Η Εκάβη διδάχθηκε ανάμεσα στο 425 και το 423 π.Χ. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος μαίνεται από το 431 και το αυτάρεσκο κλίμα που επικρατούσε στην Αθήνα στην αρχή του πολέμου έχει πλέον εξανεμισθεί. Παρά το ότι οι Έλληνες μετρούν απώλειες, στην Αθήνα ηγεμονεύει ο φιλοπόλεμος δημαγωγος Κλέωνας, ο οποίος εξωθεί τους Αθηναίους σε καθαρή επεκτατική πολιτική. Οι αντίπαλοι γίνονται όλο και πιο επιθετικοί, όλο και πιο βίαιοι. Από τη μια οι Αθηναίοι αποφάσισαν να τιμωρήσουν τους Μυτιληναίους για την αποστασία τους με σφαγιασμό όλων των αντρών και εξανδραποδισμό των γυναικών και των παιδιών, έστω κι αν μετά μείωσαν την τιμωρία σε χίλιους υπαίτιους. Από την άλλη οι Σπαρτιάτες κατέσκαψαν τις Πλαταιές και έσφαξαν τους αιχμαλώτους. Η κατάσταση στην Ελλάδα  έχει αγριέψει…

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Ευριπίδης συνθέτει μία από τις δημοφιλέστερες δημιουργίες του, αφού παραστάσεις του έργου δίδονταν μέχρι το τέλος της τραγικής  δραματουργίας και στη βυζαντινή εποχή διδασκόταν στα σχολειά.  Η τραγωδία αυτή είναι μια μελέτη πάνω στα όρια της ψυχικής αντοχής μέσα στο πλαίσιο της οδύνης και της αγριότητας που γεννά ο πόλεμος. Από την αρχή ακόμη του έργου βρίσκουμε την Εκάβη «στο μη περαιτέρω του ανθρώπινου πόνου. Κι ωστόσο, η δραματική εξέλιξη θα στοιβάξει πάνω στο γέρικο κορμί της κι άλλες συμφορές. Η οδυνηρή της πορεία δε θα τελέψει, παρά μονάχα όταν από θύμα γίνει θύτης, παίρνοντας στα χέρια της το Δίκιο που φαίνεται να το ’χουνε ξεχάσει θεοί και άνθρωποι.»[1]

Το σκηνικό μέσα στο οποίο ο ποιητής εντάσσει όλη τη δράση είναι τα θρακικά παράλια, απέναντι από τους καπνούς της αλωμένης και κατεστραμμένης Τροίας. Ο στρατός των Αχαιών περιμένει να φυσήξει ούριος άνεμος για την επιστροφή στην Ελλάδα. Στην περιοχή βασιλεύει ο  Πολυμήστορας, παλιός φίλος του Πρίαμου. Σ’ αυτόν είχε εμπιστευτεί ο Πρίαμος το μικρό του γιο Πολύδωρο, για να τον προστατεύσει από τα δεινά του πολέμου, μαζί με ένα μεγάλο θησαυρό. Όταν όμως η Τροία καταστράφηκε, ο Πολυμήστορας σκότωσε τον Πολύδωρο, για να πάρει το θησαυρό, κι έριξε το νεκρό στη θάλασσα.

Παράδοξα αρχίζει τούτο το έργο. Συνήθως στον πρόλογο οι ποιητές ορίζουν τον τόπο και το χρόνο και απλώνουν κάποια από τα νήματα της υπόθεσης ώστε να προϊδεάσουν το κοινό για τα επόμενα. Εδώ, παρουσιάζεται το φάντασμα του Πολύδωρου όχι απλώς να  ενημερώνει για την αναίσχυντη δολοφονία του από το βασιλιά Πολυμήστορα, αλλά και να πληροφορεί λεπτομερώς για τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν: το φάντασμα του Αχιλλέα έχει ζητήσει από τους Έλληνες να σφάξουν στον τάφο του την αδελφή του, την Πολυξένη. Κι αυτός γνωρίζει ότι η σφαγή θα γίνει. Το δικό του το κορμί επίσης, που είναι πεταγμένο στη θάλασσα, μια σκλάβα θα το βρει και θα το μεταφέρει στη μάνα του για να το θάψει. Κι η μάνα του την ίδια μέρα θα δει νεκρά και τα δυο της τα  παιδιά.

Δυο φαντάσματα, λοιπόν, θα καθορίσουν τη δράση: ένα από τους Τρώες κι ένα από τους Έλληνες. Καθώς ο Πολύδωρος εξαφανίζεται θρηνώντας την προηγούμενη ευτυχία της μάνας του και την τωρινή της δυστυχία, οι θεατές έχουν την αίσθηση πως έχουν ενημερωθεί εξαρχής για τα πάντα. Έτσι τουλάχιστον νομίζουν. Τι μένει να δουν πέρα από τη σφαγή της Πολυξένης, την εύρεση του κορμιού του Πολύδωρου και το θρήνο της Εκάβης; Η έκπληξή τους, λοιπόν, θα ’ναι μεγάλη όταν θα παρακολουθούν σκηνές απρόσμενες, με την ένταση κάθε φορά να κορυφώνεται. Φαίνεται πως ο ποιητής παραθέτει εξαρχής τόσες πληροφορίες για γεγονότα που έπονται, γιατί το ζητούμενο σ’ αυτό το έργο δεν είναι τόσο η δράση όσο οι χαρακτήρες και τα συναισθήματα των προσώπων. Κι αυτό που κυρίως τον αφορά είναι να δείξει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Πόσο θα αντέχει η Εκάβη να θρηνεί γιους και θυγατέρες; Υπάρχει διέξοδος απ’ αυτή την οδύνη;

Η ρημαγμένη βασίλισσα βγαίνει από τη σκηνή του Αγαμέμνονα όπου βρισκόταν, συγκλονισμένη από φοβερούς εφιάλτες. Νιώθει ότι κάτι κακό συμβαίνει με τα δυο της παιδιά, τον Πολύδωρο και την Πολυξένη, και ψάχνει εναγωνίως τα άλλα δυο παιδιά της, τον Έλενο και την Κασσάνδρα, που έχουν μαντικές ικανότητες, να της εξηγήσουν τα όνειρά της. Μπροστά της, όμως, παρουσιάζονται οι γυναίκες του χορού – σκλάβες Τρωαδίτισσες – που της ανακοινώνουν ότι το φάντασμα του Αχιλλέα απαίτησε να σφάξουν στον τάφο του την Πολυξένη. Οι Έλληνες συμφώνησαν. Ο Αγαμέμνονας προσπάθησε, λένε, να τη σώσει τιμώντας τον έρωτα της Κασσάνδρας, που την έχει  δούλα και παλλακίδα του. Όμως αντέτειναν οι δυο Αθηναίοι, τα παιδιά του Θησέα, κι είπαν

πως πρέπει να τιμήσουνε με φρέσκο

αίμα το μνήμα του Αχιλλέα·

κι είπαν πως το κρεβάτι της Κασσάνδρας

ψηλότερα δε θα ’βαζαν ποτέ τους

απ’ του Αχιλλέα το κοντάρι.   (στ.123 – 6)

 Ο Οδυσσέας, έπειτα, τους έπεισε πως πρέπει να σφάξουν την Πολυξένη και να μην καταφρονέσουν τον πρώτο ανάμεσα στους Έλληνες. Μπροστά σ’ αυτή τη συμφορά, οι γυναίκες του χορού τής προτείνουν να προσπέσει ικέτισσα σε βωμούς ή στα πόδια του Αγαμέμνονα για να σώσει το παιδί της.

Ο ποιητής, απ’ την αρχή ακόμη του έργου, με τη στάση των παιδιών του Θησέα, επιτίθεται στους συμπολίτες του για την φιλοπόλεμη τακτική τους. Το «φρέσκο αίμα»[2], που απαιτούν οι δυο Αθηναίοι, θα κουδουνίζει στ’ αυτιά των θεατών για πολύ μετά την παράσταση.

Παράδοξος είναι και ο ρόλος του χορού στην πάροδο αυτής της τραγωδίας. Συνήθως στην πάροδο ο χορός παίρνει θέση για όσα έγιναν στον πρόλογο, συμπάσχει ή όχι, ανάλογα με την περίσταση. Εδώ, ενώ ο υποκριτής προσπαθεί να ξεφύγει από τη δίνη ενός εφιάλτη, ο χορός, σε ρόλο αγγελιαφόρου, ενημερώνει για καινούριες συμφορές. Γιατί ο ποιητής έδωσε στο χορό ρόλο αγγελιαφόρου; Γιατί, ενώ η πάροδος άρχισε ως θρήνος για τη σκλαβιά,

… μ’ έχουν ορίσει σκλάβα ο κλήρος

κι η προσταγή από τότε που με πήραν

από την Τροία οι Αχαιοί,

όταν με σκλάβωσαν με το κοντάρι   (στ. 97 – 100)

εξελίχθηκε σε αναγγελία νέων δεινών; Παρά την επιφανειακή ανατροπή, ο ποιητής κράτησε το βαθύτερο ρόλο που «χτίζει» για το χορό από τα πρώτα του έργα. Όταν η Εκάβη θα καταρρέει, δεν θα αντέχει να έχει εχθρούς δίπλα της. Αντί για έναν άχρωμο, απρόσωπο κι εχθρό αγγελιαφόρο,  ο ποιητής της προσφέρει την προστατευτική αγκαλιά των πολλών φίλων. Δηλαδή του χορού. Ένα βασικό ευριπίδειο γνώρισμα.

Η Εκάβη ξεσπά σε θρήνο απαρηγόρητο. Νιώθει ότι δεν έχει αποκούμπι πουθενά· ούτε ανάμεσα στους ανθρώπους ούτε ανάμεσα στους θεούς.

Α! η δύστυχη, σαν τι φωνή να σύρω;

Ποιο μοιρολόι και ποιο θρήνο

η δόλια μες στα μαύρα γερατειά μου

και σε σκλαβιά ανυπόφετη

κι αβάσταχτη; Άαχ, αχ.

Ποιος θα με βοηθήσει;

Ποια χώρα, ποιος δικός μου;

Χάθηκε ο γέρο Πρίαμός μου,

χάθηκαν τα παιδιά μου.

Ποια στράτα ν’ ακλουθήσω

αυτήν ή εκείνη τάχα; Πού να πάω;

Και ποιος θεός ή δαίμονας

θα με συντρέξει; Ω! Τρωαδίτισσες,

που φέρατε πικρά, φριχτά μαντάτα,

αχ! μ’ έχετε σκοτώσει, μ’ αφανίσατε.

Αγλύκαντη η ζωή μου πια

στο φως του ήλιου.         (στ. 151 – 65)

Η ανθρώπινη αντοχή στα όριά της. Η γυναίκα που είδε τον άντρα της, τους γιους και τις κόρες της να σφάζονται στην Τροία, τώρα πρέπει να δει τη σφαγή άλλης μιας κόρης της, για να ικανοποιηθεί ο ισχυρός των Αχαιών, ο Αχιλλέας. Αυτός τής σκότωσε τον Έκτορα κι άλλα πολλά παιδιά της. Όμως δεν κάνει καμιά αναφορά στο γεγονός αυτό. Τώρα προέχει να σώσει την Πολυξένη! Την καλεί, λοιπόν, με φωνές να βγει απ’ τη σκηνή της.

Η Πολυξένη παρουσιάζεται έντρομη απ’ τις φωνές της μάνας της.

Αχ! μάνα, γιατί σκούζεις, …

και μ’ έχεις από μέσα ξεπετάξει

σαν το περίφοβο πουλί;           (στ. 173 – 6)

Η Εκάβη την ενημερώνει κλαίγοντας για την απόφαση των Ελλήνων κι η Πολυξένη ξεσπά σε θρήνο. Όχι για τον εαυτό της, αλλά για τη μάνα της!

Αχ! Τι κακό σε βρήκε, αχ! δύστυχη,

Με τη ζωή σου βάσανα γεμάτη,

απάνω σου ποια συμφορά

ανείπωτη και μισητή

κάποιος θεός εσώριασε;……

Γιατί σαν το βουνίσιο αγρίμι,

σαν το δαμάλι θα με δεις τη δόλια

                       να με ξεσέρνουν, …….

και με κομμένο το λαιμό

στον Άδη να με ξαποστέλνουν…..

Για σε μοιρολογώ, μανούλα,

με πικρούς θρήνους· κι όσο

για τη βαριόμοιρη ζωή μου,

– ντροπή μονάχα κι ατιμία-

δεν τήνε κλαίω, για μένα

τύχη καλύτερη ’ναι τούτος

ο θάνατος που θα με βρει.  (στ. 194 – 213)

Μετά την τρομαγμένη είσοδό της, κανείς δεν είναι προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τέτοιο θάρρος από μια κόρη που προτιμά το θάνατο από μια ντροπιασμένη κι ατιμασμένη ζωή και που η μόνη της έννοια είναι ο πόνος τής μάνας της. Οι θεατές μένουν ενεοί. Να που το φάντασμα του Πολύδωρου δεν τους είχε ενημερώσει για όλα!

Όταν μετά από λίγο παρουσιάζεται ο Οδυσσέας για να πάρει την κόρη, οι θεατές εξανίστανται με τον «πολιτισμένο» Έλληνα, ο οποίος κρύβει την προσωπική του ευθύνη – και πρόταση – πίσω από το γενικόλογο «ο στρατός αποφάσισε» και ο οποίος, προκειμένου να μην αντιδράσει η «βάρβαρη» βασίλισσα στη σφαγή τής κόρης της, τής χτυπά καταπρόσωπο την αδυναμία στην οποία έχει περιπέσει

Αδύναμη ’σαι, να το νιώσεις, κι ούτε

μπορούν να σε συντρέξουν οι δικοί σου.   (στ. 225 – 6)

Η έπαρση, η ανηθικότητα και η μικρότητα του νικητή Οδυσσέα βρίσκονται σε πλήρη αντιδιαστολή με το ήθος και τη μεγαλοσύνη της Πολυξένης. Ο ποιητής οδηγεί τους θεατές να πάρουν θέση. Και να βρεθούν με την πλευρά των νικημένων.

Η μάνα νιώθει πως, αν υπάρχει έστω και μια πιθανότητα να σώσει το παιδί της, πρέπει να καταφέρει να χρησιμοποιήσει και την παραμικρή ρανίδα της λογικής της για να μεταπείσει τον επηρμένο και έξυπνο αντίπαλό της. Αρχικά του θυμίζει ότι τον έσωσε όταν μπήκε στην Τροία μεταμφιεσμένος[3]. Στη συνέχεια ασκεί πίεση συναισθηματική, ηθική και λογική.

                      Αχάριστοι όλοι εσείς που αποζητάτε

να σας τιμά ο λαός στις ρητορείες.

Ποτέ να μη σας γνώριζα, που διόλου

δε νοιάζεστε αν θα βλάψετε τους φίλους.[4]….

ποιο χρέος τους ανάγκασε να σφάξουν

πάνω σε τάφο ανθρώπους, όταν πρέπει

βόδια να θυσιάζουν; …..

                                (Ο Αχιλλέας)… στον τύμβο του σφαχτάρι

θα ’πρεπε να γυρέψει την Ελένη·

γιατί αυτή τον έφερε στην Τροία

και τον αφάνισε.    (στ. 252 – 64)

Τέλος, τον ικετεύει να της ανταποδώσει τη χάρη που του έκανε και να σώσει την κόρη της. Του επισημαίνει ότι οι δυνατοί δεν πρέπει ν’ αφεντεύουν πέρα από το δίκιο, ούτε να πιστεύουν ότι θα είναι για πάντα ευτυχισμένοι. Η δική της περίπτωση, εξάλλου, το αποδεικνύει. Κι αν οι Έλληνες επιμένουν, αυτός έχει τον τρόπο να τους πείσει.

Η τραγική μάνα, μπροστά στο φοβερό κίνδυνο που κρέμεται πάνω από το κεφάλι του παιδιού της, καταφέρνει να ελέγξει απόλυτα τα συναισθήματά της. Ο λόγος της εκπλήσσει με τη συγκροτημένη διάρθρωσή του. Μπροστά σ’ αυτό τον καταιγισμό θέσεων και επιχειρημάτων, ο Ευριπίδης παρουσιάζει τον Οδυσσέα εντελώς αμήχανο. Ο γνωστός για τη δεινότητα τού λόγου του ήρωας δεν καταφέρνει να αξιοποιήσει το «δικαίωμα» του «ἴσα ἀντιλέγειν», που δίνουν στους ήρωές τους οι ποιητές. Ο Οδυσσέας απαντά μόλις με 33 στίχους στους 55 στίχους της Εκάβης. Το μόνο που καταφέρνει να θίξει είναι ότι δεν μπορούν να αφήσουν ατίμητο τον πιο σημαντικό τους ήρωα κι ότι αυτό που έχει πάθει η Εκάβη το έχουν πάθει πολλοί γέροντες και γερόντισσες στην Ελλάδα που έχασαν τα παιδιά τους!

Οι θεατές μένουν άναυδοι μπροστά σ’ αυτόν τον ηθικό ξεπεσμό. Βεβαίως υπάρχουν πολλοί Έλληνες που έχασαν τα παιδιά τους σ’ αυτή τη δεκάχρονη εκστρατεία. Με ποιο δικαίωμα, όμως, ο Οδυσσέας βάζει στην παλάντζα τον πόνο των ανθρώπων και μάλιστα μπροστά σε κάποιον που έχει χάσει παιδιά, σύζυγο, πατρίδα, πλούτη κι εξουσία; Προφανώς με το δικαίωμα του πορθητή που έχει τον τρόπο να ισοπεδώνει τα πάντα.

Με τον εκρηκτικό μονόλογο της Εκάβης, σε αντιδιαστολή με τον απίστευτο αμοραλισμό του Οδυσσέα, οι θεατές δέχονται ένα πολύ ηχηρό μήνυμα για την πολιτική κατάσταση στην πόλη τους. Νιώθουν ότι Οδυσσέας είναι ο Κλέωνας. Όμως τις αποφάσεις για τις πολεμικές ενέργειες τις παίρνουν οι ίδιοι. Ο ποιητής, εξάλλου, τους το είπε πριν από λίγο: τα παιδιά του Θησέα απαίτησαν τη σφαγή της Πολυξένης. Το έγκλημα στη Μυτιλήνη προβάλλει ολοζώντανο μπροστά τους!

Η Εκάβη δεν καταθέτει τα όπλα. Αν η ίδια δεν πέτυχε να μεταπείσει τον επηρμένο νικητή, ίσως μπορεί να το πετύχει η κόρη της. Της προτείνει, λοιπόν, να προσπέσει ικέτισσα στον Οδυσσέα και να φροντίσει να σώσει τη ζωή της

γλυκά λαλώντας σαν την αηδόνα(!).  (στ. 335 – 6)

 Ό,τι δεν πέτυχε η λογική, ελπίζει να το πετύχει το τραγούδι!

Η Πολυξένη βλέπει τον Οδυσσέα να αποτραβιέται για να μη της δώσει τη δυνατότητα να βρεθεί σε στάση ικεσίας[5]. Δεν καταδέχεται, λοιπόν, να τον ικετεύσει. Του παραδίδεται  να τη σφάξει, εφόσον από δω και πέρα δε βλέπει καμιάν ελπίδα να ζήσει ευτυχισμένη. Άλλα όνειρα έκανε για τη ζωή της. Τη σκλαβιά δεν την αντέχει και ζητά από τη μάνα της να αποδεχθεί το θάνατό της

……. γιατί μέγας πόνος

είναι να ζει στην ατιμία.  (στ. 376)

Η Εκάβη προσπαθεί να ανταλλάξει τη δική της ζωή με τη ζωή της κόρης της. Κι όταν δεν το πετυχαίνει ζητά να τη σκοτώσουν μαζί με την κόρη της. Ο Οδυσσέας αρνείται κι η Πολυξένη, με την πίκρα της κοπέλας που δεν πρόλαβε ν’ ακούσει τραγούδια του γάμου που της πρέπαν  και που πεθαίνει σκλάβα αν κι είχε λεύτερο πατέρα, σφιχταγκαλιάζει τη μάνα της και την αποχωρίζεται.

                       Στήθια και κόρφοι, που γλυκά μ’ έχετε θρέψει  (στ. 422)

Οι θεατές παρακολουθούν έναν συγκλονιστικό αποχωρισμό κόρης από τη μάνα. Καθώς απομακρύνεται η Πολυξένη,  μιλά για το φως και τα λόγια της καρφώνονται στο μυαλό και την ψυχή τους.

Ω! φως, μπορώ να σε φωνάζω ακόμη

μα να σε χαίρομαι όχι, μόνο τόσο

όση ώρα μου απομένει για να φτάσω

στο ξίφος και στον τάφο του Αχιλλέα.  (στ. 433 – 5)

Θα μετρά μία – μία τις στιγμές που θα βλέπει ακόμη το φως που δε θέλει να χάσει, μουρμουρίζει κάποιος. Το θέατρο έχει βουβαθεί.

Η Εκάβη διαλύεται. Με το παιδί που χάνει νιώθει πως δεν έχει πια παιδιά. Καθώς καταρρέει, μια κατάρα ακούγεται αντίρροπη στα δεινά της.

Χάνομαι, σβήνω, λύνονται οι αρμοί μου.

Πιάσε με, θυγατέρα, άπλωσέ μου

το χέρι, δος μου το και μη μ’ αφήσεις

δίχως παιδιά. Αφανίστηκα, καλές μου.

Μακάρι έτσι να δω και την Ελένη

…..             γιατί με τα γλυκά της

μάτια την Τροία την ευτυχισμένη

σ’ άπρεπο χαλασμό την έχει ρίξει.  (στ. 436 – 41)

Η ατμόσφαιρα έχει γίνει πολύ βαριά και οι γυναίκες του χορού καταφεύγουν στο τραγούδι. Ψάχνουν τρόπο διαφυγής απ’ την αφόρητη κατάσταση που τις πιέζει και βρίσκουν τ’ αγέρι. Προσπαθούν να φανταστούν σε ποια περιοχή θα τις μεταφέρει τ’ αγέρι, σε ποιο χώρο θα βρεθούν. Όμως,  η πραγματικότητα είναι αμείλικτη.

Αλίμονο για τους γονιούς μου,

για τα παιδιά μου και την Τροία

που κουρσεμένη απ’ τους Αργίτες

σωριάστηκε συντρίμμια

μέσα σε φλόγες και καπνούς  (στ. 471 – 5)

Στη σκηνή μπαίνει ο Ταλθύβιος, υπηρέτης του Αγαμέμνονα, με εντολή να πει στην Εκάβη να θάψει την κόρη της.  Συμπονάει βαθιά τη σωριασμένη στο χώμα γερόντισσα για τη δυστυχία και τις φοβερές ανατροπές που έγιναν στη ζωή της. Είναι τόσο συγκλονισμένος απ’ όσα έχουν συμβεί που φτάνει στο σημείο να αμφισβητεί ακόμη και την ύπαρξη των θεών.

Ω! Δία, τι να πω; Τάχα φροντίζεις

για τους θνητούς ή έχουμε του κάκου

τη γνώμη αυτήν την ψεύτικη, θαρρώντας

πως υπάρχουνε θεοί κι η τύχη μόνο

τα πάντα κυβερνά για τους ανθρώπους;  (στ. 484 – 7)

Η Εκάβη θέλει να πιει το φαρμάκι του πόνου ως τα άκρα.  Γι’ αυτό ζητά να μάθει λεπτομέρειες για τη σφαγή της κόρης της. Κι ο Ταλθύβιος, αν κι αυτό του είναι πολύ βαρύ, της κάνει το χατίρι. Μαζεύτηκε, λέει, ο στρατός κι ο γιος του Αχιλλέα οδηγεί την κόρη στον τάφο, κάνει χοές στο νεκρό πατέρα του και ζητά από τους στρατιώτες να κρατήσουν την κόρη. Η Πολυξένη τότε βάζει τις φωνές.

Αργίτες που κουρσέψατε τη γη μου,

με τη δικιά μου θέληση πεθαίνω·

κανένας το κορμί μου να μη γγίζει·

άφοβα θα σας δώσω το λαιμό μου.

Στ’ όνομα των θεών, για να πεθάνω

λεύτερη, μη μου δέσετε τα χέρια.  (στ. 543 – 8)

Ο στρατός επαινεί την κόρη κι αυτή γυμνώνει το λαιμό και το στήθος της, για να τη χτυπήσει ο θύτης της όπου θέλει. Εκείνος την λυπάται αλλά της κόβει το λαιμό. Κι αυτή φροντίζει

σεμνόπρεπα να πέσει και να κρύψει

όσα απ’ τα μάτια των ανδρών ταιριάζει

να κρύβονται.   (στ. 565 – 6)

Αφού ξεψύχησε, οι στρατιώτες προσφέρουν ό,τι μπορούν για την ταφή της. Αν κάποιος αδιαφορεί, οι άλλοι του επιτίθενται.

Στέκεις κακομοίρη,

δεν έχεις ούτε πέπλο ούτε στολίδι

για την παρθένα; Δε θα πας να δώσεις

κάτι γι’ αυτήν που τόσο έδειξε θάρρος

και μια ψυχή γενναία;  (στ. 573 – 6)

Μια κοπέλα νίκησε ολόκληρο στρατό!

Η Εκάβη ήπιε το ποτήρι του πόνου μέχρι τέλους. Το γεγονός όμως ότι η κόρη της στάθηκε γενναία αλαφρώνει κάπως τον πόνο της. Παράδοξα, ωστόσο, ηχεί στ’ αυτιά του θεατή η εντολή που δίνει στον Ταλθύβιο. Να μην αγγίξει κανείς την κόρη της, γιατί

Μες στο στράτευμα το πλήθιο

είναι ο λαός ακόλαστος κι οι ναύτες

όταν δεν τους δεσμεύει η πειθαρχία,

κι απ’ τη φωτιά χειρότεροι ’ναι, κι όποιος

δεν κάνει το κακό, κακός λογιέται.  (στ. 602- 4)

Αυτά που λέει μπορεί γενικά να ισχύουν. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο στρατός είναι συγκλονισμένος και δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να πάθει κάτι κακό το νεκρό σώμα της Πολυξένης. Γιατί η Εκάβη παρουσιάζεται τόσο καχύποπτη; Ο μέσος θεατής είναι δύσκολο να απαντήσει. Όσοι, όμως, παρακολουθούν τον τρόπο με τον οποίο «χτίζει» ο Ευριπίδης τους χαρακτήρες στα έργα του ψυχανεμίζονται ότι ο μεγάλος πόνος έχει οδηγήσει την Εκάβη σε δύσκολα μονοπάτια. Όχι μόνο δεν εμπιστεύεται κανέναν αλλά είναι πιθανόν, καθώς περιχαρακώνεται μέσα στον πόνο της, να προξενήσει και μεγάλο κακό.

Ο Ταλθύβιος αποχωρεί και η Εκάβη δίνει σε μια δούλα τη μοιραία εντολή. Να πάει στη θάλασσα να της φέρει νερό, για να πλύνει το νεκρό σώμα τής κόρης της. Η ίδια θρηνεί την προηγούμενη ευτυχία της και στέκεται με σκεπτικισμό απέναντι στους ανθρώπους που κομπάζουν για τ’ αρχοντικά σπιτικά, τα πλούτη και την εξουσία τους.

τίποτα δεν αξίζουν τούτα, μόνο

της γλώσσας καυχησιές είναι και κούφιες

φροντίδες του μυαλού. Να λογαριάζεις

ευτυχισμένο εκείνον που περνάει

με δίχως συμφορές την κάθε μέρα  (στ. 622 – 624)

Ο χορός, ίσα- ίσα για να καλύψει το χρόνο που ήταν αναγκαίος για να πάει η δούλα ως τη θάλασσα και να φέρει νερό, τραγουδά ένα σύντομο τραγούδι για το χαλασμό που έφερε σε Τρώες μα και σε Έλληνες ο έρωτας του Πάρι για την Ελένη.

Η δούλα μετά από λίγο επιστρέφει κι αντί για νερό φέρνει το νεκρό κορμί του Πολύδωρου, που το βρήκε στην ακροθαλασσιά. Η Εκάβη καταρρέει. Ο σπαραγμός της απίστευτος, δεν μπορεί να εκφραστεί με θρήνο εκτεταμένο. Σκόρπιες φράσεις λέει – κι αυτές μετά από παρέμβαση της δούλας ή του χορού που προσπαθούν να τη βοηθήσουν να εκφραστεί.

Αχ! αχ, παιδάκι μου, παιδί μου,

Ξεσπάω σε μοιρολόγια,…….

………………….                   το ένα

κακό πάνω στο άλλο κι ούτε θα ’ρθει

μια μέρα δίχως δάκρυα για μένα……..

Παιδί μου, γιε μου, μάνας δύσμοιρης,

με τι θάνατο πήγες,

ποια μοίρα σ’ έριξε νεκρό,

ποιος σε θανάτωσε;  (στ. 678 – 687)

Αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι τον σκότωσε ο Πολυμήστορας.

Ανείπωτα έργα – πώς να τα ονομάσεις;–

ανόσια κι απίστευτα κι αβάσταχτα.

Πού ’ναι το δίκιο που τους ξένους σκέπει;

Καταραμένε, πώς μπόρεσες

κι έτσι χωρίς να σπλαχνιστείς

με σιδερένιο ξίφος το κορμάκι

πελέκησες του δύσμοιρου παιδιού μου;  (στ. 700 – 8)

Έτσι, όταν έρχεται ο Αγαμέμνονας να τη ρωτήσει γιατί καθυστερεί να θάψει την Πολυξένη, αυτός ο μεγάλος εχθρός της φαντάζει στα μάτια της ως η μόνη ελπίδα που έχει για να εκδικηθεί το θάνατο του παιδιού της. Του ανακοινώνει τι έχει συμβεί κι αυτός τη συμπονά για τα πάθη της. Προσπαθεί, τότε, να τον πείσει να τη βοηθήσει να εκδικηθεί το φονιά, γιατί η ανομία του ήταν πολύ μεγάλη. Σκότωσε το παιδί φίλων του οι οποίοι τον είχαν φιλοξενήσει και είχαν φάει μαζί του πολλές φορές· οι οποίοι τον θεωρούσαν πρώτο ανάμεσα στους φίλους τους. Αν και πήρε αμοιβή για να προσέχει το παιδί, αυτός όχι μόνο το σκότωσε, αλλά και το πέταξε άταφο στη θάλασσα. Τα εγκλήματα του Πολυμήστορα ήταν φρικτά. Τώρα, όμως, ο νόμος βρίσκεται στα χέρια του Αγαμέμνονα που  πρέπει να φροντίσει να μην μείνουν ατιμώρητοι όσοι σκοτώνουν ξένους ή μολύνουν τα ιερά των θεών. Του ζητά να την σπλαχνιστεί και, με μια παρομοίωση εκπληκτική για την ενάργεια και την αμεσότητά της, του ζητά να δει τις συμφορές της.

……….σπλαχνίσου με, τραβήξου

σαν το ζωγράφο μπρος απ’ την εικόνα

και κοίταξε καλά τις συμφορές μου.

Ήμουν βασίλισσα, σκλάβα σου τώρα,

κάποτε ευτυχισμένη απ’ τα παιδιά μου,

άτεκνη τώρα και γριά έχω μείνει,

παντέρημη, χωρίς πατρίδα, απ’ όλους

η πιο δυστυχισμένη.      (στ. 790 – 4)

Βλέπει, όμως, ότι ο Αγαμέμνονας δεν είναι πρόθυμος να τη βοηθήσει και ετοιμάζεται να φύγει. Καταφεύγει τότε στην πειθώ του έρωτα. Πώς θα είναι οι ερωτικές του βραδιές με την Κασσάνδρα, όταν αυτή θα ξέρει ότι η δολοφονία του αδελφού της έμεινε ατιμώρητη; Όσο για την ίδια, μακάρι να ’χε φωνή και στα μπράτσα και στα χέρια και στα μαλλιά και στις φτέρνες για να ακουστεί η έκκλησή της απ’ όλα τα μέλη του σώματός της! Ως και «αφέντη, λαμπερό φως των Ελλήνων» τον προσφώνησε!

Αν καταφέρει να τον πείσει, η εκδίκησή της θα ’ναι πολύ σκληρή, ψιθυρίζουν κάποιοι θεατές.

Ο Αγαμέμνονας επιστρέφει. Το μόνο που τον προβληματίζει, λέει, είναι ότι ο στρατός θεωρεί φίλο του τον Πολυμήστορα και δε θέλει να κατηγορηθεί πως αυτός μηχανεύτηκε το φόνο του βασιλιά για το κρεβάτι της Κασσάνδρας. Η Εκάβη τον καθησυχάζει. Δεν του ζητά, εξάλλου, να κάνει κάποια ενέργεια. Μόνο να της επιτρέψει να τιμωρήσει η ίδια το φονιά. Ο Αγαμέμνονας δέχεται και αποχωρεί, ενώ η Εκάβη έχει στείλει μια δούλα να καλέσει τον Πολυμήστορα μαζί με τα παιδιά του

Ο χορός αναθυμάται την τελευταία νύχτα της Τροίας. «Το πιο λυγμικό κλάμα» για την άλωση της πόλης και τη δουλεία που ήρθαν «στην πιο γλυκιά ανθρώπινη ώρα, τότε που τα κορμιά του ζευγαριού στην κλίνη πάνε να λυθούν στον ήμερο ύπνο»[6].

Πατρίδα μου, εσύ Τροία,…

Σα σύννεφο σε σκέπασαν οι Έλληνες,

με το κοντάρι σ’ αφανίσαν…….

Μεσάνυχτα ήρθε ο χαλασμός

όταν το απόδειπνο γλυκά

στα βλέβαρα βαραίνει ο ύπνος…   (στ. 889 – 900)

Στη σκηνή μπαίνει ο Πολυμήστορας με τα δυο παιδιά του. Καμώνεται πως θρηνεί τη συμφορά του Πρίαμου και της Εκάβης κι αυτή, που δεν αντέχει να βλέπει το φονιά του γιου της, καμώνεται πως δεν τον κοιτά από ντροπή τώρα που τη ζώνουν τόσα δεινά. Αυτός της λέει πως ο Πολύδωρος ζει και πως ο θησαυρός του υπάρχει. Αυτή καμώνεται πως τον πιστεύει. Κι όταν του λέει ότι τον κάλεσε για να του πει πού ακριβώς έχει κρυμμένους θησαυρούς ο Πρίαμος και ότι αυτό θέλει να τ’ ακούσουν και τα παιδιά του μην τυχόν κι αυτός πεθάνει, ο Πολυμήστορας εύκολα την πιστεύει. Πολύ πιο εύκολα τον οδηγεί στη σκηνή όπου υποτίθεται ότι η ίδια έχει κρυμμένο θησαυρό τον οποίο θέλει να του εμπιστευθεί.

Η παγίδα έχει στηθεί. Κι ο θεατής, που νιώθει απέχθεια για τη στάση του Πολυμήστορα, περιμένει τη σκληρή του τιμωρία, δηλαδή το θάνατό του. Αυτή την επιθυμία του θεατή εκφράζει και ο χορός.

Ακόμα δε σε βρήκε, μα θα σ’ έβρει

η δίκαιη τιμωρία· σαν κάποιον

που βούλιαξε στη θάλασσα…

έτσι κι εσύ θα σωριαστείς

χάνοντας τη ζωή σου.  (στ. 1010 – 13)

 Η Εκάβη, όμως, δεν έχει επιλέξει ως τιμωρία το θάνατο. Ο θάνατος μπορεί κάποιες φορές να οδηγεί στον εξαγνισμό ή στη λύτρωση. Η ρημαγμένη, όμως, μάνα θέλει να προκαλέσει στο φονιά του παιδιού της τον ίδιο κι ακόμη μεγαλύτερο πόνο απ’ αυτόν που ένιωσε η ίδια όταν είδε νεκρό τον Πολύδωρο. Οι Τρωαδίτισσες, λοιπόν, που βρίσκονται μέσα στη σκηνή τον ακινητοποιούν, σφάζουν μπροστά τα μάτια του τα παιδιά του και μετά τον τυφλώνουν.

Τόσο σκληρή τιμωρία δεν την περίμεναν ούτε οι θεατές ούτε ο χορός. Ταράζονται, αλλά αμέσως μετά αποδέχονται αιτιολογώντας ό,τι συνέβη.

Δύστυχε, τι αβάσταχτα σε βρήκαν δεινά.

Τα έργα σου φριχτά, για τούτο

φριχτή κι η τιμωρία που λαβαίνεις.  (στ. 1067 – 8)

Κι όταν ο Πολυμήστορας κραυγάζει ζητώντας βοήθεια, ο χορός μ’ ένα φοβερό σαρκασμό τού λέει ότι τώρα μπορεί να πάει να αυτοκτονήσει!

Ο Αγαμέμνονας, ακούγοντας τις κραυγές του Πολυμήστορα, εμφανίζεται στη σκηνή. Ο τυφλός βασιλιάς του διηγείται τι συνέβη και ισχυρίζεται ότι σκότωσε τον Πολύδωρο για να μην μείνει ζωντανός ένας εχθρός των Αχαιών, ξαναχτίσει την Τροία και χρειαστεί να ξανακάνουν οι Αχαιοί εκστρατεία. Η Εκάβη, όμως, αποδεικνύει ότι οι ισχυρισμοί του είναι έωλοι. Το γιο της τον έσφαξε μόνο για να πάρει το χρυσάφι. Αν ήταν φίλος των Αχαιών θα τον είχε σφάξει πριν την άλωση της Τροίας ή θα τους τον είχε παραδώσει. Θα τους είχε παραδώσει επίσης και το χρυσάφι, καθώς πολεμούσαν τόσα χρόνια μακριά απ’ την πατρίδα τους. Ο Αγαμέμνονας θεωρεί ότι η τιμωρία είναι δίκαιη, γιατί

Μπορεί για σας τους βαρβάρους ο φόνος

του ξένου που φιλεύετε στο σπίτι

να ’ναι εύκολος, μα οι Έλληνες μια τέτοια

πράξη κι αισχρή κι ανόσια τη λογιάζουν. (στ. 1226 – 7)

Ο Πολυμήστορας, όχι μόνο δε μετανιώνει για την πράξη του, αλλά νομίζει ότι μπορεί να πλήξει την Εκάβη και τον Αγαμέμνονα. Ανακοινώνει, λοιπόν, όσα έχει μαντεύσει ο Διόνυσος, μάντης στους Θράκες. Η Εκάβη θα πέσει απ’ το κατάρτι του πλοίου και θα μεταμορφωθεί σε σκύλα με ματιά σα φλόγα και τον Αγαμέμνονα θα τον σκοτώσει η γυναίκα του. Η Εκάβη μένει παγερά αδιάφορη.

Ούτε με νοιάζει, εκδίκηση αφού πήρα.  (στ.1253)

Ο Αγαμέμνονας, όμως, εξαγριώνεται. Ποιος είναι αυτός που τολμά να του λέει τέτοιες κουβέντες; Και δίνει εντολή στους στρατιώτες να τον πετάξουν σ’ ένα ερημονήσι. Μετά προτείνει στην Εκάβη να θάψει τους νεκρούς της και στις υπόλοιπες Τρωαδίτισσες να ετοιμαστούν, γιατί φυσάει ούριος άνεμος κι είναι καιρός να ξεκινήσουν για την Ελλάδα.

Η τραγωδία τελειώνει και ο θεατής νιώθει συγκλονισμένος απ’ αυτά που παρακολούθησε. Ως ποιο σημείο μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο ο ανυπέρβλητος πόνος; Ως το σημείο που το θύμα μετατρέπεται σε θύτη ανάλγητο και μάλιστα ηθικά δικαιωμένο. Ως ποιο σημείο ο άνθρωπος αντέχει τον πόνο; Ως εκεί που να μην νοιάζεται για τη ζωή του, αρκεί να πλήξει αυτόν που του προξένησε τον πόνο. Ως ποιο σημείο ο πόλεμος επηρεάζει όλα αυτά; Σε σημείο τόσο καταλυτικό, που οι Έλληνες να συμπεριφέρονται ως βάρβαροι και οι βάρβαροι ως Έλληνες. Πάλι καλά που ένας υπηρέτης, ο Ταλθύβιος, σώζει κάπως την κατάσταση απ’ την πλευρά των Ελλήνων. Γιατί ο «πολιτισμός» του Αγαμέμνονα πατά πάνω στην υστεροβουλία, στο κρεβάτι της Κασσάνδρας. Όσο για τον Οδυσσέα ή τα παιδιά του Θησέα…. Γιατί είναι κι αυτό το ήρεμο θάρρος της «βάρβαρης» Πολυξένης… Είναι και οι εκπληκτικά συγκροτημένοι λόγοι της άλλης «βάρβαρης», της Εκάβης. Είναι κι αυτό το πάθος της να αποδοθεί δικαιοσύνη.  Κι αν το πάθος την οδήγησε σε υπερβολή… Σιγά την υπερβολή, λέει κάποιος. Αλλού ήθελε να μας προσανατολίσει στο τέλος ο Ευριπίδης. Όλα τα χορικά ήταν μια σταλιά τραγούδια. Κι όταν όλοι περιμέναμε την εκδίκηση της Εκάβης, τότε έβαλε το μοναδικό μεγάλο χορικό, με στροφές, αντιστροφές και επωδό. Ένα θρήνο για την άλωση της πόλης και τη σκλαβιά. Και η επωδός, μόνο κατάρες για τον αίτιο, την Ελένη. Μια στιγμή ήταν η εκδίκηση. Η σκλαβιά συνεχίζεται.

Πάμε, καλές μου, στα λιμάνια

και στις σκηνές, για να γευτούμε

τις πίκρες της σκλαβιάς·

γιατί σκληρή το θέλει ανάγκη. (στ. 1274 -6)

Μ’ αυτούς τους στίχους κλείνει το έργο.

…Κι ο Πελοποννησιακός πόλεμος καλά κρατεί.

Οι στίχοι είναι από την μετάφραση του Τ. Ρούσσου.

[1] Α. Σολομού, Θεατρικό Λεξικό, 1989, ΚΕΔΡΟΣ

[2] Στο πρωτότυπο «αἵματι χλωρῷ». Είναι η δεύτερη φορά που οι θεατές ακούνε το επίθετο «χλωρός» ως προσδιορισμό του αίματος. Η πρώτη ήταν στις Τραχίνιες του Σοφοκλή (μάλλον 438π.Χ.), όταν άκουγαν συγκλονισμένοι τον Ηρακλή να κραυγάζει από πόνο που ο φαρμακερός χιτώνας πίνει το «χλωρόν αἷμα» του (στ. 1055). Τώρα είναι τα παιδιά του Θησέα, δηλαδή οι ίδιοι οι Αθηναίοι, που απαιτούν να τιμηθεί ένας τάφος «αἵματι χλωρῷ»!

[3] Στην Οδύσσεια (δ 244 κ.ε.) η Ελένη διηγείται ότι ο Οδυσσέας μπήκε κρυφά στην Τροία, μεταμφιεσμένος. Αυτή τον αναγνώρισε, αλλά δεν τον πρόδωσε σε κανένα. Ο Ευριπίδης, παραλλάσσοντας την ομηρική παράδοση, αναφέρει ότι η Ελένη εμπιστεύθηκε το μυστικό στην Εκάβη. Μ’ αυτό τον τρόπο ο ποιητής υποδεικνύει ότι ο Οδυσσέας πρέπει να νιώθει βαθιά υποχρεωμένος στην Εκάβη.

[4] Πολύ δηκτικό σχόλιο του ποιητή για τον φιλοπόλεμο δημαγωγό Κλέωνα που κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή της Αθήνας μετά το θάνατο του Περικλή.

[5] Δηλαδή να μην μπορέσει να πιάσει το δεξί του χέρι, να αγγίξει το γόνατο ή το πηγούνι του.

[6] Στ. Δρομάζου, Αρχαίο δράμα, 1984, ΚΕΔΡΟΣ

 Μαρία Δανιήλ

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το