του Γιώργου Καββαδία*
Με αφορμή τη σημερινή ημέρα 5 Οκτωβρίου που έχει καθιερωθεί ως παγκόσμια ημέρα των εκπαιδευτικών επανέρχεται στο προσκήνιο ο διάλογος και ο προβληματισμός για τον ρόλο των εκπαιδευτικών στη σύγχρονη κοινωνία.
Η εικόνα των εκπαιδευτικών θρυμματίζεται από μια «βροχή από πέτρες» που ρίχνει η εξουσία και οι μηχανισμοί της, με αφορμή μεμονωμένα περιστατικά, για να αποσείσει τις ευθύνες της για την κρίση της εκπαίδευσης και να υλοποιήσει τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις αποδόμησης της δημόσιας εκπαίδευσης. Φαινόμενα απαξίωσης της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα από την κρατική εξουσία με την πολιτική της λιτότητας και του δημόσιου διασυρμού τους υπονομεύουν τον ρόλο τους.
Tο «πνεύμα» των τελευταίων εκπαιδευτικών αλλαγών στη χώρα μας εκφράζει την κυρίαρχη τάση που θέλει να «βιομηχανοποιήσει» το σχολείο, προσπαθώντας να του εμφυσήσει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ανταγωνιστικής επιχείρησης, με την επίδοση-απόδοση-παραγωγικότητα, το βαθμό-πριμ, τον επιστάτη-επιτηρητή, το χρονόμετρο κ.λπ., λειτουργία που συνάδει με τις σύγχρονες κυρίαρχες αντιλήψεις που εξαίρουν τον έλεγχο, την πειθάρχηση, την ελεύθερη αγορά και τους νόμους της, την ίδια στιγμή που νομιμοποιούνται η διάλυση και των τελευταίων υπολειμμάτων του κράτους-πρόνοιας, η λιτότητα, η ανεργία και η φτώχεια για ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας.
Το σχολείο εξακολουθεί να λειτουργεί σαν «βιομηχανία παραμελημένων παιδιών». Χιλιάδες παιδιά κάθε χρόνο εξοστρακίζονται από την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, ενώ φέτος, το 2022, 37.623 υποψήφιοι των πανελλαδικών εξετάσεων, περίπου οι τέσσερις στους δέκα έμειναν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για να γεμίσουν τις δεξαμενές της πελατείας των ιδιωτικών ΙΕΚ και Κολεγίων! Με την Τράπεζα Θεμάτων δρομολογείται η πρόωρη έξοδο ενός τμήματος του μαθητικού πληθυσμού από την «κούρσα» του Λυκείου. Με αριστοτεχνικό τρόπο δημιουργούνται οι όροι που επιβάλλουν «αυτεπαγγέλτως» υψηλά ποσοστά απόρριψης και αποκλεισμού μαθητών. Mε τα «μεταρρυθμιστικά» εξεταστικά μέτρα διαμορφώνεται μια νέα «εκπαιδευτική ηθική». Ή έχει ο μαθητής τις οικονομικές δυνατότητες να σπουδάσει ή δεν τις έχει, οπότε δε χρειάζεται «να προχωρήσει στα γράμματα». Η κυρίαρχη πολιτική αποδομώντας το δημόσιο σχολείο προκρίνει ένα σχολείο επιλεκτικό και υποταγμένο στους νόμους της αγοράς, ώστε να διαμορφώνει ανθρώπους, χωρίς γενική μόρφωση, πειθήνιους απασχολήσιμους – υποτακτικούς πολίτες. Tο σχολείο-μηχανισμός εγχάραξης ιδεολογίας και πρακτικών στάσεων αλλάζει. H παροχή γενικής κουλτούρας πρέπει να ενσωματώνει την εκπαίδευση των δεξιοτήτων, την «εκμάθηση της μάθησης» και ο μαθητής να συνηθίζει στην ιδέα της διαρκούς ανασφάλειας και της εργασιακής περιπλάνησης.
Τα αναλυτικά προγράμματα και οι στόχοι των μαθημάτων, η ποιότητα και η ποσότητα των παρεχόμενων γνώσεων, η ποιότητα των σχολικών βιβλίων, οι μέθοδοι και τα μέσα διδασκαλίας, τα σχολικά κτίρια, η υλικοτεχνική υποδομή και τόσοι άλλοι εκπαιδευτικοί παράγοντες καθορίζονται από τα «πάνω». Από τη διοίκηση της εκπαίδευσης και την πολιτική εξουσία. Οι εκπαιδευτικοί ένας από τους παράγοντες της εκπαιδευτικής διαδικασίας που πληρωνόταν βαρύ τίμημα στο «αρχαιολογικό μουσείο της εκπαίδευσης». Γι’ αυτό και δεν είναι οι κύριοι υπεύθυνοι που «δεν μαθαίνουν γράμματα» οι μαθητές και «δεν έχουν τρόπους καλής συμπεριφοράς». Πολύ περισσότερο δεν είναι υπεύθυνοι για τις κοινωνικές ανισότητες, για την πλημμελή λειτουργία των φορέων κοινωνικοποίησης (οικογένεια, Μ.Μ.Ε. κ.α.), αλλά και για τόσους άλλους κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την επίδοση των μαθητών και τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους… Από αυτή την άποψη δεν είναι ολοκληρωτικά αθώοι ή τα θύματα, αλλά οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι».
