γράφει ο Χρίστος Τσουκαλάς

Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι ήταν μια φιλοσοφική, θρησκευτική, επιστημονική και πολιτική “κλειστή” σχολή ή αδελφότητα ή εταιρεία ή κοινότητα μυστών. Ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ από τον Πυθαγόρα το Σάμιο στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας. Ο ίδιος ο Πυθαγόρας αλλά και οι μαθητές του, οι Πυθαγόρειοι, δεν άφησαν κανένα γραπτό κείμενο, έτσι τις πληροφορίες για αυτούς τις αντλούμε από συγγραφείς όπως ο σύγχρονος τού Πυθαγόρα Ξενοφάνης, οι λίγο μεταγενέστεροι, Ηράκλειτος, Ηρόδοτος, Εμπεδοκλής, ο μεταγενέστερος Αριστοτέλης και άλλοι.

Από τις πληροφορίες που αντλούμε από τους αρχαίους συγγραφείς, μπορούμε να συμπεράνουμε πως: 1) Η Σχολή των Πυθαγορείων είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, αφού πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής και υπέρτατος σκοπός της ζωής τους είναι η “θέωση”, η ένωση του ανθρώπου με το θείο. Οι τελευταίοι στίχοι των «Xρυσών Επών των Πυθαγορείων” είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικοί: «..Θέσε ως ηνίοχο πάνω απ’ όλα την άριστη γνώμη. Όταν, λοιπόν, εγκαταλείψεις το σώμα και μετέλθεις στον ελεύθερο αιθέρα, θα γίνεις αθάνατος, θεός άμβροτος και όχι πια θνητός».

2) Είχε φιλοσοφικό χαρακτήρα, αφού επεδίωκαν, αναζητούσαν τη γνώση, τη λογική γνώση, τη σύμφωνη με τα εμπειρικά δεδομένα, για την αρχή και την ουσία των όντων. Είχαν δικιά τους κοσμοθεωρία, δικιά τους συνολική θεώρηση του κόσμου και ανάλογο τρόπο ζωής. Λέγεται μάλιστα πως ο Πυθαγόρας ονόμασε την όλη φύση που μας περιβάλλει “κόσμο” και χαρακτήρισε τον εαυτό του “φιλόσοφο” καθιερώνοντας έτσι τον όρο.

3) Είχε επιστημονικό, μάλλον προεπιστημονικό χαρακτήρα, αφού διατυπώνουν γεωμετρικά θεωρήματα και τα αποδεικνύουν ακολουθώντας αυστηρά τους κανόνες της λογικής, αποδείξεις που ακόμα και σήμερα γίνονται αποδεκτές.

4) Είχε πολιτικό χαρακτήρα, αφού προσπάθησαν να επιβάλουν τις απόψεις τους και να ασκήσουν εξουσία στις πόλεις τους, πλην όμως ηττήθηκαν και καταδιώχθηκαν.

Επομένως εύκολα μάλλον συνάγεται το συμπέρασμα πως στο Πυθαγόρειο σύστημα οι θρησκευτικοί, οι φιλοσοφικοί, οι επιστημονικοί και οι πολιτικοί στόχοι είναι αλληλένδετοι. Εδώ ο λόγος συνυπάρχει με το μύθο, η λογική με την πίστη, η μαγεία με τη λογική εμπειρία, η επιστήμη των μαθηματικών με την αριθμολογία, η γνώση με το βίωμα, η πολιτική με την ηθική. Πρόκειται προφανώς για αντίρροπες δυνάμεις ή τάσεις, οι οποίες όμως συνυπάρχουν διαλεκτικά και από τη μεταξύ τους πάλη προκύπτει η εξέλιξη των ιδεών. Η φιλοσοφία καλείται να διαχειριστεί και να επεξεργαστεί ακριβώς αυτές τις αντιφάσεις και αυτό συμβαίνει από την εμφάνισή της ως σήμερα σε μια διαρκή αναζήτηση και επανεπεξεργασία των αντιφάσεων.

Έτσι για τον Πυθαγόρα, η φιλοσοφία νοείται όχι ως “καθαρή” γνώση, όχι ως αυτόνομη και ανεξάρτητη δραστηριότητα, αλλά ως τρόπος ζωής. Αυτός θεωρεί πως η γνώση υπηρετεί τη ζωή, το όλον της, πως η γνώση του “κόσμου” είναι το μέσον για τη σωτηρία της ψυχής, το μέσον για την αναζήτηση της ταυτότητας, το μέσον για αυτό που τους επόμενους αιώνες θα ονομασθεί “Γνώθι σ’ αυτόν”.

