Mαίρη Kαμπουράκη Λαγανά
12 Οκτώβρη, σήμερα. Το 1944, αυτή την μέρα απελευθερώθηκε η Αθήνα από τους ναζιστές. Αλλά σε αυτό άρθρο δεν θα γράψω ιστορία. Δεν είμαι γνώστης, ούτε έχω αυτή την πρόθεση. Θα μιλήσω για μια άλλη πλευρά της σχέσης μας με τα ιστορικά γεγονότα.
Όλοι γνωρίζουμε περιστατικά που στην ερώτηση καθηγητών ή και δημοσιογράφων, όπως είθισται σε επετείους, του τι έγινε σε μια δοσμένη ημερομηνία, τα παιδιά, που διαβάζουν και διαβάζουν αλλά διαπαιδαγωγούνται εν τέλει να κρατούν μονάχα απόσταση από την λογική πως «η μόρφωση δεν είναι ζήτημα γνώσης, μα είναι ζήτημα ζωής», να μένουν είτε αποσβολωμένα είτε να απαντούν πολλές φορές κάτι το εντελώς άσχετο. Η συγκράτηση ημερομηνιών είναι κάτι το παντελώς αδιάφορο και μη παραγωγικό, όταν παραμένει μια στείρα νοητική αποτύπωση αριθμών δίχως να υπάρχει από το παιδαγωγικό σύστημα, η διοχέτευση του βάθους και της ουσίας, την οποία περιέχουν.
Και μπαίνει ένα ερώτημα. Πως μπορεί ένα ιστορικά διαμορφωμένο και καθορισμένο γεγονός του παρελθόντος, να μεταφέρεται ως βίωμα, αυτούσιο ή και μη, στις τωρινές και μελλοντικές γενιές, ώστε να αποκτά στο νου, στο συναίσθημα και στον συλλογισμό τους, την δυναμική που είχε στους ανθρώπους που το ζήσανε; Δύσκολη η απάντηση. Αλλά η τέχνη, είχε πάντα μια τέτοια δυναμική, στο άλφα ή βήτα βαθμό, πολύ περισσότερο επιδραστική από κάθε τύπου σχολικής, και γενικότερα ακαδημαϊκής γνώσης. Τα εργαλεία της ήταν πιο καθοριστικά στον ψυχισμό του ανθρώπου, πιο βιωματικά, πιο αποτελεσματικά.
Αναρωτιέμαι πως η συνείδηση μας θα δεχόταν την γνώση και την καλλιέργεια αν αντί για ένα συρφετό ημερομηνιών και ιστορικών γεγονότων, τον ρόλο τον έπαιζαν οι εικόνες
. Πέρυσι, ήμουν μάρτυρας μιας σειράς φωτογραφικών (και μη) εικόνων της κατοχής και της αντίστασης σε μια έκθεση της Δημοτικής Πινακοθήκης. Ο νους μου έγινε με μια αξιοσημείωτη ευκολία – και δίχως να προσπαθώ να επαναφέρω στο νου μου την διδασκόμενη Ιστορία -, δέκτης μιας άλλης εποχής.
Η κριτικός τέχνης Susan Sontag γράφει πάνω σε αυτό. «[Η φωτογραφία] είναι μια γραμματική, μια ηθική της όρασης, μπορούμε να χωρέσουμε ολόκληρο τον κόσμο στο κεφάλι μας». Και σαφώς, αυτό συνέβη. Μέσα σε εκείνα τα τόσο συμπυκνωμένα χρόνια από γεγονότα, προσωπικές και συλλογικές ιστορίες, πράξεις ηρωισμού, πολιτικής στάσης, αξιοπρέπειας, θυσίας και δράματος, κάποιοι αποφάσισαν πως πρέπει να στοχεύσουν στο μέλλον, μέσω των δυνατοτήτων της εικόνας, ώστε μια ολόκληρη εποχή, να μην χαθεί στην λήθη ή να αναθεωρηθεί μέσω της στείρας γνώσης. Μαζί με το όπλο είχαν έτοιμη, οπλισμένη την φωτογραφική τους μηχανή και ερμήνευαν το δικό τους παρόν, για να παραμείνει και σήμερα παρόν. Παρατήρησαν και συγκράτησαν, αυτό που σήμερα θεωρούμε κατακτημένο, οπτικά και συνειδησιακά, αν και 70 χρόνια μετά.
Η προσωπική όραση των φωτογράφων της κατοχής και της αντίστασης παραμένει η συλλογική μνήμη όλων μας.
Παλιότερα, είχα περάσει από την κωμόπολη του Διστόμου. Μπαίνοντας στη πόλη, πρώτη από όλα, επέστρεψε στο μυαλό μου μια εικόνα, μια συγκεκριμένη φωτογραφία που με ακολουθούσε από πολύ παλιά. Το πορτραίτο μιας νεαρής, ντυμένης στα μαύρα, γυναίκας. Η έκφραση του προσώπου της, πάντα μου προξενούσε και μου παρήγαγε, διότι περίκλειε μια προσωπική μα και μια συλλογική τραγωδία. Αναπαρήγαγε και αναβίωνε ένα καθορισμένο χρόνο, μα παράλληλα ερμήνευε μια ολόκληρη δομή ιστορικών διαστάσεων.Οι ναζί εκτέλεσαν την μητέρα της. Κάψανε έπειτα όλο το χωριό. Ο πόνος της στο κάδρο, ανάγεται σε συλλογικό κάδρο τρόμου. Ο φωτογράφος Dmitri Kessel, το δημοσίευσε στο περιοδικό «Life» με το τίτλο «What the Germans did to Greece».
Αυτό το πορτρέτο, θεώρησε πως μπορεί να αποτελεί το απαύγασμα μιας ολόκληρης εποχής.
Πως μπορεί να αποτελεί μια γενική και βαρυσήμαντη εικόνα μιας χώρας που υποδουλώθηκε και σφαγιάστηκε, στο σύνολο της, μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού. Στην θέση των ημερομηνιών λοιπόν, θα έπρεπε να έχουμε τέτοιες εικόνες. Διαπαιδαγωγούν ηθικά, ιστορικά, πολιτικά και προάγουν την όποια μελλοντική ευθύνη.
Οι φωτογραφίες εκείνης της εποχής παράγουν συναίσθηση των ιστορικών γεγονότων.
Ο ΕΑΜίτης φωτογράφος, Σπύρος Μελετζής, ανέβηκε στα βουνά και με 320 φιλμ φωτογράφισε το αντάρτικο. Έγινε ο «επίσημος» φωτογράφος του και διαμέσου των κατοχικών ημερών έκανε έκθεση φωτογραφίας στις απελευθερωμένες περιοχές της χώρας. Ο φίλος του, επίσης ΕΑΜίτης και ΕΛΑΣίτης, Λεωνίδας Μπαλάφας, είχε την ίδια αποστολή, στην Ήπειρο. Ενόσω ένοπλος, παράλληλα φωτογράφιζε και έκανε, κατά την γνώμη μου, μεγαλύτερη ζημιά στους ναζί με το φιλμ του, που είχε κλέψει από ιταλικό βομβαρδιστικό. Ο στόχος του και ο ρόλος του, ηθικά αμόλυντος και ιστορικά αναγκαίος. «Δεν πούλησα ποτέ φωτογραφίες. Αν τις πουλήσω είναι σαν να εκπορνεύω τα συναισθήματά μου…» θα πει. Στις εικόνες τους, βλέπουμε την λαϊκή Αντίσταση και τον αγώνα του λαού. Βλέπουμε σιγουριά και ελπίδα στο βλέμμα του.
Από την άλλη, η Βούλα Παπαιωάννουκαι ο Δημήτρης Χαρισιάδης, βρισκόταν στην Αθήνα και δούλευαν για έντυπα του εξωτερικού, ζούσαν μια πιο αστικού τύπου ζωή ενώ είχαν εύκολη πρόσβαση σε φωτογραφικό υλικό. Στις δικές τους εικόνες βλέπουμε πείνα, πόνο και θάνατο. Με διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες από τους πρώτους δύο, είχαν μια πιο «ανθρωπιστική» και «ρομαντική» αντίληψη της φωτογραφίας και του αντικειμένου τους και αποτύπωσαν, κυρίως, την μεγάλη πείνα που διέγραψε σε λίγους μήνες το 50% του πληθυσμού της πρωτεύουσας.
Διαφορετικές αφετηρίες, αντιλήψεις και στόχοι.
Διαβάζω, όμως, την άποψη της ιστορικού της φωτογραφίας, Νίνας Κασσιανού πως «οτιδήποτε επενδύσεις πάνω στη φωτογραφία είτε αλήθεια, είτε ψέμα, αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της συγκεκριμένης εποχής. Αποκτά ιστορικότητα είτε έτσι, είτε αλλιώς.Είναι πολιτική η προσέγγιση των γεγονότων σε περίοδο πολέμου και εξαρτάται από τι πολιτικές προωθείς».
Η Παπαιωάννου και ο Χαρισιάδης παρήγαγαν έργο, δημοσιογραφικά καθοδηγούμενο ή και κατά παραγγελία κυβερνητικών φορέων του εξωτερικού.
Και όμως, θεωρώ πως δεν πρέπει να τους προσεγγίσουμε βουλησιαρχικά στην βάση των προθέσεων τους, αλλά στην βάση πως, εν τέλει και μέσα στο χρόνο, το έργο αυτό καθ’ αυτό, απέκτησε την δική του γλώσσα, την δική του δυναμική. Λόγω (και) της αισθητικής υπεροχής, της προσωπικής ματιάς των καλλιτεχνών, ξεπέρασε μέσα στα χρόνια τα στενά όρια της – όπως λέμε – προπαγάνδας, της αναθεώρησης ή της απόκρυψης. Αν βγάλουμε σήμερα, τις λεζάντες, διώξουμε την επιρροή των κειμένων, θα μπορέσουμε να μην «σταθούμε στην φλούδα της φαινομενικότητας, αλλά να περάσουμε στο πετσί των (φωτογραφιζόμενων) ανθρώπων», όπως είχε πει ο Μπαλάφας.
Έτσι παρά της διαφορετικές αφετηρίες των δημιουργών, σήμερα, έχουμε μπρος μας το πιο σαφέστατο άλμπουμ ενός λαού που βγήκε αλώβητος μέσα από την σκληρή μάχη της κατοχής, της επιβίωσης και της ένοπλης και μαζικής αντίστασης. Οι φωτογράφοι τούτοι σαν σύνολο, παίξανε, θέλοντας και μη, τον στρατευμένο τους ρόλο, δημιουργώντας, αισθητικώς άριστα, ντοκουμέντα ανθρωπιάς και πολιτικής αλήθειας.
Ο Μελετζής μιλάει για την αφορμή που του γέννησε την ανάγκη να φωτογραφίσει τους αντάρτες.
«Συνάντησα μια Ρουμελιώτισσα γερόντισσα, που κουβαλούσε εφόδια για τους αντάρτες. Όταν τη ρώτησα, πώς μπορεί να είναι ζαλωμένη με ένα τόσο βαρύ φορτίο, πήρα μια απάντηση: «Αγώνας είναι αυτός συναγωνιστή, άμα κερδίσουμε, τα κερδίζουμε όλα. Άμα τα χάσουμε, τα χάνουμε όλα». Τότε είδα αυτήν τη γερόντισσα, σα γίγαντα μπροστά μου και άρχισα να σκέφτομαι ότι οι φωτογραφίες που έπρεπε να τραβήξω, έπρεπε να έχουν την αγωνία, την πίστη, την ελπίδα και τη λεβεντιά αυτού του λαού».
10 Ιούνη του 1944. Οι Γερμανοί ναζί καίνε το Δίστομο και σφαγιάζουν το πληθυσμό του.
Το κορίτσι του Διστόμου, φωτογραφήθηκε ώστε να μοιάζει με μητέρα όλων μας, που θρηνεί το χώμα, τα παιδιά της, τον ελληνικό λαό, την ανθρωπότητα. 12 Οκτώβρη του 1944. Η Αθήνα απελευθερώνεται από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Υπάρχουν φωτογραφίες, υπάρχει μνήμη, παραμένει βίωμα, διδάσκει δίχως να δασκαλεύει. Η εικόνα έχει την δύναμη να υπερβαίνει την σχολαστικότητα ενός μαθήματος ιστορίας, μα να αποτελεί προσπάθεια επίγνωσης και επιβεβαίωσης της πραγματικότητας.
e-prologos.gr