Η «αυτοαξιολόγηση/αξιολόγηση », η οποία στην πιο ακραία έκφραση της θα συνδέεται με τις εξεταστικές επιδόσεις των μαθητών εκτός του ισοπεδωτικού της χαρακτήρα, θα χωρίζει τα σχολεία σε κατηγορίες, θα οξύνει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, δηλητηριάζοντας εκπαιδευτικές και κοινωνικές σχέσεις, διαφοροποιώντας τους τρόπους χρηματοδότησης, βάζοντας τους χορηγούς από το παράθυρο και τους γονείς να στηρίζουν οικονομικά τη λειτουργία, οδηγώντας πολλά σχολεία στο μαρασμό και τελικά στο κλείσιμο. Παράλληλα οι εκπαιδευτικοί εξαναγκάζονται να εξαντλούν ντον ρόλο τους στο ρόλο του εξεταστή, του συμβολαιογράφου επιδόσεων και να εξουθενώνουν τα διδακτικά τους καθήκοντα όλο και περισσότερο στις γραφειοκρατικές – διοικητικές υποχρεώσεις που τους αναθέτουν.
Η αλήθεια είναι ότι ο εκπαιδευτικός δεν είναι ένας «σύγχρονος Σίσυφος». Ο εκπαιδευτικός ως «δρων υποκείμενο» δεν μπορεί να βολεύεται με τον ρόλο του «υπαλλήλου ιδεολογίας» και διεκπεραιωτή των εξετάσεων. Έτσι ο δάσκαλός που βολεύεται στο «κοστούμι» της κυρίαρχης ιδεολογίας και την χρησιμοποιεί μάλιστα ως εφαλτήριο για το κοινωνικό status δε μας χρειάζεται. Aντίθετα χρειαζόμαστε τον δάσκαλο που δεν έχει μόνο να πει αλλά να πράξει με το παράδειγμά του μέσα και έξω από το σχολικό χώρο. Αμφισβητώντας στην πράξη τη λειτουργία του σχολείου που παράγει «παραμελημένα παιδιά», επιλέγει τον ρόλο του εμψυχωτή. Όμως αυτός ο αγώνας θα παραμείνει μετέωρος αν δεν συνδεθεί με τους αγώνες και τις αντιστάσεις των αδικημένων και των καταπιεσμένων.
Έχουμε χρέος εμείς οι δάσκαλοι της νεολαίας, αφού διδάσκουμε από Αντιγόνη, το αιώνιο σύμβολο της ανυπακοής, μέχρι τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Δ. Σολωμού και το «Αντισταθείτε» του Μ. Κατσαρού να αντισταθούμε στη μετατροπή μας σε «on line χωροφύλακες». Ανεξαρτήτως ειδικότητας, παρόλο που το σύστημα επιδιώκει να είμαστε ιμάντες μεταβίβασης της κυρίαρχης ιδεολογίας, έχουμε χρέος να συμβάλουμε ώστε τα σχολεία να είναι χώροι διαμόρφωσης ελεύθερων και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών. Έχουμε χρέος να θωρακίσουμε τα σχολεία από την επέμβαση της αστυνομίας και των εισαγγελέων διαμορφώνοντας δημοκρατικό κλίμα αλληλεγγύης. Ιδιαίτερα σήμερα που το δικαίωμα των μαθητών και κάθε κοινωνικής ομάδας στον αγώνα, αλλά ακόμα και η σκέψη για απεργία ποινικοποιείται. Όταν η βαρβαρότητα επελαύνει και η αδικία γίνεται νόμος, η αντίσταση είναι καθήκον. Αναπόφευκτη η αναγκαιότητα να κρατήσουμε ψηλά τις σημαίες του αγώνα για την υπεράσπιση βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατακτήθηκαν με αίμα και μακροχρόνιους αγώνες.
Υπερασπιζόμαστε την παιδαγωγική ελευθερία αποδοκιμάζοντας την πολιτική της κυβέρνησης που θέλει να διαμορφώσει υποταγμένους και χειραγωγημένους εκπαιδευτικούς, αποστειρωμένους από τα κοινωνικά δρώμενα και την μάχη ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες που δημιουργούν μορφωτικές ανισότητες. Υπερασπιζόμαστε και αγωνιζόμαστε για ένα σχολείο Δημόσιο και Δωρεάν που να χωρά όλα τα παιδιά, απορρίπτοντας Τράπεζες θεμάτων, ΕΒΕ, εξετάσεις τύπου PISA – και όλους τους εκπαιδευτικούς, ενάντια στην κατηγοριοποίηση σχολείων, μαθητών, εκπαιδευτικών.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε έχουμε ανάγκη από ένα σχολείο που να αγκαλιάζει όλα τα παιδιά χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις, όπου πρωταρχική σημασία έχει ο πνευματικός εξοπλισμός των μαθητών, η καλλιέργεια «ελεύθερων και δημοκρατικών πολιτών», έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν κριτικά την κοινωνία με την ενεργή συμμετοχή τους και παρέμβαση σ’ όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας. Τώρα, οφείλουμε απέναντι στο «νέο» σχολείο των δεξιοτήτων, της κατακερματισμένης γνώσης, της αγοράς, της εγκατάλειψης και της υποταγής, να προβάλλουμε το όραμά μας για ένα άλλο σχολείο. Άλλωστε, ένα απελευθερωτικό και κοινωνικά δίκαιο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να γεννηθεί από ένα ευρύτερο κοινωνικό κίνημα ανατροπής των σημερινών κοινωνικών δομών, στην κατεύθυνση της κατάργησης των κοινωνικών ανισοτήτων και της οικοδόμησης μιας κοινωνίας που να οδηγεί στην απελευθέρωση του ανθρώπου.
* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος στο 3ο ΓΕΛ Κερατσινίου, μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Πειραιά, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
e-prologos.gr