από το ΑΦΙΕΡΩΜΑ του περιοδικού αντιτετράδια:
“Ιδιωτικά ΑΕΙ – Άρθρο 28 εναντίον άρθρου 16…”

γράφει ο Γιώργος Τσιάκαλος*

Οι επιχειρούμενες αλλαγές στην εκπαίδευση είναι επιμέρους έκφανση της επιχειρούμενης νεοφιλελεύθερης συνολικής αναδιάρθρωσης της κοινωνίας. Ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος εμφανίζει τις επιχειρούμενες ριζικές αλλαγές στο σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος να έχουν, δήθεν, αφετηρία κάποιες σημαντικές δυσλειτουργίες του, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος». Όμως η έννοια «κρίση ενός συστήματος» υπάρχει μόνο ως σχέση της λειτουργίας του συστήματος αυτού προς τους σκοπούς ύπαρξής του, και οι σκοποί ορίζονται από την κοινωνία και ειδικότερα την πολιτική. Συνεπώς, όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι υπάρχει κρίση στο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να συμβαίνουν δύο πράγματα: να συμμερίζεται τους σκοπούς ύπαρξης του συστήματος και το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί, αλλά να θεωρεί ότι ο τρόπος λειτουργίας του (επιλογή μεθόδων ή εφαρμογή) δεν συμβάλλει ή/και παρεμποδίζει την επίτευξη των σκοπών, ή να μην συμμερίζεται τους σκοπούς ή/και το πλαίσιο λειτουργίας και, επιδιώκοντας την ανατροπή τους, να χρησιμοποιεί προσχηματικά την έννοια «κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος».

Στην πρώτη περίπτωση μιλούμε πράγματι για κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος και η απάντηση στην κρίση είναι μια «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», που στηρίζεται στα πορίσματα της επιστήμης. Στη δεύτερη περίπτωση είναι σωστό να μιλούμε για “ανατροπή” τής μέχρι τότε ισχύουσας κοινωνικής συναίνεσης σε σχέση με τον ρόλο και το πλαίσιο λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος και η συνακόλουθη πολιτική πρόταση είναι μια “ριζική αναδιάρθρωση” που στηρίζεται σε ιδεολογήματα.

Αυτό που βιώνουμε στον κόσμο τα τελευταία χρόνια (και στην Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια) είναι η προσπάθεια μιας ριζικής αναδιάρθρωσης που χαρακτηρίζεται από την ανακατανομή του δημόσιου πλούτου από τα κάτω προς τα επάνω και έχει αφετηρία ορισμένες βασικές αρχές της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας.

Όμως με σκοπό την αποτελεσματικότερη χειραγώγηση των ανθρώπων οι επιχειρούμενες αλλαγές ονομάζονται από τους ιθύνοντές τους «μεταρρύθμιση» (και όχι «ανατροπή» ή «αναδιάρθρωση») καθώς η έννοια αυτή στο μυαλό των περισσοτέρων συνδέεται, αυθόρμητα με θετικές εξελίξεις.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση της εκπαίδευσης το ενδιαφέρον των κρατούντων βρίσκεται σήμερα κατά κύριο λόγο στην ανατροπή του πλαισίου μέσα στο οποίο παραδοσιακά συντελείται η εκπαίδευση (από αρμοδιότητα και ευθύνη του δημοσίου μετατρέπεται σε υπόθεση της αγοράς), και κατά δεύτερο λόγο στην αλλαγή των σκοπών και του περιεχομένου της (κυρίως στην ανώτατη εκπαίδευση και στη βαθμίδα του λυκείου), με στόχο τον προσανατολισμό τους στις ανάγκες και στα συμφέροντα της οικονομίας της αγοράς.

Το εγχείρημα υποταγής της εκπαίδευσης στην αγορά εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής ιδιωτικοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών και αφορά σε έναν κλάδο από τους πιο αναπτυσσόμενους και αειφόρους, με τζίρο, παγκοσμίως, πολλών τρισεκατομμυρίων ευρώ.

Χαρακτηριστικά:

Για τις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι η εκπαίδευση είναι ο δεύτερος σε μέγεθος κλάδος της οικονομίας της χώρας με ένα τζίρο 750 δισ δολαρίων το χρόνο και εκρηκτική ανάπτυξη. Πιο συγκεκριμένα το 1997 το αντίστοιχο ποσό ήταν 737 δισεκατομμύρια, από τα οποία 348 αφορούσαν στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και απ’ αυτά τα 320 αφορούσε την κρατική χρηματοδότηση των δημόσιων σχολείων. Από τους οπαδούς της οικονομίας της αγοράς σημειώνεται με πικρία ότι στην περίπτωση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης πρόκειται για μια αγορά ίσου μεγέθους με εκείνο της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, μόνον που ανήκει σχεδόν πλήρως στο δημόσιο τομέα. Στις χώρες του ΟΟΣΑ στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ξοδεύονταν περίπου 6% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος για την εκπαίδευση, και 80% απ’ αυτά αποτελούσαν δαπάνες του δημοσίου για τη χρηματοδότηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Το εγχείρημα της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης αφορά στη μεταφορά αυτού του τεράστιου πλούτου από τη δημόσια διαχείριση στον ιδιωτικό τομέα και στην αγορά, γιατί μόνον η αγορά υπόσχεται άμεσο κέρδος για τους κεφαλαιοκράτες (ενώ η εκπαίδευση ως δημόσιο αγαθό, όπως θα δούμε αργότερα, ικανοποιούσε επίσης τις ανάγκες της οικονομίας συμβάλλοντας στην προετοιμασία του απαραίτητου εργατικού δυναμικού, αλλά δεν παρείχε άμεσο κέρδος).

Παραδείγματα ιδιωτικοποιήσεων άλλων σημαντικών τομέων που μέχρι πριν λίγα χρόνια βρίσκονταν στην ευθύνη του δημοσίου και η ιδιωτικοποίησή τους φαινόταν αδιανόητη: Ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, αερομεταφορές, σιδηρόδρομοι, κρατικές τράπεζες, ύδρευση. Η υγεία βρισκόταν σε μια ενδιάμεση κατάσταση και περνάει όλο και περισσότερο σε ιδιώτες. Η πιο σημαντική αναδιάρθρωση προς όφελος του κεφαλαίου είναι αυτή που βρίσκεται σε εξέλιξη και αφορά στην ιδιωτικά χρηματοδοτούμενη σύνταξη.

Η δυνατότητα αυτή δόθηκε με σχετικές αποφάσεις και συμφωνίες στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Εμπορίου, σύμφωνα με τις οποίες η εκπαίδευση αποτελεί εμπόρευμα του οποίου η προσφορά και η διακίνηση υπόκειται στους κανόνες της αγοράς και της κερδοσκοπίας. Σήμερα η Τράπεζα Επενδύσεων Merril Lynch εκτιμά ότι ο όγκος της παγκόσμιας αγοράς υπηρεσιών και προϊόντων εκπαίδευσης ανέρχεται σε 2,2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Η Ευρώπη είναι η περιοχή που υπόσχεται στο κεφάλαιο νέες και ιδιαίτερα προσοδοφόρες αγορές εξαιτίας του γεγονότος ότι η εκπαίδευση παραδοσιακά αποτελεί ένα αγαθό που θεωρείται ζωτικό και κατά κανόνα μέχρι σήμερα παρέχονταν στη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού δωρεάν από το κράτος.

Για πολλούς λόγους, που θα δούμε αργότερα, η Ελλάδα αποτελεί μια πολύ προσοδοφόρα και ταυτόχρονα πολύ εύκολη αγορά για τους ιδιώτες. Δεν χρειάζεται να φανταστούμε το μέλλον της αγοράς εκπαίδευσης που επιφυλάσσεται στην Ευρώπη, επειδή το γνωρίζουμε ήδη από το παρελθόν και το παρόν του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού» σε άλλα μέρη του κόσμου. Στο δημόσιο λόγο που αναπτύσσεται στην Ελλάδα σε σχέση με την αλλαγή του άρθρου 16 του συντάγματος (και την εισβολή της αγοράς στην εκπαίδευση γενικότερα) υποτιμούνται οι σοβαρές αλλαγές που θα επέλθουν εφόσον δεν ανακοπεί η νεοφιλελεύθερη επέλαση. Η υποτίμηση είναι συχνά αποτέλεσμα άγνοιας των πραγματικών δεδομένων, αλλά είναι επίσης, ορισμένες φορές, και αποτέλεσμα συνειδητής προσπάθειας απόκρυψης όσων επέρχονται εάν ανοιχθεί η πόρτα στις πρακτικές του νεοφιλελευθερισμού. Γι’ αυτό χρειάζεται να δούμε τον κόσμο της εκπαίδευσης στο πλαίσιο του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού», δηλαδή εκεί που ήδη εφαρμόζεται, αφού μάλιστα αυτός είναι ο κόσμος που επιδιώκει να κατακτήσει και όσες περιοχές δεν βρίσκονται ακόμη υπό την κυριαρχία του.

Κατ’ αρχήν πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχουν δύο βασικές μορφές ιδιωτικής επιχειρηματικής παρέμβασης στον χώρο της εκπαίδευσης είναι: a) οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται μέσα σε ήδη υπάρχοντα εκπαιδευτικά ιδρύματα τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα (όλων των βαθμίδων) και b) οι επιχειρήσεις που ιδρύουν και λειτουργούν εκπαιδευτικά ιδρύματα (όλων των βαθμίδων).

Η πρώτη περίπτωση αφορά σε επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν ορισμένες δραστηριότητες των σχολείων, από την καθαριότητα και τη φύλαξη (βλ. εργολαβίες καθαριότητας και φύλαξης στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια), έως τη διοίκηση και τη διαχείρισή τους (μάνατζμεντ). Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 δημιουργήθηκαν και λειτουργούν πολλές τέτοιες επιχειρήσεις οι οποίες είναι γνωστές ως education management organizations (EMOs). Σ’ αυτές συγκαταλέγονται οι ιδιαίτερα επιτυχημένες στο χρηματιστήριο εταιρείες Nobel Education Dynamics Inc. (Nobel Learning Communities Inc.), Edison Schools, Education Alternatives Inc. (TesseracT Group), και η «οικογενειακή» Sabis School Network. Πρέπει να τονιστεί ότι η μέχρι τώρα εμπειρία αποδεικνύει ότι η ιδιωτικοποίηση και μόνον τομέων της διοίκησης επηρεάζει τις παιδαγωγικές διαδικασίες, καθώς συνδέεται με την ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης ατμόσφαιρας αξιολόγησης (new culture of assessment).

Στην ίδια μορφή επιχειρηματικότητας μπορούμε να συμπεριλάβουμε τις περιπτώσεις συνεργασίας σχολείων με ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η συνεργασία-συναλλαγή μπορεί π.χ. να συνίσταται στην ανάληψη των δαπανών για την υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων, με αντάλλαγμα την αποκλειστική εισαγωγή και χρήση προϊόντων της εταιρείας-χορηγού (τα οποία μπορεί να είναι τα συγκεκριμένα τρόφιμα στα κυλικεία και τα ρούχα της γυμναστικής έως το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό υλικό).

