Κομβική συμφωνία αποκατάστασης των διπλωματικών σχέσεων Σαουδικής Αραβίας-Ιράν με μεσολάβηση της Κίνας

Μετά από εντατικές και μυστικές διαπραγματεύσεις, Ιράν και Σαουδική Αραβία υπέγραψαν στο Πεκίνο συμφωνία για την αποκατάσταση των διμερών σχέσεων, που είχαν διαταραχθεί από το 2016, με αφορμή την εκτέλεση καταδικασμένου σε θάνατο Σιίτη ιερωμένου στη Σαουδική Αραβία. Η συμφωνία υπεγράφη, με τη μεσολάβηση της κινεζικής διπλωματίας, από τον Ιρανό γραμματέα του Ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, Αλί Σαμχανί, και τον Σαουδάραβα ομόλογό του, Μουσαΐντ αλ Αϊμπάν.

Ιράν και Σαουδική Αραβία είχαν πραγματοποιήσει πέντε γύρους διπλωματικών διαπραγματεύσεων στη Βαγδάτη, χωρίς άμεσο αποτέλεσμα. Το επόμενο διάστημα αναμένεται συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, με στόχο την ανταλλαγή πρέσβεων.

Η συμφωνία επιβεβαιώνει την αμοιβαία επιθυμία για «επίλυση διαφορών μέσω επικοινωνίας και διαλόγου», ωστόσο δεν πρέπει να μεταφραστεί ως «επίλυση όλων των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών», δήλωσε ο Σαουδάραβας υπουργός εξωτερικών. Πρόσθεσε πως επιθυμεί να συναντήσει σύντομα τον Ιρανό ομόλογό του, καθώς οι χώρες τους δρομολογούν την ανταλλαγή πρεσβευτών σε δύο μήνες. Τόνισε πως Τεχεράνη και Ριάντ μοιράζονται «πολλά κοινά όπως θρησκεία, πολιτισμό και ιστορία» αλλά και «σημαντικές διαφορές».

Παράλληλα, εξέφρασε εκ νέου ανησυχία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, επαναλαμβάνοντας την έκκληση όλη η περιοχή του Περσικού και της Μέσης Ανατολής «να μείνει ελεύθερη από όπλα μαζικής καταστροφής», καλώντας την Τεχεράνη να συνεχίσει τη συνεργασία με τη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας. Εξήρε επίσης τον μεσολαβητικό ρόλο της Κίνας στην ενίσχυση «συνύπαρξης και κοινής ασφάλειας στην περιοχή μας». Οι δύο αντίπαλες δυνάμεις στην περιοχή ανακοίνωσαν μια προθεσμία δύο μηνών για να ανοίξουν ξανά τις πρεσβείες και άλλες διπλωματικές αντιπροσωπείες τους. Η συμφωνία προβλέπει επίσης την επανέναρξη της συνθήκης ασφαλείας που συνήψαν το 2001, σχετικά με τους συνοριακούς ελέγχους και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Στις ΗΠΑ ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, Τζον Κίρμπι, αφήνοντας στην αρχή ερωτηματικά για τη «βιωσιμότητα» της συμφωνίας, ανέφερε ότι μπορεί να οδηγήσει στον τερματισμό του πολέμου στην Υεμένη. Επιχείρησε να υποβαθμίσει τη διπλωματική επιτυχία της Κίνας, λέγοντας πως σε έναν μεγάλο βαθμό αυτό το αποτέλεσμα οφείλεται σε προηγούμενες μεσολαβήσεις του Ιράκ και του Ομάν (2021 και 2022). Πρόσθεσε πως είναι ασαφές εάν και πώς αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να επηρεάσει μία πιθανή συμφωνία ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ, την οποία επιχειρούσε να προωθήσει το τελευταίο διάστημα η αμερικανική κυβέρνηση. Άφησε δε αιχμές για την κινέζικη παρουσία σε άλλες περιφέρειες ή ηπείρους, λέγοντας πως «παρακολουθούμε την Κίνα να προσπαθεί να κερδίσει επιρροή και προπύργια παντού στον κόσμο για τα δικά τους εγωιστικά συμφέροντα».

Η συμφωνία αποτέλεσε έναυσμα για πολύ διαφορετικές εκτιμήσεις. Άλλες θεώρησαν την εξέλιξη ως ανατροπή των μέχρι τώρα συμμαχιών και ισορροπιών στη Μέση Ανατολή και ως ένδειξη της ραγδαίας αποδυνάμωσης της αμερικανικής επιρροής στη Μέση Ανατολή. Άλλες θεώρησαν ότι τα προβλήματα και οι διαφορές μεταξύ των δύο κρατών και η μικρή κινεζική στρατιωτική παρουσία -με μοναδική βάση στο Τζιμπουτί- στη Μέση Ανατολή μειώνουν τη σημασία της συμφωνίας.

Για την ώρα, αυτή η εξομάλυνση θεωρείται διεθνώς ότι αποτελεί έναν θρίαμβο της Κίνας, η οποία κάνει μια αξιοσημείωτη είσοδο στην περιφερειακή διπλωματική σκηνή έχοντας ενορχηστρώσει αυτή τη συμφωνία. Η Κίνα αφού τις τελευταίες δεκαετίες έχει δημιουργήσει ένα παγκόσμιο οικονομικό και εμπορικό δίκτυο, με κολοσσιαίες επενδύσεις ακόμη και σε χώρες προσδεδεμένες οικονομικά και πολιτικά στη Δύση, μπαίνει τώρα δυναμικά στο “χοντρό” διεθνές “γεωπολιτικό παιχνίδι”, τροποποιώντας προς όφελός της τους συσχετισμούς και τις ισορροπίες, σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Όταν μιλάμε για συμφωνίες πολλών δισεκατομμυρίων με την Κίνα, οι κυρίαρχες τάξεις των χωρών αυτών, όντας δέσμιες για πολλά χρόνια από το αμερικανικό δολάριο και τα δυτικά μονοπώλια ή έχουν στοχοποιηθεί από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, στρέφονται πλέον στη νέα “πηγή” χρήματος και κέρδους, αλλά και “γεωπολιτικής ασφάλειας”, προφανώς με ευνοϊκότερους όρους. Η τάση αυτή αποκρυσταλλώνεται πλέον και σε περιφερειακές συγκροτήσεις με κυρίαρχο ρόλο τόσο της Κίνας, όσο και της Ρωσίας. Ήδη έχει δρομολογηθεί η ένταξη “πακέτο” του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας στους BRICS. Οι σημαντικές αυτές εξελίξεις αναπόφευκτα εντάσσονται, τροφοδοτούν και οξύνουν τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό σε παγκόσμια κλίμακα.

Για την Κίνα, η συγκεκριμένη συμφωνία Ιράν και Σαουδικής Αραβίας αποτελεί μια πολύ μεγάλη στροφή στην εξωτερική πολιτική της. Μέχρι σήμερα η Κίνα δεν αναμειγνυόταν άμεσα σε περιφερειακές συγκρούσεις και ανταγωνισμούς πέρα από την εγγύς περιφέρειά της. Με την μεσολάβηση αυτή, όχι μόνο αναβαθμίζει τις σχέσεις της με δύο πολύ σημαντικούς οικονομικούς εταίρους στους οποίους στηρίζει την ενεργειακή τροφοδότηση της οικονομίας της, αλλά δείχνει για πρώτη φορά ότι μπορεί να παίξει ηγετικό μεσολαβητικό ρόλο που εγγυάται μια διεθνή συμφωνία εκτός της περιοχής της. Ήδη έχει εκδηλωθεί πρωτοβουλία της με συγκεκριμένο πλαίσιο διαπραγμάτευσης στο ζήτημα της Ουκρανίας. Αποτιμώντας τη συμφωνία ο Ντενίς Μποσάρ, σύμβουλος για τη Μέση Ανατολή στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (Ifri), τονίζει. «Αυτή είναι μια επιβεβαίωση της αυξανόμενης επιρροής της Κίνας στη Μέση Ανατολή όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο αλλά και διπλωματικό» .

Τόσο το Ιράν όσο και η Σαουδική Αραβία είχαν ανάγκη αυτήν τη συμφωνία. Η Κίνα προφανώς κινήθηκε με βάση αυτή την κοινή ανάγκη. Η Τεχεράνη βρίσκεται μπροστά σε μια συνεχιζόμενη κοινωνική αναταραχή που δεν φαίνεται να καταλαγιάζει γρήγορα. Φοβάται, μέχρι ενός σημείου δικαίως, ότι την αναταραχή αυτή είναι δυνατόν να εκμεταλλευτούν εξωτερικές δυνάμεις, ιδιαίτερα σε περιοχές με κουρδικούς και αραβικούς πληθυσμούς.

Η ιρανική οικονομία πιέζεται πολύ από τις σκληρές κυρώσεις και η στρατιωτική και πολιτική υπερέκταση του Ιράν με την ενεργό ανάμειξή του στον εμφύλιο της Υεμένης και τις εξελίξεις στο Ιράκ, την Συρία και τον Λίβανο απομυζά πολύτιμους πόρους.

Η σαουδαραβική μοναρχία αντιλαμβάνεται επίσης ότι είναι αδύνατο να διατηρήσει την επιρροή της στο Ιράκ και τον Λίβανο χωρίς συνεννόηση με το Ιράν. Ιδιαίτερα στον Λίβανο η εκλογή του νέου προέδρου, που είναι βασική προϋπόθεση για την έξοδο της χώρας από την καταστροφική περιδίνηση, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεννόηση Τεχεράνης και Ριάντ.

Οι μεγαλύτερες σουνιτικές και σιιτικές μουσουλμανικές δυνάμεις, που είχαν διακόψει τις σχέσεις τους από το 2016, έχουν εμπλακεί σε πολέμους δια αντιπροσώπων που θα μπορούσαν να επηρεαστούν από τη συμφωνία. Η Σαουδική Αραβία και το Ιράν διέκοψαν τις σχέσεις τους το 2016 και έκτοτε συγκρούονται σε πολλές χώρες. Υεμένη, Συρία, Λίβανος, Ιράκ. Άλλα κράτη του Κόλπου, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, υποβάθμισαν τις διπλωματικές τους σχέσεις με την Τεχεράνη, παίρνοντας την πλευρά του Ριάντ. Οι επιπτώσεις της συμφωνίας θα μπορούσαν να είναι σημαντικές στον Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ και το πιο σημαντικό, στην Υεμένη, με το Ιράν να ασκεί ισχυρή επιρροή στο Ιράκ και τον Λίβανο και να υποστηρίζει στρατιωτικά και πολιτικά τη Συρία και τον Άσαντ, καθώς και τους αντάρτες Χούθι στην Υεμένη.

Το Ριάντ επενέβη στρατιωτικά στην Υεμένη, επικεφαλής ενός υποστηριζόμενου από τη Δύση στρατιωτικού συνασπισμού το 2015 κατά του κινήματος των Χούθι, αφού αυτή η σιιτική αντάρτικη οργάνωση, που είναι ευθυγραμμισμένη με το Ιράν, ανέτρεψε τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση από την εξουσία στην πρωτεύουσα Σαναά. Ο πόλεμος βρίσκεται σε στρατιωτικό αδιέξοδο εδώ και χρόνια. Οι Χούθι, η de facto αρχή στη βόρεια Υεμένη, ελέγχουν περιοχές στα σύνορα της χώρας με τη Σαουδική Αραβία, έχουν εξαπολύσει επανειλημμένες επιθέσεις με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη στο σουνιτικό βασίλειο. Το Ριάντ και οι Χούθι ξεκίνησαν ξανά πέρυσι τις απευθείας συνομιλίες, με τη μεσολάβηση του Ομάν, μετά από μια εκεχειρία που επιτεύχθηκε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Η εκεχειρία έληξε τον Οκτώβριο, αλλά σε μεγάλο βαθμό τηρήθηκε. Η Σαουδική Αραβία βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση στην Υεμένη καθώς η στρατιωτική εμπλοκή της όχι μόνο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, αλλά έχει μετατραπεί σε μια ανοικτή πληγή που επηρεάζει την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό και τη σταθερότητα της ηγεσίας του διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν στο εσωτερικό. Η αποκατάσταση των σχέσεων Ριάντ-Τεχεράνης θα μπορούσε να διευκολύνει μια συμφωνία μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Χούθι. Είναι όμως μάλλον πρόωρο να περιμένουμε μια τελική συμφωνία ειρήνης. Ο πόλεμος στην Υεμένη αποτελεί επίσης σημείο έντασης με τις ΗΠΑ υπό την κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν, ο οποίος έχει επιβάλει περιορισμούς στις πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ στο Ριάντ.

Δεν αποκλείεται να επηρεαστούν από την συνεννόηση οι εξελίξεις στον Λίβανο και τη Συρία. Ιδιαίτερα στην τελευταία, η συνεννόηση Τεχεράνης-Ριάντ θα ενδυναμώσει τη θέση του Άσαντ ενώ είναι πιθανή η συμμετοχή και της Άγκυρας σε οποιαδήποτε διευθέτηση που θα αφορά την βόρεια Συρία. Η Κίνα έχει παράσχει κάλυψη στη Συρία στα Ηνωμένα Έθνη και έχει διατηρήσει τους οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς με τη Δαμασκό. Η συμφωνία Σαουδικής Αραβίας-Ιράν έρχεται καθώς η απομόνωση του Άσαντ στον αραβικό κόσμο ξεπαγώνει. Η Σαουδική Αραβία τόνισε ότι περισσότερη εμπλοκή θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιστροφή της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο. Το υπουργείο Εξωτερικών της Συρίας χαιρέτισε τη συμφωνία ως ένα «σημαντικό βήμα» που θα μπορούσε να ενισχύσει την περιφερειακή σταθερότητα.

Σε σχέση με το Ιράκ, μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν στην εισβολή υπό την ηγεσία των ΗΠΑ το 2003, το Ιράν εμβάθυνε την πολιτική ασφάλεια και οικονομική επιρροή του στο Ιράκ, προκαλώντας έντονη ανησυχία και αντιδράσεις στη Σαουδική Αραβία. Η Βαγδάτη φιλοξένησε απευθείας συνομιλίες μεταξύ των δύο γειτόνων της, αλλά αυτές σταμάτησαν πέρυσι καθώς το Ιράκ αντιμετώπισε πολιτική κρίση. Η Βαγδάτη χαιρέτισε τη συμφωνία μιλώντας για «γύρισμα μιας νέας σελίδας».

Τέλος, η Σαουδική Αραβία δεν θα είναι αναγκασμένη να εξαρτάται για την ασφάλειά της μόνο από τον εναγκαλισμό με το Ισραήλ σε μια στιγμή που η ακροδεξιά ισραηλινή κυβέρνηση σκληραίνει την πολιτική της στο παλαιστινιακό και οι εικόνες των επιδρομών του ισραηλινού στρατού προκαλούν δυσάρεστες αντιδράσεις στις αραβικές κοινωνίες.

Η ισραηλινή αντιπολίτευση δεν παρέλειψε να αντιδράσει, καταγγέλλοντας την αποτυχία της πολιτικής της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, επειδή δεν κατάφερε να φέρει τη Σαουδική Αραβία στις Συμφωνίες του Αβραάμ του 2020, τις οποίες το Ισραήλ υπέγραψε με δύο από τους γείτονες του σουνιτικού βασιλείου, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν. Η ένταξη του Ριάντ σε αυτή τη συμφωνία εκτιμούν ότι θα είχε καταστήσει εφικτή τη δημιουργία μιας περιφερειακής συμμαχίας κατά του Ιράν, του οποίου το πυρηνικό πρόγραμμα θεωρείται μια άμεση απειλή για το Ισραήλ.

Οι τριβές μεταξύ Ιράν και Δύσης έχουν επίσης αντίκτυπο στα χωρικά ύδατα του Κόλπου, μέσω των οποίων διέρχεται μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πετρελαίου. Υπήρξαν πολυάριθμες επιθέσεις σε δεξαμενόπλοια εκεί το 2019, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, υπό την διακυβέρνηση του Τραμπ, από τη πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και την επαναφορά κυρώσεων της Ουάσινγκτον στην Τεχεράνη. Με επιδίωξη μια αποκλιμάκωση, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία άρχισαν να εμπλέκονται απευθείας με το Ιράν.

Μετά από δεκαετίες ενίοτε βίαιου ανταγωνισμού, όπως στην Υεμένη, για την ηγετική θέση στη Μέση Ανατολή και στον ισλαμικό κόσμο, η απόφαση των δύο χωρών να ανοίξουν ξανά οι πρεσβείες είναι μόνο ένα πρώτο βήμα, το οποίο πρέπει, επιπλέον, να υλοποιηθεί. Η δεδομένη ρευστότητα στην περιοχή δεν αποτελεί ασφαλές έδαφος για την υλοποίηση και σταθεροποίηση της συμφωνίας, αφού ακόμη και μία προβοκάτσια μπορεί ανά πάσα στιγμή να τα “τινάξει όλα στον αέρα”. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η συμφωνία δεν θέτει τέλος στις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν. Όσο διατηρείται η απειλή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος και η πιθανότητα για δημιουργία ιρανικού πυρηνικού όπλου, όσο αυξάνεται ο αριθμός των ιρανικών πυραύλων και της ναυτικής παρουσίας του Ιράν στον Περσικό Κόλπο και όσο η Τεχεράνη βλέπει ηλεκτρονικά ΜΜΕ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης που εκπορεύονται από τη Σαουδική Αραβία να αναμειγνύονται έντονα στις συγκρούσεις μεταξύ κράτους και κοινωνίας στο Ιράν, τόσο η αμοιβαία καχυποψία θα υπονομεύει την αποτελεσματικότητα αυτής της συμφωνίας.

Τέλος, η συμφωνία αυτή, ανεξάρτητα από την εξέλιξή της, δείχνει με πολύ σαφή τρόπο πόσο ρευστές και πολύπλοκες είναι οι περιφερειακές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή και πόσο άστοχη και εκτός πραγματικότητας είναι η σπουδή να εμπλακεί η Ελλάδα στις μεσανατολικές διενέξεις με συστοιχίες Πάτριοτ και αεροπορικές ασκήσεις με προφανή στόχο το Ιράν. Τέτοιου είδους εμπλοκές, όπως και στην Ουκρανία, κατ΄εντολή των δυτικών αφεντικών μας, όχι μόνο “ηγετικό περιφερειακό ρόλο” -όπως δήλωσε ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών Μπλίνκεν- δεν εξασφαλίζουν στη χώρα μας, αλλά αντίθετα την εκθέτουν, αφού οι γρήγορες εξελίξεις τις ξεπερνάνε.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το