H έκθεση Πισσαρίδη είναι η προσπάθεια μετατροπής ενός από τους βασικούς πυλώνες του κοινωνικού κράτους, αυτού της Παιδείας, σε «μηχανή που θα κινήσει την οικονομία». Με ποσοτικοποιημένα επιχειρήματα -όπως άλλωστε επιτάσσει ο νεοφιλελευθερισμός- και έντονο πολιτικό χρωματισμό οι συντελεστές της έκθεσης συμπύκνωσαν σε 42 σημεία όλα όσα έχουν πολλάκις παρουσιαστεί στο παρελθόν, είτε με τη μορφή ερευνών του εγχώριου Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) είτε με τη μορφή οδηγιών του ΟΟΣΑ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, πολλές από τις οποίες το κυβερνών κόμμα έχει ήδη ενσωματώσει στα κατά καιρούς νομοσχέδια. Ετσι, η εκπαίδευση μετατρέπεται σε «προϊόν» και γονείς και εκπαιδευόμενοι σε «πελάτες».
Η έκθεση Πισσαρίδη για την Παιδεία ως γρανάζι της οικονομίας
Στα αναγγελμένα ή και ψηφισμένα μέτρα είναι η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών, η αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, η αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, το οποίο ξεκίνησε τη διαδικασία από τα βιβλία της Ιστορίας και των Θρησκευτικών (!), οι μεταρρυθμίσεις στην επαγγελματική εκπαίδευση που ωθούν τους μαθητές να εγκαταλείψουν νωρίτερα το σχολείο, η χρηματοδότηση των ΑΕΙ βάσει κριτηρίων, η επαναφορά των Συμβουλίων Ιδρυμάτων αλλά και η ίδρυση ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων με δίδακτρα.
Η έκθεση, ωστόσο, εισάγει ορισμένες νέες παραμέτρους που, εφόσον υιοθετηθούν από την κυβέρνηση, θίγουν τον πυρήνα του δημόσιου αγαθού.
- Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων Με βασικό άξονα το τρίπτυχο αυτονομία-αποκέντρωση-αξιολόγηση προτείνεται η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από την κεντρική διοίκηση στις επιμέρους σχολικές μονάδες και τους διευθυντές. Η έκθεση δεν μπαίνει -τυχαίο άραγε;- στη διαδικασία να εξηγήσει πώς ακριβώς εννοεί την «αυτονομία». Αυτονομία με την έννοια ότι το εκάστοτε σχολείο θα πρέπει να εξασφαλίζει το ίδιο τους πόρους για να λειτουργήσει; Και με ποιον τρόπο θα γίνει αυτό; Με ιδιωτικές χορηγίες και άρα με δουλείες προς τους «ευεργέτες»; Με vouchers, όπως έχει προτείνει ο ΣΕΒ, ή με την περιβόητη «ελεύθερη γονεϊκή επιλογή» που, όπου εφαρμόστηκε, προξένησε σοβαρή βλάβη στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα; Η έκθεση προτείνει επιπλέον την εκχώρηση αρμοδιοτήτων, όπως «η διαχείριση του κύριου και βοηθητικού προσωπικού των σχολικών μονάδων», στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, παραβλέποντας τον κίνδυνο έξαρσης των πελατειακών σχέσεων, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και για το μορφωτικό περιεχόμενο, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε το παράδειγμα των παιδικών σταθμών, η διαχείριση των οποίων πέρασε στους δήμους, οδηγώντας σε αύξηση του κόστους των τροφείων και ελαστικές σχέσεις εργασίας για όσους απασχολούνται στον τομέα.
- Εξοικονόμηση πόρων. Η προσπάθεια υποβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης γίνεται ξεκάθαρη σε επόμενο σημείο της έκθεσης, σύμφωνα με την οποία «υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για εξοικονόμηση πόρων» από τις δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση, οι οποίες κατά τ’ άλλα χρειάζεται να αυξηθούν (προφανώς από ιδιώτες «χορηγούς), ενώ η κυνική ομολογία για την ανάγκη «προώθησης συγχωνεύσεων σχολείων» φέρνει αναπόφευκτα στο μυαλό την καταστροφική περίοδο του 2012-2014.
- Επέκταση της «Τράπεζας Θεμάτων» Με όχημα τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις χαμηλές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών σε σύγκριση με αυτούς άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η έκθεση προτείνει την επέκταση της «Τράπεζας Θεμάτων» σε όλες τις τάξεις «για τη διασφάλιση της συγκρισιμότητας των μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο και διαχρονικά». Γιατί, αν δεν είναι σκοπός της εκπαιδευτικής διαδικασίας η συλλογή μεταδεδομένων, τότε τι είναι; Φυσικά οι ειδήμονες αποσιωπούν την ισοπεδωτική προσέγγιση του συστήματος PISA, το οποίο λόγω της παγκόσμιας εμβέλειάς του παρακάμπτει τα σχολικά προγράμματα που εφαρμόζονται κατά τόπους και φυσικά τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν στις χώρες που συμμετέχουν στον διαγωνισμό.
- Συγχωνεύσεις στην Τριτοβάθμια. Η επιτροπή Πισσαρίδη προτείνει επίσης ανασχεδιασμό του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ξανά με συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων της περιφέρειας, δημιουργία μεγάλων πανεπιστημιακών μονάδων, τονίζει την ανάγκη αναμόρφωσης των προγραμμάτων σπουδών βάσει των αναγκών της αγοράς εργασίας, ενώ στο όνομα της ευελιξίας επιχειρεί να εισαγάγει εξατομικευμένα προγράμματα σπουδών. Δηλαδή, τα Πανεπιστήμια, από χώροι προαγωγής της έρευνας και ώσμωσης ιδεών μετατρέπονται σε παρακολούθημα της ελεύθερης αγοράς και της οικονομίας, που σε συνδυασμό με την υλοποίηση προγραμμάτων διά βίου μάθησης -πάντα σε συνεργασία με την επιχειρηματική κοινότητα- θα δίνουν πτυχία χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, ωθώντας τους αποφοίτους σε ένα αέναο κυνήγι προσόντων και δεξιοτήτων. Χαρακτηριστικά, προτείνεται η αναμόρφωση της αρχικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, με έναν δεύτερο κύκλο σπουδών που να καταλήγει σε αναβαθμισμένο πιστοποιητικό παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας.
- Δάνεια σπουδών. Στην έκθεση υποστηρίζεται ότι είναι αναγκαίος ο εξορθολογισμός των δαπανών τής -σχεδόν ανύπαρκτης- φοιτητικής μέριμνας, αναφέροντας ανερυθρίαστα ότι προς αυτήν την κατεύθυνση «μπορεί να συμβάλει η εισαγωγή μηχανισμού άτοκων δανείων, με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής, για την κάλυψη του κόστους διαβίωσης στη διάρκεια των σπουδών». Ωστόσο, δεν μας λέει ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εφαρμόζεται κατά κόρον το σύστημα αυτό, το χρέος των σπουδαστικών δανείων ανέρχεται σε 1,56 τρισ. δολάρια και αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο ιδιωτικό χρέος των ΗΠΑ ύστερα από αυτό των στεγαστικών δανείων.
- Αντικίνητρο για τη μη έγκαιρη αποφοίτηση. Και επειδή έχουμε μπει για τα καλά πλέον στις οικονομικές πτυχές της έκθεσης, η οποία άλλωστε υπάγεται στο «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία», δεν θα μπορούσαν να λείπουν από αυτήν οι όροι «κίνητρα και αντικίνητρα για την έγκαιρη ολοκλήρωση των σπουδών». Ως αντικίνητρο, φυσικά, προτείνεται η εισαγωγή τέλους επανεγγραφής (διδάκτρων) για όσους παρατείνουν τις σπουδές τους πέραν του προβλεπόμενου χρόνου ολοκλήρωσής τους.
Οι παραπάνω προτάσεις δεν ξενίζουν, με την έννοια ότι είναι σε απόλυτη αρμονία με την πολιτική που ήδη εφαρμόζει η Νέα Δημοκρατία, η οποία ακολουθεί πιστά τα προτάγματα των μεγάλων επιχειρηματικών κέντρων. Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να προκαλεί αγανάκτηση η κυνική προσπάθεια μετατροπής του αγαθού της Παιδείας σε πεδίο δραστηριοποίησης ιδιωτικών συμφερόντων και η υποταγή της γνώσης και της επιστήμης στις ανάγκες της αγοράς. Ε, λοιπόν, όχι! Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι συντελεστές της έκθεσης, δεν μπαίνουν όλα στο ζύγι!
Διαλεκτή Αγγελή – efsyn.gr
e-prologos.gr