Είναι γνωστό πως ο Πυθαγόρας ξεκινά από την αθανασία της ψυχής, ζήτημα που το θεωρεί δεδομένο, αναμφισβήτητη αλήθεια, αλήθεια που δεν χρειάζεται απόδειξη (πρόκειται προφανώς για μεταφυσική θέση, για δόγμα, για πίστη) οπότε το ερώτημα που απομένει να διερευνήσει είναι η ουσία του κόσμου, του έξω κόσμου. Οπότε προκύπτει η δυσκολία να ορίσει κάποιος με ακρίβεια τι θεωρούσε ο Πυθαγόρας ως ουσία του κόσμου. Μπορούμε ωστόσο να πούμε ότι χαρακτηριστικά του “κόσμου” του και επομένως της βαθύτερης ουσίας του θεωρούσε: την ομορφιά, την αρμονία, τη σοφία, την αιωνιότητα, τη θειότητα. Τις ιδιότητες αυτές τις βρίσκει στα μαθηματικά, στους αριθμούς (που τους θεωρεί ιερούς), στις σχέσεις τους, στους λόγους τους, στις αναλογίες τους. Αντιλαμβάνεται τους αριθμούς ως αρχές, ως πρότυπα των όντων5, έτσι θεωρεί ότι η μελέτη τους, η καλλιέργεια των μαθηματικών θα οδηγήσει στη γνώση του κόσμου, δηλαδή στην ομορφιά, στην αρμονία, στη σοφία, στην αιωνιότητα, στη θέωση. Πίστευε ακόμα πως η ‘’Τετρακτύς” (1+2+3+4=10) είναι δώρο της σοφίας του Δία στους ανθρώπους για να τους διευκολύνει στη αναζήτηση της γνώσης και στην ψυχική αθανασία.

Σύμφωνα με μια προσέγγιση, ως όρος η φιλοσοφία, νοείται από τους Πυθαγόρειους, ως η τάση της ψυχής να προσεγγίσει το ιδεώδες της σοφίας, το οποίον είναι ιδίωμα θεϊκό και όχι ανθρώπινο. Θεωρούσε ο Πυθαγόρας ότι πραγματικά σοφοί είναι μόνο οι θεοί, ενώ ο άνθρωπος μπορεί απλά να προσεγγίσει τη σοφία, αλλά όχι να την κατακτήσει, λόγω την θνητότητάς του. Αν ήταν όμως έτσι τα πράγματα, το Πυθαγόρειο σύστημα θα ήταν σκέτη θρησκεία ή έστω θρησκευτική αίρεση, γιατί θα δεχόταν την αλήθεια ως αποκάλυψη και πιθανότατα θα αρνιόταν τη δυνατότητα του ανθρώπου να πλησιάσει την ουσία του κόσμου, τη βαθιά γνώση του με όργανο, με εργαλείο τη λογική του. Είναι από παλιά γνωστό πως η θεολογία προκρίνει την πίστη, ενώ η φιλοσοφία τη λογική για την κατανόηση του κόσμου. Αν δεχτούμε ότι υπάρχουν πολλοί δρόμοι για τη σωτηρία της ψυχής, ο δρόμος της φιλοσοφίας είναι αυτός της γνώσης του κόσμου με εργαλείο την ανθρώπινη λογική, έστω και αν η φιλοσοφία δεν έχει καταλήξει στο τι ακριβώς είναι η “ψυχή”, αν αυτή μπορεί να σωθεί και αν αυτό είναι ιστορικά και κοινωνικά σημαντικό.

Ακόμα η φιλοσοφία, ως μη έχουσα συγκεκριμένο αντικείμενο έρευνας, ερευνά και ελέγχει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του θρησκευτικού φαινομένου και των δογμάτων των διαφόρων θρησκειών. Ερευνά το αντικείμενο της φιλοσοφίας, το υποκείμενο που φιλοσοφεί, τον εαυτό της τον ίδιο. Αυτή δεν κατέχει τη γνώση, αλλά την αναζητά διαρκώς. Είναι σαν το ποτάμι του Ηράκλειτου που δεν μπορείς να μπεις μέσα του δυο φορές. Εύλογα λοιπόν ενοχλεί τους “κατόχους της απόλυτης, της εξ αποκαλύψεως Αλήθειας” και διώκεται. Ανά τους αιώνες. Καθόλου περίεργος λοιπόν και ο διωγμός των Πυθαγορείων.

Γεγονός πάντως είναι πως η φιλοσοφία κατασκευάζοντας κοσμοθεωρίες μπαίνει στο χώρο της θεολογίας και η θεολογία προκειμένου να θεωρητικοποιήσει τα δόγματά της, την εξ αποκαλύψεως, υπερβατική, μυθική αλήθειά της χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία λοιπόν στέκεται ανάμεσα στη θεολογία και την επιστήμη μετέχοντας και των δύο. Μεταγενέστεροι φιλόσοφοι έχουν άλλωστε χαρακτηρίσει τη Φιλοσοφία ως νεκρή ζώνη ανάμεσα στη Θρησκεία και την Επιστήμη ή ως ενδιάμεσο συνδετικό κρίκο.

πηγή: αντιτετράδια της εκπαίδευσης, τ. 112

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το