Γράφει η Χριστίνα Κωστούλα*
Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η σύγχρονη εκπαίδευση είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική και οικονομική ηγεμονία. Η ηγεμονία αυτή εκθειάζει τις καπιταλιστικές σχέσεις ως κυρίαρχη ιδεολογία και διασφαλίζει τη διείσδυσή τους σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής. Οι κοινωνικές σχέσεις υπό τον καπιταλισμό, ιδιαίτερα κατά την αγγλοσαξωνική του εκδοχή, χαρακτηρίζονται από τον ατομικισμό, τον μη παρεμβατισμό και την έλλειψη ελέγχου εκ μέρους ενός «ευέλικτου» δηλαδή απορρυθμισμένου κράτους, με μηδαμινή ευθύνη απέναντι στους πολίτες, με αδύναμα συνδικάτα και ένα ασύδοτο χρηματοπιστωτικό σύστημα που βασίζεται στην αγορά και το βραχυπρόθεσμο κέρδος. Το κέρδος, που είναι και ο σκοπός του καπιταλισμού, βασίζεται στην κοινωνική ανισότητα, την εκμετάλλευση και την φτωχοποίηση της εργατικής τάξης, την οποία από νωρίς και μέσα από τη σχολική εμπειρία, τη στοχοποιεί ως προβληματική και την αποδυναμώνει για να την υποτάξει.
Η επιτυχία του σύγχρονου καπιταλισμού δεν έγκειται μόνο στην οικονομική του βάση, αλλά και στο πόσο ανενόχλητα καταφέρνει να κυριαρχεί κοινωνικά, θεσμικά και να διαμορφώνει τα άτομα σε προσωπικό επίπεδο, μέσω της εκπαίδευσης. Μέσω του νεοφιλελεύθερου μοντέλου εκπαίδευσης, ο καπιταλισμός παίρνει τη μορφή μιας προσωπικής προσπάθειας, μιας ατομικής ανάγκη προς επίτευξη. Ο στόχος του κέρδους εσωτερικοποιείται ως σύνολο διατάξεων και ενσαρκώνεται από τον εκπαιδευτικό και τους μαθητές. Το καπιταλιστικό σχολείο, μαθαίνει στο άτομο να κυνηγά ως αυτοσκοπό, τη συμμόρφωσή του με τους κανόνες της πιο βάρβαρα ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας, του διδάσκει επίσης πως έχει ο ίδιος την ευθύνη για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του, και πως είναι καθήκον του ίδιου του ατόμου να κοινωνικοποιηθεί, με τρόπο που διασφαλίζει την ιδεολογική και επαγγελματική του ένταξη και συμμετοχή στον καπιταλισμό. Σε αυτήν την υποκειμενική επιλογή, κανείς δεν χρειάζεται να λογοδοτεί για το αντικειμενικό πολιτικό σύστημα που αρχικά δημιούργησε την ανάγκη ανταγωνισμού.
Αποτελεί ιστορικό γεγονός ότι την ταφόπλακα στην κοινωνική κατάκτηση της δημόσιας εκπαίδευσης στη Βρετανία, όπου ζω και διδάσκω τα τελευταία 18 χρόνια, και την ταμπέλα Προς Πώλησιν την έβαλαν οι Εργατικοί του Τρίτου Δρόμου του Τόνι Μπλερ, σε αγαστή συνεργασία με τους Συντηρητικούς και το νεοφιλελεύθερο δόγμα τους, που δίνει την εσφαλμένη εντύπωση μιας ομοιογενούς και συναινετικής κοινωνίας ευκαιριών, στην οποία «η ανισότητα και η φτώχεια αντιμετωπίζονται σαν παθολογικές εξαιρέσεις αντί για ενδημικά στοιχεία του συστήματος» (Levitas, 1998, σελ. 7).
Τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια που ψηφίστηκαν την περιόδο 2006-2010 υπήρξαν τα πιο αμφιλεγόμενα ακόμη και για τους αστικούς κύκλους, αφού με περισσή βαρβαρότητα προώθησαν μεταρρυθμίσεις που υπονόμευαν πλήρως τη λειτουργία του δημόσιου σχολείου. Πέτυχαν την εκχώρηση των σχολικών υπηρεσιών στα χέρια καπιταλιστών, μεταφέροντάς τες από την αρμοδιότητα των δήμων και αναθέτοντάς τες στην ασυδοσία της αγοράς και του ανταγωνισμού μεταξύ επίδοξων παρόχων του ιδιωτικού τομέα. Σε αυτό το πλαίσιο, το σχολείο έγινε εργαλείο «για την ιδεολογική πάλη ανάμεσα σε ομάδες που επιτίθενται σε άλλες ομάδες για να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους παιδαγωγική νομιμότητα και μονοπώλιο τρόπων επιβολής των συμφερόντων τους» (Bourdieu and Passeron, 1977, σελ.16).
Σκοπός αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν η δημιουργία ενός νέου τύπου κορπορατιστικού σχολείου, και η διάκριση ανάμεσα σε σχολεία που ξεπουλιούνται επιτυχώς και παίρνουν την μορφή τραστ. Η «επιτυχία» μεταφράζεται σε διευθυντές «μάνατζερ» που έχουν μεγαλύτερο έλεγχο στη διαχείριση των οικονομικών του σχολικού προϋπολογισμού, αυξημένη εξουσία πάνω στο διδακτικό προσωπικό και την πρόσληψη ή απόλυσή του.
Δημόσια σχολεία που εμφάνιζαν προβλήματα στα ταμεία τους ή στην επίδοση καθηγητών στην αξιολόγησή τους και μαθητών στα αποτελέσματα εξετάσεων, άρχισαν να στιγματίζονται ως αποτυχημένα, να μπαίνουν σε ένα πρόγραμμα συγχώνευσης με άλλα δημοτικά και γυμνάσια και να απαρτίζουν τις λεγόμενες «ακαδημίες» (academies).
Οι ακαδημίες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Βρετανίας αποτελούν σήμερα ένα παγιωμένο μοντέλο σχολείου που χρηματοδοτείται από επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν τη «σωτηρία» του. Τα σχολεία αυτά του ύστερου αγγλοσαξωνικού καπιταλισμού, που θέλουν να επιβάλουν και στη μνημονιακή Ελλάδα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά επιχειρήσεις που συνάπτουν εταιρικές σχέσεις με τοπικές εταιρείες, πολλές φορές θυγατρικές του ομίλου επιχειρήσεων που τα ανέλαβε αρχικά, οι οποίες παρουσιάζονται ως φιλανθρωπικά ιδρύματα (charities), αλλά και με πανεπιστήμια που λειτουργούν ομοίως ως επιχειρήσεις, με σκοπό την αποτελεσματική διαχείριση που αποφέρει κέρδος στη διοίκηση.
Το χρύσωμα του χαπιού των μεταρρυθμίσεων ανέλαβε το τέχνασμα του μάρκετινγκ που ονομάζεται «αυτονομία και ανεξαρτησία»: “Ο στόχος είναι να ενθαρρυνθούν όλα τα σχολεία να αποκτήσουν την δική τους κουλτούρα και ταυτότητα και, με τη βοήθεια εξωτερικών συνεργατών, να δημιουργήσουν ένα ισχυρότερο εκπαιδευτικό ήθος για τη βελτίωση των επιδόσεων” (Σχέδιο μεταρρύθμισης της εκπαίδευσης του Μπλερ, 14 Μαρτίου 2006). Ο παιδαγωγικός στόχος αυτών των αυτόνομων από τον κρατικό έλεγχο σχολείων συνίσταται στην ευρεία διάδοση εμπορεύσιμων δεξιοτήτων, επιτρέποντας παράλληλα σε μια ανταγωνιστική και επιλεκτική αγορά να είναι “ο τελικός διαιτητής της αξίας αυτών των δεξιοτήτων” (Driver and Martell, 2002, σελ. 197).
Με αυτόν τον τρόπο επιτεύχθηκε η ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, παρ’ όλες τις έντονες αντιδράσεις των πολιτών που είχαν ήδη δει τις καταστροφικές συνέπειες της αποκρατικοποίησης των σιδηροδρόμων και υπέφεραν από τα ατυχήματα που ακολούθησαν. Οι ιδιωτικοποιήσεις επιβλήθηκαν παρά την κατακραυγή για τη μειωμένη ασφάλεια του κοινού και την ανεπαρκή επίδοση άλλων υπηρεσιών που πουλήθηκαν σε ιδιωτικά συμφέροντα, όπως βιβλιοθήκες, μουσεία και τελικώς νοσοκομεία και το σύστημα υγείας.
Οι ακαδημίες, αλλά και όλα τα υπόλοιπα σχολεία, ανταγωνίζονται σήμερα το ένα το άλλο και ανάλογα με την αξιολόγησή τους διακρίνονται και λαμβάνουν ιδιωτική χρηματοδότηση, με τα ηττημένα σχολεία να κλείνουν, τους εκπαιδευτικούς να χάνουν τις δουλειές τους και τους μαθητές να μεταφέρονται σε άλλα σχολεία με υπεράριθμες τάξεις. Η καπιταλιστική λογική διατείνεται ότι αυτές οι καινοτομίες έχουν βελτιώσει τα στάνταρντ κι έχουν «ανεβάσει τον πήχη», γιατί κατά τους μάνατζερ, τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί δεν είχαν μάθει να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό πριν, όπως το κάνουν τώρα που απειλούνται με κλείσιμο και απόλυση!
Ό,τι και να λένε οι μάνατζερ όμως, οι επιδόσεις δεν βελτιώνονται μέσω του ανταγωνισμού μεταξύ σχολείων, αλλά μέσω αυξήσεων στη χρηματοδότησή τους και με τη βοήθεια μελετημένης δημόσιας δαπάνης και κρατικών κονδυλίων.
Εάν τα αποτελέσματα δεν είναι ικανοποιητικά (και δυστυχώς δεν είναι, αφού μόνο το 44% των παιδιών λαμβάνει υψηλούς βαθμούς στις εξετάσεις, τα λεγόμενα GCSE που περιλαμβάνουν Μαθηματικά και Αγγλικά), είναι γιατί οι δαπάνες για την παιδεία δεν είναι αυτές που θα έπρεπε να είναι. Διαδοχικοί υπουργοί οικονομικών υπόσχονται εδώ και χρόνια την αύξηση των κονδυλίων για τους μαθητές δημόσιων σχολείων στο ίδιο επίπεδο που δαπανάται σε ιδιωτικά σχολεία. Το ζήτημα είναι ότι οι μαθητές ιδιωτικών σχολείων είναι παιδιά της μεσαίας αστικής τάξης, με καλή υποστήριξη στο σπίτι, με γονείς που μπορούν να τα βοηθήσουν με τις εργασίες τους, που μπορούν να αγοράσουν βοηθήματα και μάλιστα να διδαχθούν επιπλέον μέσω ιδιαίτερων, αν χρειαστεί. Δεν είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ μαθητών ο παράγων που σπρώχνει προς την επιτυχία, αλλά η προσπάθεια και η αφοσίωση των Βρετανών, όπως και των Ελλήνων εκπαιδευτικών που τόσο βάλλονται και κατηγορούνται, που επιτρέπει σε πολλά παιδιά της εργατικής τάξης να εξασφαλίζουν καλά αποτελέσματα, παρά τη χαμηλή χρηματοδότηση και τις αντιξοότητες της κρίσης.
Εάν οι αστικές κυβερνήσεις δείχνουν τόσο ενδιαφέρον για τη βελτίωση των στάνταρ και την ποιότητα των εγκαταστάσεων στα κρατικά σχολεία είναι γιατί θέλουν να εξασφαλίσουν στους ημέτερους τους του ιδιωτικού τομέα (εργολάβους, κατασκευαστικές εταιρείες και εταιρείες κέτερινγκ) ελκυστικές επενδύσεις και κέρδη στο μέλλον. Οι κυβερνήσεις δεν δείχνουν όμως τον ίδιο ζήλο για τα παιδιά της εργατικής τάξης που υποφέρουν όταν μειώνονται οι δαπάνες για την εκπαίδευση, επειδή κατά μέσο όρο δεν έχουν τις ίδιες διευκολύνσεις στο σπίτι που έχουν τα παιδιά εύπορων οικογενειών. Αυτός είναι ο λόγος που το χάσμα στις επιδόσεις μεταξύ εργατικών και μεσαίων τάξεων διευρύνεται όταν η σχολική χρηματοδότηση μειώνεται.
Με επαρκή χρηματοδότηση, το ίδιο σχολείο που στιγματίζεται ως αποτυχημένο θα ήταν σε θέση να παρέχει την υποστήριξη που χρειάζονται όλα τα παιδιά. Χωρίς στήριξη από το κράτος όμως, έχουμε από την μία τα παιδιά της μεσαίας τάξης να εξαρτώνται από τη βοήθεια των γονιών τους, και από την άλλη τα παιδιά της εργατικής τάξης να πασχίζουν μόνα τους σε σχολεία με προβλήματα. Οικογένειες μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων μπορούν και να επιλέξουν ιδιωτικά σχολεία, τα δίδακτρα των οποίων πληρώνουν υποθηκεύοντας τις περιουσίες τους, ενώ οι φτωχές οικογένειες δεν έχουν επιλογή.
Το καπιταλιστικό μοντέλο προσπαθεί να μας πείσει ότι η θεραπεία έγκειται στο να καταστούν οι επιτυχημένες ακαδημίες διαθέσιμες σε παιδιά από οικογένειες χαμηλών εισοδημάτων, μας αποκρύβει όμως το γεγονός ότι τα σχολεία που κρίνονται ως επιτυχημένα επιτυγχάνουν επειδή έχουν ήδη ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών μεσαίας τάξης, τα οποία, με εκτεταμένη στήριξη από το σπίτι, παίρνουν καλούς βαθμούς και έτσι εξασφαλίζουν στο σχολείο πόντους και ξενοδοχειακού τύπου «αστέρια» για καλό σέρβις και μπόνους για τους διευθυντές τους. Αντιθέτως, μεγάλα ποσοστά μαθητών που προέρχονται από οικογένειες χαμηλών εισοδημάτων συγκεντρώνονται σε σχολεία που χρειάζονται στήριξη και όχι στιγματισμό και κλείσιμο. Δυστυχώς, οι προσπάθειες αυτών των μαθητών δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν χωρίς τα μέσα που θα παρείχε μια κατάλληλη χρηματοδότηση, μέσα όπως η παρουσία βοηθών δασκάλων (teaching assistants) που να δίνουν επιπλέον στήριξη σε μαθητές με κενά ή μαθησιακές δυσκολίες.
Αν δεν υπήρχε αυτή η υποχρηματοδότηση και η εξαναγκαστική μετατροπή σχολείων σε ακαδημίες, οι εκπαιδευτικοί των δημόσιων σχολείων της Βρετανίας θα ήταν απολύτως σε θέση όχι μόνο να προσφέρουν αξιοπρεπή εκπαίδευση σε όλους τους μαθητές, αλλά και να προσφέρουν ποικιλία και επιλογές. Γίνεται συχνά λόγος και κριτική για την ποιότητα της παιδείας στα δημόσια Αγγλικά σχολεία που κατηγορούνται ότι προσφέρουν ένα βαρετό και τυποποιημένο προϊόν ως μάθηση. Η τυποποίηση όμως οφείλεται στην υποχρηματοδότηση, που έχει αναγκάσει τα σχολεία να αποσύρουν τη δυνατότητα επιλογής στο πρόγραμμα σπουδών, προκειμένου να επικεντρωθούν σε βασικά μαθήματα (Μαθηματικά, Αγγλικά) που αποτελούν προτεραιότητα της κυβερνητικής πολιτικής και εξασφαλίζουν πόντους στη βαθμολόγηση και προβάδισμα στην ιεραρχία των σχολείων, σε αντίθεση με τα λεγόμενα soft sybjects, όπως η Μουσική και τα Καλλιτεχνικά.
Αν κανείς αναλύσει προσεκτικά το περιεχόμενο των επιθέσεων που αναπαράγονται στα αστικά ΜΜΕ εις βάρος των δημόσιων σχολείων και των εργαζομένων σε αυτά, συνειδητοποιεί ότι, πέρα από ένα αφηρημένο αίτημα για καλύτερες ευκαιρίες, στην πραγματικότητα ο σκοπός τέτοιων επιθέσεων είναι να θεωρηθούν τα δημόσια σχολεία τελειωμένες υποθέσεις και να προετοιμαστεί το έδαφος για τη δημιουργία σχολείων για προνομιούχους που προτιμούνται ως πελατειακή βάση εις βάρος των φτωχών.
Η πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στο αγγλοσαξωνικό σύστημα είναι μια απόλυτα άνιση κατάσταση, κατάφωρα άδικη προς την εργατική τάξη, αφού έχει εγκαθιδρύσει ένα σύστημα δύο ταχυτήτων, με τα καλύτερα σχολεία να προσελκύουν τους καλύτερους μαθητές και τα υπόλοιπα να παλεύουν για τα αυτονόητα. Το εκπαιδευτικό σύστημα έχει χειραγωγηθεί σε τέτοιο βαθμό, που έχει γίνει ένας μηχανισμός ταξινόμησης και διαλογής ατόμων μέσω του χαρακτηρισμού τους ως ικανά ή ανίκανα, με κριτήριο το κατά πόσο μπορούν να καλλιεργούν από μόνα τους εκείνες τις ικανότητες που ταιριάζουν στον καπιταλισμό.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε το πόσο εσωτερικεύεται και βλάπτει ψυχολογικά και πρακτικά τούς λιγότερο δυνατούς μαθητές –δηλαδή τα παιδιά εκείνα των οποίων η πρόοδος έχει ανασταλεί επειδή δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν δυσκολίες και κενά στο παρελθόν και τώρα χρειάζονται περισσότερη εκπαιδευτική υποστήριξη– το να βλέπουν να υποβιβάζεται το σχολείο τους στην κατηγορία των “χειρότερων” και αποτυχημένων σχολείων. Το να υποβιβάζεται η προσπάθεια των δασκάλων και των μαθητών με αυτόν τον τρόπο οδηγεί τα περισσότερα παιδιά στο να μην ξεπερνούν ποτέ αυτήν την κατηγοριοποίηση και τις αδυναμίες τους. Πολλές φορές ένα ποσοστό αυτών των παιδιών βρίσκει διέξοδο για την απογοήτευσή του στην αντικοινωνική συμπεριφορά που αυτό τα περιθωριοποιεί περαιτέρω. Φυσικά, κανείς δεν ρίχνει την ευθύνη στα παιδιά της μεσαίας τάξης που είναι καλοί μαθητές. Θα συνεχίσουν να πηγαίνουν καλά στα μαθήματά τους –και μάλιστα θα πήγαιναν ακόμα καλύτερα– σε ένα σύστημα που χρηματοδοτείται από το κράτος, με τον κατάλληλο τρόπο, με υπευθυνότητα και λογοδοσία.
Είναι καθήκον μας να αντιταχθούμε σε αυτού του είδους τη νεοφιλελεύθερη εκπαίδευση, κυρίως για τα παιδιά της εργατικής τάξης που παραμελούνται στο όνομα της παροχής στους προνομιούχους και τους ιδιώτες.
Οι αστικές κυβερνήσεις φυσικά μας διαβεβαιώνουν ότι οι χρηματοδότες δεν αποκομίζουν κέρδη από αυτή την ενασχόληση με τα κοινά, αλλά δρουν από καθαρό αλτρουισμό. Οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις όμως δεν πρόκειται ποτέ να διαθέσουν εκατομμύρια λίρες στο σχολείο της γειτονιάς χωρίς να περιμένουν κάποια επιστροφή. Εάν σχηματίζουν ουρές στο γραφείο του Πρωθυπουργού για να δηλώσουν ενδιαφέρον, είναι μονάχα γιατί επιδιώκουν απροκάλυπτα επενδύσεις με μέγιστο κέρδος και θεωρούν δικαίωμά τους την κερδοσκοπία. Όσοι είναι σε θέση να διαθέσουν μόλις 2 εκατομμύρια λίρες μπορούν να καθορίσουν το «ήθος» και την «κουλτούρα» ενός σχολείου. Έχουμε λοιπόν στην Αγγλία σήμερα σχολείο χρηματοδοτούμενο από πολυεθνική εταιρεία όπως η Cadbury, η οποία συμμετέχει σε εκπαιδευτικό τραστ. Για να προσελκύσουν επενδυτές στο σχολείο υπό την κηδεμονία τους, οι εταιρείες μπορούν ακόμα και να βάλουν το λογότυπό τους σε σχολικές ποδιές, όπως κάνουν και στους συλλόγους ποδοσφαίρου που επιχορηγούν. Η Βρετανική κοινωνία έχει επινοήσει τον όρο ΜcSchools (εκ της αλυσίδας Μακ Ντοναλντς) για να περιγράψει το συγκεκριμένο φαινόμενο εμπορευματοποίησης του σχολείου!
Εκτός από το κεφάλαιο έχουμε και θρησκευτικές οργανώσεις που απαρτίζουν και χρηματοδοτούν σχολικά τραστ, με αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των θρησκευτικών σχολείων που έχουν το ελεύθερο να διδάσκουν ακόμη και αντιδραστικές αρχές. Ο εξίσου με αυτά τα ιδρύματα αντιδραστικός Βρετανικός τύπος διαμαρτύρεται διαρκώς για τις μουσουλμανικές σχολές και τη θρησκευτική προπαγάνδα που καθίσταται διά νόμου δυνατό να διδάσκεται σε τέτοια σχολεία.
Για χάρη της πολυπολιτισμικότητας και της παγκοσμιοποίησης, το Βρετανικό εκπαιδευτικό τοπίο διαθέτει και χριστιανούς φονταμενταλιστές που διδάσκουν απρόσκοπτα την αλήθεια της Βίβλου και μαθαίνουν στα παιδιά να αντιτάσσονται στη θεωρία του Δαρβίνου. Η εδραίωση τέτοιων σχολείων εμποδίζει την ενσωμάτωση των παιδιών μεταναστών στην ευρύτερη κοινότητα και αυτό έχει εντείνει τις προκαταλήψεις και το διαχωρισμό, λόγω και της άγνοιας που επικρατεί πολλές φορές σε μέλη της βρετανικής κοινωνίας ως προς τις θρησκευτικές πρακτικές και τους πολιτισμούς προέλευσής τους.
Το πιο ισχυρό φονταμενταλιστικό δόγμα όμως είναι αυτό της ελεύθερης αγοράς και μάλιστα ο συνδυασμός του με τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Μεγάλης Βρετανίας, που προσφέρει στο διεθνές κεφάλαιο ευκαιρίες εντατικοποίησης της απομύζησης του ανθρώπινου δυναμικού που αναζητά εργασία εκεί, εκδιωγμένο καθώς είναι από τις κατεστραμμένες οικονομικά χώρες του. Με το επίσημο κρατικό και ψηφισμένο από την βουλή άνοιγμα στην κερδοσκοπία, οτιδήποτε κρίνεται «νόμιμο» μπροστά στο κέρδος.
