του Περικλή Παυλίδη*
Κάποιοι, προφανώς, είναι σίγουροι ότι οι εκπαιδευτικοί δεν χρειάζονται ή ακριβέστερα ότι δεν χρειάζονται ως «πραγματικοί» εκπαιδευτικοί, με όλη τη βαρύνουσα σημασία που ενέχει αυτή η λέξη. Στη δική τους κατασκευή της πραγματικότητας θα ήθελαν μάλλον εκφωνητές πληροφοριών, τεχνικώς ελεγχόμενους, προγραμματισμένους, προβλέψιμους και κατά μετρήσιμο τρόπο «παραγωγικούς».
Έτσι φαντασιώνεται τους εκπαιδευτικούς ο εσμός των πάντα πρόθυμων δημοσιογραφικών φερέφωνων της κυβέρνησης, των γνωστών και μη εξαιρετέων δεξιοτεχνών στην εξαπάτηση του κοινού και των κάθε λογής δεξιονεοφιλελεύθερων πολιτικάντηδων, όλων αυτών που κουνούν το δάχτυλο στην κοινωνία, κάθε φορά που ετοιμάζεται εναντίον της μια νέα «βρώμικη δουλειά», καλυμμένη από τη λέξη «μεταρρύθμιση».
Δημοσιογράφοι-πολιτικοί, παρατρεχάμενοι των αφεντικών, ασπόνδυλοι υπηρέτες των κυρίαρχων πολιτικών, αχυράνθρωποι μιας βαθύτατα αντιλαϊκής εξουσίας, με περίσσιο θράσος και σε τόνους υστερίας, ειρωνεύονται, υβρίζουν, συκοφαντούν, στοχοποιούν τους εκπαιδευτικούς.
Πόσα, άραγε, δεν ξεστόμισαν όλοι αυτοί λόγια προσβλητικά και χυδαία εδώ και τόσα χρόνια εναντίον των εκπαιδευτικών;
Ας μην μας διαφεύγει ότι η προσπάθεια συκοφάντησης των εκπαιδευτικών στηρίζεται και από τον ευρισκόμενο σε κατάσταση παροξυσμού ακροδεξιό-εθνικιστικό συρφετό, ο οποίος επιδιώκει ποικιλοτρόπως να αλώσει τα δημόσια σχολεία.
Συμμετέχει κατά καιρούς και με τον τρόπο της σε αυτή την προσπάθεια και μια κάποια δεξιοσυντηρητική διανόηση, ασκημένη σε βαρύγδουπες θεωρητικοποιήσεις κοινοτοπιών του συρμού, ιδεολογημάτων της καθημερινής συνείδησης, για την οποία η καταμετρημένη-βαθμολογημένη «αριστεία» συνιστά ύψιστη αναγνώριση του δημιουργικού πνεύματος.
Και όπως παρατηρούμε όλα αυτά τα χρόνια των αλλεπαλλήλων νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων της δημόσιας εκπαίδευσης, μεταρρυθμίσεων καταστροφικών, κραυγαλέα ανερμάτιστων, ξεδιάντροπα αντιπαιδαγωγικών, όσο περισσότερο επιδεινώνεται η θέση των εκπαιδευτικών, τόσο περισσότερο αποσταθεροποιούνται οι επαγγελματικές προοπτικές τους.
Γιατί τι μπορεί να είναι πιο καταστροφικό από την πρωτόγνωρων μεγεθών εργασιακή επισφάλεια και ανεργία των εκπαιδευτικών; Όσο συρρικνώνεται η δυνατότητά τους να αναπτύσσονται μέσω του έργου τους, τόσο περισσότερο τους φορτώνεται η ευθύνη για την κατάσταση του δημόσιου σχολείου. Παγιδευμένοι σε συνθήκες και εξελίξεις που δεν ελέγχουν, μετατρέπονται από θύματα σε θύτες-ενόχους.
Αν χαρακτηρίζαμε την παραπάνω τακτική, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για θεμελιώδη κανόνα λειτουργίας της εξουσίας. Όλες οι κυρίαρχες πολιτικές που εδώ και χρόνια τσαλάκωσαν και τσαλακώνουν τους ανθρώπους της εργασίας έχουν βασική επωδό τους την ενοχοποίηση των «θυμάτων» τους.
