δεν έχουν εξασφαλιστεί κινδυνεύουν να μην πάρουν ποτέ το μερίδιό τους και να μη συμμετάσχουν στην τεράστια εκείνη εκμετάλλευση της υδρογείου, που θα είναι ένα από τα πιο ουσιαστικά γεγονότα του ερχόμενου (δηλαδή του ΧΧ) αιώνα(…) Σ’ αυτό το μοίρασμα του κόσμου, σ’ αυτό το ξέφρενο κυνήγι των θησαυρών και μεγάλων αγορών της γης(…)»
γ) Βασικές παραδοχές
1. Σε ότι αφορά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού, όπως παρατίθενται παραπάνω, αλλά και στο σύνολο της λενινιστικής θεώρησης σαν ολοκληρωμένο εργαλείο ανάγνωσης και κατανόησης του «οικονομικού προβλήματος» του σύγχρονου κόσμου, δεν μπορεί να υπάρχει καμία παρανόηση. Οι επιλεκτικές αναφορές που γίνονται σε ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού (ή ακόμη και σε μια φράση) που παραθέτει ο Λένιν (πχ τα μονοπώλια, ή οι εξαγωγές κεφαλαίων) και οι αυθαίρετες γενικεύσεις (του τύπου όπου υπάρχουν μονοπώλια έχουμε ιμπεριαλιστικά κράτη) που χτίζονται πάνω σε αυτές, δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Οι οικονομικές ιδιότητες του ιμπεριαλιστικού σταδίου είναι αυτές που αναλυτικά αναφέρθηκαν και συνολικά παρμένες αποτελούν και τα διακριτικά γνωρίσματα των ιμπεριαλιστικών κρατών. Και στο βαθμό που αυτό δεν αποτελεί κοινή παραδοχή, αν δηλαδή ο καθένας προσδίδει άλλο περιεχόμενο από αυτό στον ιμπεριαλισμό «του», δεν μπορεί να εξελιχθεί καμία συζήτηση και πολύ περισσότερο καμία συζήτηση που να καταλήγει σε γόνιμα συμπεράσματα στα πλαίσια των οργανώσεων και των αγωνιστών της αριστεράς.
2. Ο ιμπεριαλισμός, ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, παρουσιάζεται στο παγκόσμιο ιστορικό προσκήνιο στις αρχές του 20ου αιώνα. Δεν αφορά κάποια «πολιτική επιλογή», ούτε πρέπει να συγχέεται με τον επεκτατισμό ή το μιλιταρισμό. Αποτελεί ένα διακριτό στάδιο του καπιταλιστικού συστήματος και το περιεχόμενό του αφορά, πρώτα και κύρια, τις οικονομικές του ιδιότητες όπως περιγράφονται παραπάνω. Άρα με αυτό το περιεχόμενο, ο ιμπεριαλισμός και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι υφίστανται κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και δεν απλώνονται γενικώς στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δηλαδή, ο Μέγας Αλέξανδρος, η ρωμαϊκή ή η οθωμανική αυτοκρατορία, δεν έχουν καμία σχέση με βιομηχανική παραγωγή και μονοπώλια, δεν έχουν να κάνουν με το περιεχόμενο τού ιμπεριαλισμού όπως καθορίστηκε από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα και άρα δεν ορίζονται ως τέτοια. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Λένιν:
“Οι «γενικοί» όμως συλλογισμοί για τον ιμπεριαλισμό που ξεχνούν ή βάζουν σε δεύτερη μοίρα τη διαφορά των κοινωνικοοικονομικών μετασχηματισμών μετατρέπονται αναπόφευκτα στην πιο τιποτένια χυδαιόττητα ή σε κομπασμό, όπως η σύγκριση της Μεγάλης Ρώμης με τη Μεγάλη Βρετανία. Ακόμα και η αποικιακή πολιτική των προηγούμενων σταδίων του καπιταλισμού διαφέρει ουσιαστικά από την αποικιακή πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου.” (*1 σελ. 81)
3. Ο ιμπεριαλισμός παρουσιάζει οικουμενικότητα. Αν τα προηγούμενα οικονομικά στάδια (προμονοπωλιακός καπιταλισμός, φεουδαρχία κλπ) μπορούσαν να συνυπάρχουν χρονικά, η γέννηση του χρηματιστικού κεφαλαίου και το μοίρασμα του κόσμου από αυτό, σηματοδότησε για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία την ενιαία κίνηση της ανθρωπότητας σε ένα κοινό οικονομικό σύστημα. Εκτός από τη μια χούφτα των κρατών στα οποία γεννήθηκε η κυρίαρχη χρηματιστική ολιγαρχία, στο ιμπεριαλιστικό σύστημα αναγκαστικά περιέρχονται και όλα τα υπόλοιπα κράτη στα οποία απλώνει τα δίχτυα του το χρηματιστικό κεφάλαιο.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι στον κόσμο γίνονται όλα ενιαία, όπως περιγράφεται στις ποικίλες θεωρίες της παγκοσμιοποίησης. Η ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη όχι απλά δεν αμβλύνεται, αλλά αποχτά ακόμη πιο βαθιά χαρακτηριστικά, οξύνεται ακόμα περισσότερο στη φάση του ιμπεριαλιστικού σταδίου. Όλα τα κράτη εμπλέκονται και εντάσσονται στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, αλλά με διαφορετικό τρόπο και διακριτό ρόλο. Και επί της ουσίας από τη μία είναι τα λιγοστά κράτη καταπιεστές και από την άλλη αυτά, που μέσα από «σειρά από μεταβατικές μορφές κρατικής εξάρτησης», ανήκουν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο στις «ποικίλες μορφές των εξαρτημένων χωρών», που ακόμη και αν «πολιτικά και τυπικά είναι ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης».
4. Η οικουμενικότητα του ιμπεριαλισμού καθιστά άνευ περιεχομένου κάθε αναφορά σε τοπικούς ιμπεριαλιστές και άρα εξαρχής απορρίπτει κάθε θεωρητική σύλληψη που βλέπει πολλούς ιμπεριαλισμούς και κατ’ επέκταση μεγάλα και μικρά ιμπεριαλιστικά κράτη και πολύ περισσότερο το «χτίσιμο πυραμίδων με αυτά». Η έννοια του ιμπεριαλιστικού κράτους υφίσταται μόνο σε πλανητική κλίμακα και αν κάποιος αγνοήσει αυτή τη βασική παραδοχή, τότε είναι καταδικασμένος να παρουσιάσει έναν κόσμο «γεμάτο ιμπεριαλισμούς», έναν κόσμο που θα αποτελείται αποκλειστικά από ιμπεριαλιστικά κράτη. Ιμπεριαλιστικό κράτος είναι αυτό που ανταγωνίζεται, επειδή οικονομικά έχει την ανάγκη, πολιτικά θέλει και στρατιωτικά μπορεί, τα άλλα λιγοστά ιμπεριαλιστικά κράτη σε όλη την υδρόγειο. Μπορεί να υπάρχει ένα κράτος σε ρόλο τοπικού εκφραστή των συμφερόντων μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης (π.χ. Ισραήλ), ένα κράτος που αντανακλώντας σε αυτό, τα συμφέροντα και η ιμπεριαλιστική πολιτική μεγάλων δυνάμεων, θα το χαρακτηρίζουν επεκτατικές πολιτικές, αλλά με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να υπάρχει «τοπικός ιμπεριαλιστής». Δεν μπορεί να υπάρχει κράτος, δηλαδή, που ερήμην των μεγάλων δυνάμεων, θα κυριαρχήσει στα Βαλκάνια (όπως ήθελαν την Ελλάδα οι τροτσκιστικές θεωρίες των δυνάμεων που σήμερα βρίσκονται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ), ως τοπικός και ανεξάρτητος ιμπεριαλιστικός ηγεμόνας. Γιατί απλά τέτοια σπιθαμή γης, που να μην ανήκει στη σφαίρα επιρροής και εκμετάλλευσης μιας μεγάλης ιμπεριαλιστικής δύναμης δε υπάρχει και δεν θα αφεθεί να υπάρξει. Από τις αρχές του 20ου αιώνα οποιοδήποτε τέτοιο κενό (με εξαίρεση τις χώρες και τα χρόνια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης) έχει εκλείψει από τον πλανήτη. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και για την κυρίαρχη χρηματιστική ολιγαρχία, η οποία δεν αφορά γενικώς και αορίστως το χρηματιστικό κεφάλαιο οποιουδήποτε μεγέθους, αλλά αυτού του μεγέθους που εκπροσωπείται από τα ιμπεριαλιστικά κράτη.
5. Υπάρχει ο ιμπεριαλισμός ως ιδιαίτερο ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, τα ιμπεριαλιστικά κράτη και η συνυφασμένη με αυτά ιμπεριαλιστική πολιτική. Είναι έννοιες διακριτές, με διαφορετικό περιεχόμενο και καμία σύγχυση – σκόπιμη ή όχι– δεν δικαιολογείται ανάμεσα τους.
6. Η θεωρητική ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό δεν έχει και δεν πρέπει να έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Δεν μπορεί δηλαδή να αρχίζει και να τελειώνει στο πεδίο του οικονομισμού. Η ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό αποκτά νόημα όταν καταλήγει σε πολιτικά συμπεράσματα, θέσεις και τακτική. Έτσι, όποιος αναφέρεται στον ιμπεριαλισμό κρύβοντας τις αντιθέσεις που γεννήθηκαν –και κυριάρχησαν– με αυτόν, όποια και αν είναι αφετηρία του καταλήγει να γίνεται ένας ακόμη εξωραϊστής του συστήματος. Από τις αρχές του 20ου αιώνα οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, δηλαδή οι αντιθέσεις που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στα ισχυρά κράτη, και ο χαρακτήρας αυτών των αντιθέσεων, έγινε η αιτία για δύο παγκόσμιους πολέμους που όρισαν τις εξελίξεις στην ανθρωπότητα.
Εκτός όμως από τις αντιθέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη, πρέπει να διαβαστεί σωστά και η δεσπόζουσα στις σημερινές συνθήκες αντίθεση ανάμεσα στα λιγοστά ιμπεριαλιστικά κράτη-εκφραστές της κυρίαρχης χρηματιστικής ολιγαρχίας και τους λαούς των καταπιεζομένων εθνών. Χωρίς σε καμία περίπτωση να υποτιμάται η θεμελιώδης αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, στον σημερινό κόσμο η αντίθεση που βρίσκεται στη βάση όλων των μεγάλων πολιτικών ζητημάτων, η αντίθεση που έρχεται στην επιφάνεια όλο και πιο έντονα μέσα από κάθε κρίσιμο πολιτικό γεγονός, είναι αυτή που φέρνει τους λαούς αντιμέτωπους με τον ιμπεριαλισμό. Ειδικά στη φάση βαθέματος και διεύρυνσης της οικονομικής κρίσης και της εξαιρετικής όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που την συνοδεύουν, αυτή η αντίθεση κατακλύζει όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής και άρα εξ ορισμού βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, ακόμα και αν αυτό γίνεται με στρεβλό τρόπο.
Είναι η αντίθεση που υπάρχει πίσω (αλλά και αναδεικνύεται) από τα μνημόνια, τις πολύμορφες επεμβάσεις, τους πολέμους και τα εκατομμύρια των εξαθλιωμένων και πεινασμένων των καταπιεζόμενων εθνών, είναι η αιτία της ανείπωτης δυστυχίας των εκατομμυρίων προσφύγων.
Για χώρες όπως η Ελλάδα, η λανθασμένη ανάγνωση –και άρα τοποθέτηση– πάνω στο ζήτημα αυτής της κυρίαρχης αντίθεσης μπορεί να έχει μόνο ολέθριες συνέπειες για το κίνημα και το λαό.
————–
Αναφορές-Πηγές
(*1 -Β. Ι. ΛΕΝΙΝ «Ο Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» ΜΟΡΦΩΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1977)
(*2 -Νίκος Μπελογιάννης «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα» εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 1998)
(*3 -2ο Συνέδριο Μ-Λ ΚΚΕ 1998- Κείμενα Αναλύσεων).
————-
Δύο παραθέματα:
Α) Για το αίτημα «εθνικοποίησης των τραπεζών»
Αυτές τις τράπεζες που στο στάδιο του ιμπεριαλισμού αποκτούν καθοριστικό και κυρίαρχο ρόλο στην οικονομική λειτουργία του συστήματος, δυνάμεις που απλώνονται από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι τη ΛΑΕ και τον προεκλογικό «αντιπολιτευτικό» ΣΥΡΙΖΑ, τις «θέλουν» εθνικοποιημένες. Όλες αυτές οι δυνάμεις συναντιούνται σε ένα διαχειριστικό πλαίσιο, το οποίο στον πυρήνα των αιτημάτων του έχει την «εθνικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο». Στην πραγματικότητα η εθνικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο, προϋποθέτει την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου ή αλλιώς του σοσιαλισμού. Και κανένας αγωνιστής της αριστεράς που έχει μια στοιχειώδη επαφή με το μαρξισμό δεν μπορεί να ισχυριστεί κάτι άλλο. Τι εννοούν όμως οι εκφραστές αυτού του αιτήματος, όταν μάλιστα το προσθέτουν σε κάθε λίστα διεκδικήσεων σωματείων ή συλλόγων; Επειδή η επανάσταση και ο σοσιαλισμός δε χωρούν σε αιτήματα και δεν μπορεί να είναι αιτήματα προς τους πολιτικούς εκφραστές (κυβερνήσεις) της αστικής τάξης, γίνεται προφανές ότι στον ιδεολογικό πυρήνα των οργανώσεων και των κομμάτων που είναι φορείς του αιτήματος κυριαρχούν οι ρεφορμιστικές αυταπάτες. Και σε αυτό το αίτημα συναντιούνται οι αυταπάτες αυτών που βλέπουν τη μετεξέλιξη του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό μέσα από κοινοβουλευτικά βήματα και νομοθετήματα, με αυτών που επιδιώκουν την μετεξέλιξη του κακού καπιταλισμού σε έναν άλλο «εφικτό» καπιταλισμό που θα έχει «ανθρώπινο πρόσωπο» και που θα γίνει κατορθωτός στα πλαίσια μιας άλλης διαχείρισης.
Μέλη οργανώσεων και συναγωνιστές που υιοθετούν αυτό το αίτημα, το δικαιολογούν με το πρόσχημα-προϋπόθεση του εργατικού ελέγχου ή με την επινόηση ότι δε χωράνε όλα τα αιτήματα στον καπιταλισμό και ότι με αυτό τον τρόπο «ρίχνουν τροχιοδεικτικά» για το σοσιαλισμό.
Ανεξάρτητα όμως με το τι φαντάζεται και τι «εννοεί» η κάθε δύναμη με την προβολή ενός αιτήματος, αυτό αποκτά το νόημα και το περιεχόμενό του από τις συνθήκες στις οποίες εκφέρεται. Και στις σημερινές συνθήκες και οι ίδιοι μπορούν να καταλάβουν πολύ καλά τι προσλαμβάνει ο κόσμος, πώς μεταφράζει το αίτημά τους και τελικά πού οδηγεί αυτό, ακόμη και αν υποθέταμε ότι οι προθέσεις τους είναι διαφορετικές. Γιατί όταν σε ένα απεργιακό κείμενο, κάτω από τα αιτήματα για διορισμούς και αυξήσεις ακολουθεί η εθνικοποίηση των τραπεζών, αυτό που καταλαβαίνει ο κάθε εργαζόμενος είναι ότι αυτή αφορά το «τώρα» και μάλιστα ότι απευθύνεται στην παρούσα κυβέρνηση. Αυτό άλλωστε το έκαναν σαφές οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όταν την περίοδο της θερινής (2015) διαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ και του δημοψηφίσματος, συμβάλλοντας στη γιγάντωση των επικίνδυνων και επώδυνων –όπως αποδείχθηκε– αυταπατών, απευθύνονταν επιτακτικά στην «αριστερή» κυβέρνηση καλώντας την να προχωρήσει «τώρα» («τώρα είναι η ώρα» έλεγαν) στην εθνικοποίηση των τραπεζών, κλπ. Γίνεται προφανές, λοιπόν, ότι το αίτημά τους αφορά τον καπιταλισμό και μάλιστα «πίστευαν» ότι μπορούσε να υλοποιηθεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ…
Το ίδιο ισχύει και για τον «εργατικό τους έλεγχο» για τον οποίο επικαλούνται το Λένιν στην προεπαναστατική Ρωσία. Όμως ο «εργατικός έλεγχος» του Λένιν αρθρώνονταν σε μια Ρωσία που η εργατική τάξη κρατούσε ήδη τα όπλα και ως τέτοιος σωστά υιοθετήθηκε από το λαϊκό κίνημα τότε. Τι καταλαβαίνει όμως ένας εργαζόμενος όταν ακούει για εργατικό έλεγχο στην Ελλάδα του 2016; Στην καλύτερη περίπτωση ότι αυτό το αίτημα αφορά το θεσμό της συνδιοίκησης. Ότι δηλαδή διεκδικούν οι εργαζόμενοι την παρουσία κάποιου είδους αιρετών στα ΔΣ των τραπεζών. Απ’ όπου και αν το πιάσεις, αυτό το αίτημα δεν είναι τίποτε άλλο από μια επιτομή αυταπατών. Αυτό είναι το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα που μπορεί να έχει η υιοθέτηση αυτού του αιτήματος στις παρούσες συνθήκες, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των φορέων του.
Σε κάθε περίπτωση οι δυνάμεις της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιδεικνύουν και με αυτόν τον τρόπο μια οικονομίστικη αντίληψη που αγνοεί την πολιτική και «ανακαλύπτει λύσεις» στα πλαίσια μιας άλλης διαχείρισης της εξαρτημένης καπιταλιστικής Ελλάδας. Πρόκειται για μια βαθιά λαθεμένη αντίληψη που θεωρεί ότι το πρόβλημα οφείλεται στη «λάθος συνταγή» και ότι με μια σειρά τεχνικοοικονομικών μέτρων, όπως αυτά της αλλαγής νομίσματος και των εθνικοποιήσεων, θα αναστραφεί η πορεία των πραγμάτων, χωρίς να θιχτεί το καθεστώς της εξάρτησης. Πρόκειται για ένα αίτημα που «θεωρεί», ότι σε περίπτωση που βρεθεί μια κυβέρνηση που θα νομοθετήσει την εθνικοποίηση των τραπεζών, η ΕΕ, το ΔΝΤ και οι ιμπεριαλιστικοί τους στρατοί, οι ίδιοι οι τραπεζίτες και το κυρίαρχο χρηματιστικό κεφάλαιο θα παρακολουθούν, χωρίς να επέμβουν, την απαλλοτρίωσή τους. Ένα αίτημα που προάγει τις αυταπάτες που θέλει η κυρίαρχη τάξη να καλλιεργεί για την ίδια την αστική δημοκρατία και τον «ουδέτερο» ρόλο του κράτους της. Ότι δηλαδή οι κοινωνικές εξελίξεις ορίζονται από τις εκλογικές κάλπες και τη «βούληση» του διαχειριστή του κράτους που θα προκύψει. Και όχι το αντίθετο, ότι δηλαδή το αστικό κράτος, οι εκλογές και οι διαχειριστές του, υπάρχουν και λειτουργούν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, δηλαδή του χρηματιστικού κεφαλαίου και άρα των τραπεζιτών. Τελικά, αιτήματα σαν αυτό, διαμορφώνουν συνειδήσεις, συγκροτούν συμμαχίες και προσελκύουν εύκολα είναι αλήθεια εκλογικό κοινό, σε μια βαθιά ρεφορμιστική κατεύθυνση.
Β) Για την ανισομετρία και τα αποτελέσματα της «εξαγωγής κεφαλαίων» στις χώρες που αυτά τοποθετούνται
Ο Λένιν αναφέρει ότι η εξαγωγή κεφαλαίου επιδρά στην «επιτάχυνση της ανάπτυξης του καπιταλισμού στις χώρες που κατευθύνεται», εννοώντας ότι επισπεύδει τις κοινωνικές διεργασίες αποσύνδεσης από τις προκαπιταλιστικές σχέσεις. Το θέμα αυτό στο οποίο επανέρχεται ο Λένιν και σε άλλα κείμενά του, απασχόλησε (σε ότι αφορά βέβαια την εξαγωγή κεφαλαίου σε προμονοπωλιακές συνθήκες και κύρια στα αποτελέσματα που είχαν οι επενδύσεις της βρετανικής αποικιοκρατίας στην Ινδία) σε πολλές και διαφορετικά χρονικές περιπτώσεις και τους Μάρξ-Έγκελς, που από τη δεκαετία του 1850 μέχρι το 1870 αναμόρφωσαν και επανατεκμηρίωσαν την αρχική θέση τους. Προκειμένου να μην υπάρχει σύγχυση αυτής της «ανάπτυξης του καπιταλισμού», είτε γενικά με την έννοια της «ανάπτυξης», είτε με τις ανιστόρητες θεωρίες περί εξάλειψης των ανισομετριών και της παγκοσμιοποίησης, είτε πολύ περισσότερο με την ανάπτυξη που εννοούν οι ντόπιοι απολογητές του καπιταλισμού, σημειώνουμε τα εξής:
1. Η «επιτάχυνση της ανάπτυξης του καπιταλισμού» όπως την εννοεί ο Λένιν μπορεί να αφορά υποδομές που μπορεί να είναι αναγκαίες για την εκάστοτε επένδυση, όπως είναι οι σιδηροτροχιές, τα δίκτυα, τα λιμάνια ή ότι άλλο ενδέχεται να τις συνοδεύει. Υπό προϋποθέσεις μπορεί να οδηγεί στην ανάπτυξη της μανιφακτούρας, της βιομηχανίας, ή και σπάνια της βαριάς βιομηχανίας (και άρα των παραγωγικών σχέσεων), ανάλογα πάντα με τις υπό εκμετάλλευση πρώτες ύλες και τον χαρακτήρα των επενδύσεων. Στη Νιγηρία, για παράδειγμα, η εκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων οδήγησε στην κατασκευή βιομηχανικών μονάδων και υποδομών στην περιοχή του Δέλτα του Νίγηρα, χωρίς όμως να συμβεί κάτι ανάλογο στην υπόλοιπη χώρα. Στην γειτονική της Μπουρκίνα Φάσο (Άνω Βόλτα), για την οποία ο ιμπεριαλισμός επιφύλασσε την μετατροπή της σε ένα απέραντο τσιφλίκι, η γεωργική παραγωγή γίνεται με πρωτόγονα μέσα. Το βαμβάκι (βασικό εξαγωγικό προϊόν) που καλλιεργείται, συλλέγεται και συσκευάζεται με τα χέρια, εξάγεται ως πρώτη ύλη, αφού τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών δεν επιτρέπουν τη μεταποίηση στη χώρα, καθηλώνοντας την οικονομία σε ένα πρωτόγονο γεωργικό στάδιο, μια μεταποίηση που ο διεθνής ιμπεριαλισμός επιλέγει να πραγματοποιεί σε χώρες της Ινδοκίνας και της Ινδονησίας σε βιοτεχνικές ή πρωτόγονες βιομηχανικές μονάδες.
2. Ακόμη και για ευρωπαϊκές εξαρτημένες χώρες όπως η Ιρλανδία, ο Μαρξ θα προβλέψει στο Κεφάλαιο ότι είναι προορισμένη «να είναι προβατοβοσκή και λιβάδι της Αγγλίας».
Σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα (από τα πάρα πολλά που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε) δεν υπάρχει καμία ανάπτυξη του καπιταλισμού με την έννοια του εκσυγχρονισμού και της ανόδου συνολικά της εξαρτημένης χώρας και πολύ περισσότερο δεν υπάρχει ανάπτυξη με την έννοια της κοινωνικής προόδου. Πρόκειται για «…Μια ανάπτυξη όμως οικοδομημένη πάνω στο αίμα και τα δάκρυα των λαών, και πάνω στην υποδούλωση και την εθνική τους καταπίεση, μια ανάπτυξη κατά κανόνα μονόπλευρη και στρεβλή(… ) που γίνεται σύμφωνα με τις επιλογές του ιμπεριαλισμού, με προτεραιότητες που εκείνος καθορίζει, σε τομείς που κατά κύριο λόγο εξυπηρετούν τα συμφέροντά του και με τρόπους που εξασφαλίζουν την εδραίωση της κυριαρχίας του.» (*3 σελ. 21).
3. Τελικά όχι απλά δεν μειώνεται το χάσμα ανάμεσα στις οικονομίες των ισχυρών και των εξαρτημένων κρατών, όπως «επιθυμούν» οι θεωρητικοί της παγκοσμιοποίησης και οι οπαδοί της αλληλεξάρτησης, αλλά ίσα-ίσα αυτό διευρύνεται. Όλες αυτές οι επενδύσεις γίνονται σε συνθήκες απόλυτης ασυδοσίας των μονοπωλίων, αρπαγής των πηγών ενέργειας και των πρώτων υλών, υπερεκμετάλλευσης της εργασίας και με μοναδικό κριτήριο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ξένων δυναστών. Όλες αυτές οι «επενδύσεις» στην πραγματικότητα αποτελούν μια «νόμιμη» ληστεία σε βάρος του λαού και του τόπου.
Οι χωρίς περιεχόμενο φλυαρίες του Κάουτσκι για τον υπεριμπεριαλισμό ενθαρρύνουν, ανάμεσα στ’ άλλα, εκείνη τη βαθιά λαθεμένη σκέψη, που χύνει νερό στο μύλο των απολογητών του ιμπεριαλισμού, ότι τάχα η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου εξασθενίζει την ανισομετρία και τις αντιθέσεις μέσα στην παγκόσμια οικονομία, ενώ στην πραγματικότητα τις δυναμώνει.” (*1 σελ. 94)
πηγή: Αντιτετράδια, φθινόπωρο 2016, τ. 114
e-prologos.gr