Μετά τη μεγάλη σφαγή των 150 εκατομ αυτόχθονων της Αμερικάνικης ηπείρου – που ονομάστηκαν Ινδιάνοι εξαιτίας της γεωγραφικής γκαβομάρας των κονκισταδόρων σφαγέων – κι αφού κοκκίνισαν, από αίμα, τα ποτάμια και οι εκβολές τους στους δυο ωκεανούς, οι επικυρίαρχoι είχαν ανάγκη από χέρια απλήρωτα, για να οργώνουν τα χωράφια, να χτίζουν τις πολιτειες και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους.
Χιλιάδες λοιπόν σκλάβοι μεταφέρθηκαν από τις άλλες αποικιες, την υποσαχάρια κυρίως Αφρική, το 18ο αιώνα.
Όσοι δεν πέθαναν στο διάπλου του Ατλαντικού και δεν τους εφαγαν τα σκυλόψαρα, πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα, με συμβόλαιο μεταβίβασης και στους κληρονόμους του αφέντη-αγοραστή.
Με ή χωρίς αλυσίδα στο πόδι δούλευαν απ’ το χάραμα ως τη βαθιά νύχτα, μαστιγωνόντουσαν βάναυσα, καίγονταν στο Μισσισσιπί απ’ τις ύαινες της ΚουΚλουξ Κλαν και σάπιζαν στους ορυζώνες του Νότου.
Οι σκλάβες, εκτός απ’ τη δουλειά στο χωράφι, φρόντιζαν το σπίτι και μεγάλωναν τα παιδιά των αφεντάδων.
Στον Αμερικάνικο Νότο του σκληρού ρατσισμού αλλά και στο Βορρά των πιο light φυλετικών διακρίσεων, οι περισσότεροι «ευυπόληπτοι» λευκοί, εξέχοντα και ηγετικά μέλη των κοινωνιών τους, μεγάλωσαν στην αγκαλιά της μαύρης παραμάνας. Νανουρίστηκαν τρυφερά, άκουσαν τα παραμύθια της, δέχτηκαν τα φιλιά της και ήπιαν το γάλα της.
Η μαμά Γκι-γκι ήταν μια απ’ τις παραμάνες που κούμπωναν σε όλα, εκτός από τη λευτεριά.
Στο βιβλίο της, Hold Sill, η Sally Mann περιγράφει την υποκρισία των ρατσιστών, που μέσα στο σπίτι μεγάλωσαν σε «μαύρες αγκαλιές», με τη γενναιόδωρη και ζεστή αγάπη που δεν είχαν ούτε από τη φυσική τους μάνα, λικνίστηκαν με «μαύρα τραγούδια» και ήπιαν «μαύρο γάλα».
Ωστόσο, στον κοινωνικό τους περίγυρο, πολλαπλασίασαν όλο το παλιάνθρωπο ρατσιστικό αφήγημα της «κατώτερης ράτσας» και συμμετείχαν σε όλες τις παλιάνθρωπες αποφάσεις άγριων διακρίσεων και διώξεων.
«Δεν θυμάμαι ποτέ τη Γκι-γκί να τρώει. Μόνο, ανάμεσα στις δουλειές, να πίνει μια γουλιά παγωμένο νερό. Καλύτερα που δεν έτρωγε γιατί όταν με συνόδευε στις διακοπές μου στην Ανατολική Ακτή με τρένο, δεν της επιτρεπόταν η είσοδος στο βαγόνι-εστιατόριο…Μαζί με μένα μεγάλωσε και τα έξι παιδιά της, έχοντας για όλους μας την ίδια τρυφερότητα. Δούλευε για μας μέχρι τα 90 της. Μέχρι δηλαδή που τα δάχτυλα των χεριών της στράβωσαν κι έγιναν σγουρά. Πέθανε εκατό χρονών, ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1994»
Η μαμά Γκι-γκι αντιπροσωπεύει το παράδοξο του ρατσισμού. Μια λευκή ελίτ, μεγαλωμένη σε μαύρες αγκαλιές στην ιδιωτική της ζωή, δεν είχε κανένα δισταγμό να μαχαιρώνει αυτές τις αγκαλιές στο δημόσιο βίο της. Οι ταξικοί και φυλετικοί διαχωρισμοί δεν αφορούν σε συναισθήματα.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr