Πλησιάζει ο χρόνος όπου η Επιτροπή της Γιάννας Αγγελοπούλου θα παρουσιάζει το παρελθόν μας, δηλαδή θα μας πει ποιοι είμαστε, πώς φτάσαμε ως εδώ ύστερα από 200 χρόνια ανεξαρτησίας, θ’ ακούσουμε πολλούς και για πολλά και καλό είναι να δεθούμε στο μεσιανό κατάρτι, γιατί θα μας ξεκουφάνουν οι Σειρήνες των αστών. Η επανάσταση θα βάλει το φωτοστέφανό της και θα καθαγιαστεί ο κοινωνικός της χαρακτήρας, δηλαδή το βαθύ DNA της θα εξαφανιστεί, οι μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία) θα παρουσιαστούν σαν ο άξονας του καλού, η οθωμανική αυτοκρατορία θα βαφτιστεί συλλήβδην σε Τούρκους, η αρβανίτικη κλεφταρματωλική συνιστώσα του 1821 θα εξαφανιστεί, οι βαλκανικοί λαοί επίσης και εν τέλει το ’21 θα παρουσιαστεί σαν να έπεσε από τον ουρανό, μόνο και ανάδελφο, ασύμπτωτο και ιδιαίτερο. Ούτε το ανατολικό ζήτημα θα αναλυθεί, ούτε η ιστορικότητα του ’21. Κυρίως όμως οι ιθύνοντες νόες θα φροντίσουν να εξαφανίσουν τον ρόλο των κοτζαμπάσηδων και των τσιφλικάδων, δηλαδή των Ελλήνων που προσκύνησαν την οθωμανική διοίκηση, στράφηκαν ανοιχτά ενάντια στο εγερτήριο σάλπισμα της Φιλικής Εταιρείας και του Ρήγα και αντιμετώπισαν την οργή των εξεγερμένων.
Το 1821 λοιπόν ήταν εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση ως προς τους στόχους, έχοντας ταυτόχρονα κοινωνικό υπόβαθρο. Με σημερινούς όρους είναι ό,τι λέει το Μ-Λ ΚΚΕ. «Αποτίναξη της διπλής κυριαρχίας. Του εξωτερικού και του εσωτερικού εχθρού». Στο σημερινό σημείωμά μας παρουσιάζουμε αυθεντικές πηγές που μαρτυρούν τη μαύρη εσωτερική βδέλλα των κοτζαμπάσηδων μεγαλοτσιφλικιούχων. Σε όλο το θέμα «1821» θα επανερχόμαστε τακτικά φωτίζοντας αθέατες πλευρές του.
Ο Φωτάκος (ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη) στα Απομνημονεύματά του λέει: «Οι κοτζαμπάσηδες ή προύχοντες δεν ήταν λαοπρόβλητοι, καθώς τινές γράφουσι και λέγουσι. Αλλ’ ήσαν ένα σώμα ενωμένον δια του μεταξύ τους συμφέροντος. Όλα τα γινόμενα έξοδα (από την φατρίαν των κοτζαμπάσηδων ήσαν εις βάρος του ραγιά, ώστε ο ραγιάς δεν είχε καμμίαν ανακούφισιν εκ μέρους των κοτζαμπάσηδων ή των λεγόμενων πληρεξούσιων (βεκίληδων). Όλος ο θόρυβος και η κίνησις εγίνετο προς το συμφέρον των Τούρκων και των συντρόφων των κοτζαμπάσηδων… Ούτοι ενήργουν ως υπηρέται των ορέξεων των Τούρκων και το επάγγελμα αυτό ήτο ο πόρος της απαλλαγής της από τα βάρη και τας φορολογίας. Εισέπραττον εκατόν και έδιδον μόνον εικοσιπέντε, εξαπατώντες τους Τούρκους. Τοιούτος ήτο ο κοτζαμπάσης, όστις κατά τα άλλα πάντα εμιμείτο τον Τούρκον, καθώς εις την ενδυμασίαν, εις τους εξωτερικούς τρόπους και εις τα της οικίας του. Η ευζωία του ήτο όμοια με εκείνην του Τούρκου και μόνον κατά το όνομα διέφερεν. Αντί π.χ να τον λέγουν Χασάνην, τον έλεγαν Γιάννην και αντί να πηγαίνει εις Τζαμί, επήγαινεν εις Εκκλησίαν. Μόνον κατά τούτο υπήρχε διάκρισις…» (Απομνημονεύματα Α΄, σελ 32-33)
«Ο κοτζαμπασιδισμός ήταν μια πληγή αγιάτρευτη διά την μεγάλην μάζα του παραγωγικού πληθυσμού. Από το Αρχείον Ανδ. Λόντου πληροφορούμαστε ότι κατά το έτος 1789 οι κάτοικοι του Διακοφτού παραπονούντανε δια την τυραννία, αδικίες, καταφρόνιες που λαμβάνουν καθημερινώς από τον (φεουδάρχη) Χρύσανθο Χαραλάμπη. Επίσης, τον Απρίλιον του 1818 εις το χωριό Γελίνι Αιγαίου οι αγρότες εδήλωσαν ότι δεν μπορούν να κρατήσουν το βάρος των φόρων και, επειδή δεν τους άκουε κανείς, παράτησαν το χωριό και έφυγαν και πήγαν σ’ άλλα τσιφλίκια δουλευτάδες. Εις τα χρόνια αυτά, φαίνεται οι αγρότες καλλιεργητές κατεπιέζοντο πολύ από διάφορα δοσίματα και δι’ αυτό αναγκάζονταν να παίρνουν τα βουνά. Έφευγαν από τα κτήματα που δούλευαν και πολλές φορές κρύβονταν μέσα σε σπηλιές και λόγγους. (βλ. Αρχείον Λόντου)
Και ο Ανώνυμος συγγραφεύς της «Ελληνικής Νομαρχίας» λίγο πιο ύστερα από το θάνατο του Ρήγα, τόνιζε ορθά κοφτά: «Τι λοιπόν (οι κληρικοί) διδάσκουν τον απλούστατον λαόν;… Αναφέρουσι ποτέ το ρητόν «μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος»; Εξηγώσι ποτέ τι εστί Πατρίς; Λέγουσι ποτέ πώς και ποιοι πρώτον πρέπει να τη βοηθήσουν; Φέρουσι ποτέ τα παραδείγματα του Θεμιστοκλέους, του Αριστείδου, του Σωκράτους και άλλων μυρίων εναρέτων και σοφών; Μας είπαν ποτέ πώς διοικείται ο κόσμος και ποια είναι η καλλιτέρα διοίκησις; Μας εξήγησαν ποτέ τι είναι αρετή;… Οι ιεροκήρυκες αρχινούν με τας ελεημοσύνας και τελειώνουν με τας νηστείας. Πώς θέλεις λοιπόν να εξυπνήσουν οι Έλληνες από της τυραννίας;…».
Αν η Φιλική Εταιρεία και οι διανοούμενοι είναι το «κεφάλι» της επανάστασης, τα οπλισμένα χέρια της είναι οι κλέφτες και το σώμα της αγρότες, ναύτες, επιτηδευματίες. Μέσα τους βρίσκονταν τίμιοι αστοί και μεγαλέμποροι. Απέναντί τους η οθωμανική αυτοκρατορία, ο ανώτατος ορθόδοξος κλήρος και οι κοτζαμπάσηδες.
«Η κλεφτουριά λοιπόν είναι μια ιδιότυπη μορφή της πάλης των τάξεων, κατά την προ του 1821 εποχήν. Η λαϊκή Μούσα γι’ αυτό ύμνησε και τραγούδησε πότε παθητικά και πότε με λυρική έξαρση τα κατορθώματα, τη λεβεντιά και τα έργα των κλεφτών:
«Βασίλη κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,/ για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,/ χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν./ –Μάννα μ’, εγώ δεν κάθομαι να γένω νοικοκύρης,/ να κάνω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν/ και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.». Άλλο δημοτικό τραγούδι πάλι λέει: «Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,/ δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες·/ μον’ καρτερώ την άνοιξη, να ρθούν τα χελιδόνια,/ να βγουν οι βλάχες στα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες».
Και ο αγωνιστής του Εικοσιένα Ν. Κασομούλης επιγραμματικά τονίζει: «Πολλοί Έλληνες ραγιάδες, μη υπομένοντες τας αδικίας των διοικητών Τουρκών, τα βαρειά δοσίματα και τους τυραννικούς προεστούς, πάντοτε εφοβέριζαν με το σηκώνομαι κλέφτης». (Ν. Κασομούλη: Ενθυμήματα Στρατιωτικά Γ΄, 625).
Όμως ηχώ της λυσσασμένης αντεθνικής πολιτικής του Πατριαρχείου είναι τα όσα έγραφε τότε ο καλόγερος Κύριλλος Λαυριώτης: «Ο διεφθαρμένος την φρένα Ρήγας και οι περί αυτόν ακαίρως και αφρόνως σπουδάσαντες και προ γε τούτων άλλοι συχνοί επιχειρήσαντες μεν μηδέν μεγα ή μικρόν κατορθώσαντες, αλλά προς το κακώς δραμείν και σφας αυτούς παρέδωσαν θανάτω ασχήμονι, τους ομογενείς δε πιστούς μεγάλοις πειρασμοίς και ζημίαις εμβαλόντες». Και ο ίδιος κατακρίνει το Ρήγα για την εθνική του δράση και επιχαίρει για τη σύλληψη και θανάτωσή του: «…μερικώς μεν επί των καθ’ έκαστα: ως επί του παράφρονος Ρήγα, ος εκδούς εγκύκλια γράμματα διεγερτικά κατά των νυν τυράννων άνευ της Χριστού ευδοκίας κακώς ως κακός το ζην απεστέρεται· θοίνη (φαγητό) προσήκουσα τοις εν τω ποταμώ Ίστρω ιχθύσι γενόμενος μετά των αυτού συνομοτών και ύλη της αιωνίου κολάσεως κατά του Χριστού λυττήσας (λύσσσαξε) (sic), ούτε Χριστιανός ουθ’ Εβραίος, αλλά διάβολος ην ανθρώπου μορφήν ενδεικνύμενος». Ένας τέτοιος καλόγερος, που ζούσε στη Ρουμανία, έψαλλε τον εξάψαλμο στον Άνθιμο Γαζή, διότι, αν και κληρικός, τύπωνε μελέτες και ασχολιόταν με τα αρχαία ελληνικά γράμματα, αντί να διαβάζει τα συναξάρια και την «Αμαρτωλών σωτηρίαν». Ιδού τι γράφει ο αντιδραστικός καλόγερος: «Μάταιος τοίνυν ο πόνος και η σπουδή του καθ’ ημάς εκδόντος την ελληνικήν βιβλιοθήκην Ανθίμου Γαζή, εν η κατεπείγεται ο γεννάδας άραι γήθεν το αγγελικόν των Μοναχών σχήμα αμονάχους καλών αυτούς και διδάσκων πάντας τω πυρί παραδούναι ου μόνον τας βίβλους των Αγίων Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας, αι περιέχουσι την του Ευαγγελίου αμώμητον ηθικήν φιλοσοφίαν… και δήθεν πάντα τα θεόπνευστα ταύτα τεύχη, μη περιέχοντα τους ποιητάς και φιλοσόφους των εθνών, δηλονότι τους λήρους αυτών, αλλά μόνην την προς θεόν και την προς τον πλησίον αγάπην, και πάντας διεγείρει προς μυθολογίας». (Ανέκδ. χειρόγρ. κώδιξ Κυρίλλου Λαυριώτου).
