“Έχει σημασία να τονιστεί πως οι αντάρτες κι ο πληθυσμός της υπαίθρου αισθάνθηκαν πολύ την ανάγκη της τέχνης. Κι όπου δεν είχαν ειδικούς ανθρώπους γίνονταν οι ίδιοι τεχνίτες, δημιουργούσαν μοναχοί τους (…) Τα παλικάρια που πολεμούσαν χρειάζονταν τραγούδια. Έδιναν μάχες κι ήθελαν να τις θυμούνται. Έμπαιναν στα χωριά κι έπρεπε να τα ξεσηκώσουν. Ποιος θα ‘γραφε τους στίχους; Ποιος θα ‘βρισκε το σκοπό; Οι ποιητές, οι μουσουργοί, έλειπαν στα κέντρα. Μα οι πολεμιστές, ο αγωνιζόμενος λαός, δεν απογοητεύονταν εύκολα. Αυτοί που με το τίποτα είχαν δημιουργήσει ένα φοβερό στρατό, αυτοί που είχαν θεμελιώσει μια νέα κατάσταση στα χωριά, ήταν ικανοί να τα βολέψουν όλα. Έτσι πέτυχαν αβοήθητοι και στον τομέα της τέχνης. Έκαμαν και θέατρο. Άρχισαν από μιμήσεις σκετς κι έφτασαν σε κανονικές παραστάσεις. Έκαμαν την αρχή με κουβέρτες και στο τέλος διέθεταν σκηνικά. Οι ερασιτέχνες εξελίχθηκαν σε αληθινούς ηθοποιούς (…) Αυτά όλα έγιναν χωρίς διδασκαλίες, αυθόρμητα και ομαδικά, στο περιθώριο της άλλης υπηρεσίας. Και το σπουδαίο είναι πως βρήκαν μεγάλη απήχηση, πήραν παλλαϊκό χαρακτήρα. (…)”, καταθέτει ο Γιώργος Κοτζιούλας, ποιητής, κριτικός, μεταφραστής και πεζογράφος της Αντίστασης, στον πρόλογο του βιβλίου του “Θέατρο στα Βουνά”, χωρώντας μέσα σε είκοσι αράδες όλη την ουσία της λαϊκής τέχνης που άνθισε στα ελεύθερα ελληνικά βουνά το αξέχαστο ’44.
Για την αξία του έργου του Γιώργου Κοτζιούλα, η Έλλη Αλεξίου αποφαίνεται στο περιοδικό ‘Θέατρο’ στα 1976: “Η πατριωτική έξαρση του Γιώργου Κοτζιούλα και η ανεβασμένη πίστη για λευτεριά στο αντάρτικο, υποχρέωνε τον Κοτζιούλα να γίνει διδαχός του αγρότη. Το καθήκον αυτό δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί πάνω στα χνάρια του Τσέχωφ ή στις ανέσεις του Γκαίτε. Εδώ ο Κοτζιούλας θα δίδασκε το αλφαβητάρι της τέχνης στον άμαθο Έλληνα αγρότη. Οι δυσκολίες δεν αγκάλιαζαν μόνο τη γραφή του ίδιου του έργου, μα και τα συνακόλουθα μιας παράστασης μέσα στις αετοφωλιές των έρημων βουνών, δίπλα στην ένδεια των πάντων, από τα στοιχειώδη σκηνικά, μέχρι το ψωμί που θα μπορούσε να στυλώσει τους ξενηστικωμένους μαχητές-ηθοποιούς”.
Δεν ήταν όμως μόνο ο Κοτζιούλας, που δούλεψε μ’ όλες του τις δυνάμεις για το ‘Θέατρο του Βουνού’. Ήταν κι ο Βασίλης Ρώτας, από τους στυλοβάτες της πνευματικής δραστηριότητας στους κόλπους του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, ο μπαρμπα-Βασίλης, όπως τον αποκαλούσαν οι αντάρτες. Κι ακόμα ο συγγραφέας Γεράσιμος Σταύρου που συνεργάστηκε στενά με το Ρώτα, ο Χάρης Σακελλαρίου, που έγραψε μονόπρακτα ειδικά για το Θέατρο του Βουνού, ο Νικηφόρος Ρώτας (γιος του Βασίλη Ρώτα), ο Βάσης, η Άννα Ξένου και ο Γιώργος Δήμου, επαγγελματίες ηθοποιοί που αφοσιώθηκαν με τη σειρά τους στο ‘Θέατρο στα Βουνά’.
Σαν πρώτη αφετηρία αυτής της προσπάθειας, σημειώνεται το Θεατρικό Σπουδαστήριο που ιδρύει ο Βασίλης Ρώτας στα 1942 σε συμφωνία με το ΕΑΜ, και το οποίο περνάει στην αντιστασιακή ιστορία σαν επονίτικο καταφύγιο. Το θέατρο του Ρώτα λειτουργεί σαν ιδιαίτερη εστία προβληματισμού και ζύμωσης, όπου οι Επονίτες αποκτούν θεατρική παιδεία ενώ συμμετέχουν σε σωρό εκδηλώσεις, με παραστάσεις σε θέατρα, σε δρόμους και πλατείες, με κείμενα που ξεσηκώνουν το λαό, ενώ οι εισπράξεις ενισχύουν το ταμείο της Αντίστασης. Το καλοκαίρι του ‘44, καθ’ υπόδειξη της ΠΕΕΑ ο Ρώτας ιδρύει τον ‘Θεατρικό όμιλο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας’, ως ανταπόκριση στην ανάγκη και το επίμονο αίτημα των ανταρτών για ζωντανή τέχνη και θέατρο. Την ίδια ακριβώς περίοδο, συγκροτείται στα βουνά της Ηπείρου – με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω – η ‘Λαϊκή Σκηνή’ του Γιώργου Κοτζιούλα, μαχητή της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, η οποία στηρίζει έμψυχα το θίασο και τη δράση του. Στα επικαιρικά μονόπρακτά του, ο Κοτζιούλας σατιρίζει ανελέητα τον εχθρό, αποτυπώνοντας με οξυδέρκεια το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της περιόδου.
Ιδιαίτερη σελίδα στην ιστορία του θεάτρου την περίοδο της Αντίστασης, συνιστούν οι παραστάσεις κουκλοθέατρου, μ’ επικεφαλής τον Νίκο Ακίλογλου. Μαζί με τον Γεράσιμο Σταυρολέμη, δίνουν από το 1943 παραστάσεις στην ελεύθερη Ελλάδα, σαν κλιμάκιο του τμήματος Μόρφωσης και Διαφώτισης της ΕΠΟΝ. Οι δυο τους αυτοσχεδιάζουν, με κούκλες φτιαγμένες από τον ίδιο τον Ακίλογλου. Είναι εξαιρετικά δημοφιλής στα παιδιά, που τον φωνάζουν “Βαγγέλη” ή “Κουκλοθέατρο”.
Όπως σημειώνεται στον πρόλογο του βιβλίου του Γιώργου Κοτζιούλα, είναι από τις σπάνιες φορές στα παγκόσμια χρονικά, δημιουργίας κι ανάπτυξης αντάρτικου θεάτρου σε απελευθερωμένες από κατοχικούς στρατούς περιοχές. Σύμφωνα με τους ειδικούς ερευνητές, παρόμοιο εγχείρημα απαντιέται μόνο την περίοδο των εθνικο-απελευθερωτικών αγώνων στην Κίνα και το Βιετνάμ, στη Σοβιετική Ένωση (στη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου), και σε κάποια αντάρτικα της Λατινικής Αμερικής.
Θέμις Αμάλλου
e-prologos.gr