Πριν από 66 χρόνια, στις 17 Ιουλίου του 1955, 27 κομμουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι δραπετεύουν μετά από τέσσερις μήνες επικίνδυνης προετοιμασίας, από τις φυλακές των Βούρλων.
Η απόδραση εκείνη υπήρξε μια από τις θεαματικότερες στα διεθνή χρονικά και, μολονότι χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα μέσα και αυτοσχέδια εργαλεία, εξευτέλισε τους δεσμώτες της εποχής.
Η ιστορία των Βούρλων ξεκινά όμως πολύ νωρίτερα. Όταν για πρώτη φορά χτίζεται σε λιμάνι της Μεσογείου ένα δημόσιο πορνείο για να εξυπηρετεί τις ανάγκες ναυτικών και εργατών. Είναι ο χώρος που ενέπνευσε τον Μάρκο Βαμβακάρη, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη τη Λιλίκα Νάκου, τον Μ. Καραγάτση και πολλούς άλλους ακόμα. Είναι ο χώρος που στέγασε απελπισμένες γυναίκες και εξελίχθηκε σε μια φρικτή φυλακή.
Βούρλα: Η μεγάλη απόδραση
Τον Ιούλιο του 1955 είκοσι επτά κομμουνιστές δραπετεύουν από τις φυλακές των Βούρλων, στην περιοχή της Δραπετσώνας του Πειραιά. Η εκπληκτική απόδραση των 27 κρατούμενων κομμουνιστών επιφέρει ισχυρότατο πλήγμα στην Ασφάλεια, η οποία αντιδρά με δρακόντεια μέτρα για τη σύλληψή τους και οι δραπέτες επικηρύσσονται με τον ν.1871 «περί ληστοκρατείας» και με σημαντικά για την εποχή χρηματικά ποσά, ως «λίαν επικίνδυνοι δια την δημοσίαν ασφάλειαν». H επικήρυξη δεν απέδωσε. Παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι συνελήφθησαν αργότερα. Οι συνθήκες όμως κάτω από τις οποίες σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε η απόδραση των 27 κρατούμενων κομμουνιστών από τις φυλακές στα Βούρλα, την καθιστούν μια από τις θεαματικότερες αποδράσεις στα διεθνή χρονικά. Ο εξευτελισμός για τους δεσμώτες είναι μεγάλος.
Τα Βούρλα της Δραπετσώνας πήραν την ονομασία τους από το ελώδες έδαφος και τα βούρλα που φύονταν εκεί. Δεν ήταν μια τοποθεσία που θα επέλεγε για να κατοικήσει κανείς. Σε αυτόν τον τόπο εγκατάλειψης και παρακμής στήθηκαν, τον 19ο αιώνα, αρχικά οι εγκαταστάσεις των πορνείων με σκοπό να εξυπηρετούν τις ανάγκες των πληρωμάτων, ελληνικών και ξένων πλοίων. Την περίοδο της Κατοχής, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί μετέτρεψαν το συγκρότημα των οίκων ανοχής σε φυλακές που το 1995 θεωρούνταν πλέον φυλακές υψίστης ασφαλείας υπό την ονομασία Δικαστικές Φυλακές Πειραιώς.
Οι φυλακές των Βούρλων αρθρώνονταν σε τρεις πτέρυγες. Από τις τρεις πτέρυγες, η πρώτη και η δεύτερη χρησιμοποιούνταν για τους ποινικούς κρατούμενους και η τρίτη πτέρυγα για τους πολιτικούς. Κάθε πτέρυγα είχε 24 κελιά των πέντε ατόμων. Το 1954, και με βάση τον… περίφημο Μεταξικό νόμο 375/36, η κυβέρνηση του «Ελληνικού Συναγερμού», υπό τον Αλέξανδρο Παπάγο, προχώρησε σε ομαδικές συλλήψεις στελεχών του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ με την κατηγορία της κατασκοπείας σε βάρος της χώρας.
Στα τέλη του 1954, γεννήθηκε η ιδέα της απόδρασης στους κομμουνιστές που βρίσκονταν κρατούμενοι στα Βούρλα. Οι δραπέτες τήρησαν αυστηρά τους νόμους της συνωμοτικότητας, βασίστηκαν στην εφευρετικότητά τους και ευνοήθηκαν από τις συμπτώσεις. Διέφυγαν μέσα από σήραγγα που κατασκευάστηκε από τους κρατούμενους, σε τέσσερις μήνες, και ξεκίνησε κάτω από το κρεβάτι κρατούμενου στο κελί 13, το οποίο βρισκόταν κοντύτερα από κάθε άλλο στον εξωτερικό τοίχο των φυλακών, απέναντι από το εργοστάσιο «Ντεστρέ». Οι πολιτικοί κρατούμενοι έπρεπε να τρυπήσουν το τσιμεντένιο δάπεδο, να σχηματίσουν «πηγάδι» βάθους τριών μέτρων, από όπου θα ξεκινούσε η σήραγγα με διάμετρο 80 εκατοστά και μήκος 18-19 μέτρα. Η υπόγεια σήραγγα θα περνούσε κάτω από τα θεμέλια του τοίχου της φυλακής και του εξωτερικού μαντρότοιχου, θα διέσχιζε την οδό Δογάνη, θα περνούσε τον εξωτερικό τοίχο του εργοστασίου «Ντεστρέ» και θα κατέληγε στους λουτήρες του εργοστασίου. Τα εργαλεία για την απόδραση ήταν αρχικά ένα κοπίδι και ένα τσαγκαράδικο σφυρί, αργότερα προστέθηκε σε αυτά ένα σκεπάρνι. Για την όλη επιχείρηση «στρατολογήθηκαν» δύο γυναίκες που συνδέονταν αισθηματικά με τους κρατούμενους, και τους έδωσαν σημαντικές πληροφορίες για τις συνθήκες γύρω από τις φυλακές, την απόσταση μέχρι την Νεστρέ, τις σκοπιές κ.λπ.
Για την προετοιμασία απαιτήθηκαν τρεις μήνες. Άλλους τέσσερις μήνες πήρε το σκάψιμο της σήραγγας. Ακούγεται απλό; Για τις συνθήκες που επικρατούσαν και τα διαθέσιμα μέσα, ήταν μια ασύλληπτη επιχείρηση, κάτω από τραγικά δύσκολες συνθήκες κινδύνου. Η σήραγγα μήκους 18 μέτρων υποστυλώθηκε με επάρκεια. Για να κρύψουν τα μπάζα, οι κρατούμενοι ζήτησαν άδεια να φτιάξουν παρτέρι με άνθη στο εσωτερικό προαύλιο, η άδεια τους δόθηκε και σε λίγο καιρό το σημείο γέμισε άνθη μέσα σε γκαζοτενεκέδες που είχαν το χώμα και χαλίκια από το άνοιγμα της σήραγγας. Όσο το έργο προχωρούσε τόσο δυσκολότερη γινόταν η κατάσταση μέσα στη σήραγγα από τη ζέστη και την έλλειψη αέρα. Γι’ αυτό κάθε τέταρτο άλλαζαν και οι βάρδιες του σκαψίματος.
Το μεσημέρι της Κυριακής 17 Ιουλίου 1955, μετά το συσσίτιο, οι κρατούμενοι φορούν πιτζάμες πάνω από τα ρούχα τους, κάλτσες πάνω από τα παπούτσια τους, μαντήλια στα κεφάλια τους. Κατά ομάδες διασχίζουν τη σήραγγα και φτάνουν στο εργοστάσιο «Ντεστρέ», κάνοντας το βήμα προς την ελευθερία…
Τα νέα μαθεύτηκαν στις τρεις το μεσημέρι της Κυριακής, όταν μπήκαν στην Γ΄ Πτέρυγα ο υπαρχιφύλακας με τρεις φύλακες για την καθιερωμένη καταμέτρηση των κρατουμένων. Στα τελευταία κελιά της πτέρυγας – τα κελιά 13,14 και 15 – δεν υπήρχε κανένας.
Οι 27 δραπέτες ήταν οι: Βαρδής Βαρδινογιάννης, φοιτητής Νομικής 33 ετών, Ανδρέας Βελλής, φοιτητής Πολυτεχνείου, 26 ετών, Γκαστόν Βερναρδής, τελειόφοιτος Ιατρικής, 31 ετών, Γιώργος Γεωργίου, εργάτης, 55 ετών, Αριστοτέλης Γεωργούλιας, έμπορος, τελειόφοιτος Νομικής, 38 ετών, Βασίλης Δουκάκης, μεταφραστής, 30 ετών, Χαράλαμπος Καλατζής, έμπορος, 28 ετών, Σταύρος Καρράς, σπουδαστής Πολυτεχνείου, 30 ετών, Βασίλης Κάτρης, εργάτης, 30 ετών, Παντελής Κιουρτζής, έμπορος, 42 ετών, Ζήσιμος Κόκλας, δημόσιος υπάλληλος, 40 ετών, Μιχάλης Κολοκοτρώνης, αρτεργάτης, 30 ετών, Κώστας Λιναρδάτος, δημοσιογράφος, τελειόφοιτος Νομικής, 33 ετών, Αλέκος Λογαράς, γεωπόνος, 29 ετών, Ανδρέας Μπαρτζώκας, λογιστής, 28 ετών, Δημήτρης Μυριανθόπουλος, εργάτης, 42 ετών, Δημήτριος Πανουσόπουλος, ιδιωτικός υπάλληλος, ετών 26, Αλέκος Παπαλεξίου, φοιτητής Ιατρικής, 36 ετών, Αλέξης Παπούλιας, δικηγόρος, 41 ετών, Στέλιος Πάσιος, σιδηροδρομικός, 31 ετών, Περικλής Ροδάκης, μεταφραστής, 30 ετών, Σταύρος Σιδέρης, πτηνοτρόφος, 30 ετών, Σωτήρης Σωτηρόπουλος, κτηματίας, 35 ετών, Λεωνίδας Τζεφρώνης, τελειόφοιτος Πολυτεχνείου, 35 ετών, Κυριάκος Τσακίρης, φοιτητής Νομικής, 39 ετών, Κώστας Φίλης, καθηγητής Φιλολογίας, 28 ετών και Γεώργιος Χατζηπέτρου, υδραυλικός, 33 ετών.
Η κινητοποίηση των αρχών είναι αστραπιαία, κλείνουν αμέσως οι δρόμοι με μπλόκα και έλεγχο των περαστικών. Σε λίγη ώρα τις φυλακές των Βούρλων επισκέπτονται ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, ο αρχηγός της Χωροφυλακής, ο διοικητής της Γενικής Ασφάλειας, ο εισαγγελέας και ο διοικητής του Τμήματος Μεταγωγών Πειραιά. Οι ανώτεροι απειλούσαν για άμεσα στρατοδικεία. Ο εξευτελισμός ήταν μεγάλος. Το χτύπημα για τους δεσμώτες ήταν τρομερό.
Στις 21 Ιουλίου 1955 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύεται απόφαση με την οποία οι δραπέτες επικηρύσσονται με τον νόμο «περί ληστοκρατείας» με χρηματικές αμοιβές έως 30.000 δραχμές για τον φόνο ή τη σύλληψη των δραπετών και έως 15.000 δραχμές για την αποτελεσματική κατάδοσή τους «εις τας αρμόδιας Αρχάς». Αυστηρές ποινές προβλέφθηκαν και για όσους τους έκρυβαν. Τα μέτρα δεν απέδωσαν. Δεκαπέντε από τους δραπέτες συνελήφθησαν αρκετό καιρό αργότερα, από αυτούς οι 13 μετά από κατάδοση, και οι άλλοι δύο τυχαία. Δέκα κατάφεραν να διαφύγουν στο εξωτερικό. Ένας, ο Γεωργίου, σκοτώθηκε από σφαίρα αστυνομικού αποσπάσματος «επιχειρώντας να εξέλθη παρανόμως των ελληνικών συνόρων», σύμφωνα με σχετικό αστυνομικό δελτίο.
Η απόδραση από τις φυλακές των Βούρλων απασχόλησε για ημέρες τον ελληνικό Τύπο. «Τι προκύπτει από την μεγάλην απόδρασιν 27 κομμουνιστών της Κυριακής – Ολόκληρον τμήμα του παράνομου μηχανισμού του Κ.Κ. Ελλάδος παραμένει ανέπαφον και συνεχίζει την ανατρεπτικήν δράσιν του, πιθανώς υπό την αρχηγία του Ακριτίδη» έγραψε η εφημερίδα Απογευματινή. «Η καταπληκτική ομαδική απόδρασις των κομμουνιστικών στελεχών – Μέχρις ώρας ουδείς συνελήφθη από τους 27 κομμουνιστάς τους δραπετεύσαντας από τας φυλακάς Βούρλων το απόγευμα της Κυριακής υπό μυθιστορηματικάς συνθήκας», ανέφερε η εφημερίδα Ακρόπολις.
«Υπό τα βλέμματα της “ισχυράς” κυβερνήσεως – 27 κομμουνισταί απέδρασαν εκ των φυλακών Βούρλων υπό μυθιστορηματικάς συνθήκας – Από διανοιγείσαν υπόγειον σήραγγα διέφυγον εις παρακείμενον εργοστάσιον», έγραψε η εφημερίδα Ελευθερία.
Σήμερα τα Βούρλα έχουν δώσει τη θέση τους σε πολυώροφες πολυκατοικίες που δεν υποψιάζουν για το ιστορικό βάρος αυτής της περιοχής…
Κρατικό πορνείο
Αρκετές δεκαετίες πριν από τη μεγάλη απόδραση, τα Βούρλα είχαν άλλη αποστολή. Προκειμένου να σταματήσει τις διαμαρτυρίες πολλών κατοίκων του Πειραιά για τα χαμαιτυπεία που ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια για να καλύπτουν τις ανάγκες ναυτικών και εργατών και τις διαμαρτυρίες για τη διασπορά των ιερόδουλων στην πόλη, η δημοτική αρχή του Πειραιά το 1867 λαμβάνει την απόφαση ανέγερσης ομαδικών οίκων ανοχής σε απομακρυσμένο σημείο. Την 1η Ιουλίου του 1875 ο δήμος Πειραιά, με ψήφισμά του, αναθέτει την κατασκευή κρατικών πορνείων στον εργολάβο Νικόλαο Μπόμπολα. Το έργο ολοκληρώθηκε την 1η Ιανουαρίου 1876 και το συγκρότημα των Βούρλων τέθηκε σε λειτουργία.
Εκείνη την εποχή ο Πειραιάς δεν κατοικούνταν μόνο από εργάτες και ναυτικούς. Συγκέντρωνε και μια σειρά από νταήδες και όσο κατευθυνόταν κανείς προς τη συνοικία των Βούρλων, η κατάσταση χειροτέρευε με τον νόμο της «δίκοπης» στα στέκια του υποκόσμου.
Από τον Απρίλιο του 1873 η κυβέρνηση, με Διάταγμα, είχε απαγορεύσει ρητά την κατοίκηση των κοινών γυναικών του Πειραιά σε οποιοδήποτε άλλο μέρος πλην του προβλεπόμενου στα Βούρλα, γεγονός που ανήγαγε το συγκρότημα πορνείων των Βούρλων ως τον απόλυτο, νόμιμο χώρο άσκησης της πορνείας και άρα τον κατεξοχήν Σεξουαλικό Τόπο.
Τα Βούρλα δεν έμοιαζαν με κανένα άλλο πορνείο στα λιμάνια της Μεσογείου γιατί ήταν τα μόνα πορνεία υπό την προστασία της Χωροφυλακής και του κράτους. Το συγκρότημα τοποθετούνταν σε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο και καταλάμβανε έκταση περίπου 12 στρεμμάτων. Το οικόπεδο ήταν περίκλειστο και είχε μία μοναδική είσοδο, που δεν βρισκόταν στον κεντρικό δρόμο αλλά στην πλαϊνή πλευρά της οδού Ψαρρών. Αριστερά της πόρτας βρισκόταν ένα θυρωρείο-φυλάκιο με όργανο υπηρεσίας για έλεγχο της εισόδου. Τα Βούρλα ήταν οργανωμένα σε πτέρυγες, οι οποίες διατάσσονταν περιμετρικά σε σχήμα Π γύρω από μια κεντρική αυλή. Κατά μια εκδοχή στο κέντρο της αυλής υπήρχε ένα διώροφο κτίσμα, όπου στο ισόγειο βρισκόταν το καφενείο των προαγωγών και στον όροφο η Αστυνομία. Η κατάταξη των κοριτσιών γινόταν σύμφωνα με τη ηλικία τους: στην πρώτη πτέρυγα (αριστερή) διέμεναν οι γυναίκες που ήταν από 40-50 χρονών αλλά και μεγαλύτερες. Στη μεσαία βρίσκονταν οι γυναίκες από 18 μέχρι 40 ετών, ενώ στην τελευταία (δεξιά) πτέρυγα έβαζαν τις νεοφερμένες νεαρές, από ηλικίας 14 έως 18 ετών.
Εντός του συνοικισμού στεγαζόταν και μαγέρικο. Η Αστυνομία, μέσα στα πολλά καθήκοντά της είχε και την προστασία των ιερόδουλων από πιθανούς καβγάδες ανάμεσα σ’ αυτές, τους πελάτες, τους προαγωγούς. Συχνά οι πόρνες διατηρούσαν δεσμούς με κάποιους από τους πελάτες τους, κάνοντάς τους «αγαπητικούς». Τότε οι ρόλοι αντιστρέφονταν και, αντί οι αγαπητικοί να πληρώνουν για τη συνεύρεση, οι πόρνες τους χάριζαν ρούχα ή χρήματα από τα δεδουλευμένα τους, εις ένδειξη της αναβάθμισης της σχέσης τους. Οι αγαπητικοί στα Βούρλα ήταν αρκετοί. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και αυτή του μεγάλου ρεμπέτη Μάρκου Βαμβακάρη, ο οποίος επισκεπτόταν το συγκρότημα των Βούρλων συχνά και, όπως και ο ίδιος έχει αποκαλύψει, μια από τις αγάπες του αυτές ήταν και η Ζιγκοάλα. Οι ενδιαφερόμενοι για τις κοπέλες των Βούρλων ήταν πολλοί, και γι’ αυτό δεν έλειπαν και οι αντιδικίες για τα μάτια της ίδιας κοπέλας. Στη θέση της αντιζηλίας βρέθηκαν και Μάρκος Βαμβακάρης με τον άλλο μεγάλο ρεμπέτη της εποχής του, τον Νίκο Μάθεση. Από την αντιζηλία αυτή ο Μάρκος εμπνεύστηκε και το γνωστό «Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια, κατσαρά μαύρα μαλλιά, άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος και στο μάγουλο ελιά».
Η Γαλάτεια Καζαντζάκη αναφέρθηκε στις γυναίκες των Βούρλων στο ποίημά της «Το αμαρτωλό» που γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Στη Σμύρνη Μέλπω. Ηρώ στη Σαλονίκη./ Στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό./ Τώρα στα Βούρλα τη φωνάζουνε Λέλα./ Ο τόπος μου ποιος ήταν; Ποιοι οι δικοί μου;/ Αν ξέρω, ανάθεμά με./ Σπίτι – πατρίδα έχω τα μπορντέλα” και συνεχίζει: “ Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι,/ Όλη η ζωή μου του χαμού./ Κι από την κόλασή μου στο φωνάζω:/ Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω».
Το 1934 η κυκλοφορία της εφημερίδας «Ακρόπολις» εκτινάσσεται, όταν η σπουδαία συγγραφέας Λιλίκα Νάκου, ως νέα τότε δημοσιογράφος, κλήθηκε να ερευνήσει τα Βούρλα. Η Λιλίκα Νάκου πήγε στα Βούρλα παριστάνοντας στην αρχή τη μοδίστρα. Όταν γνωρίστηκε με τις κοπέλες των Βούρλων και κέρδισε την εμπιστοσύνη τους, τότε τους αποκάλυψε την ιδιότητά της.
Το ρεπορτάζ παρουσιάστηκε στην πρώτη σελίδα της «Ακρόπολις» σε συνέχειες και ανέβασε σημαντικά την κυκλοφορία της εφημερίδας.
Στα πορνεία των Βούρλων αναφέρεται και ο Καραγάτσης στο μυθιστόρημα του «το 10»:
«Ήταν οι Δικαστικές Φυλακές, τα παλιά Βούρλα, ο απαισιότερος οίκος ανοχής που υπήρξε στην Ελλάδα […] Μόνον όποια δεν την ήθελαν τα οργανωμένα σε ιδιωτικές επιχειρήσεις “σπίτια” καταντούσε στα Βούρλα. Νοίκιαζε μια καμαρούλα και δούλευε για λογαριασμό της, δίχως “μαμά”. Από πρώτη όψη η εικόνα φαίνεται ευχάριστη: Ελεύθερη η γυναίκα, δίχως εκμετάλλευση μεσαζόντων, είχε τους πελάτες της κι έβγαζε το ψωμί της. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Μολονότι την τάξη την κρατούσε ιδιαίτερο αστυνομικό τμήμα, εγκαταστημένο μέσα στον πορνοσυνοικισμό, οι κάθε λογής ρουφιάνοι και σωματέμποροι είχαν εκεί το στέκι τους, κι εκμεταλλεύονταν τις γυναίκες με τον εκβιασμό και την τρομοκρατία, κάνοντάς τους το βίο αβίωτο. Ένεκα τούτου, καταπώς είπαμε, μόνον οι απόκληρες της δουλειάς κατέληγαν στα Βούρλα».
Πηγή: tvxs από ΑΠΕ-ΜΠΕ
e-prologos.gr