Οι τάξεις μπορούν να μειωθούν κατά βούληση, οι μαθητές που ενοχλούν και αφαιρούν πόντους από την αξιολόγηση των σχολείων λόγω απουσιών τους π.χ, αποβάλλονται εύκολα, (μην ξεχνάμε ότι στην Αμερική τα σχολεία αναθέτουν σε ιδιωτικές εταιρείες σεκιούριτι την πειθάρχηση των μαθητών τους), οι σχολικές ώρες μειώνονται, έτσι ώστε να χωρούν σε διπλή βάρδια για τους δασκάλους, οι οποίοι δουλεύουν πάνω από 60 ώρες την εβδομάδα και δυστυχώς εγκαταλείπουν το επάγγελμα μαζικά, λόγω εξάντλησης και απογοήτευσης.
Υπάρχουν ήδη αποδείξεις ότι οι ιδιωτικοποιημένες «ακαδημίες» προσπαθούν να διατηρήσουν το επίπεδό τους με την απομάκρυνση των «δύσκολων» παιδιών, τα οποία στη συνέχεια επιρρίπτονται στην ευθύνη των δήμων που με την σειρά τους τα τοποθετούν σε σχολεία που δεν διαθέτουν τους πόρους για να τα στηρίξουν. Εν ολίγοις, αντί να αλλάξουν το σχολείο αλλάζουν τα παιδιά! Τα παιδιά που είναι πιθανό να μειώσουν την επίδοση του σχολείου που εξασφαλίζει σπόνσορες είναι ανεπιθύμητα!
Η αστική τάξη είναι σήμερα πιο φειδωλή από ποτέ στην εκπαίδευση που είναι πρόθυμη να προσφέρει στις μεγάλες μάζες των ανθρώπων: όχι μόνο το κόστος παροχής εκπαίδευσης απειλεί τα κέρδη της, αλλά η εκπαίδευση μπορεί να είναι ένα ισχυρό όπλο της εργατικής τάξης στον αγώνα της κατά του κεφαλαίου. Επομένως, το μεγάλο κεφάλαιο θα προτιμούσε η εκπαίδευση να μην εξαπλώνεται πέρα από μια μειονότητα την οποία μπορεί να εξαγοράσει, προσφέροντάς της μια ζωή ελάχιστων προνομίων σε αντάλλαγμα της συναίνεσής της στην καπιταλιστική ανισότητα και την εκμετάλλευση άλλων τάξεων. Από την άλλη μεριά, ο καπιταλισμός χρειάζεται όλο και περισσότερους εργάτες που να έχουν φθάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο εκπαίδευσης, ώστε να μπορούν να επιτελούν τα σύνθετα καθήκοντα που απαιτεί η σύγχρονη τεχνολογική εποχή και να μπορούν να αποκτούν διαρκώς και εν ριπή οφθαλμού τις απαιτούμενες νέες δεξιότητες. Η λύση του καπιταλισμού είναι να παρέχει εκπαίδευση, αλλά όχι για πάρα πολλούς, κυρίως διανέμοντας άνισα κάποιες εμπορεύσιμες ικανότητες, που επιτρέπουν σε κάποιους να γίνονται πιο ισχυροί από τους άλλους.
Το δυσοίωνο μήνυμα που στέλνει αυτή η «προηγμένη» καπιταλιστική μορφή εκπαίδευσης στους Έλληνες εκπαιδευτικούς, δεδομένου ότι στην Ελλάδα αυτήν την στιγμή εισάγεται η πιο βάναυση εκδοχή αυτού του μοντέλου ξεπουλήματος, είναι ένα: θα πρέπει όλοι οι εκπαιδευτικοί φορείς και εργαζόμενοι, δάσκαλοι και μαθητές να οργανωθούν και να συσπειρωθούν όχι μόνο για την προστασία της λειτουργίας των κρατικών σχολείων, αλλά για το χτίσιμο ενός σχολείου προς όφελος της κοινωνίας και του ανθρώπου, ενός σοσιαλιστικού σχολείου όπου οι προτεραιότητες είναι εντελώς διαφορετικές όσον αφορά στην εκπαίδευση και όπου επιτυγχάνονται στόχοι πολύ υψηλότεροι από την προμήθεια νέου κρέατος στην αλεστική μηχανή της αγοράς. Σε ένα τέτοιο σχολείο, οι εξετάσεις και η αξιολόγηση στους μαθητές μπορούν να διεξάγονται με τρόπο που δεν εξαλείφει ευκαιρίες να λάμψουν οι άριστοι, αλλά και διασφαλίζει ότι όλα τα παιδιά έχουν φτάσει στα απαιτούμενα επίπεδα γνώσης.
Σε μία σοσιαλιστική κοινωνία, η μεγαλύτερη βοήθεια θα δινόταν στα παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και που χρειάζονται τη μεγαλύτερη βοήθεια. Η αντίστασή μας πρέπει να χρησιμοποιεί όρους ταξικής πάλης και όχι μια ρομαντική και απολιτίκ εκδοχή του δικαιωματισμού και της πολιτικής ταυτοτήτων. Πρέπει να μπορεί να χτυπήσει τη φιλελεύθερη έννοια της αξιοκρατίας και το ψέμα ότι τάχα διευκολύνει την κοινωνική κινητικότητα σύμφωνα με την αξία κάποιου. Η «αξία» ισοδυναμεί με κάποια αυθαίρετη ιδέα της ικανότητας του ανταγωνίζεσθαι, που μετράται μέσω σχολικών επιδόσεων, προσόντων και δεξιοτήτων, η οποία απλώς αντικατέστησε, αλλά δεν εξάλειψε παλαιότερους όρους κοινωνικής θέσης και τάξης.
Φυσικά η αναφορά στις ταξικές διαφορές αποφεύγεται από τους κηδεμόνες της πολυπολιτισμικής καπιταλιστικής κοινωνίας, καθώς μπορεί να προκαλέσει δυσάρεστες διαφωνίες που θα μπορούσαν να βλάψουν την επίφαση ισότητας και αξιοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, τίποτε δεν μπορεί να κρύψει την απογοήτευση που αντανακλάται σε μεγάλο αριθμό μελετών που δείχνουν πώς ολόκληρα τμήματα της εργατικής τάξης αποξενώνονται από την εκπαιδευτική διαδικασία, στην οποία τείνουν να αντιστέκονται με τρόπους που τους αποκλείουν ακόμα πιο πολύ.
Απαίτησή μας θα πρέπει να είναι μια ολοκληρωμένη, ενιαία κρατική εκπαίδευση για όλα τα παιδιά, η κατάργηση όλων των άμεσων ή έμμεσων σχολικών διδάκτρων, η επαρκής χρηματοδότηση και κατάρτιση εκπαιδευτικών, ώστε να εξασφαλιστεί η ποιοτική εκπαίδευση όλων των τάξεων και η δυνατότητα επιλογών κατευθύνσεων στα σχολεία. Τα χρήματα μπορούν εύκολα να βρεθούν αυξάνοντας τους φόρους επί των κερδών της άρχουσας τάξης και μιας και αυτή δεν είναι διατεθειμένη να κάνει αυτή τη «θυσία», αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο ο καπιταλισμός και η σοσιαλδημοκρατία που τον στηρίζει θα πρέπει να ανατραπούν.
Βιβλιογραφία
Apple, W, M (ed) Cultural and Economic Reproduction in Education. Essays on Class, Ideology and the State, London: Routledge, 1982
Bourdieu, P and Passeron, J-C, Reproduction in Education, Society and Culture, London: Sage Publications, 1977.
Driver,S and Martell,L, Blair’s Britain, Cambridge Polity Press, 2002.
Giroux,H.A, Pedagogy and the Politics of Hope. Theory, Culture and Schooling. A Critical Reader, Colorado: Westview Press, 1997.
Levitas, R, The Inclusive Society? Social Exclusion and New Labour, London: MacMillan Press, 1998.
* Η Χριστίνα Κωστούλα είναι διδάκτωρ Παιδαγωγικής Παραστατικών Τεχνών, επισκέπτρια λέκτορας του τμήματος χορού του Πανεπιστημίου της Μάλτας, ανεξάρτητη ερευνήτρια και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας Μαρξιστικό-Λενινιστικό (CPGB – ML)
πηγή: Αντιτετράδια, τ. 118
e-prologos.gr