Επίσημη ιστορία, του Λουίς Πουέντζο
Αργεντινή (1985) – Επανέκδοση
Μπουένος Άιρες, 1983. Η Αλίσια, καθηγήτρια ιστορίας σε σχολείο αρρένων και παντρεμένη με “επιτυχημένο” δικηγόρο που σχετίζεται με αμερικανικά επιχειρηματικά συμφέροντα, απολαμβάνει μια προστατευμένη ζωή ευκατάστατης αστής. Ως τη στιγμή που οι φωνές των συγγενών των εξαφανισμένων θυμάτων και των απαχθέντων βρεφών από τη χούντα του Βιδέλα, αρχίζουν να κλονίζουν τις βεβαιότητές της για την προέλευση της πεντάχρονης υιοθετημένης κόρης της.
Ο σύζυγος που φαίνεται να γνωρίζει περισσότερα απ’ όσα αρχικά ομολογεί, την αποτρέπει από μια ενδελεχή έρευνα, η γυναίκα θα επιχειρήσει παρόλα αυτά μιαν επισφαλή βουτιά στα βαθειά.
Οι καθηλωτικές σκηνές με τις γυναίκες της πλατείας Μαΐου του Μπουένος Άιρες, που διαδήλωναν με τις μεγεθυμένες φωτογραφίες των εξαφανισμένων παιδιών τους, έκαναν για καιρό το γύρο του κόσμου μετά την κατάρρευση της αργεντίνικης χούντας, στον απόηχο της ήττας της στον πόλεμο των Φώκλαντ (1982).
Οι πάνω από τριάντα χιλιάδες εξαφανισμένοι (desaparecidos), και τα πεντακόσια περίπου μωρά που αρπάχτηκαν μέσα απ’ τα χέρια των μανάδων τους (με πρόθεση, όπως λέει ο Πουέντζο, «να τα απομακρύνουν από την ιδεολογία των γονιών τους»), για να παραδοθούν σε οικογένειες χουντικών στρατιωτικών “προς διάθεσιν” σε ευνοϊκά διακείμενους προς τη χούντα γονείς, είναι ο μερικός μόνο απολογισμός των πεπραγμένων του Χόρχε Βιδέλα και της συμμορίας του.
Όπως εκ των υστέρων τεκμηριώνεται, κάπου ανάμεσα σε δύο και τέσσερις χιλιάδες εξαφανισμένων πετάχτηκαν ζωντανοί και ναρκωμένοι στον Rio de la Plata ή στον Ατλαντικό – στις γνωστές ως “πτήσεις θανάτου”, οι δε κρατούμενες μανάδες των απαχθέντων βρεφών εξοντώθηκαν ως την τελευταία.
Η αναγκαιότητα διαφύλαξης της ιστορικής μνήμης, βρίσκεται σε σχέση διαρκούς αλληλοτροφοδότησης με τη συλλογική επίγνωση της χουντικής βαρβαρότητας και των τραγικών συνεπειών της· μία από τις σημαντικότερες παραμέτρους που ο Λουίς Πουέντζο προσεγγίζει στη συνταρακτική μαρτυρία του, την οποία ξεδιπλώνει με όρους πολιτικού θρίλερ. Αποφεύγοντας τους σκοπέλους της ξερής καταγγελίας και του διδακτισμού, δεν αποκαλύπτει τίποτα περισσότερο από τα απολύτως αναγκαία σε κάθε βήμα της σφιχτής αφηγηματικής κλιμάκωσης, χωρίς να του ξεφεύγει η παραμικρή λεπτομέρεια.
Θέτοντας την ηθική στο επίκεντρο – δια στόματος του ηττημένου παππού του ισπανικού εμφυλίου, τον οποίο συμπληρώνει με νηφαλιότητα ο μικρότερος γιος – ακούσιο θύμα του συστήματος, ο Πουέντζο διερευνά ένα ευρύτατο πεδίο δεδομένων. Που εκτείνεται από την κοινωνικοοικονομική συνθήκη που εξέθρεψε τη δικτατορία, την εγκληματική παρείσφρηση του αμερικανικού παράγοντα, τις ανικανοποίητες κυράτσες του μεγαλοαστικού περίγυρου του ζευγαριού και τις διαφορετικές εκφάνσεις της αστικής υποκρισίας, ως τη βουβή αξιοπρέπεια της γιαγιάς της Γκάμπυ (εμφανής η εργατική προέλευση της τελευταίας). Και τα σχόλια είναι προσεκτικά κοσκινισμένα – και ζυγισμένα με ακρίβεια.
Η ιδεολογικοπολιτική σήμανση της “Επίσημης Ιστορίας” πηγαίνει πολύ μακρύτερα, και κυρίως βαθύτερα από το επίπεδο μιας μονοσήμαντης αντιχουντικής κατάθεσης. Η απελευθέρωση – και η λύτρωση της Αλίσια, περνούν μέσα από τη σύγκρουση με μιαν ολόκληρη τάξη, την τάξη που θέλει την “ιστορία να γράφεται από δολοφόνους”· το τίμημα δεν μπορεί να είναι ούτε ανώδυνο ούτε αναίμακτο.
Ένα βαρύτιμο σενάριο, που αξιοποιείται ιδανικά από σκηνοθετικά μέσα στέρεης αρχιτεκτονικής και άτεγκτης πολιτικής ευθυβολίας. Στα συν της ταινίας, οι μετρημένες ερμηνείες κι ο ασθματικός ρυθμός που διατηρείται μέχρι το τελευταίο λεπτό.
Σε συνεντεύξεις του με την ευκαιρία της επανέκδοσης της ταινίας, ο Πουέντζο είναι αποκαλυπτικός: «Επιλέξαμε αυτόν τον τίτλο επειδή υποδηλώνει ότι υπάρχει και μια “άλλη ιστορία” που πρέπει να ειπωθεί». Περιγράφει την ηθική αφύπνιση της Αλίσια σαν άνοιγμα του κουτιού της Πανδώρας, «μια μηχανή που δεν μπορεί να σταματήσει», μια τραγωδία «όπου παρ’ όλο που ό,τι κάνεις αντιτίθεται στο προσωπικό σου συμφέρον, δεν μπορείς να σταματήσεις να το κάνεις».
Λέει επίσης ότι από κοινού με την συν-σεναριογράφο Άιντα Μπόρτνικ, επιδίωξαν ν’ αποτυπώσουν «την οικονομική ισχύ των βασανιστών, και τη συνέργεια στρατού, αστυνομίας και κυβέρνησης». Και συμπληρώνει ότι εκτός από τους ενήλικες και τους εφήβους, δολοφονούσαν και παιδιά, αν θεωρούνταν αρκετά μεγάλα για να έχουν ρόλο «μαρτύρων».
Ο Πουέντζο αναφέρεται στη συνεργασία του με μια ομάδα γυναικών, γνωστών ως “οι γιαγιάδες της πλατείας Μαΐου”, «η οποία παρουσιάζεται βεβαίως στην ταινία». Μέλη αυτής της ομάδας συμφώνησαν να επιτρέψουν στον Πουέντζο να χρησιμοποιήσει στην “Επίσημη Ιστορία” πραγματικές φωτογραφίες και ντοκουμέντα σχετικά με τα εξαφανισμένα παιδιά και τα εγγόνια τους. Καταθέτει ακόμα ότι μετά από αρκετές εβδομάδες γυρισμάτων, άρχισε να δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα, γεγονός που τον έσπρωξε να συνεχίσει τα γυρίσματα στα κρυφά. Και ομολογεί, τέλος, ότι υπήρξε ένας από τους πολλούς Αργεντινούς που βρίσκονταν σε άρνηση πολλών από τα φρικτά γεγονότα που προσεγγίζει στην ταινία του, άρνηση που περιγράφει σαν «βαριά συλλογική ασθένεια».
Έκπληξη το Όσκαρ κι η χρυσή σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας, βραβείο ερμηνείας στις Κάννες για την εξαιρετική Νόρμα Αλεάντρο.
Θέμις Αμάλλου
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr