Γενικά ζούμε με προσχήματα, τζάμπα μαγκιά και δυο τρύπες, μια στη θέση της μνήμης κι άλλη μια στη θέση της αξιοπρέπειας.
Το 1922 που ήρθαν εδώ οι ομοαίματοι κυνηγημένοι και οι ελληναράδες του τότε τους πήραν τα χρυσά δόντια για ένα καρβέλι ψωμί, σφράγιζαν τις πόρτες για να μη βλέπουν τους «Τουρκόσπορους και τις παστρικές» και ξαμολύθηκαν ως νταβατζήδες στο λιμάνι του Πειραιά για να βγάλουν στο κλαρί τις ορφανές και πεινασμένες Σμυρνιές, η Αγιά Σοφιά ήταν τζαμί. Αυτό δεν προκάλεσε ούτε συμπόνοια ούτε αλληλεγγύη για τους κυνηγημένους.
Όταν 8000 Πόντιοι κακοθανατίστηκαν, από πείνα, δίψα και εγκατάλειψη στη Μακρόνησο, τότε λοιμοκαθαρτήριο και μετά τόπος εξορίας και “αναμόρφωσης”, κανένας καλός χριστιανός πατριώτης, δεν πήρε το καΐκι του, να πάει απέναντι στο ξερονήσι λίγο ψωμί, λίγο νερό. Πήγαιναν, πουλώντας μια στάμνα, με αντίτιμο ό,τι κουβαλούσε στη μέσα ραμμένη τσέπη ένας πατέρας και ό,τι προσπαθούσε να κρύψει απ’ το μπούστο της μια γυναίκα.
Τι να πει κανείς για πιο πριν, όταν σαρώθηκαν τ’ αρχαία μάρμαρα και οι ναοί των παλιών θεών, σκάφτηκαν ως τα θεμέλια για να γίνουν τα σώματά τους φερτά υλικά για ιδιωτικά μέγαρα και τόπους λατρείας του νέου θεού και τα αγάλματα των παλιών θεών και οι μετώπες, ιδιωτικές συλλογές και τζαμασίρια των αρχαιοκάπηλων.
Κι ας μην πούμε λέξη για το ότι είμαστε η μόνη πρωτεύουσα χωρίς τζαμί, με ό,τι σημαίνει αυτό σε θρησκευτική ανεκτικότητα, 17 αιώνες μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων περί Ανεξιθρησκείας.
Λέει η Κατερίνα, «…Ένας λαός που βρίζει έναν άλλο λαό με τόσο μένος επειδή έχει έναν Ερντογάν για κυβερνήτη, θα έπρεπε πρώτ’ απ’ όλα να φτύνει στον καθρέφτη του για τους κυβερνήτες που ο ίδιος επέλεξε μέχρι και σήμερα που δεν άφησαν τίποτα όρθιο, πουλώντας την ακίνητη περιουσία της χώρας σε ξένους κάθε λογής, ακόμη και Τούρκους»
Λέει ο Γιάννης, «…Ενός λεπτού σκασμός της πρέπει της κυβέρνησης αυτής που την πήρε ο πόνος για την Αγια Σοφια αλλά ξεπουλάει την βυζαντινή γειτονιά της Βενιζέλου όσο – όσο στα ιδιωτικά συμφέροντα. Δεν προκαλεί πια εντύπωση η υποκρισία, μόνιμο χαρακτηριστικό όσων ασελγούν στις λέξεις πατρίδα και θρησκεία.»
Ο Σουλεϊμάν ο Μικροπρεπής ψάχνει ένα πρόσχημα θρησκευτικής έξαρσης και εθνικής ομοψυχίας, κάτω από την ημισέληνο, σε μια εποχή γονατισμένης οικονομίας και πολλών βρώμικων μετώπων από το Ιρακ ως τη Λιβύη κι απ τη Συρία ως το Καστελλόριζο.
Ο Κούλης, της κληρονομικής συνομοταξίας, παίζει βολικά με το ίδιο πρόσχημα θρησκευτικής έξαρσης και εθνικής ομοψυχίας, σε μια εποχή τσακισμένης οικονομίας άγριας καταστολής και πολλών ξεπουλημάτων.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr