γράφει ο Θάνος Μυλωνέρος

Από το ξέσπασμα της πανδημίας η έννοια της δημόσιας υγείας έχει καταλάβει de facto ένα μεγάλο κομμάτι του δημόσιου διαλόγου. Ωστόσο το τι ακριβώς αυτή συνιστά δεν είναι απολύτως σαφές από τον ευρύτερο πληθυσμό, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση στρεβλώσεων όσον αφορά στα χαρακτηριστικά της, τα όριά της, τις λειτουργίες που την προάγουν και τις υπηρεσίες που την υποστηρίζουν. Μια γενικότερη σύγχυση που υπάρχει, ιδίως στην Ελλάδα, είναι ότι η δημόσια υγεία αφορά στις υπηρεσίες υγείας του δημόσιου συστήματος υγείας. Ως δημόσια υγεία ορίζεται, αφενός, η κατάσταση της υγείας ενός πληθυσμού σε μια περίοδο και σε ένα καθορισμένο γεωγραφικό χώρο και αφετέρου, ως επιστήμη, η αποτύπωση της υγείας και οι οργανωμένες προσπάθειες της κοινωνίας (μέσω της επιστήμης, της διακυβέρνησης, της εκπαίδευσης) για την προστασία της, μέσα από την πρόληψη των νόσων, την προαγωγή της υγείας και τη βελτίωση της ζωής. Υπό αυτό το πρίσμα, η δημόσια υγεία αφορά όλο το φάσμα της πολιτικής και όχι μόνο τις υπηρεσίες περίθαλψης(1).
Σε αντίθεση με την επικρατούσα, κυρίως νεοφιλελεύθερης προέλευσης, αντίληψη ότι η ασθένεια είναι ατομική ευθύνη και ότι καθορίζεται από τη συμπεριφορά μας, η υγεία επηρεάζεται κατά βάση από το φυσικό και τεχνητό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουμε, ζούμε, εργαζόμαστε, μετακινούμαστε και κοινωνικοποιούμαστε. Η υγεία των ατόμων, των κοινοτήτων και των πληθυσμών συνδιαμορφώνεται από ένα σύνολο βιοψυχοκοινωνικών, περιβαλλοντικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων, τους λεγόμενους προσδιοριστές της υγείας, οι οποίοι πολύ συχνά αλληλοεπιδρούν και είναι αρκετά δύσκολο, έως αδύνατο, να διερευνηθούν στην ολότητά τους(2). Οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης (ως σύνολο γιατί το εισόδημα καθορίζει και το επίπεδο διαβίωσης), είναι από τους βασικότερους προσδιοριστές της υγείας(3). Η σύνδεση συνθηκών εργασίας και υγείας έγινε από την περίοδο της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης 1 και ήταν επί της ουσίας η αιτία ανάπτυξης της
επιστήμης της δημόσιας υγείας όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, αλλά και δημιουργίας του κοινωνικού κράτους.
Η ψυχική και συναισθηματική υγεία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της υγείας και ευημερίας των ατόμων και οποιαδήποτε αποσύνδεση των δύο συνιστά στίγμα. Υπολογίζεται ότι 264 εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από κατάθλιψη 2, μια από τις κύριες αιτίες δυσκολίας στη λειτουργικότητα, με πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους να υποφέρουν επίσης από συμπτώματα άγχους. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες κινδύνου για την ψυχική υγεία στο εργασιακό περιβάλλον, οι περισσότεροι από τους οποίους σχετίζονται με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ του είδους της εργασίας, του οργανωτικού και διευθυντικού περιβάλλοντος, των δεξιοτήτων και των ικανοτήτων των εργαζομένων και της υποστήριξης που παρέχεται στους εργαζόμενους για την εκτέλεση της εργασίας τους. Ένα αρνητικό περιβάλλον εργασίας μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα σωματικής αλλά και ψυχικής υγείας, καθώς και σε συμπεριφορές επιβλαβείς για την υγεία, όπως η υπέρμετρη χρήση αλκοόλ3.

