Χρέος, του Γιάννη Ρίτσου
Ακόμα δε μιλήσαμε.
Δεν είπαμε ακόμη το δικό μας τραγούδι.
Έμεινε πίσω απ’ τη φωνή μας η βουή μιας παρέλασης,
στριμωγμένη ανάμεσα σε χιλιάδες πόρτες,
όταν ο λαός προχωρούσε τινάζοντας τις τραγιάσκες του στον αέρα,
όταν οι μπουρζουάδες τρέμαν πίσω απ’ τα τζάμια των πολυκατοικιών,
τότες που η καρδιά μας ζυγιάζονταν ανάμεσα σε χιλιάδες καρδιές
σαν ένα ζήτω ανάμεσα σε χιλιάδες κόκκινες σημαίες.
Κι ύστερα πάλι η ομοβροντία τα χαράματα
διώχνοντας απ’ τα κυπαρίσσια τα σπουργίτια·
τα φορτηγά αυτοκίνητα γιομάτα αγωνιστές,
περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης,
κόβοντας με τις ρόδες τους στα δυο τον ήλιο.
Μας κλείσαν σύντροφε το στόμα.
Δεν προφτάσαμε να πούμε το τραγούδι μας.
Έμεινε πάλι η πολλή σκόνη τ’ απογεύματα,
η σκόνη που αφήνουν πίσω τους τα μαύρα φουστάνια των μανάδων
καθώς γυρνάνε απ’ του Αβέρωφ ή απ’ του Χατζηκώστα
ή απ’ τα τμήματα των μεταγωγών,
οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια
με την καρδιά τους τυλιγμένη στο μαντίλι τους
σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί που δεν μπορεί να το μασήσει μήτε ο θάνατος.
Μας κλείσαν το στόμα, σύντροφε.
Μας κλείδωσαν τον ήλιο.
Δεν είπαμε το δικό μας τραγούδι –
εκείνο που άρχιζε απλά, δυνατά, πικραμένα:
Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε.
Τις νύχτες που ανεβαίνει στον ορίζοντα ένα παράνομο, βουβό φεγγάρι,
ο ίσκιος απόνα πελώριο δεκανίκι γράφεται στο βράχο της Μακρόνησος.
Τούτο το δεκανίκι πρέπει να το φτιάξουμε μια σκάλα,
είπε ο Βαγγέλης σκύβοντας στ’ αυτί του Πέτρου
σα νάλεγε τον πρώτο στίχο απ’ τ’ αυριανό μας τραγούδι.
Αργήσαμε, σύντροφε. Αργήσαμε πολύ.
Πρέπει να πούμε το δικό μας τραγούδι.
(από τη συλλογή “Πέτρινος χρόνος” 1949)
e-prologos.gr