Ακούγεται συχνά από εκπροσώπους της κυβέρνησης ότι η εκ νέου επιχειρούμενη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν θα είναι τιμωρητική! Τι άλλο όμως θα μπορούσε να είναι η αξιολόγηση μέσα σε εργασιακές συνθήκες εξόχως τιμωρητικές; Τι άλλο θα μπορούσε να είναι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών σε οικονομικά και πολιτικά πλαίσια –στην Ελλάδα και διεθνώς– απολύτως εχθρικά γι’ αυτούς, σε καταστάσεις διαρκούς, επίμονου, συστηματικού πολέμου εναντίον των εργασιακών τους δικαιωμάτων;
Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν οι εκπαιδευτικοί, πέραν των παρελκυστικών δηλώσεων της εξουσίας, την εκ νέου επιχειρούμενη αξιολόγησή τους αν όχι ως προσπάθεια χειραγωγικού ελέγχου του έργου τους, κατακερματισμού τους από πρακτικές ανταγωνισμού και αποξένωσης, ατομικής χρέωσης της ευθύνης για την επαγγελματική τους «ανεπάρκεια» και εργασιακή επισφάλεια;
Και πώς αλλιώς –δεδομένης της επώδυνης εμπειρίας από την εφαρμοζόμενη εδώ και χρόνια νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική στρατηγική– να ερμηνεύσουν τη σπουδή με την οποία η κυβέρνηση θεσμοθέτησε της εξ αποστάσεως εκπαίδευση και μαγνητοσκόπηση των μαθημάτων παρά ως εξέλιξη που συνάπτεται με την περαιτέρω μείωση του εκπαιδευτικού προσωπικού, που κατατείνει στην επιτήρηση και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου;
Η κάμερα μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας μετατρέπει δασκάλες και δασκάλους, μαθήτριες και μαθητές σε αντικείμενο επιτήρησης. Καθιστά την τάξη χώρο ελέγχου, όπου οι πάντες θα πρέπει να προσέχουν το κάθε τους βήμα, την κάθε τους κίνηση, την κάθε τους λέξη. Και κυρίως οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι θα πρέπει να αυτορρυθμίζονται διαρκώς μην και τους ξεφύγει κάτι που θα δυσαρεστήσει τον όποιο εξωσχολικό «επαΐοντα» της Παιδαγωγικής! Κι έχουν ήδη ακούσει και ακούν πολλά οι εκπαιδευτικοί από τέτοιους «επαΐοντες».
Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση με την κάμερα μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας, εξέλιξη που επιβλήθηκε σε μια εξαιρετικά έκτακτη κατάσταση, αποκτά χαρακτήρα κανονικότητας, συμπληρώνοντας το δυστοπικό περιβάλλον του εκπαιδευτικού έργου.
Ας το θέσουμε, όμως, ευθέως: η εξ αποστάσεως εκπαίδευση δεν συνιστά αυθεντική εκπαίδευση, παρά το κακέκτυπό της. Στερείται του ουσιώδους στοιχείου της άμεσης παιδαγωγικής σχέσης εκπαιδευτικών-μαθητών, με όλο το φάσμα των συναισθηματικών διαστάσεών της, εντός και δια της οποίας δεν μεταδίδονται απλώς κάποιες γνώσεις αλλά καλλιεργούνται πολύτιμες νοητικές ικανότητες, ενώ συνάμα διαμορφώνονται και τα ίδια τα κίνητρα της μάθησης. Όταν λοιπόν κάνουμε λόγο για εκπαίδευση θα πρέπει να έχουμε υπόψη την παιδαγωγική σχέση και τον κρίσιμο ρόλο των εκπαιδευτικών.
Γιατί όμως χρειάζονται οι εκπαιδευτικοί;
Χρειάζονται, πρωτίστως, διότι οικοδομούν σχέσεις εμπιστοσύνης με μαθήτριες και μαθητές. Χωρίς ένα ελάχιστο επίπεδο τέτοιων σχέσεων δεν μπορεί να υπάρξει κανένα εκπαιδευτικό αποτέλεσμα. Και είναι αυτές οι σχέσεις οι οποίες για μεγάλο διάστημα νοηματοδοτούν το ενδιαφέρον των παιδιών για το σχολείο και τη μάθηση. Όσο κι αν δεν αρέσει σε ορισμένους, για μεγάλο μέρος της σχολικής διαδρομής των παιδιών, το κίνητρο της ανταπόκρισής τους στις δραστηριότητες και απαιτήσεις του σχολείου βρίσκεται, εν πολλοίς, στην προσωπικότητα των εκπαιδευτικών, στην εμπιστοσύνη και αφοσίωση σε αυτούς που γεννά η παιδαγωγική σχέση μαζί τους.
Βεβαίως, στην τάξη δεν μαθαίνουν μόνο οι μαθητές. Διδάσκοντες και διδασκόμενοι μαθαίνουν αμοιβαία και με ποικίλους τρόπους. Μόνο έτσι μπορούν να λειτουργούν ως τάξη. Μαθαίνουν μέσα από πληθώρα πρωτότυπων στιγμών νοητικής δραστηριότητας και συναισθηματικής επικοινωνίας, οι οποίες δεν μπορούν ποτέ να αναχθούν σε μετρήσιμα μεγέθη.
Στην τάξη και γενικότερα στη σχολική ζωή μαθήτριες και μαθητές μαθαίνουν και μεταξύ τους, αποκτούν πολύτιμη κοινωνική εμπειρία ακριβώς μέσα από τις σχέσεις μεταξύ συνομηλίκων.
Σαφώς, η τάξη είναι ο προνομιακός χώρος της οργανωμένης, συστηματικής και κλιμακούμενης εκπαίδευσης, η οποία συντελείται μόνο διαμέσου της διδασκαλίας, της συγκεκριμένης δραστηριότητας των εκπαιδευτικών δια της οποίας οδηγούν μαθητές και μαθήτριες σε πεδία γνώσης που βρίσκονται πέραν του άμεσα βιωμένου κόσμου και της καθημερινής εμπειρίας, πέραν αυτών που μπορούν μόνοι τους και μόνες τους -χωρίς διδασκαλία- να ανακαλύψουν.
Οι εκπαιδευτικοί είναι αναγκαίοι διότι δεν μεταδίδουν απλώς κάποιες γνώσεις με τη μορφή πληροφοριών, αλλά καλλιεργούν συνάμα τις διανοητικές δυνάμεις των νέων ανθρώπων. Διαμέσου πληθώρας δικών τους οργανωμένων και αυθόρμητων νοητικών ενεργειών μαθήτριες και μαθητές μυούνται σε μεθόδους σκέψης, αφομοιώνοντάς τες σταδιακά. Μόνο εντός της άμεσης παιδαγωγικής σχέσης με δασκάλες και δασκάλους, με ανθρώπους που σκέφτονται ζωντανά, μπορούν μαθήτριες και μαθητές να αναπτύξουν θεμελιώδεις νοητικές ικανότητες, αναλυτική, κριτική, δημιουργική, σκέψη, φαντασία κ.λπ.
Οι εκπαιδευτικοί είναι αναγκαίοι διότι συμβάλλουν αποφασιστικά στη δημιουργία δυνατοτήτων μάθησης, αυτών που ο Βυγκότσκι αποκαλούσε «ζώνες εγγύτερης ανάπτυξης». Με άλλα λόγια, ζωνών-προοπτικών πολιτισμικής ανάπτυξης, που μόνο έξωθεν, διαμέσου του διδακτικού έργου, μπορούν να καταστούν εσωτερική δυνατότητα των νέων ανθρώπων.
Η διδασκαλία είναι δραστηριότητα αναπόδραστα δυναμική, με απρόβλεπτες καταστάσεις που απαιτούν διδακτικές επινοήσεις. Οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν επινοώντας διαρκώς, δοκιμάζοντας και αλλάζοντας μεθόδους και, συνακόλουθα, παίρνοντας κάθε στιγμή παιδαγωγικά ρίσκα. Λελογισμένα ρίσκα, τα οποία δεν οδηγούν πάντα στα θεμιτά αποτελέσματα, χωρίς τα οποία όμως δεν νοείται καμία πρωτότυπη, δημιουργική διανοητική και διδακτική δραστηριότητα.
Γι’ αυτό και το έργο των εκπαιδευτικών από τη φύση του δεν μπορεί να υπαχθεί σε πρακτικές μέτρησης, ποσοτικής αποτίμησης της «αποδοτικότητάς» του, και πολύ περισσότερο σε πρακτικές ελέγχου και χειραγώγησης, οι οποίες μόνο καταστροφικά αποτελέσματα μπορούν να έχουν.
Αποτελεί ψευδαίσθηση, εξόχως επικίνδυνη για την εκπαίδευση, η αντίληψη των φορέων της εξουσίας και των κάθε λογής φερεφώνων τους ότι μπορούν με πρακτικές γραφειοκρατικής πειθάρχησης, εργασιακής επισφάλειας και εξαναγκασμού να επιτύχουν βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου. Αντιθέτως, μόνο παραμόρφωση και παρακμή μπορούν να επιφέρουν με ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για τη σύγχρονη κοινωνία και τις ανάγκες της.
Χωρίς ριζική αναβάθμιση της εκπαίδευσης δεν μπορεί σήμερα να υπάρξει αυθεντική κοινωνική πρόοδος. Χωρίς, όμως, αναβάθμιση και χειραφέτηση του έργου των εκπαιδευτικών δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπάρξει αναβάθμιση της εκπαίδευσης.
Γι’ αυτό και η αλληλεγγύη της κοινωνίας στους αγώνες των εκπαιδευτικών, η αλληλεγγύη όλων των εργαζομένων –πρωτίστως αυτών– προς τους λειτουργούς της δημόσιας εκπαίδευσης, η υποστήριξη των εργασιακών τους δικαιωμάτων, του αιτήματος μαζικών προσλήψεων σε αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, που παρέχουν δυνατότητες για τη διαρκή επαγγελματική-πολιτισμική ανάπτυξή τους, βρίσκεται στον πυρήνα των αγώνων για κοινωνική χειραφέτηση και πρόοδο.
*Ο Περικλής Παυλίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του ΠΤΔΕ, ΑΠΘ.
Πηγή: selidodeiktis.edu.gr
e-prologos.gr