Στις αρχές του 1937, ο Μεταξάς αισθανόταν το καθεστώς του ικανοποιητικά εδραιωμένο, ώστε να κηρύσσει την δημιουργία «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού». Το γλωσσικά διαταραγμένο αίτημα του δικτάτορα διατύπωνε ένα φυλετικό σχήμα με δυναμικό πεδίο αναφοράς τον φασίζοντα εθνοκεντρισμό: «Δεν θέλομεν τους ξένους πολιτισμούς…Πρέπει να εξορμήσωμεν από εκεί που ευρισκόμεθα, δια να μεταφέρωμεν εσωτερικώς πλέον τα περιθώρια του πολιτισμού μας εις ακόμη μακρύτερα περιθώρια».
Ήδη, λίγες μόλις ημέρες μετά την κήρυξη της δικτατορίας, μια εκδοχή της άτεγκτης τρομοκρατίας αφορούσε άμεσα τον πολιτισμό και την λογοτεχνία: Μεταξύ 8 και 10 Αυγούστου 1936, ακροδεξιοί τραμπούκοι και κύκλοι στήριξης της δικτατορίας καλούσαν σε κάψιμο των «κομμουνιστικών και αντεθνικών» βιβλίων και εντύπων. Προγραφές εκατοντάδων βιβλίων και πυρές (όπως έξω από τα προπύλαια του καποδιστριακού Πανεπιστημίου, τους στύλους του Ολυμπίου Διός και τον Πειραιά), καταδείκνυαν εμπράκτως το νέο κράτος επιβολής και καταναγκασμού. Το περίπλοκο δίκτυο οργάνωσης και εδραίωσης του καθεστώτος, μέσα από τον στενό αστυνομικό έλεγχο, τους αναγκαστικούς νόμους, την Επιτροπή Λογοκρισίας, θα αποκρυστάλλωνε τους ιδιαίτερους σκοπούς, τους ελιγμούς, τις προσφερόμενες δυνατότητες ανοχής, αφομοίωσης και συνδιαμόρφωσης.
Η λογοτεχνία γίνεται αντιληπτή ως μοχλός κοινωνικής και εθνικής διαπαιδαγώγησης μέσα στις ορίζουσες της μεταξικής δικτατορίας από ένα ευρύ φάσμα της λογοτεχνικής ελίτ, με περισσότερο ενεργητικό ή περισσότερο σπασμωδικό τρόπο. Αμέσως μετά την κήρυξη της δικτατορίας, η αυτοτελής και οργανωμένη παρέμβαση της Αριστεράς στα πνευματικά πράγματα ουσιαστικά εξουδετερώνεται. Η φιλελεύθερη διανόηση, όλων των αποχρώσεων προς τα αριστερά και τα δεξιά, έθετε ως προτεραιότητα τη διατήρησή της μέσα στα νέα πολιτειακά και ιδεολογικά συμφραζόμενα, κάτι που, ασφαλώς, δεν μπορούσε να αποτελέσει πεδίο αντίστασης στο «νέον κράτος» και την απολυταρχική, φασίζουσα ιδεολογία του. Οι προοδευτικές κοινωνικές και ιδεολογικές αναφορές της προηγούμενης περιόδου δεν ήταν ανθεκτικές στον βίαιο ανακαθορισμό των ορίων νομιμότητας και παρανομίας. Αν και χρήζει συστηματικότερης διαπραγμάτευσης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι δυνάμεις συγκεντροποίησης που καταναγκαστικά μορφοποίησε η δικτατορία του Μεταξά, μοιάζουν να εκπαιδεύουν έναν τύπο λογοτεχνικής διανόησης, ο οποίος διαπραγματεύεται τον ιδιαίτερο ρόλο του, αναλόγως με τις δεσμεύσεις που ορίζουν οι πολιτικές συνθήκες της εκάστοτε «Staatsmaschinerie».
Η απουσία σύγκρουσης με τις επιβαλλόμενες από το καθεστώς δεσμεύσεις διαφαίνεται και στη θεσμική απορρόφηση μιας ευρείας ομάδας μεσοπολεμικών λογοτεχνών σε θέσεις του κρατικού μηχανισμού: Για παράδειγμα, ο Κωστής Μπαστιάς αναγορεύθηκε υπεύθυνος του καθεστώτος για τα Γράμματα και τις Τέχνες με διευρυμένες δικαιοδοσίες, ο Παντελής Πρεβελάκης ήταν συνεργάτης του Μπαστιά ως διευθυντής Καλών Τεχνών, ο Άγγελος Τερζάκης συνεργάστηκε με τον Μπαστιά από τη θέση του γραμματέα στο Βασιλικό Θέατρο, ο Γιώργος Σεφέρης διορίστηκε από το 1937 διευθυντής στο Γραφείο Εξωτερικού Τύπου υπό τον ενορχηστρωτή του οικοδομήματος της μεταξικής προπαγάνδας, Θεολόγο Νικολούδη, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος συμμετείχε στο Δ.Σ. της Εθνικής Πινακοθήκης, ο Κλέων Παράσχος και η Ειρήνη Αθηναία συνεργάζονταν στη λογοκρισία των εντύπων, ο Τέλλος Άγρας εργαζόταν στο Γραφείο Προπαγάνδας της ΕΟΝ, ο Στράτης Μυριβήλης είχε αναλάβει τμηματάρχης β΄ στην Βιβλιοθήκη της Βουλής. Ο Μυριβήλης, ο οποίος το 1934 αυτοπροσδιοριζόταν στην Αριστερά, είχε ενεργητικά ενσωματώσει τον λόγο του καθεστώτος, όπως και οι Ανδρέας Καραντώνης, Πέτρος Χάρης και Σπύρος Μελάς. Ο τελευταίος είχε από το 1933 προτείνει να αποσπαστεί ο δημοτικισμός από τα συμφραζόμενα της κοινωνικής αλλαγής και να ενταχθεί στο ιδεολογικό πλαίσιο μιας εθνικιστικής αντεπανάστασης φασιστικού τύπου.
Θα ήταν λάθος να αποδώσουμε τα αντανακλαστικά της λογοτεχνικής διανόησης του ’30 μόνο στον καταναγασμό ή στις αξιώσεις επιρροής. Ήδη πριν από το 1936, οι μερικώς αντιτιθέμενες ενοράσεις της λογοτεχνικής ελίτ του ’30 για την πνευματική ζωή και την αισθητική εγκλωβίζονταν και εξαπλουστεύονταν στον λόγο του εθνισμού. Οι καλλιτεχνικά αξιοποιήσιμες «εθνικές/λαϊκές» αξίες μεταχειρίστηκαν το αίτημα του μοντέρνου με αμηχανία, σύγχυση και παλινωδίες, ενώ συχνά τα λογοτεχνικά πρότυπα αναζητούνταν σε ένα οργανικό μοντέλο «ελληνικότητας» και σε οξεία αντίθεση με πρωτοπόρα ρεύματα του (πεζογραφικού ιδίως) μοντερνισμού. Η ανάδειξη της εθνικής αποτύπωσης σε λογοτεχνικό κριτήριο μπορούσε εύκολα να υιοθετηθεί ως έδαφος συναίνεσης από το καθεστώς.
Το καθεστώς Μεταξά, με εκλεκτικά εισηγμένα στοιχεία από τους ευρωπαϊκούς φασισμούς του Μεσοπολέμου, τη δικτατορική νομή και χρήση της κρατικής μηχανής, την εκσυγχρονισμένη αναβάθμιση των κατασταλτικών μηχανισμών, σταθεροποιούσε και διεύρυνε το έδαφος νομιμοποίησης για τον «αντιδραστικό μοντερνισμό» μέσω της ιδιότυπης συνομιλίας και εξελικτικής συνεργασίας με την πλειοψηφία της φιλελεύθερης λογοτεχνικής διανόησης.
Ακόμα κι εκείνο το τμήμα που δεν αφομοιώνεται στον ιδεολογικό λόγο του καθεστώτος, αναζητά διακριτικά και έμμεσα τα στοιχεία διαχωρισμού, χωρίς να συγκροτεί ανταγωνιστική θεωρητική προβληματική. Από αυτή την άποψη, είναι χαρακτηριστικό ότι στα «Νέα Γράμματα» του Καραντώνη πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1939 αφιέρωμα 300 σελίδων στον Περικλή Γιαννόπουλο, ο μεταφυσικός εθνικισμός του οποίου ήταν κατάλληλος για να τον αναδείξει σε «πνευματικό αναμορφωτή» στα ιδεολογικά συμφραζόμενα του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού». Ως απάντηση στην προβολή του σοβινιστή αισθητικού, τα «Νεοελληνικά Γράμματα» και ο γενικά επικριτικός προς το καθεστώς, Γιώργος Θεοτοκάς, προβάλλουν τον Μακρυγιάννη ως λαϊκότερη και ηπιότερη εκδοχή «νεοελληνικής αναγέννησης». Πώς να μην αφομοιώσουν με ευχέρεια οι μεταξικές εξαγγελίες και πρακτικές προτάγματα αισθητικής νεωτερικότητας, όταν, για παράδειγμα, ο Τερζάκης «διασάλπιζε στα 1937 την δημιουργία ενός καινούργιου νεοελληνικού πολιτισμού», καθώς επισημαίνει η Ελισάβετ Κοτζιά;
Ο Μεταξάς, για να ενισχύσει τις δομές αφομοίωσης στον ακραιφνώς συντηρητικό λόγο, υποστήριξε, με την συμβολή του Μπαστιά, τη δημοτική ως εθνική γλώσσα ήδη από τον πρώτο χρόνο της δικτατορίας, και στα τέλη του 1938 ανέθεσε σε επιτροπή με επικεφαλής τον Μ. Τριανταφυλλίδη την έκδοση επίσημης νεοελληνικής γραμματικής (έργο που ολοκληρώθηκε στα 1941). Αποενοχοποιημένο, ένα μεγάλο τμήμα της λογοτεχνικής διανόησης του ’30 πανηγύριζε, δια στόματος Πέτρου Χάρη, μια «μεγάλη νίκη της δημοτικής» τον Οκτώβριο του 1936, ενώ στο τεύχος 340 της «Νέας Εστίας» (15.2.1941), ο Μ. Καραγάτσης εξήρε τον «πρώτο δημοτικιστή πρωθυπουργό». Υπό αυτή την έννοια, δεν ήταν απρόσμενος ελιγμός η ανοχή της δικτατορίας στις συγκρατημένες μοντερνιστικές αναζητήσεις, οι οποίες δεν εντάσσονταν στις κατασταλτικές παρεμβάσεις εναντίον των «ασέμνων δημοσιευμάτων». Το περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες» και ο Αιμίλιος Χουρμούζιος από την φιλολογική σελίδα της «Καθημερινής» επαινούσαν την «διαύγεια της επισήμου αρχής».
Άλλωστε, δεν έλειψαν οι κοινές κατασταλτικές πρωτοβουλίες εντός του χώρου των γραμμάτων, αν η λογοτεχνική ελίτ αισθανόταν απειλούμενη ως προς την ιδιαίτερη κοινωνική λειτουργία της. Όταν ο Γιάννης Σκαρίμπας τόλμησε να αμφισβητήσει όσους θεωρούσε ως πνευματικό κατεστημένο μέσα από το περιοδικό της Χαλκίδας, «Νεοελληνικά Σημειώματα», υπέστη αμείλικτη επίθεση από τους Καραγάτση, Καραντώνη, Μυριβήλη, Χάρη. Ο Μυριβήλης υπέδειξε με απάντησή του στον Σκαρίμπα πώς καταδικάζονταν οι δύσπιστοι απέναντι στην εναρμόνιση των αντιθέσεων εντός του «νέου κράτους»: «[…] Φαίνεται καθαρά πως πρέπει να είσαστε οπαδός εκείνων των αριστερο-διεθνιστικών θεωριών που καταδικάζουν απόλυτα τους εθνικούς ιμπεριαλισμούς». Το περιοδικό «Νεοελληνικά Σημειώματα» έκλεισε με διαταγή του υφυπ. Τύπου και Τουρισμού, Θεολόγου Νικολούδη, το φθινόπωρο του 1937.
Το περιοδικό «Το Νέον Κράτος» εκδίδεται τον Σεπτέμβριο του 1937 και μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του ημι-επίσημου ιδεολογικού οργάνου της δικτατορίας. Η λογοτεχνική του σελίδα πρόβαλλε τόσο συμβολές από χώρες των ευρωπαϊκών φασισμών όσο και συμβολές (εγχώριες ή διεθνείς), οι οποίες αναδείκνυαν ένα δυναμικό δίκτυο θεωρητικών, γλωσσικών και αισθητικών αλληλεπιδράσεων, ιχνογραφώντας τον φασίζοντα ιδεολογικό λόγο μέσα σε πιο σύνθετα και αναγκαία για το καθεστώς χρηστικά πλαίσια. Εκτός από την αρχαιολατρία, το καθεστώς επιχειρούσε, διακηρυκτικά τουλάχιστον, να απονευρώσει και να προσεταιριστεί στα χρηστικά του πλαίσια σύγχρονες τάσεις και νοοτροπίες. Όσο κι αν προκαλεί την θυμηδία, ένα δοκίμιο στο «Νέον Κράτος» τον Σεπτέμβριο του 1938 επιζητούσε να εντάξει σε αυταρχικά ερμηνευτικά σχήματα τον ντανταϊσμό και τον υπερρεαλισμό, υποστηρίζοντας ότι «εγκαθιστούν μια δικτατορία του πνεύματος».
Διαπιστώνουμε ευρύτερα τα εξής: Αν στην ποίηση (με τους Ράντο, Σεφέρη, Σαραντάρη, Παπατσώνη κ.α.) είχαν ήδη κατοχυρωθεί πιο τολμηρές νεωτερικές κατευθύνσεις, ο συντονισμός με τα χρηστικά πλαίσια του καθεστώτος στην πεζογραφία παρήγαγε συντηρητικότερα αποτελέσματα. Οι κατά Θεοτοκά «άστατοι, εντυπωσιακοί μοντερνισμοί» είναι υπαρκτοί, αλλά ως εκκεντρικές εξαιρέσεις. Η ολοκληρωτική απόρριψη του ρεαλιστικού και η επίμονη ενασχόληση με τη μεταβλητότητα του χρόνου στο έργο του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου, η απόπειρα για καταλυτική υπέρβαση των ρεαλιστικών απεικονίσεων στο έργο του Γιώργου Δέλιου, η εσωστρεφής, ενδοσκοπική και ελεύθερη γραφή του Στέλιου Ξεφλούδα παραμένουν στη σκιά της αναγνωστικής και κριτικής αποδοχής, σε αντίθεση με τον καθιερωμένο ρεαλισμό και τη συντηρητική νοησιαρχία.
Έργα όπως το «Σόλο του Φίγκαρω» του Σκαρίμπα ή οι «Δύσκολες Νύχτες» της Μέλπως Αξιώτη (1938) κρίνονται ύποπτα για την έλλειψη διαπιστευτηρίων ιθαγένειας και αντιμετωπίζονται με δυσπιστία ή εχθρότητα. Ειδικά η αφηγηματική τεχνική της Αξιώτη, με την εντυπωσιακή της πρισματικότητα, την ετερογλωσσία, την ελλειπτικότητα, γίνεται αντικείμενο επιθετικών χλευασμών και απορριπτικών κριτικών, με κυριότερη εξαίρεση το οξύ κριτικό αισθητήριο του Γρ. Ξενόπουλου. Αντιθέτως, όσο η υποτιθέμενη «ελληνικότητα» πιστοποιείται ως κριτήριο υψηλής λογοτεχνικής ποιότητας, πολλοί είναι οι πεζογράφοι που θα προσοικειωθούν αυτόν τον συρμό.
Για να μην υποπέσουμε στο σφάλμα των απλουστευτικών σχηματοποιήσεων, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η ένταξη της λογοτεχνικής ελίτ του ’30 στα χρηστικά πλαίσια του καθεστώτος δεν συντελέστηκε χωρίς αντιφάσεις. Εύγλωττο παράδειγμα είναι η σύλληψη και κράτηση του Μ. Καραγάτση στην Ασφάλεια για δημοσίευση αντιφασιστικού άρθρου (μαζί με τον Δημήτρη Φωτιάδη και τον Ασημάκη Πανσέληνο). Παρολαυτά, η συγκεκριμένη λογοτεχνική διανόηση ενσωμάτωσε ιδεολογικά δεδομένα και στεγανοποίησε τον «αντιδραστικό μοντερνισμό» που εισηγήθηκε η δικτατορία. Ως μέσα μαζικής πειθούς και συγκεντρωτικής μορφοποίησης, χρησιμοποιήθηκαν από το καθεστώς ο κινηματογράφος, με την πολύμορφη παραγωγή επικαίρων και ζουρνάλ, αλλά και το ραδιόφωνο, από την άνοιξη του 1938. Με το ίδιο σκεπτικό, καθιερώθηκε το 1937 ο Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, ως φρονηματιστική προπαίδεια στο «εγκεκριμένο» ανάγνωσμα.
Η πολιτική Μπαστιά για ενσωμάτωση των λογοτεχνών με την «επίδειξη κρατικής φροντίδας», η αξίωση επιρροής και οι ιδεολογικοί άξονες εντάσσουν στα σχολικά εγχειρίδια κείμενα όπως «Ύμνος της 4ης Αυγούστου» του Τίμου Μωραϊτίνη, «Ύμνος στα νιάτα», (με αφιέρωση «στους νέους της ΕΟΝ») του Μιλτιάδη Μαλακάση και «Ο ύμνος της εργασίας» του Μυριβήλη.
Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της ομότιτλης εισήγησης του Νίκου Σκοπλάκη στην εκδήλωση-συζήτηση «4 Αυγούστου σήμερα/Μέρες του ‘36», που είχε διοργανωθεί στην ταράτσα του Ελεύθερου Αυτοδιαχειριζόμενου Θέατρου «Εμπρός», στις 4 Αυγούστου του 2013.
Πηγή: Νίκος Σκοπλάκης – rednotebook.gr
e-prologos.gr