του Γιώργου Κ. Καββαδία
Διαχρονικό το ενδιαφέρον για τα «γλωσσικά μαθήματα», ειδικότερα το μάθημα της «Νεοελληνικής Γλώσσας», όπου παρατηρούνται υψηλά ποσοστά αποτυχίας στις πανελλαδικές και απόκλισης στη βαθμολογία ανάμεσα στους δύο βαθμολογητές.
– Πώς ερμηνεύονται και που οφείλονται τα γλωσσικά «λάθη» και οι «παρεκκλίσεις» των μαθητών;
– Πώς αντιμετωπίζονται οι μαθητές που «αποκλίνουν» από την επίσημη γλώσσα του σχολείου, χρησιμοποιώντας τοπικές ή κοινωνικές διαλέκτους;
– Συνδέεται η χρήση διαφορετικής «γλώσσας» με τη σχολική αποτυχία;
Σύμφωνα με την επιστήμη της γλωσσολογίας παράλληλα με την επίσημη «εθνική γλώσσα» υπάρχει μια γλωσσική ποικιλία, ένα πλήθος ιδιώματα, τα οποία διαφέρουν αισθητά από αυτή κυρίως στο λεξιλόγιο, τη φωνητική και τη μορφολογία και λιγότερο ή ελάχιστα στη σύνταξη. Η κοινωνική πολυγλωσσία στο εσωτερικό της γλώσσας ή η γλωσσική ποικιλία είναι μια φυσική πραγματικότητα, την οποία το σχολείο δείχνει ότι αγνοεί, αφού το μόνο είδος το οποίο θεωρεί ως «σωστή» γλώσσα είναι η «επίσημη γλώσσα».
Και όμως τα ποσοστά των μαθητών που χρησιμοποιούν στοιχεία γεωγραφικής ή κοινωνικής διαλέκτου πέρα και έξω από τις προδιαγραφές της επίσημης σχολικής γλώσσας είναι πάρα πολύ υψηλά.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι οι ιδιωματικές εκφράσεις των μαθητών ή η χρήση μιας γλώσσας που δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα «ορθής γλώσσας» του σχολείου καταδικάζονται ως «λάθη» με αρνητικές συνέπειες στις επιδόσεις των μαθητών. Ισχύει, δηλαδή, αυτό που έγραφε πριν από δεκαετίες ο Μ. Τριανταφυλλίδης… «πολλοί φαντάζονται ότι τα ιδιώματα είναι βάρβαρα». Το σχολείο υποβιβάζει στην κατηγορία του «λάθους» ή της κακής γλωσσικής ποιότητας όλες τις άλλες ομιλούμενες παραλλαγές της εθνικής γλώσσας, όλες τις γεωγραφικές και τις λαϊκές κοινωνικές διαλέκτους, που είναι μητρικές γλώσσες των μαθητών από τις αντίστοιχες γεωγραφικές περιοχές ή κοινωνικές τάξεις.
Η λογοκρισία του σχολείου οδηγεί στη σχολική αποτυχία
Η υποτίμηση της γλώσσας των διαφόρων κοινωνικών τάξεων ή γλωσσικών κοινοτήτων αποτελεί ένα είδος ρατσισμού εξαιρετικά βίαιου. Μεγάλο μέρος από την εκφραστική ανικανότητα των μαθητών οφείλεται στην επιβολή του σχολικού προτύπου της «επίσημης γλώσσας», η οποία στηρίζεται πάνω στην περιφρόνηση των διαλέκτων. Οι δυσκολίες που συναντούν οι μαθητές που χρησιμοποιούν διαφορετικές διαλέκτους στο σχολείο και προκαθορίζουν αρνητικά τη γλωσσική τους εκπαίδευση δεν είναι παρά η διαφορά της γλώσσας του σχολείου από τη μητρική τους. Μ΄ αυτό τον τρόπο το σχολείο καταδικάζει τους μαθητές ορισμένης κοινωνικής προέλευσης σαν ανίκανους για μόρφωση, ενώ πρόκειται απλώς για μαθητές που είναι φυσικοί ομιλητές άλλης γλώσσας από τη σχολική.
Γίνεται, έτσι, φανερό ότι η γλωσσική λογοκρισία του σχολείου έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις. Είναι το κύριο αίτιο της σχολικής αποτυχίας για τη μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών. Σύμφωνα με έρευνες, πρώτα και κυρίως του Μπ. Μπερνστίν από τη δεκαετία του ΄60 στην Αγγλία, η συστηματική σχολική αποτυχία των μαθητών των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων οφείλεται στην κοινωνικά καθορισμένη γλωσσική διαφορά. Η γλωσσική ανισότητα είναι αιτία και αποτέλεσμα της κοινωνικής ανισότητας. Συγκεκριμένα, οι μαθητές που προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα ή μιλούν τοπικά ιδιώματα, με την ένταξή τους στο σχολείο βρίσκονται σε μη οικείο γλωσσικό περιβάλλον. Το αποτέλεσμα είναι να οδηγούνται στην πλειοψηφία τους σταδιακά να αξιολογούν αρνητικά το δάσκαλο και το σχολείο και να εσωτερικεύουν την αδυναμία να εκφράσουν τις γνώσεις τους, δηλαδή να εμποδίζονται από τα «εκπαιδευτικά αγαθά».
Για τη «σωστή» χρήση της γλώσσας του σχολείου
Βασική αρχή της γλωσσολογίας είναι ότι δεν υπάρχουν ανθρώπινες κοινότητες ούτε άγλωσσες ούτε γλωσσικά υποδεέστερες. Παράλληλα κάθε κοινωνική ομάδα διαφοροποιείται από τις άλλες και από τον ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα που χρησιμοποιεί. Αυτό σημαίνει ότι οι γλωσσικές παραλλαγές που μπορούν και πρέπει να συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο, στην ίδια εθνική γλώσσα, δεν πρέπει να διακρίνονται σε φτωχότερες και πλουσιότερες, ανώτερες και κατώτερες, αλλά απλώς διαφορετικές. Απ΄ αυτή την άποψη η όποια απόκλιση, απομάκρυνση από την κάθε φορά δοσμένη «γλωσσική τάξη» όχι μόνο δεν είναι ανωμαλία, αλλά είναι φυσικό και συστατικό της ζωής των γλωσσών. Μ΄ αυτή την έννοια, δεν υπάρχει λάθος στη γλώσσα.
Η γλώσσα, γράφει ο Ρολάν Μπαρτ, «δεν είναι κοινωνικά αθώα». Με άλλα λόγια η «σωστή χρήση της γλώσσας αποτελεί προσπάθεια προσαρμογής στο αισθητικό ή κοινωνικό και μορφωτικό γλωσσικό ιδεώδες των κοινωνικών ομάδων που διαθέτουν κύρος και εξουσία. Μια από τις παραλλαγές της «εθνικής γλώσσας» της ομιλούμενης από τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες έχει κωδικοποιηθεί και αναπαραχθεί από τον εκπαιδευτικό θεσμό. Έτσι η έννοια του γλωσσικού «λάθους» προέρχεται από την αξιολόγηση κοινωνικών τάξεων και ομάδων και την υποτίμηση της γλώσσας τους. Το «σωστό» και το «λάθος», λοιπόν, στη γλώσσα είναι κοινωνικές κατασκευές. Φυσικά δεν περιέχονται στην κατηγορία αυτή αποκλίσεις ή παραφθορές ατομικές και στιγμιαίες που οφείλονται σε γλωσσικούς και εξωγλωσσικούς – κοινωνικούς παράγοντες.
Ωστόσο, το σχολείο, όπως και η κοινωνική ανισότητα εν γένει, συμβάλλει στην απόδοση χαμηλού κοινωνικού κύρους σε όλες τις λαϊκές παραλλαγές της εθνικής γλώσσας. Η γλωσσική εκπαίδευση παίρνει τη μορφή της γλωσσικής λογοκρισίας. Εξ άλλου η διόρθωση των «γλωσσικών λαθών» των μαθητών παίρνει, πολλές φορές, μορφή άσκησης κοινωνικού ελέγχου και συμμόρφωσης. Όποιος, δηλαδή, αρνείται να συμμορφωθεί προς τα υποδείξεις της «σωστής» χρήσης της «επίσημης» γλώσσας του σχολείου τιμωρείται με τη χαμηλή βαθμολογία, ακόμα και με απόρριψη.
e-prologos.gr