Η μια είναι η μάνα της Λούλια.
Την κουβαλούσε στην αγκαλιά της πολύ δρόμο. Απ’ το Χαλέπι μέχρι το Μπόντρουμ.
Μέσα στη σάπια βάρκα την κρατούσε πιο σφιχτά, όχι γιατί το κοριτσάκι ένοιωθε φόβο. Η αγκαλιά ήταν ένας κόσμος ζεστός και ασφαλής, Η αγκαλιά φοβόταν.
Όταν η σάπια βάρκα βούλιαξε μέσα στα μαύρα νερά, ήταν τέλος του Οκτώβρη, αν θυμάμαι καλά, κι η μαύρη, φθινοπωρινή θάλασσα είχε αρχίσει να παγώνει.
Τέσσερις ώρες πλέοντας στον Αχέροντα που τον έλεγαν και Αιγαίο, πάγωσε κι η αγκαλιά. Και η μικρή Λούλια έπαθε υποθερμία. Η μάνα της την έσφιγγε και την έγλειφε για να τη ζεστάνει. Κι επειδή τα χέρια της αγκαλιάς ξύλιασαν και δεν μπορούσαν να σφιχτούν άλλο, φοβήθηκε πως η Λούλια θα πάει στον πάτο της θάλασσας, έτσι όπως είχε κλείσει τα μάτια κι είχε παγώσει σαν μάρμαρο. Την άρπαξε λοιπόν απ’ τις μικρές μπούκλες. Έτσι τις ανέσυραν και τις δυο από τα κρύα, μαύρα νερά του Αχέροντα. Τις τύλιξαν με αλουμινόχαρτο κι η αγκαλιά συνέχιζε να γλείφει το κρύο μάρμαρο με τα φουντωτά μαλλιά, που δεν άνοιξε ποτέ ξανά τα μάτια του.
Όταν, με κόπο, της πήραν τη Λούλια απ΄την αγκαλιά, άρχισε να ουρλιάζει σα λύκος.
Τη νύχτα κατάφερε και τρύπωσε μέσα στο νεκροθάλαμο που το μωρό κοιμόταν, μαζί με άλλους 38 για πάντα ξυλιασμένους.
Τη βρήκαμε να του αλλάζει πάνα χωρίς να ουρλιάζει.
Όταν την τραβήξαμε έξω, και για πολλές μέρες μετά, ξανάγινε λύκος.
Η Μάνα του Ιμπραήμ αγόρασε δυο σωσίβια στο Μπόντρουμ.
Στο μέγεθος και στο χρώμα ήταν ίδια, καθώς ο Ιμπραήμ ήταν κιόλας αντράκι οκτώ χρονών κι η μαμά του μικροσκοπική και συρρικνωμένη κι άλλο απ’ τους φόβους της. Ο μακρύς δρόμος απ’ την Καμπούλ μέχρι τις ακτές του Αιγαίου, τούτες τις εποχές, είναι μια περιήγηση στον τρόμο
Το πορτοκαλί χρώμα φωσφόριζε το ίδιο και στα δυο σωσίβια, τα κορδόνια είχαν το ίδιο πάχος και στην όψη γενικά δεν ξεχώριζε τ’ αληθινό από το ψεύτικο.
Έτυχε λοιπόν κι ο Ιμπραήμ φόρεσε το λάθος.
Όταν η σάπια βάρκα βούλιαξε και ήταν, αν θυμάμαι καλά, Φλεβάρης μήνας, που τα νερά του Αχέροντα τις νύχτες είναι σα θρυμματισμένος πάγος, το αγόρι κι η μικροσκοπική του μάνα χτυπούσαν το ένα χέρι στο νερό, καθώς δεν ήξεραν από θάλασσα και με το άλλο κρατιόντουσαν σφιχτά. Το σωσίβιο του Ιμπραήμ γρήγορα έγινε σίδερο. Μόλις το κατάλαβε η μάνα του πως τα βρεγμένα στουπιά βάρυναν και θα τον τραβούσαν στον πάτο της θάλασσας, έβγαλε, πίνοντας αλμυρό νερό και βήχοντας το σωσίβιο του παιδιού, του φόρεσε το δικό της και του είπε, “Ιμπραήμ, φεύγω. Να προσέχεις, γιε μου”
Και βούλιαξε. Κι ούτε που βρέθηκε ποτέ.
Ο Ιμπραήμ κατουριόταν κάθε βράδυ. Γιατί, όσο και να πεις ένα οκτάχρονο αγόρι αντράκι, με τέτοιον αποχωρισμό, ξανάγινε νεογέννητο και ορφανό.
Μερικές νύχτες μετά, δεν πρόσεχε πια καθόλου, όπως τον συμβούλεψε η μάνα του. Έπαιρνε φόρα και χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο.
Ζήσαμε πολλές ιστορίες. Υπάρχουν στόματα για να τις πουν αλλά δεν ξέρω πια αν υπάρχουν αυτιά να τις ακούσουν.
Και τώρα, που η μάνα της Λούλια νοιώθει για πάντα στο χέρι τις βρεγμένες μπούκλες, η μάνα του Ιμπραήμ ταξιδεύει ανάμεσα στα ψάρια και, ντροπή μου μεγάλη γυναίκα, αλλά μου λείπει κι η δική μου μάνα, αναρωτιέμαι τι γιορτή είναι σήμερα.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr