Νίνα Γεωργιάδου
ΜΠΙΡΜΠΙΛΩ ΚΑΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ
Για να πούμε “φτου ξελευτερία” πρέπει ν’ αποφασίσουμε να παίξουμε κρυφτό.
Σάνταλα-μάνταλα, πόσα είναι;
Κι αυτός που τα φυλάει, ν’ ακουμπήσει το κεφάλι πάνω σ’ ένα τοίχο, όπου ένα μεγάλο Ζ θα ‘χει γραφτεί με σπρέι και…φτου και βγαίνω.
Ένα από τα πολλά Ζ που γράφονται και σβήνονται στην τάμπουλα ράζα νεοελληνική μας μνήμη και ανασύρονται με μια επετειακή μόνο ραθυμία.
Να τρέξουμε τότε στα σκοτεινά και να βρούμε όσους κρύβονται και να τους φτύσουμε στον τοίχο πριν μας φτύσουν εκείνοι.
Έκανα δώρο στα παιδιά μου, όταν ήταν ακόμα παιδιά, ένα πολύχρωμο παπαγαλάκι σε κλουβί. Την άλλη μέρα άνοιξαν την πόρτα του κλουβιού για ν’ αφήσουν το πουλί να πετάξει. Αυτό δεν πήγε πουθενά. Έμεινε με τα πόδια γαντζωμένα στη μπάρα του κλουβιού, πάνω απ’ το σερβιρισμένο καναβούρι.
– Μαμά, φώναξε ο ένας μου γιος, το παπαγαλάκι έχει ανάπηρα φτερά.
– Όχι ρε, του λέει ο άλλος, φοβάται την ελευθερία.
Έτσι, το παπαγαλάκι που το βαφτίσαμε Μπιρμπίλω, έμεινε για πάντα στο κλουβί, έτρωγε στα σίγουρα κάθε μέρα καναβούρι, δε ζευγάρωσε πότε κι ούτε και αναρωτήθηκε αν το είχε ανάγκη, δεν κινδύνεψε ποτέ και γέμιζε κουτσουλιές τον πάτο του κλουβιού του.
Τις νύχτες σκεπάζαμε το κλουβί μ’ ένα πανί, να μην την παραπλανά η ηλεκτρική λάμπα και θαρρεί πως είναι ο ήλιος, έτσι ανύπαρκτη εμπειρία που είχε απ’ τον κόσμο.
Έτσι περνούσε η ζωή της Μπιρμπίλως, με λίγο καναβούρι, νερό στην ποτίστρα και πανί στον ουρανό. Ώσπου μια μέρα η Μπιρμπίλω ξάπλωσε, με τα ποδαράκια πάνω, ανάσκελα πάνω στις κουτσουλιές της και τελείωσε.
Ρε μαμά, είπε ο ένας μου γιος κλαίγοντας, καλύτερα να ήταν η Μπιρμπίλω πεταλούδα.
(Η σκηνή του τέλους από τη συγκλονιστική ταινία “Ο Πεταλούδας”)
e-prologos.gr