Διαδικτυακή «κόντρα» με αφορμή τα σχόλια του Χρήστου Χωμενίδη για τον Θάνο Μικρούτσικο και «την αισθητική του κοινού του» – Απάντηση της Ε. Ακρίτα
Διαδικτυακή διαμάχη ξέσπασε μεταξύ της Έλενας Ακρίτα και του Χρήστου Χωμενίδη, με αφορμή μακροσκελές (και αμφιλεγόμενο) άρθρο του δεύτερου για τον εκλιπόντα καλλιτέχνη και την πρόσληψη του έργου του από το κοινό του.
Μετά από ανάρτηση του συγγραφέα, η Έλενα Ακρίτα σημειώνει:
Ο Χωμενίδης ομοιογενοποιεί το κοινό του Θάνου Μικρούτσικου θεωρώντας το προφανώς είδωλο του ιδίου καθρεφτισμένο σε θολά νερά. Ενδεχομένως αυτός (και η παρέα του) πήγαινε με πούρα, τσερόκι, σινιέ κι όλα αυτά τα μικροαστικά λιγούρικα που περιγράφει.
Όμως, believe it or not, ο κόσμος όλος δεν είναι οι κολλητοί οι δικοί του. Όλοι μας πηγαίναμε στους συνθέτες που αγαπάμε, στις μεγάλες συναυλίες, στις ανθισμένες πίστες των ρεμπετάδικων, στης όπερας τα χρυσοποίκιλτα – άσε που ξέραμε και το μικρό όνομα του Ροσίνι.
Εμείς – όποιους κι αν προσδιορίζει το ‘εμείς’ – και στον Θάνο τρέχαμε και τον Άκη Πάνου αγαπούσαμε και στης Τούμπας τις κερκίδες του Θεού σκαρφαλώναμε. Και στα κρεββάτια ερωτευόμαστε και στα παγκάκια χωρίζαμε. Εμείς που ό,τι αγαπούσαμε, το ακολουθούσαμε. Μέχρις τελικής πτώσεως: δικής μας ή δικής του.
Εμείς αυτό.
Πάμε στο ‘εσείς’Δεν υπάρχει ‘αισθητική Μικρούτσικου’. Όπως δεν υπάρχει αισθητική Ξενάκη ή Αλμπινόνι, Σκαλκώτα ή Βαμβακάρη. Τα πούρα, τα Τσερόκι και τα σινιέ μιας άλλης μορφής ‘αισθητική’ σηματοδοτούν.
Την ‘αισθητική’ (αν μπορούμε να την πούμε ετσι) του χρηματιστηρίου. Της φούσκας. Του Σημιτισμού, του Λυμπερισμού και όλων των -ισμών που ευσυνειδήτως και ενσυνειδήτως διαβρώσανε το μέταλλο αυτής της κοινωνίας. Αυτοί οι -ισμοί που, στην παντοδυναμία τους, έσπρωξαν ένα λαό σε μια χλιδή του κ@@ου, σε καταναλωτικά δάνεια, σε κτήματα γαμήλιων δεξιώσεων με πλαστικές καρέκλες, σε παραλιακές ξαπλώστρες που η τσέπη δεν τις άντεχε.
Ο Χωμενίδης δεν επιτιθεται στον Μικρούτσικο. Ή μάλλον του επιτίθεται τόσο όσο. Επί της ουσίας στο κοινό επιτίθεται, όπως εκείνος το βλέπει: μέσα από το είδωλο του.
Τελειώνω εδώ με την βεβαιότητα ότι το σοφό παιδί θα συμβάλει με ζέση και ενθουσιασμό στους νέους -ισμούς τής υπό διαμόρφωσιν ιδεολογίας του Μπογδανισμού και του Τζημερισμού.
(Στα δικά μου λίγο. Να ευχαριστήσω τον Απόστολο Δοξιάδη – με τον όποιον διαφωνώ στα πάντα σχεδόν – διότι πριν καιρό ένθερμα με υπερασπίστηκε, όταν ο Χωμενίδης μού επιτέθηκε με τρόπο άθλιο και χυδαίο στον προφίλ του πρώτου.)
Υ.Γ. Ποτέ δεν διέγραψα την ανάρτηση μου, ανόητε κύριε. Απλώς την έκανα από δημόσια, για φίλους. Την επανέφερα όμως για να μην ζορίζεστε.
Παραθέτουμε το άρθρο του Χρήστου Χωμενίδη για τον Θάνο Μικρούτσικο:
«Η ΜΟΙΡΑ ΣΟΥ ΕΣΥ ΜΟΝΑΧΟΣ ΕΙΣΑΙ
Μεταμορφώνοντας τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία σε τραγούδια ο Θάνος Μικρούτσικος πέτυχε το πιο σημαντικό. Να φωτίσει, να αναδείξει τον στίχο, ενίοτε να ξεκλειδώσει και κρυφά νοήματά του. Να εξοικειώσει προσέτι τους ακροατές με ένα ιδίωμα ναυτικό, γεμάτο άγνωστες λέξεις. Δεν ήταν εύκολο αυτό, κάθε άλλο. Αφότου ξεκίνησαν παρ’ημίν οι μελοποιήσεις, από τα τέλη των 50’ς με τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και του Θεοδωράκη (το 1926 ο Δημήτρης Μητρόπουλος είχε βάλει μουσική σε δεκατέσσερα ποίηματα του Καβάφη, η εργασία του ωστόσο δεν έφτασε στο πλατύ κοινό), πολλοί συνθέτες αποπειράθηκαν να συνδεθούν με κάποιον ταλαντούχο ποιητή. Κάποιοι είχαν την κατάληξη των πρωτόβγαλτων ταυρομάχων που το θηρίο τούς γκρεμίζει από τη ράχη του και τους ποδοπατάει ανελέητα. Άλλοι -σαν τους κακούς μαγείρους που φλομώνουν τα φαγητά στις σάλτσες- πασάλειψαν τους στίχους με τις νότες τους, τούς κατήντησαν αγνώριστους. Λίγων το αποτέλεσμα στάθηκε ευτυχές. Ανάμεσά τους αναμφίβολα συγκαταλέγεται ο «Σταυρός του Νότου». Και ξαφνικά βρεθήκαμε να τραγουδάμε για το καραντί που θα μάς μπατάρει, για τον πυρετό στους τροπικούς και για του Ρίο τη μαλαφράντζα… Η συγκυρία ήταν απολύτως ευνοϊκή για κάτι τέτοιο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η Ιστορία μας γύριζε σελίδα. Μπαίναμε στην ΕΟΚ (πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ξέφευγαμε -οριστικά έμοιαζε- από τη φτώχεια και την υπανάπτυξη. Η πατρίδα δεν θα έδιωχνε πλέον τα παιδιά της στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές, δεν θα τους έβγαζε φυλλάδιο για να μπαρκάρουν και να στέλνουν εμβάσματα, με τα οποία θα ζούσε η οικογένεια στο νησί. Είχαμε πιά την ψυχική πολυτέλεια όχι απλώς να συμφιλιωθούμε αλλά και να μυθοποιήσουμε τα τραύματα του παρελθόντος. Να κάνουμε τον πόνο άρπα όπως θα’λεγε ο Καρυωτάκης. Εάν η ναυτοσύνη μας υμνήθηκε όπως τής άξιζε, το ίδιο δεν συνέβη με το έπος τής μετανάστευσης. Εκεί μονάχα «Θείες από το Σικάγο» βλέπαμε και πικραμένες «Νύφες». Ίσως τα επιτεύγματα των ομογενών παραήταν εντυπωσιακά για να τα αποδεχθούν οι απόγονοι εκείνων που είχαν μείνει στα χωριά τους – πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε ότι σχεδόν αποσιωπάται πως εκτός από τον Μάικλ Δουκάκη και η Μαρία Κάλλας και ο Ελία Καζάν και ο Νίκος Γκάλης υπήρξαν Ελληνοαμερικάνοι; Ίσως απλώς να μην έχει έρθει ακόμα η ώρα να γραφτεί, να τραγουδηθεί, να κινηματογραφηθεί η ιστορία του παιδιού που ξεριζώθηκε από τον Μοριά, την Ήπειρο, τη Μικρασία και διέπρεψε στην Αμερική ή στην Αυστραλία…
Για να επιστρέψουμε στον Καββαδία και στον Μικρούτσικο, συνέβη το εξής διόλου παράδοξο. Όσο απομακρύνονταν οι Έλληνες από τον γενάρχη τους Οδυσσέα, «τον άντρα τον πολύτροπο», και βούλιαζαν στην τρυφηλή ζωή των διορισμών και των επιδοτήσεων, τόσο μεράκλωναν με τον «Σταυρό του Νότου». Οι σχολές του εμπορικού ναυτικού άδειαζαν από σπουδαστές – «πού να θαλασσοπνίγεται το παιδί; ο βουλευτής μας θα τον βολέψει σε γραφείο με σφραγίδες!». Στις μουσικές όμως σκηνές οι θαμώνες τρέκλιζαν (βοηθούσε και το αλκοόλ) λες κι είχαν μόλις δέσει το καράβι τους. Ο Θάνος Μικρούτσικος βροντούσε το πιάνο φορώντας κασκέτο καπετάνιου και το κοινό μύριζε στα σινιέ του ρούχα το ψαρόλαδο. Όταν πάλι άλλαζε σκοπό και τραγουδούσε «έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη!», οι αποκάτω αφηνίαζαν, έτοιμοι έμοιαζαν να ξεπαρκάρουν τα τσερόκι τους και να πάνε να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Μιλάμε για μαζική παραίσθηση, η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη χρεοκοπία όχι μόνο του κράτους αλλά και της κοινωνίας. Μπαίνοντας στο 2020, ευελπιστούμε ότι χάρη στην κρίση οι Έλληνες έχουν απαλλαγεί, σε ένα σημαντικό βαθμό, από τις αυταπάτες τους. Δεν αναζητούν πλέον επαναστάσεις στα όνειρά τους. Δεν πλαισιώνουν κάθε σημαίας τις ιστούς σαν ιδεώδεις -νωθροί στο μυαλό- υποτακτικοί. Έχουν επιτέλους εμπεδώσει τον άλλο στίχο που μελοποίησε ο Μικρούτσικος απ’το θεατρικό «Φουέντε Οβεχούνα»:
«Η μοίρα σου εσύ μονάχος είσαι. Στα χέρια κανενός μην την αφήνεις.» Ο Θάνος Μικρούτσικος πέθανε στην αγκαλιά των πιο δικών του, κηδεύτηκε πάνδημα με αγάπη και με θαυμασμό. Τα τραγούδια του μένει να βρουν την αληθινή τους σημασία, το γνήσιο νόημά τους. Να λειτουργούν στο εξής όχι σαν παρηγοριές και σαν φαντασιώσεις. Αλλά ως εγερτήρια».
e-prologos.gr