Εδώ και πολλά χρόνια και έως και σήμερα τα αποκαΐδια των εκπαιδευτικών πολιτικών που αναπνέουμε γεννήθηκαν μέσα σε ατελείωτους εθνικούς διαλόγους με τα ίδια περίπου λόγια, τις ίδιες περίπου διακηρύξεις.
Ένα ατελείωτο ξόρκισμα των «παρωχημένων αναλυτικών προγραμμάτων», της «εξάρτησης των μαθητών από θεσμούς παραπαιδείας», της «μετατροπής του Λυκείου σε ένα διάδρομο για τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο», της «άγονης γνώσης», του «ζυγού των εξετάσεων». Από τον Γιώργο Παπανδρέου (1994-1996) και τον Γεράσιμο Αρσένη (1996-2000) έως την Άννα Διαμαντοπούλου (2009-2012), από τον Ευριπίδη Στυλιανίδη ( 2007 – 2009) έως τον Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο (2012-2014) και από τον Κώστα Γαβρόγλου (2016 20219) έως την Νίκη Κεραμέως και τον Κυριάκο Πιερρακάκη (2019 – 2024) τα ίδια ακριβώς λόγια, η ίδια γραμμή και τα ίδια αποτελέσματα. Σαν ένα ιδιόμορφο «παράλληλο πρόγραμμα», διακηρύξεις και πραγματικότητα, την ίδια ώρα που «βγάζουν τη γλώσσα» τους η μία στην άλλη, την ίδια ώρα συνδέονται με τον ίδιο στόχο: να μοντάρουν και να μαντάρουν την εκπαίδευση στο πατρόν των οδηγιών της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής που διάβαζε τα «σκονάκια» του ΟΟΣΑ.
Σε μια παράλληλη διαδρομή, τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει κείμενο της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ για την εκπαιδευτική πολιτική που να μην επικεντρώνεται (ως υποτίθεται αντίδοτο στα «παρωχημένα αναλυτικά προγράμματα», στην «κουραστική εγκύκλια γνώση» και στην «αποστήθιση και τη μηχανική μάθηση» που «μετατρέπει τους μαθητές σε παθητικούς αποδέκτες») στην ανάγκη βελτίωσης των δεξιοτήτων με προτεραιότητα τους τομείς της «καινοτομίας»!
Η «καινοτομία» (ενισχυμένη με έννοιες τόσο πρόδηλες σε όλους μας για το θετικό τους πρόσημο, σύμφωνα με την κατήχηση που έχουμε υποστεί), παρουσιάζεται ως το ελιξίριο που θα βάλει το σχολικό τρένο στις ράγες του μέλλοντος.
Στις ίδιες ράγες της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής πριμοδοτούνται τάσεις τυποποίησης και ποσοτικοποίησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσα στους σχολικούς χώρους, μια ολόκληρη βιομηχανία, μια κοσμική θεολογία των λεγόμενων καινοτόμων Προγραμμάτων, προσπάθειες εμπλοκής με χορηγούς, μια καταναγκαστική εγχάραξη του οικονομισμού.
Το όραμα και η πραγματικότητα
Τι φαινομενικά αντιφατικό! Από τη μια, μια εκπαιδευτική πραγματικότητα που «ανασυγκροτεί» τις περικοπές, τη φτώχεια, και έναν πρώιμο αναλφαβητισμό, και από την άλλη διακηρύξεις για άρση της «αγραμματοσύνης» των μαθητών, των χαμηλών επιδόσεων και της γκρίζας εκπαιδευτικής διαδικασίας!
Και στο σημείο αυτό αθέατα αλλά με συνέπεια οι επιτελείς του υπουργείου Παιδείας συγκροτούν μια συζήτηση για τα αποτελέσματα των εξετάσεων που προσπαθεί να τα συνδέσει με το επίπεδο του εκπαιδευτικού έργου, με στόχο τη θυματοποίηση των ζωντανών στοιχείων της εκπαίδευσης στην κοινή γνώμη, ώστε να παίρνονται ευκολότερα μέτρα σε βάρος τους. Παράλληλα αποκρύπτουν, μέσα σ’ ένα σύννεφο επικοινωνιακής σκόνης για τις «δυνατότητες και τις ευκαιρίες των «υπερλεωφόρων» της πληροφορίας», τις πραγματικές αιτίες που μεταλλάσσουν το ελληνικό σχολείο σε μια «βιομηχανία» ενός ιδιόμορφου αναλφαβητισμού.
Με την «γραμματική της Νέας Ομιλίας», με τη γνωστή «μαγειρική του λόγου», απομονώνεται το σχολείο από τον οικονομικό και κοινωνικό του περίγυρο και με ταχυδακτυλουργική επιδεξιότητα μεταμφιέζονται πολιτικά και κοινωνικά πρόβλημα σε αμιγή σχολικά ζητήματα. Έτσι, οι προβολείς της ερμηνείας του προβλήματος, ρετουσαρισμένοι κατάλληλα, δεν πέφτουν πάνω στη «Νέα Οικονομία» που θέλει το σχολείο να δημιουργεί ευέλικτους εργαζόμενους, με ένα μίνιμουμ μορφωτικών εφοδίων που είναι αναγκαία για την αγορά εργασίας, και πειθήνιους πολίτες, οι οποίοι παρά τους σχολικούς τίτλους κοιτάνε μόνο το τυρί και χάνουν τη φάκα καθώς βλέπουν μόνο τόσο όσο μπορούν να καταλάβουν.
Ωστόσο, όσοι δεν παίρνουν τοις μετρητοίς τα «οραματικά» λόγια των Υπουργών Παιδείας, γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι η «εκπαίδευση της αμάθειας» δεν εντάσσεται στην παθολογία της κυρίαρχης εκπαίδευσης, δεν είναι σε καμιά περίπτωση δυσλειτουργία του υπαρκτού σχολείου, μια «άτυχη στιγμή του συστήματος» η οποία μπορεί να επιδιορθωθεί ή να θεραπευθεί μέσα από εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Η «εκπαίδευση της αμάθειας» ανήκει στη φυσιολογία του υπαρκτού σχολείου, αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του, το οποίο δεν μπορεί να το αποβάλλει όσες μεταρρυθμίσεις και αν κάνει.
Μετά το πρόγευμα ακολουθεί το κυρίως γεύμα
Και είναι φανερό ότι από την στιγμή που οι επιτελείς του Υπουργείου Παιδείας έχουν μεταμφιέσει το πρόβλημα ώστε να φαίνεται σχολικό, θα αρχίσει και πάλι το «κυνήγι των μαγισσών». Έτσι το ένα γρανάζι πιάνει το άλλο και υφαίνεται σιωπηλά η κατασκευή του κατηγορητηρίου. Για τις χαμηλές επιδόσεις φταίνε οι εκπαιδευτικοί που δεν εργάζονται εντατικά, οι μαθητές που δεν διαβάζουν και οι γονείς που δεν ενδιαφέρονται. Οπότε, οι λύσεις αναγκαστικά πρέπει να είναι «εντάσεως εργασίας», δηλαδή αυστηρές εξετάσεις (μεταμφιεσμένες σε «άλλες» εξετάσεις) και αξιολόγηση.
Έτσι, οι εκπαιδευτικοί, που προσπαθούν καθημερινά στις σχολικές αίθουσες, αναπνέοντας κιμωλία, να δώσουν στα νέα παιδιά τα μορφωτικά εφόδια για να βγουν στη ζωή, θα βρεθούν και πάλι ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Τα πυρά εκείνων που θα τους κατηγορούν σαν «τεμπέληδες» και «ακαμάτηδες» που δεν μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα και εκείνων που θα προσπαθούν να τους πείσουν ότι αν συνάψουν «ερωτικό δεσμό» με την «ηλεκτρονική εποχή», την «ελαστικοποίηση της εργασίας τους», την «καινοτομία», την «εξεύρεση πόρων» και το ακαταμάχητο σύνθημα «μαθαίνω πώς να μαθαίνω», τότε θα ξανασυναντήσουν τον «απολεσθέντα παράδεισο» και το σχολείο θα μετατραπεί σε πραγματικό «ναό μάθησης».
Μέτρα, τα οποία φυσικά δεν πρόκειται να λύσουν το πρόβλημα αφού αποτελούν μέρος του ίδιου του προβλήματος. Στο τέλος της συζήτησης το ταμείο θα γράφει: λιγότερα σχολεία, λιγότεροι μαθητές, περισσότερη κατάρτιση – μαθητεία, λιγότεροι εκπαιδευτικοί και πολλά «οράματα» για ένα μέλλον που ήδη είναι εδώ.
Χρήστος Κάτσικας
e-prologos.gr