Η δραστηριότητα αυτού του τύπου ιδιωτικών επιχειρήσεων μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα ονομάζεται από ορισμένους κριτικούς παρατηρητές «επιχειρηματικός αποικισμός της εκπαίδευσης» (“corporate colonization of education”). Όπως, δηλαδή, υπάρχουν νέες χώρες στις οποίες εισβάλλει ο καπιταλισμός και τις υποτάσσει για να δημιουργήσει νέες αγορές, έτσι και ο νεοφιλελευθερισμός εισβάλλει σε κοινωνικούς και δημόσιους χώρους (σαν να ήταν χώρες) και τους υποτάσσει για να τους μετατρέψει σε αγορές, με όλους τους νόμους και τα χαρακτηριστικά που έχει η οικονομία της αγοράς.

Η δεύτερη μορφή επιχειρηματικής παρέμβασης στην εκπαίδευση είναι τα ιδιωτικά σχολεία («καθαρά» ιδιωτικά ή με τη μορφή «μη κρατικού κοινωφελούς ιδρύματος»). Η Ελλάδα, σε αντίθεση προς τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει σχετική πείρα στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Όμως αυτό που επιδιώκεται με την εφαρμογή των νεο φιλελεύθερων συνταγών είναι κάτι εντελώς καινούριο, αφού αφορά στην χρηματοδότηση των ιδιωτικών σχολείων από το κράτος (με αφαίρεση πόρων από τα δημόσια σχολεία) μέσα από το ιδεολόγημα της παροχής στους πολίτες του δικαιώματος να «επιλέγουν ελεύθερα το σχολείο προτίμησής τους» («ελεύθερη επιλογή σχολείου») στη διευκόλυνση της εισόδου ιδιωτών στη μεταλυκειακή εκπαίδευση, ιδιαίτερα με τη δυνατότητα ίδρυσης ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (σε συνδυασμό με έμμεση ή/και άμεση οικονομική ενίσχυσή τους).

Για τον τρόπο που εισάγεται και τις αλλαγές που συνεπάγεται η νεοφιλελεύθερη πολιτική στον τομέα αυτό θα μιλήσουμε αργότερα. Αυτό που χρειάζεται να πούμε εδώ είναι ότι η προώθηση και η ενίσχυση της «καθαρής» ιδιωτικής εκπαίδευσης υποβοηθείται από την είσοδο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα. Γι’ αυτό οι ΕΜΟs δραστηριοποιούνται παράλληλα και στην ίδρυση (μερικές φορές εξαγορά) και λειτουργία ιδιωτικών σχολείων. Ο αριθμός των μαθητών που φοιτούν στα σχολεία αυτών των επιχειρήσεων αυξάνεται καθημερινά με γρήγορους ρυθμούς. Στα σχολεία, π.χ., των Edison Schools στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία φοιτούν σήμερα 285.000 μαθητές από τους οποίους 23.000 στην δεύτερη (όπου οι δραστηριότητες τις εταιρείας ξεκίνησαν το σχολικό έτος 2004-2005).

Μερικά σχόλια κύκλων της Wall Street (με αφορμή την απόκτηση 16% των μετοχών της Nobel Education Dynamics Inc. από την εταιρεία επενδύσεων Knowledge Universe LLC το 1998) δείχνουν παραστατικά το ενδιαφέρον της ιδιωτικής οικονομίας και τις τάσεις που διαφαίνονται στο μέλλον: «Αναμένουμε τα επόμενα δέκα χρόνια μια συνεχή μεταφορά δημόσιων πόρων προς την ιδιωτική οικονομία», «Η βιομηχανία της εκπαίδευσης με προωθητική μηχανή την ιδιωτική οικονομία βρίσκεται στην αρχή ενός εντυπωσιακού κύκλου ανάπτυξης, «Η προσδοκία ενός τζίρου 50 ή 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων είναι εντελώς ρεαλιστική. Γι’ αυτό στην έκθεση Education Industry Report υπογραμμιζόταν ότι«η εκπαίδευση αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως τομέας επενδυτικής δραστηριότητας.

Η ιδιωτικοποίηση και η εμπορευματοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προωθεί και θεσμοθετεί τον «πανεπιστημιακό καπιταλισμό» ανατρέποντας πλήρως την αυτοτέλεια των πανεπιστημίων και την ελευθερία της έρευνας και της διδασκαλίας.

Η εκστρατεία χειραγώγησης που αναπτύσσουν εδώ και χρόνια πολλοί ισχυροί νεοφιλελεύθεροι θεσμοί είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι αλλαγές που προτείνονται έρχονται να υπηρετήσουν την ανάπτυξη στενών σχέσεων ανάμεσα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την οικονομία (έτσι ώστε η τριτοβάθμια εκπαίδευση να συμβάλλει στην ανάπτυξη της οικονομίας και να υποστηρίζει τη γρήγορη και εύκολη είσοδο των αποφοίτων στην αγορά εργασίας. Όμως αυτού του είδους οι σχέσεις υπήρχαν και παλιότερα και αναπτύχθηκαν συστηματικά με τις μεταρρυθμίσεις στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα. Άρα το νέο στοιχείο δεν είναι αυτό. Ούτε πρόκειται για μια διαφορά ποσοτικού χαρακτήρα ή αυστηρότερης θεσμοθέτησης σήμερα σε σχέση με το παρελθόν.

Πρόκειται αντίθετα για ριζική μετατροπή της φύσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καθώς θεωρείται πια ότι είναι μια αγορά όπου συναντιούνται ελεύθεροι και ισότιμοι εταίροι με σκοπό να ανταλλάξουν ή να αγοράσουν ή να πουλήσουν προϊόντα, και (όπου) οι τιμές για τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες καθορίζονται από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Συνεπώς, αφού πρόκειται για αγορά, έχουν δικαίωμα συμμετοχής σ’ αυτήν και οι ιδιώτες. Ή πιο σωστά: δικαίωμα συμμετοχής σ’ αυτήν έχουν κυρίως οι ιδιώτες.

Το ερώτημα που ήδη έχει προκύψει (για την περίπτωση που οι επιδιωκόμενες θεσμικές αλλαγές περάσουν και παγιωθούν), είναι εάν το ίδιο δικαίωμα θα συνεχίσει να το έχει και το κράτος ή, αντίθετα, η παρουσία του θα θεωρηθεί ως αντίθετη προς την αρχή του υγιούς ανταγωνισμού (που «οφείλει» να ισχύει στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς).

Στο πλαίσιο αυτής της νεοφιλελεύθερης μετατροπής της φύσης των Πανεπιστημίων πρέπει να κατανοηθεί και η σπουδή για αλλαγή του άρθρου 16 του συντάγματος. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να κατανοηθεί επίσης το γεγονός ότι τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών έπαιρναν και παίρνουν την άδεια λειτουργίας τους από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Εμπορίου και όχι από το Υπουργείο Παιδείας.

Σε σχέση με το ερώτημα αυτό υπάρχουν προς το παρόν δύο διαφορετικές τάσεις στο πλαίσιο του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού φάσματος που είναι προσανατολισμένο στην ιδεολογία της οικονομίας της αγοράς:

Η πρώτη, που στις διαπραγματεύσεις της GATS προωθήθηκε από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας, επιδιώκει την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εκπαίδευσης σε ολόκληρο τον κόσμο από οποιαδήποτε παρέμβαση των εθνικών κρατών. Η επιβολή της θα σήμαινε την μονοπωλιακή κυριαρχία των επιχειρήσεων των ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά.

Η δεύτερη, επιδιώκει να ενισχύσει την κυριαρχία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, και για τον σκοπό αυτό δεν συμμερίζεται την άποψη για περιορισμό της συμμετοχής του κράτους, αλλά επιδιώκει μια νέα μορφή συμμετοχής του σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα (με ταυτόχρονη ελεύθερη την ίδρυση και τη λειτουργία ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης). Πρόκειται γι’ αυτό που φαίνεται να επιλέγουν τα κόμματα του δικομματισμού στην Ελλάδα υιοθετώντας αντίστοιχες επιλογές άλλων χωρών της Ευρώπης (π.χ. Γερμανία). Κατά πόσο αυτό είναι δυνατόν μετά από κάποιες πρόσφατες ενέργειες στην Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου είναι προς διερεύνηση.

Το βασικό όμως είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις αυτό που αποτελεί άμεσο στόχο τους είναι να γίνει κυρίαρχη η φιλοσοφία της οικονομίας της αγοράς σε όλους τους τομείς λειτουργίας των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Για την επίτευξη αυτού του σκοπού δραστηριοποιούνται ισχυρές οργανώσεις των βιομηχάνων και των εργοδοτών και -όχι μόνον επηρεάζουν, αλλά σε μεγάλο βαθμό- υπαγορεύουν την εκπαιδευτική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών. Οργανώσεις και ιδρύματα αυτού του είδους διαθέτουν υψηλά ποσά για να διαμορφώσουν σχετικές προτάσεις, και, κυρίως, για να τις προωθήσουν στην κοινή γνώμη ως μια πολιτική πρόταση, από την εφαρμογή της οποίας εξαρτάται, δήθεν, η ποιότητα της εκπαίδευσης, η επιβίωση της οικονομίας και η ευημερία των πολιτών. Ανάμεσα στις οργανώσεις αυτές πρωτοπόρο ρόλο παίζουν η Ένωση των Ομοσπονδιών των Βιομηχάνων και Εργοδοτών της Ευρώπης (UNICE = Union of Industrial and Employers’ Confederations of Europe) και η Ευρωπαϊκή. Στρογγυλή Τράπεζα των Βιομηχάνων (ERT = European Round Table of Industrialists).

Στην πρώτη, όπου συμμετέχουν 34 Ομοσπονδίες Βιομηχάνων και Εργοδοτών των χωρών της Ευρώπης, οφείλεται το κείμενο «Για μια πολιτική παιδείας και κατάρτισης στην υπηρεσία του ανταγωνισμού και της απασχόλησης –Επτά προτεραιότητες» που χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τις αποφάσεις της Λισσαβόνας (Μάρτιος 2000).

Στη δεύτερη, που αποτελείται από εκπροσώπους 40 περίπου μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων (από την Ελλάδα συμμετέχει ο Δημήτριος Δασκαλόπουλος της ΔΕΛΤΑ), οφείλονται πολλά κείμενα και δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων οι «Δέκα Προτάσεις» («για ταχεία πρόοδο προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας με τη βοήθεια της Οικονομίαςτης Γνώσης»). Στις προτάσεις αυτές περιλαμβάνονται «η χρησιμοποίηση των εμπειριών της Οικονομίας προς όφελος της Παιδείας», «η έναρξη διαδικασιών για μια νέα διαπραγμάτευση και αποτίμηση του επαγγέλματος των εκπαιδευτικών», και «η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής υπηρεσίας on-line για την δια βίου μάθηση». Σε όλες τις διαβουλεύσεις αυτών των οργανώσεων, και στις αντίστοιχες των κυβερνήσεων, συμμετέχουν, σύμφωνα με τις δικές τους δηλώσεις, και εκπρόσωποι της Κοινωνίας των Πολιτών(!). Εννοείται ότι πρόκειται για εκπροσώπους αυτού που παλαιότερα ονόμασα «Κοινωνία των Πολιτών τηςΥψηλής Κοινωνίας».

Μέχρι σήμερα από τους ισχυρούς θεσμικούς παράγοντες της εκπαίδευσης έχει ταχθεί εναντίον αυτών των επιδιώξεων η Ομοσπονδία Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, η οποία τον Σεπτέμβριο του 2001 εξέδωσε, από κοινού με διάφορες Ομοσπονδίες Πανεπιστημίων της Αμερικής, σχετική ανακοίνωση με τον τίτλο «Κοινή δήλωση για την Ανώτατη Εκπαίδευση και την GATS». Σ’ αυτήν οι ομοσπονδίες αντιτίθενται σε κάθε μορφή παγκοσμιοποίησης της αγοράς της εκπαίδευσης προβάλλοντας τις εξής δύο αρχές:

Η Ανώτατη Εκπαίδευση υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και δεν αποτελεί εμπόρευμα (πρόκειται για υιοθέτηση αρχής που διατυπώθηκε σε σχετικό κείμενο της UNESCO το 1998).

Η διαφάνεια και η ανοιχτή διαβούλευση με όλους τους ενδιαφερομένους είναι «εκ των ουκ άνευ».

Η αλήθεια είναι ότι από το 2001 μέχρι σήμερα οι προσπάθειες της Ομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων έχουν υπονομευθεί σε μεγάλο βαθμό από τα ίδια τα πανεπιστήμια (έτσι ώστε σήμερα η Ομοσπονδία να διακρίνεται σχεδόν αποκλειστικά για τις δραστηριότητές της ως ένας από τους εταίρους που προωθούν την εφαρμογή των αποφάσεων της Μπολώνια). Για την υπονόμευση των αντιστάσεων κα την αλλαγή του γενικού κλίματος έχουν χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιούνται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης η «πειθώ» των νόμων (που καταρτίζονται και ψηφίζονται με αντίθετη την συντριπτική πλειοψηφία της πανεπιστημιακής κοινότητας), η χρόνια υποχρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων, (καθώς και) πολλά κονδύλια (από την ΕΕ, τις κυβερνήσεις και διάφορα «κοινωφελή ιδρύματα») που μοιράζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να εθίζονται στη λογική και στην πρακτική της οικονομίας της αγοράς τα Πανεπιστήμια και -κυρίως- οι πανεπιστημιακοί.

Σ’ εμάς μέχρι τώρα είναι γνωστές μόνον οι υποσχέσεις των νεοφιλελεύθερων σύμφωνα με τις οποίες ο ανταγωνισμός θα βοηθήσει και τα δημόσια πανεπιστήμια, η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα θα οδηγήσει σε συνολική αύξηση των διαθέσιμων πόρων, η ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων θα διευρύνει τις δυνατότητες επιλογής των πολιτών, η διάθεση των δημόσιων πόρων αποκλειστικά σε όσους έχουν οικονομική ανάγκη -με μόνο κριτήριο τις επιδόσεις τους- θα ενισχύσει την κοινωνική δικαιοσύνη, αφού ο καθένας απ’ αυτούς θα έχει περισσότερα χρήματα στη διάθεσή του απ’ ότι έχει τώρα. Αυτές είναι οι υποσχέσεις που αποδεικνύονται όμως υποκριτικές, αφού οι αρνητικές επιπτώσεις αυτών των αλλαγών είναι πλέον γνωστές καθώς ήδη έχουν εμφανιστεί στις χώρες του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού». Η καταγραφή τους ακόμη και από ανθρώπους που ανήκουν στο πανεπιστημιακό κατεστημένο των ΗΠΑ είναι αποκαλυπτική. Τα δύο παραδείγματα που παρατίθενται στη συνέχεια είναι χαρακτηριστικά.

Ο Derek Bok, που διετέλεσε περισσότερο από 20 χρόνια πρόεδρος του Harvard, πολύ παραστατικά περιγράφει στο βιβλίο του “Universities in the Marketplaces: The Commercialization of Higher Education” (Princeton 2003) το γεγονός ότι οι εμπορευματικού χαρακτήρα δραστηριότητες των πανεπιστημίων υπονομεύουν τις ακαδημαϊκές αξίες (που κανονικά πρέπει να διέπουν τη λειτουργία τους. Δείχνει μάλιστα ότι οι επιπτώσεις αυτές είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές στον κλάδο των φυσικών επιστημών καθώς οι όροι που επιβάλλονται στην (συν)χρηματοδοτούμενη από τον ιδιωτικό τομέα έρευνα απειλούν τη βασική αρχή της ελεύθερης δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων και τη συνακόλουθη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ερευνητών στις οποίες αναμφισβήτητα οφείλεται η ραγδαία πρόοδος της επιστήμης. Οι ίδιοι όροι και μάλιστα πολύ πιο αυστηροί επιβάλλονται ιδιαίτερα για τη χορήγηση υποτροφιών σε νέους/ες επιστήμονες.

Τα πορίσματα σχετικής έρευνας της Σχολής Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Berkeley για τις επιπτώσεις της συνεργασίας του πανεπιστημίου με την ελβετική φαρμακοβιομηχανία Novartis (πρώην Sandoz) αποκαλύπτουν ως ιδιαίτερα αρνητικά φαινόμενα, μεταξύ άλλων, την παραμέληση της έρευνας που γίνεται προς όφελος της κοινωνίας, το αρνητικό κλίμα μεταξύ των μελών του επιστημονικού προσωπικού στη Σχολή και την απώλεια της φήμης του Πανεπιστημίου ως ιδρύματος που υπηρετεί αντικειμενικά την επιστημονική έρευνα. Η έρευνα αφορούσε σε μια οικονομικά ιδιαίτερα δελεαστική συμφωνία που έγινε το 1998, σύμφωνα με την οποία η Novartis παρέχει στο πανεπιστήμιο 25 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο και σε αντάλλαγμα αποκτά το δικαίωμα να επιλέγει, πρώτη αυτή, και να αγοράζει προς εκμετάλλευση 1/3 των εφευρέσεων που γίνονται ως απόρροια των ερευνών του Ινστιτούτου Μικροβιολογίας. Επιπλέον παίρνει δύο θέσεις στην πενταμελή Επιτροπή Ερευνών του Πανεπιστημίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η συμφωνία αυτή έγινε από τη διοίκηση του Πανεπιστημίου και της Σχολής παρόλο που η πλειοψηφία των μελών του Ινστιτούτου Μικροβιολογίας ήταν και είναι αντίθετη σ’ αυτήν.

Από το γεγονός ότι τα παραπάνω παραδείγματα αφορούν σε εμπειρίες που είχαν δύο από τα σημαντικότερα και πιο αναγνωρισμένα πανεπιστήμια του κόσμου μπορεί κανείς εύκολα να κατανοήσει τις συνθήκες που μπορούν να επικρατήσουν σε πανεπιστήμια τα οποία αντικειμενικά είναι λιγότερο καλά και κυρίως εδώ και καιρό γίνονται στόχος συστηματικής κατασυκοφάντησης με σκοπό την απαξίωσή τους στην κοινή γνώμη (όπως πχ. είναι τα πανεπιστήμια της Ελλάδας. Οι αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία του πανεπιστημίου που αναδείχτηκαν παραπάνω αποτελούν τη μία πλευρά αυτών που επιφέρει η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση. Η άλλη πλευρά αφορά στην οικονομική επιβάρυνση των φτωχών κοινωνικών τάξεων και των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων και στη συνακόλουθη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και μέσα από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η ίδρυση ιδιωτικών (μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων νομιμοποιεί και θεσμοθετεί τους ταξικούς διαχωρισμούς στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και ταυτόχρονα οδηγεί σε μεγαλύτερη οικονομική αφαίμαξη των φτωχότερων κοινωνικών τάξεων και των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων.

Σε σχέση με τις προσπάθειες αλλαγής του άρθρου 16 του συντάγματος έχουν γεννηθεί και έχουν διαδοθεί πολλοί μύθοι που λειτουργούν -μερικές φορές ανεξάρτητα ή και αντίθετα από τις προθέσεις όσων τους διαδίδουν- εφησυχαστικά και αποπροσανατολιστικά για τους πολίτες. Είναι ανάγκη να διαλυθούν στο φως της πραγματικότητας του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού».

Πρώτος μύθος: Υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στις παρακάτω κατηγορίες ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης α) ιδιωτικά β) μη κρατικά γ) μη κερδοσκοπικά (κατά κανόνα κοινωφελών ιδρυμάτων). Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ τους ως προς τη νομική τους μορφή αλλά καμιά ουσιαστική διαφορά ως προς τη φύση τους, τον τρόπο λειτουργίας τους, την επιβάρυνση που συνεπάγονται για όσους και όσες θέλουν να φοιτήσουν σ’ αυτά και τις επιπτώσεις τους στην κοινωνία.

Συχνά ορισμένα ιδρύματα φέρουν και τους τρεις χαρακτηρισμούς στον τίτλο τους, όπως δείχνει το παράδειγμα του «Διεθνούς Πανεπιστημίου της Βρέμης» στη Γερμανία International University Bremen), που ιδρύθηκε το 1999 και, σωστά, ήδη θεωρείται ότι είναι ένα από τα πολύ καλά νέα πανεπιστήμια. Στην αυτο-παρουσίασή του αναγράφεται «Ιδιωτικό, ανεξάρτητο πανεπιστήμιο, καταχωρημένο ως μη κερδοσκοπική οργάνωση» και διευκρινίζεται ως προς την έννοια «ανεξάρτητο πανεπιστήμιο» ότι σημαίνει «ανεξάρτητο από τον κυβερνητικό έλεγχο ως προς την αποστολή του, τις στρατηγικές του αποφάσεις και τους πόρους του». Θα παραμείνουμε σ’ αυτό το πανεπιστήμιο για να αναδείξουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αυτών των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που ιδρύονται πρόσφατα στην Ευρώπη.

Στο ιδρυτικό καταστατικό του αναφέρεται ότι πρόκειται για «ιδιωτικό θεσμό με στόχο την προώθηση της Παιδείας και της Επιστήμης» και ταυτόχρονα ότι «το Διεθνές Πανεπιστήμιο Βρέμης είναι κοινωφελές ίδρυμα». Η σύγκλητός του αποτελείται από τέσσερα άτομα μεταξύ των οποίων οι πρώην υπουργοί εξωτερικώντων ΗΠΑ και της Γερμανίας James A. Baker και Hans-Dietrich Genscher.

Ουσιαστικά διοικείται από ένα διοικητικό συμβούλιο του οποίου τα μέλη είναι στη συντριπτική πλειοψηφία εκπρόσωποι διαφόρων επιχειρήσεων. Μετά από μια συμφωνία που έκανε το πανεπιστήμιο με την εταιρεία Jacobs (καφές, σοκολάτες, τρόφιμα κλπ) -παρόμοιας μορφής με εκείνη ανάμεσα στο Berkeley και τη Novartis- θα ονομάζεται από φέτος Jacobs International University Bremen. Τα δίδακτρα είναι για τις προπτυχιακές σπουδές 15.000 και για τις μεταπτυχιακές 20.000 ευρώ τον χρόνο.

Τα ίδια περίπου ισχύουν για τα άλλα ιδιωτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς η θεσμική μορφή την οποία επιλέγουν αποτελεί συνάρτηση αποκλειστικά του φορολογικού καθεστώτος που επικρατεί τη συγκεκριμένη στιγμή.

Δεύτερος μύθος: Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα περιοριστούν μόνον σε σχολές και κλάδους που δεν απαιτούν επενδύσεις στην υλικοτεχνική υποδομή και, συνεπώς δεν θα αφορούν στις θετικές επιστήμες και στην Ιατρική. Δεν είναι αλήθεια, όπως αποδεικνύεται ήδη από το γεγονός ότι το πρώτο ιδιωτικό πανεπιστήμιο της Γερμανίας ήταν το Ιατρικό Πανεπιστήμιο του Witten/Herdecke. Το ίδιο ισχύει για τις άλλες επιστήμες, καθώς για την ανάπτυξή τους ενδιαφέρονται επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε σχετικούς επιστημονικούς κλάδους.

Χαρακτηριστικά είναι, πάλι για την ίδια χώρα, το πανεπιστήμιο HfB – Business School of Finance & Management που ίδρυσαν και λειτουργούν στην Φρανκφούρτη οι μεγαλύτερες τράπεζες, και το ΤΕΙ Τηλεπικοινωνιών στη Λειψία που ίδρυσε και λειτουργεί η Γερμανική TELECOM (η φερόμενη ως υποψήφιος αγοραστής του ΟΤΕ).

Τρίτος μύθος: Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα είναι χαμηλότερης ποιότητας από τα δημόσια και, συνεπώς, η ίδρυσή τους δεν πρόκειται να επηρεάσει τα δημόσια πανεπιστήμια. Η αλήθεια είναι ότι πολλά ιδιωτικά πανεπιστήμια θα είναι χειρότερα και θα περιορίζονται στη διδασκαλία (παραλείποντας συνειδητά την έρευνα), ενώ ορισμένα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα είναι καλύτερα από τα δημόσια (με αποτέλεσμα να αποψιλώνουν τα τελευταία από ικανό προσωπικό). Θα έχουμε δηλαδή αυτό που υπάρχει ήδη στις ΗΠΑ και από τους ιδεολόγους του νεο φιλελευθερισμού θεωρείται φυσικό και επιθυμητό. Είναι χαρακτηριστικό για τάσεις που επικρατούν σήμερα στην Ευρώπη ότι στο κείμενο της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που φέρει τον τίτλο «Ο ρόλος των πανεπιστημίων στην κοινωνία της γνώσης» και στο οποίο «καταδεικνύεται» η υστέρηση της Ευρώπης απέναντι στις ΗΠΑ, υπογραμμίζεται σε μια υποσημείωση η κατάσταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις ΗΠΑ:

«Συγκριτικά υπάρχουν πάνω από 4.000 ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις ΗΠΑ. 550 από αυτά παρέχουν διδακτορικούς τίτλους και 125 αναγνωρίζονται ως «ερευνητικά πανεπιστήμια». Περίπου 50 από αυτά συγκεντρώνουν τις βασικές ικανότητες ακαδημαϊκής έρευνας στις ΗΠΑ, την κρατική χρηματοδότηση που υποστηρίζει την πανεπιστημιακή έρευνα και τα βραβεία Νόμπελ της χώρας για τις επιστήμες». Αυτό περίπου είναι το μέλλον της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που επιδιώκεται με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Σημαντικές, όμως, θα είναι και οι κοινωνικές επιπτώσεις, καθώς η πρόσβαση στους τρεις τύπους πανεπιστημίων -αυτό δείχνουν όλες οι εμπειρίες από τον κόσμο του «υπαρκτού νεο-φιλελευθερισμού»- εξαρτάται από τις οικονομικές δυνατότητες των οικογενειών. Ως αντίλογος στην τελευταία παρατήρηση διατυπώνονται δύο προτάσεις:

Η πρώτη αφορά στα «κουπόνια» που μπορεί να δίνει το κράτος σε κάθε φοιτητή με τα οποία θα πληρώνει το πανεπιστήμιο που επιλέγει (στην Ελλάδα έχει διατυπωθεί από τους Μάνο και Ανδριανόπουλο, αλλά και από το ΠΑΣΟΚ στην τελευταία συζήτηση στη Βουλή).

Η δεύτερη αφορά στη δυνατότητα χρηματοδότησης των σπουδών με ειδικά φοιτητικά δάνεια (που μπορεί να επιδοτούνται από το κράτος). Γνωρίζουμε και για τα δύο ότι δεν αλλάζουν την πραγματικότητα που σχετίζεται με την ταξική προέλευση των φοιτητών/τριών, αλλά αντίθετα την κάνουν πολύ πιο δραματική. Αυτό όμως που αλλάζει είναι ότι στη μεν πρώτη περίπτωση έχουμε μεταφορά πόρων από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα (που κάνει τα δημόσια πανεπιστήμια ακόμη πιο φτωχά), στη δε δεύτερη περίπτωση έχουμε μεταφορά δημόσιων πόρων προς τις τράπεζες και ταυτόχρονα επιβάρυνση των νέων ανθρώπων με χρέη που οδηγούν σε πολυποίκιλες εξαρτήσεις. Συνολικά παρατηρούμε πολύ μεγάλη αύξηση των διδάκτρων (στις ΗΠΑ στη δεκαετία 1993-2003 η αύξηση αυτή ήταν 47%) και των άλλων οικογενειακών δαπανών για τη φοίτηση σε ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το τελευταίο είχε ως αποτέλεσμα να είναι πολύ λιγότερες σήμερα οι οικογένειες στις ΗΠΑ που μπορούν να στείλουν τα παιδιά τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και πολύ περισσότερα τα νοικοκυριά που για να στείλουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο χρεώνονται (και μάλιστα με ακόμη μεγαλύτερα ποσά).

Οι επιπτώσεις στα δημόσια πανεπιστήμια θα αφορούν (πέραν από την αποψίλωση από ικανό προσωπικό, που αναφέρθηκε ήδη), στη δραματική μείωση των πόρων τους. Στην πίεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων προς ακόμη μεγαλύτερες αλλαγές στο πνεύμα της οικονομίας της αγοράς. Ως προς το πρώτο οι εμπειρίες μιλούν από μόνες τους, έτσι ώστε ορισμένοι παρατηρητές των περικοπών στα κρατικά πανεπιστήμια των ΗΠΑ να εκτιμούν ότι σε περίπτωση που δεν αντιστραφούν οι τάσεις των τελευταίων χρόνων θα πρέπει να μιλούμε για το τέλος της «κρατικής περιόδου» στην ιστορία της τριτοβάθμιας Παιδείας των ΗΠΑ. Ως προς το δεύτερο είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη δήλωση της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της Γερμανίας: «Θέλουμε να δώσουμε το εναρκτήριο λάκτισμα για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στα Ανώτατα Ιδρύματα και να τις διαμορφώσουμε από κοινού. Ένας από τους σημαντικότερους στόχους της Ομοσπονδίας μας είναι η ισότιμη μεταχείριση όλων των ιδρυμάτων από το κράτος –ανεξάρτητα από τον φορέα τους τη νομική τους μορφή ή τον εσωτερικό τους κανονισμό».

Είναι φανερό ότι οι ισχυρές οργανώσεις των βιομηχάνων και των εργοδοτών αποκτούν για τις επιδιώξεις τους έναν νέο -και «θεσμικά έγκυρο»- σύμμαχο και είναι φυσικό να βοηθήσουν με τη σειρά τους αυτόν τον σύμμαχο να διεκδικήσει ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου πλούτου που μέχρι σήμερα κατευθυνόταν στα δημόσια ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Τέταρτος μύθος: Δεν θα βρεθούν στην Ελλάδα επιχειρηματίες για να κάνουν τις απαραίτητες επενδύσεις παρά μόνον οι «μικρομεσαίοι» ιδιοκτήτες των σημερινών Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών. Συνεπώς, όσα συνέβησαν στις άλλες χώρες («τρεις τάξεις πανεπιστημίων», μεταφορά πόρων, αύξηση των οικογενειακών δαπανών) δεν πρόκειται να συμβούν εδώ. Πρόκειται για λάθος που προέρχεται από πλήρη άγνοια του τρόπου που λειτουργεί η καπιταλιστική κοινωνία. Όσοι το ισχυρίζονται εννοούν ότι σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον το μεγάλο κεφάλαιο θα αφήσει μια αγορά με τζίρο πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ στην αποκλειστική νομή των μικρών και μικρομεσαίων. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα, ως μία από τις ελάχιστες χώρες της ΕΕ όπου η προσφορά θέσεων σε ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπολείπεται κατά πολύ της ζήτησης, αποτελεί την πιο προνομιακή αγορά τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρώπη. Υπενθυμίζω την εξέλιξη σε άλλες χώρες που αντιμετώπιζαν παρόμοια κατάσταση. Σε χώρες όπως η Βραζιλία, οι Ινδίες, η Κολομβία, η Ινδονησία, η Κορέα και οι Φιλιππίνες το ποσοστό αυτών που φοιτούν σε ιδιωτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κυμαίνεται μεταξύ 60 και 85%. Μόνο στην Κίνα ιδρύθηκαν στο διάστημα 1995-1999 500 νέα ιδρύματα κατά κανόνα από επιχειρηματίες χωρών του ΟΟΣΑ.

Συνεπώς, το μόνο που κάνει ο μύθος είναι να συμβάλλει στον εφησυχασμό που με βεβαιότητα θα οδηγήσει σε ένα δυσάρεστο ξύπνημα.

*Ομότιμος καθηγητής ΠΤΔΕ του ΑΠΘ

**Πρόκειται για παλιότερο κείμενο του Γ.Τσ., που διατηρεί όμως, δυστυχώς, την επικαιρότητά του, λόγω της προσπάθειας ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ και στη χώρα μας.

πηγή: αντιτετράδια της εκπαίδευσης, τ. 136

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το