Ωστόσο, μία από τις σύγχρονες απειλές για την ψυχική υγεία των εργαζομένων, είναι η έκθεση σε καταστάσεις που ξεπερνούν το φάσμα παρέμβασης σε ατομικό επίπεδο, όπως η κλιματική αλλαγή, η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική κρίση και η συμπίεση των κεκτημένων δικαιωμάτων από ολοένα και πιο αυταρχικά κράτη. Έχει παρατηρηθεί ότι διπλάσιος αριθμός ανθρώπων βιώνουν συναισθηματική δυσφορία στα κράτη με νεοφιλελεύθερες καπιταλιστικές οικονομίες όπου κυριαρχούν οι ανισότητες, σε σύγκριση με πολίτες κρατών που δεν προχώρησαν σε πλήρη απορρύθμιση του κράτους πρόνοιας, τάση που συμπίπτει χρονικά με την έναρξη εφαρμογής αυτών των πολιτικών από τη δεκαετία του 1980 και μετά (4).
Σε αυτή τη σισύφεια καθημερινότητα ήρθε να προστεθεί και η πανδημία η οποία όξυνε τις επιπτώσεις όλων των παραπάνω, επηρεάζοντας παράλληλα τη σωματική και ψυχική υγεία του παγκόσμιου πληθυσμού. Όλο και περισσότερα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι αυξήθηκαν σημαντικά τα προβλήματα ψυχικής υγείας που συνδέονται με αυτή, συμπεριλαμβανομένης της εκτεταμένης κατάθλιψης και του άγχους, ενώ άτομα με προϋπάρχουσες ψυχικές διαταραχές έχουν περισσότερες πιθανότητες νόσησης και θανάτου από COVID-19 και θα πρέπει να θεωρούνται ομάδα κινδύνου κατά τη διάγνωση της λοίμωξης (5), γεγονός που οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο πολυνοσηρότητας. Μόνο για τα πρώτα πανδημικά κύματα αναφέρθηκε παγκοσμίως αύξηση περιπτώσεων μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής κατά 27% και αγχώδους διαταραχής κατά 25%, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να παρατηρούνται σε περιοχές με τα περισσότερα κρούσματα, συνδέοντας την αιτιότητα με το ξέσπασμα της πανδημίας(5). Σύμφωνα με έρευνες4 στην Ελλάδα η πανδημία επηρέασε περισσότερο τις εργαζόμενες, που φαίνεται να εμφάνισαν υψηλότερα ποσοστά άγχους, κατάθλιψης και σωματοποίησής τους από τους άνδρες, γεγονός που συνδέεται με τις κοινωνικές ανισότητες και την επικρατούσα πατριαρχία, όπου οι γυναίκες έχουν τις περισσότερες φορές δυσανάλογα περισσότερες ευθύνες στην εργασία και στην οικογένεια.
Οι κοινωνικές ομάδες που δέχτηκαν τη μεγαλύτερη ψυχολογική πίεση κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν η εργατική τάξη, οι πρόσφυγες, οι άνεργοι, τα στρώματα με χαμηλά εισοδήματα και οι εργαζόμενες και εργαζόμενοι της λεγόμενης «πρώτης γραμμής»: υγειονομικοί, μεταφορείς, υπάλληλοι στα σούπερ μάρκετ, μετέπειτα και εκπαιδευτικοί. Ο αυξημένος κίνδυνος έκθεσης στον ιό στην εργασία
και κατά τη διάρκεια μετακίνησης από και προς αυτή, η ανασφάλεια σχετικά με το μέλλον της εργασίας, οι νέες συνθήκες εργασίας με τις αυξημένες απαιτήσεις και η βίαιη προσαρμογή σε αυτές, όλα είχαν επίπτωση στη ψυχική υγεία των εργαζομένων, που αρκετά συχνά βίωναν και συμπτώματα σωματοποιημένου άγχους ή και άλλων ψυχικών διαταραχών, όπως το όλο και πιο συχνό πλέον burn out. Μέσα σε αυτό το σύμπλεγμα, η προφανής διαχείριση της πανδημίας μέσα από ένα πρίσμα βιοπολοτικής και βιοεξουσίας, διόγκωσε την αίσθηση της ματαιότητας και διάβρωσε την εμπιστοσύνη στην επιστήμη (6). Παράλληλα, αυξήθηκε όλο το φάσμα κοινωνικής επιτήρησης και αστυνόμευσης, ως μέρος της στρατηγικής για την αντιμετώπιση κοινωνικών αντιδράσεων (7), οι συνθήκες εργασίας έγιναν δυσμενέστερες, οι μισθοί μειώθηκαν, οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν, η πίεση που δέχθηκαν τα κοινωνικά στρώματα προκάλεσε κοινωνική ανασφάλεια και ακολούθως έξαρση των ψυχικών και ψυχοσωματικών νοσημάτων, αλλά και αύξηση της βλαβερής για την υγεία συμπεριφοράς, όπως και τα
χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης (8).
Όπως τα μεταδοτικά νοσήματα μεταξύ των συγχρωτισμένων εργαζομένων στις εκβιομηχανισμένες χώρες της Ευρώπης του 19ου αιώνα, έτσι και η πανδημία της COVID-19 ανέδειξε ξανά τη σημασία των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης, καθώς και του ρόλου που οφείλει να έχει η πολιτεία στην προστασία της υγείας. Ακόμα περισσότερο όμως, βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου η ψυχική και συναισθηματική υγεία δεν είναι πλέον στίγμα και αποδεδειγμένα συνδέεται με ένα ευρύτατο φάσμα άλλων νοσημάτων, ενώ αποτελεί τον πυρήνα της ευημερίας ενός πληθυσμού.
Η πανδημία κάποια στιγμή θα θεωρηθεί παρελθόν, το μετατραυματικό στρες όμως θα παραμείνει, όπως και θα παραμείνουν οι νέες συνθήκες εργασίες σε ένα νέο ρεαλισμό όπου η έλευση της επόμενης πανδημίας θα είναι πάντα επικείμενη. Το δικαίωμα των εργαζομένων, λοιπόν, στην προστασία της ψυχικής και συναισθηματικής υγείας είναι αναμφίβολα ένας από τους επόμενους στόχους των συλλογικών προσπαθειών της κοινωνίας μας ώστε να γίνει κεκτημένο.
Στον αντίποδα του νεοφιλελευθερισμού που ενθαρρύνει τον ατομικισμό και την ατομική ευθύνη, οι συλλογικές προσπάθειες αναγνώρισης του δικαιώματος στην προστασία της ψυχικής υγείας των εργαζομένων δρουν συγχρόνως στο παρόν και για το μέλλον. Η ψυχική υγεία είναι κατεξοχήν κοινωνικό ζήτημα και όχι ατομικό ή, όπως πολύ σωστά το έθεσε ο Μαρκ Φίσερ, «πρέπει να αντιστρέψουμε την ιδιωτικοποίηση του άγχους και να αναγνωρίσουμε ότι η ψυχική υγεία είναι πολιτικό ζήτημα» (9).

*****

Σημειώσεις

1.Ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου του Καρλ Μαρξ περιλαμβάνει μεγάλο όγκο ιατρικών αναφορών και καταγραφές εμπειριών των εργαζομένων στη βιομηχανική Αγγλία και για πιο εύκολα αναγνώσματα οι αναγνώστες μπορούν να ανατρέξουν στον Τσαρλς Ντίκενς.

2. https://www.who.int/teams/mental-health-and-substance-use/promotion-prevention/mental-health-in-the-workplace

3. Για τον Ένγκελς, το αλκοόλ ήταν το μέσο διαφυγής της εργατικής τάξης από μια άθλια καθημερινότητα, ενώ ο Σαλβαντόρ Αλιέντε το χαρακτήριζε ως το αναισθητικό των Χιλιανών εργατών.

4. https://www.ey.com/el_gr/workforce/covid19-pos-epireastike-i-psyxiki-ugeia-ton-ergazomenon-stin-ellada

Βιβλιογραφία

1. Rechel B, McKee M. Facets of public health in Europe. Eur Obs Heal Syst Policies Ser [Internet]. 2014;378 pp. Available from: http://www.euro.who.int/fr/publications/abstracts/fac-ets-of-public-health-in-europe%0Ahttp://www.euro.who.int/__data/assets/pdf_file/0003/271074/Facets-of-Public-Health-in-
Europe.pdf

2. Karanikolos M, Mladovsky P, Cylus J, Thomson S, Basu S, Stuckler D, et al. Financial crisis, austerity, and health in Europe. Vol. 381, The Lancet. 2013. p. 1323–31.

3. Dalhlgren G, Whitehead M. Policies and strategies to promote social equity in health. Background document to WHO – Strategy paper for Europe. Inst Futur Stud. 1991;(September 1991):69.

4. James O. Selfish capitalist origins of emotional distress. Psychologist. 2007;

5. WHO. Mental Health and COVID-19 : Early evidence of the pandemic ’ s impact. Vol. 2. Geneva; 2022.

6. Κονδύλης Η, Ταραντίλης Φ, Σερέτης Σ, Μπένος Α. Η επιδημία COVID-19 στην Ελλάδα: Μια κριτική αποτίμηση των πολιτικών αντιμετώπισής της. In: Κονδύλης Η, Μπένος Α, editors. Πανδημία και οι σύγχρονες απειλές στη δημόσια υγεία. Αθήνα: Τόπος; 2021. p. 55–83.

7. Harvey D. A Brief History of Neoliberalism. A Brief History of Neoliberalism. 2005.

8. Engels F, Hobsbawm EJ. The condition of the working class in England : from personal observation and authentic sources. An Academy Victorian classic. 1994.

9. Fisher M. Why mental health is a political issue [Internet]. The Guardian Online. 2012 [cited 2022 Apr 2]. Available from: https://www.theguardian.com/commentisfree/2012/jul/16/mental-health-political-issue

πηγή: αντιτετράδια, τ. 133

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το