του Χρήστου Κάτσικα

Οι ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας και του ΙΕΠ αναμασούν τα περί «ποιοτικής διδασκαλίας», «κριτικής ικανότητας και αναστοχασμού των μαθητών», αλλά οι εκπαιδευτικοί καταλαβαίνουν ότι στην πραγματικότητα το «νέο» Λύκειο οικοδομείται με τα παλιά υλικά.

«Νέα σελίδα» για το εξεταστικό σύστημα από το 2021 ανακοίνωσε η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, επισημαίνοντας ότι το υπουργείο Παιδείας σχεδιάζει ένα «εθνικό απολυτήριο στο οποίο θα συνυπολογίζονται με διαβαθμισμένη, αυξανόμενη βαρύτητα οι επιδόσεις του μαθητή και στις τρεις τάξεις του Λυκείου» και ότι «το εθνικό απολυτήριο, σε ένα ποσοστό, θα συνυπολογίζεται κατά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με προϋπόθεση την προηγούμενη διασφάλιση ενός αντικειμενικού συστήματος βαθμολόγησης των μαθητών».

Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε η υπουργός Παιδείας, «η Τράπεζα Θεμάτων θα εφαρμοστεί από το επόμενο σχολικό έτος 2020-2021 για όλες τις τάξεις του Λυκείου», με στόχο «να διασφαλίζονται η αξιοπιστία και η αντικειμενικότητα της βαθμολόγησης των μαθητών».

Οι ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας και του ΙΕΠ αναμασούν τα περί «ποιοτικής διδασκαλίας», «κριτικής ικανότητας και αναστοχασμού των μαθητών», αλλά οι εκπαιδευτικοί καταλαβαίνουν ότι στην πραγματικότητα το «νέο» Λύκειο οικοδομείται με τα παλιά υλικά. Είναι φανερό ότι η κεντρική γραμμή πλεύσης του υπουργείου Παιδείας είναι η έμφαση στις εξεταστικές δοκιμασίες που αφενός οδηγούν σε ένα «ξεκαθάρισμα» του μαθητικού πληθυσμού και αφετέρου απλώνουν τη «σκιά τους» στην ημερήσια διάταξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Ωστόσο, στο πιο «δηλητηριώδες» τμήμα του Λυκείου και του λεγόμενου εθνικού απολυτηρίου, όπως το σχεδιάζει το υπουργείο Παιδείας, αναμένεται να αναδειχθεί η Τράπεζα Θεμάτων, μέσω της οποίας το υπουργείο Παιδείας επιχειρεί να μοντάρει, να μαντάρει και να ευπρεπίσει τις στοχεύσεις του για τη σχολική εκπαίδευση, τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς.

Με την Τράπεζα Θεμάτων η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επιδιώκει:

 Πρώτον, να κανοναρχήσει και να ελέγξει τη διδακτική πράξη, αναγκάζοντας τους εκπαιδευτικούς, στο πλαίσιο ενός ατσαλάκωτου ομοιομορφισμού, να προσαρμόσουν το μάθημά τους στις «τανάλιες» της εξεταστέας ύλης και στον «τύπο» των ερωτήσεων της Τράπεζας Θεμάτων, εκτρέποντας το εκπαιδευτικό έργο σε τεχνικές απομνημόνευσης πληροφοριών.

● Δεύτερον, να βάλει την εκπαιδευτική διαδικασία στα εκπαιδευτικά φέρετρα της αυτοαξιολόγησης-αξιολόγησης μετατρέποντας τα σχολεία σε «νησί των νεκρών» και να διευκολύνει την κατηγοριοποίησή τους με αγοραία κριτήρια.

 Τρίτον, να αποθαρρύνει –με την αύξηση των απορρίψεων– εκείνους τους μαθητές που δεν κουβαλάνε από το σπίτι τους οικονομικές και μορφωτικές αποσκευές, με στόχο να τους εξοστρακίσει και από το Γενικό και από το Τεχνολογικό Λύκειο, κατευθείαν στην κατάρτιση, στις εξωεκπαιδευτικές Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης και στα «παραμάγαζα» που ιδρύουν οι επιχειρηματίες της γνώσης.

 Τέταρτον, με την Τράπεζα Θεμάτων το υπουργείο Παιδείας θα επιχειρούσε σταδιακά να αξιολογήσει τους εκπαιδευτικούς και τις σχολικές μονάδες με βάση τις επιδόσεις των μαθητών.

Η προϊστορία

Για την ιστορία να θυμίσουμε ότι η εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων (Ν. 4186/13 «Νέο Λύκειο») προβλήθηκε με φωτοστέφανο αθωότητας στις διακηρύξεις των πρώην υπουργών Παιδείας Αρβανιτόπουλου – Λοβέρδου και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά τη σχολική χρονιά 2013-2014 στην Α’ Τάξη και τη Β’ Τάξη του Γενικού και Επαγγελματικού Λυκείου. Αυτός ο θεσμός δημιούργησε πολλές αντιδράσεις, καθώς το 40% των εξεταζόμενων μαθητών την πρώτη χρονιά της εφαρμογής του επανεξετάστηκε στις επαναληπτικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου. Καταργήθηκε επισήμως τον Μάρτιο του 2015.

Η πρώτη εμπειρία με την Τράπεζα Θεμάτων για εκπαιδευτικούς και μαθητές ήταν το «τρέξιμο» στην εξεταστέα ύλη, που –για ορισμένα μαθήματα αλλά και για πολλά σχολεία– ήταν και παραμένει μεγάλος βραχνάς. Αγνοούσε η πρώην ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ότι σε ορισμένα, για παράδειγμα φιλολογικά, μαθήματα η εξεταστέα ύλη μόνο τυπικά μπορούσε να ολοκληρωθεί λόγω του αυξημένου όγκου της; Οχι, βέβαια. Φυσικά το γνώριζε, αλλά δεν την απασχολούσε, καθώς ήταν της αντίληψης ότι «το να “βγάλεις” την ύλη είναι αξία. Το να μορφώσεις μαθητές είναι απλώς ξεπερασμένη ιδεοληψία». Το υπουργείο Παιδείας παραγνώρισε το γεγονός ότι οι σχολικές τάξεις δεν ήταν «ομοιόμορφες». Οικονομικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές διαφορές πριμοδοτούσαν ή δυσκόλευαν την ολοκλήρωση της εξεταστέας ύλης.

Στοιχειώδη γνώση να έχει κάποιος για την κατάσταση στις σχολικές τάξεις και για τους όρους της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της μάθησης αντιλαμβάνεται ότι η επιτάχυνση στην παράδοση της ύλης έχει καταστρεπτικές συνέπειες καθώς χιλιάδες μαθητές, που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους επιβαλλόμενους εντατικούς ρυθμούς αποθαρρύνονται και ενσωματώνουν την ήττα.

Συνέπειες, όμως, υπήρξαν και για τον εκπαιδευτικό, που ωθούνταν να οδηγηθεί γρήγορα στην απώλεια του παιδαγωγικού του ρόλου, του δασκάλου εμψυχωτή, καθώς σπρωχνόταν να μετεξελιχθεί-μεταλλαχθεί σε μικρόψυχο ελεγκτή, έναν συμβολαιογράφο επιδόσεων, εξεταστή, επιτηρητή, διορθωτή· έναν κακοπληρωμένο.

Οι ίδιες στοχεύσεις

Η Τράπεζα Θεμάτων υποτάσσει τους μαθητές, υποτάσσει τους εκπαιδευτικούς, υποτάσσει συνολικά την εκπαιδευτική διαδικασία στις εξετάσεις. Με αυτόν τον τρόπο «εξέτασης» των μαθητών αυτοματοποιείται σιγά σιγά η «πιστοποίηση» των κλασμάτων γνώσης που αποκτώνται και, στο τέλος, θα μπορεί να γίνεται και η βαθμολόγηση από υπολογιστικά συστήματα, καταργώντας κάθε παιδαγωγική-γνωσιακή λειτουργία και, εννοείται, βάζοντας στο περιθώριο τον ανθρώπινο παράγοντα –δάσκαλο-εκπαιδευτικό!

Παρόμοια συστήματα εισηγούνται οι «σοφοί» του υπ. Παιδείας για την «πιστοποίηση» επαγγελματικών προσόντων και εφαρμόζονται ήδη για την απόκτηση πιστοποιητικού γλωσσομάθειας, πληροφορικής (ECDL), την απόκτηση άδειας οδήγησης (σήματα ΚΟΚ) κ.λπ. Με την Τράπεζα Θεμάτων το υπουργείο Παιδείας θα επιχειρήσει σταδιακά να αξιολογήσει τους εκπαιδευτικούς και τις σχολικές μονάδες με βάση τις επιδόσεις των μαθητών. Είναι προφανές ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας γνωρίζει πολύ καλά τις κοινωνικές παραμέτρους της σχολικής επίδοσης. Η στόχευση είναι αλλού και «φωτογραφίζει» κατευθείαν τον εκπαιδευτικό. Το ΥΠΑΙΘ θεωρεί κατάλληλο τον χρόνο να προβάλει συστηματικά μια, έτσι κι αλλιώς, διαδεδομένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία για ό,τι «καλό» ή «κακό» γίνεται στα σχολεία την ευθύνη την έχει ο εκπαιδευτικός.

Δεν χρειάζεται να καταναλώσουμε πολλή… στατιστική για να αποδείξουμε ότι στόχος ήταν και είναι να στηθεί ένας ολοκληρωμένος και «θωρακισμένος μηχανισμός αναχαίτισης» όσων ετοιμάζονται στο μέλλον να χτυπήσουν τις πόρτες του Λυκείου. Πολύ γρήγορα η λειτουργία της Τράπεζας θα απογειώσει τη σχολική θνησιμότητα, δηλαδή την απόρριψη ή την ενσωμάτωση της αδυναμίας, την απόγνωση, την αναχαίτιση, το ψαλίδισμα των προσδοκιών, τον φόβο και την εγκατάλειψη.

Μα, θέλει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ένα τέτοιο αποτέλεσμα; Πρωτίστως! Είναι η ιδεολογική της ψύχωση! Επείγεται να «ξεσκαρτάρει» το Γενικό Λύκειο, να το «ελαφρώσει», σαν μια επιχείρηση που θέλει να απαλλαγεί από το προσωπικό της.

Ο Χρήστος Κάτσικας είναι μέλος του εκπαιδευτικού ομίλου – αντιτετράδια της εκπαίδευσης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το