Τι στάση κρατάει το Πατριαρχείο για την επανάσταση; Ας δούμε αυθεντικά τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ που αφόρισε την επανάσταση: «Και άλλοτε δια πολλών εκκλησιαστικών ημών εγκυκλίων γραμμάτων εδηλώσαμεν προς πάντας τους ομογενείς ημών ευσεβείς… της κραταιάς και αηττήτου βασιλείας το χρέος όπου έχομεν να φυλάττωμεν το πιστόν ημών του ραγιαλικίου και να δεικνύωμεν πάντοτε λόγοις και έργοις και κατ’ εξοχήν εν τοις παρούσι καιροίς… να διατηρήσητε εαυτούς ανωτέρους πάσης διαβολής και ενέδρας των υπεναντίων και εχθρών της κραταιάς βασιλείας… δίκην σάλπιγγος επηχήσαμεν εις όλων τας ακοάς… να μη τολμήσητε καθ’ οιονδήποτε τρόπον να δεχθήτε ποτέ τους υπεναντίους και εχθρούς κατά της κραταιάς βασιλείας…».
Απέναντί τους φωτισμένοι διανοούμενοι όπως ο Άνθιμος Γαζής. Ιδού τι λέει απευθυνόμενος στον λαό:
«… πρέπει να ξέρετε πως αυτά έχει ο πόλεμος. […] Θα πέσουν κεφάλια, θα χαλάσουν σπίτια, θα καούν χωριά, θα κλάψουν πολλές μανάδες. Μα τι να γίνει; Η ελευθερία δεν μπορεί να παρθεί με τα ψέματα, ούτε μπορούμε να πάρουμε μ’ ένα ρεσάλτο τα κάστρα της Τουρκιάς. Θα πολεμήσουμε, θα σκοτωθούμε, μα στο τέλος θα νικήσουμε…».
Αλλά και ο φλογερός πατριώτης, μεσαίος πλοιοκτήτης της Ύδρας, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία λέει:
«Αδέρφια, ο πόλεμος της ελευθερίας άρχισε. Παντού ακούεται το ντουφέκι. Οι Αγαρηνοί χτυπιώνται και διώχνονται από την πατρίδα μας. Μόνο εδώ οι τουρκολάτρες πρόκριτοι κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια. Είναι ντροπή μας να μην παίρνουμε μέρος εις τον εθνικόν αγώνα. Αντίς να είμαστε οι πρώτοι, μείναμε οι τελευταίοι. Οι άρχοντές μας δεν θέλουν να κινηθούν, γιατί φοβούνται τον πόλεμο και γι’ αυτούς ο πατριωτισμός είναι μόνο το πουγγί τους. Εμείς όμως τους φτιάξαμε τις περιουσίες τους. Εμείς θαλασσοπνιγήκαμε τόσες φορές. Εμείς με τη ζωή μας κρεμασμένη από μια κλωστή μαζέψαμε τα πλούτη που έχουν, για να τα κρύψουν στις στέρνες και να τα έχουν αυτοί και να μας καταφρονούν τώρα που δε μας έχουν ανάγκη.. Είναι δίκαιο και σωστό όμως να πρωτιμώνται τα πλούτη από την ελευθερία του γένους; Είναι δίκαιο να μένουμε αργοί εις την σημερινήν περίστασιν, που τ’ αδέρφια μας σκοτώνονται για την ελευθερία όλων μας; Οι άρχοντες προτιμούν το πουγγί τους και όχι την ελευθερία της πατρίδος. Πρέπει να τους αφήσουμε να προδίδουν την πατρίδα και να μας κάνουν και εμάς καταφρονεμένους αύριο στους άλλους Γραικούς και η ιστορία να μας γράψει προδότες εις τα κατάστιχά της; Ας θυμηθούμε του Ρήγα το κήρυγμα, που σάλπισε πριν από λίγα χρόνια και ας ορκιστούμε πάνω εις τον σταυρόν πως θα πολεμήσουμε ως τον ένα για την ελευθερία του γένους και για μια καλύτερη και δικαιότερη κατάστασή μας. Πρέπει όλα ν’ αλλάξουν και θ’ αλλάξουν, αν δώσουμε το χέρι και μείνουμε πιστοί στον όρκο μας. Τα πλεούμενα της Ύδρας μπορούν να κάνουν μεγάλα πράματα. Δεν είναι των αρχόντων, αλλά της πατρίδος. Θυμάστε τι έκαναν οι Φραντζέζοι και πόσο δόξασαν την Φράντζα. Ήρθεν η ώρα και οι Γραικοί να δείξουν εις όλον τον κόσμον πως δεν εξέχασαν την ιστορία των πατέρων τους. Ας μην αφήσουμε λοιπόν τους προεστούς να μας κυβερνούν. Η φωνή της πατρίδος μας καλεί να λάβωμεν τα όπλα και με τα καράβια μας να κάνουμε ό,τι κάνουν οι άλλοι γραικοί ναυτικοί…».
Όλοι οι σοβαροί μελετητές της επανάστασης χαρακτηρίζουν με τα πιο μελανά χρώματα τον κοτζαμπασιδισμό: «Οι μεγάλοι θησαυροί των εθνικών κτημάτων (δηλαδή των πρώην τουρκικών) και των ιδιωτικών και δημοσίων, που ύστερα από το διώξιμον και την καταστροφήν των Τούρκων έπεσαν στα ελληνικά χέρια, πολύ λίγο διατεθήκανε για τις ανάγκες της Επαναστάσεως και για όφελος του νέου κράτους που δημιουργούντανε». (Μέντελσον-Βαρθόλδη: Ιστορία της Επαναστάσεως τομ. Α΄).
«Εκείνος που ζημιώνει το Έθνος κανένα δε βλάφτει!… Τι πιο ταιριαστό γι’ αυτούς, παρά μια επανάσταση που θα τους έφερνε κέρδη; Έπαιρναν τους φόρους που πλήρωναν οι έλληνες αγρότες και τους τσέπωναν ταχτικώτατα, όπως τον παλιό καιρό τους μάζευαν οι Τούρκοι. Κι ακόμα, σα να μην έφταναν αυτά, έπαιρναν και τον παρά των Τούρκων, καθώς και τα χαλκώματα και τα έπιπλα των τουρκικών σπιτιών… Μια που γκρεμίστηκε το καθεστώς του Σουλτάνου, ο προεστώς (κοτζαμπάσης) άρχιζε να νομίζει τον ευατούλη του Σουλτάνο… Οι Χριστιανοί εκείνοι πασάδες προετοιμάζονταν έτσι να εξακολουθήσουν το έργον των Τούρκων πασάδων».
«Ανάμεσα στους προύχοντας -γράφει- εξείχαν τώρα (δηλαδή στα 1824) οι δύο Αντρέηδες, ο Ζαΐμης και ο Λόντος, καθώς και ο πλούσιος από την Ηλεία γαιοκτήμονας Σισίνης, που οι κολλιγάδες του έπρεπε γονατιστοί να τονε καλούνε άρχοντα. Ο Σισίνης ευχόντανε να αποθάνει όπως ο Κλάρενς, πίνοντας κρασί της Μονεμβασιάς και επιθυμώντας το πιο πολύ να ξακολουθήσει η τουρκική-πασάδικη ζωή και να βλέπει μπροστά του να τρέμουν οι δούλοι και οι σκλάβες, ζώντας μέσα στα ωραία αγροκτήματά του, που είχαν μπαξέδες μεγάλους και μεγαλόπρεπους σταύλους, όπου τρέφονταν διαλεχτά άλογα».
(α΄ μέρος – Συνεχίζεται)
Θανάσης Τσιριγώτης
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr