ΚΑΛΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΑΣ ΝΑ ΑΚΟΥΣΟΥΝ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ-ΥΜΝΗΤΩΝ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟ.

ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ : ΠΟΙΗΜΑ «ΓΡΑΨΑΝΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ»

Γράψανε τ’ όνομά του…

Γράψανε τ’ όνομά του στη σιδερένια πόρτα
Σ’ ένα τετράγωνο μικρό χαρτί .
(Άρχιζε μια καινούρια μέρα. Τί να ’ναι τάχα αυτό π’ αρχίζει;)
Γράψανε τ’ όνομά του σ’ ένα τετράγωνο μικρό χαρτί
Στη λιτανεία του πρωινού γελούσαν οι τανάλιες του ήλιου
(Χάθηκαν όλα τώρα πια. Μα τάχα ποιά είν’ η απώ- λεια και ποιό το κέρδος; )
Γράψανε τ’ όνομά του στη σιδερένια πόρτα
Έμεινε μια φωτογραφία μικρή, στη λάσπη, που
Κρατούσε
Μοιράσανε τα ρούχα του στους οπλισμένους στρα τιώτες
Δε μίλησε —«Τετέλεσται»— Είπε μονάχα τ’ όνομά του
(Μα ποιό είν’ το τέλος τάχα και ποιά να ’ναι η επιστροφή;)
Αυτοί δεν ήταν Ήρωες. Όμως ο θάνατός τους
Των άδειων μάταιων ημερών νόμιμη πλήρωση
Στων άλλων την παραδοχή και την αδιαφορία
Έμοιαζε σ’ ένα πρόσκαιρο πλαίσιο ξεχασμένο
Σα μιαν ανάμνηση ακριβή της τελευταίας υπό-
Μνησης
Είχεν ακόμα τη σκληρήν ευγένεια των πραγμάτων
Που μιας στιγμής η απόσταση ξέρει να υψώνει.




ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ «ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ»

Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.

Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.

Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε –
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.

II

ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΡΙΤΣΟΥ : ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της,
και συ να λείπεις
να ‘ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα,
και συ να λείπεις
να ‘ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα,
και συ να λείπεις

οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι,
και συ να λείπεις
ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό,
πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν στα μπαλκόνια,
ν’ ανεβαίνει μια παρέλαση στην οδό Σταδίου,
χιλιάδες κόσμος κρατώντας στα χέρια του κόκκινες σημαίες,
κρατώντας επιτέλους τα όνειρά του μέσα στα χέρια του,
να λένε δυνατά τη λέξη σύντροφος,
και συ να λείπεις

ύστερα ένα κλειδί να στρίβει – η κάμαρα να ‘ναι σκοτεινή
δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο,
και συ να λείπεις

σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται,
και σένανε να σου λείπουν τα χέρια,
δυο κορμιά να παίρνονται,
και συ να κοιμάσαι κάτου απ’ το χώμα
και τα κουμπιά του σακακιού σου ν’ αντέχουν πιότερο από σένα
κάτου απ’ το χώμα,
κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει,
όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο,
θα ‘χει λιώσει».

Τότε ο Πέτρος πήρε το λόγο
κι είπε με τη βαθειά του τη φωνή:

Να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις-
αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα
που γι’ αυτά έχεις λείψει,
θάσαι για πάντα, μέσα σ’ όλο τον κόσμο.

ΠΟΙΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ

ΣΤΟΥΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ

Δὲ χύνουν δάκρυ
     μάτια ποὺ συνηθίσαν νὰ βλέπουνε φωτιὲς
δὲ σκύβουν τὸ κεφάλι οἱ μαχητὲς
              κρατᾶν ψηλὰ τ᾿ ἀστέρι
                             μὲ περηφάνεια
δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ κλαῖμε τοὺς συντρόφους
              τὸ τρομερό σας ὅμως κάλεσμα
                            μὲς στὴ ψυχή μας
              κι οἱ δεκαπέντε σας καρδιὲς
                  θὲ νὰ χτυπᾶνε
                          μαζί μας
              τὸ σιγανό σας βόγγισμα
                            σὰν προσκλητήρι
χτυπᾶ στ᾿ ἀφτιά μας
                 σὰν τὸν ἀντίλαλο βροντῆς.

      Στάχτη θὰ γίνεις κόσμε γερασμένε
             σοῦ ῾ναι γραφτὸς ὁ δρόμος
                            τῆς συντριβῆς
      καὶ δὲ μπορεῖς νὰ μᾶς λυγίσεις
                σκοτώνοντας τ᾿ ἀδέρφια μας τῆς μάχης
καὶ νὰ τὸ ξέρεις
       θὰ βγοῦμε νικητὲς
                κι ἂς εἶναι βαριές μας
                             οἱ θυσίες.
Μαύρη ἐσὺ θάλασσα γαλήνεψε
                         τὰ κύματά σου
καὶ θά ῾ρθει ἡ μέρα ἡ ποθητὴ
            ἡ μέρα της ειρήνης
                         τῆς λευτεριᾶς σου
                                  ὦ ναὶ θά ῾ρθει      
            ἡ μέρα ποὺ θ᾿ ἁρπάξουμε τὶς λόγχες
             ποὺ μὲς στὸ αἷμα τὸ δικό μας
                                 ἔχουνε βαφτεῖ.

Δὲ χύνουν δάκρυ
     μάτια ποὺ συνηθίσαν νὰ βλέπουνε φωτιὲς
δὲ σκύβουν τὸ κεφάλι οἱ μαχητὲς
              κρατᾶν ψηλὰ τ᾿ ἀστέρι
                             μὲ περηφάνεια
δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ κλαῖμε τοὺς συντρόφους
              τὸ τρομερό σας ὅμως κάλεσμα
                            μὲς στὴ ψυχή μας
              κι οἱ δεκαπέντε σας καρδιὲς
                  θὲ νὰ χτυπᾶνε
                          μαζί μας
              τὸ σιγανό σας βόγγισμα
                            σὰν προσκλητήρι
χτυπᾶ στ᾿ ἀφτιά μας
                 σὰν τὸν ἀντίλαλο βροντῆς.

      Στάχτη θὰ γίνεις κόσμε γερασμένε
             σοῦ ῾ναι γραφτὸς ὁ δρόμος
                            τῆς συντριβῆς
      καὶ δὲ μπορεῖς νὰ μᾶς λυγίσεις
                σκοτώνοντας τ᾿ ἀδέρφια μας τῆς μάχης
καὶ νὰ τὸ ξέρεις
       θὰ βγοῦμε νικητὲς
                κι ἂς εἶναι βαριές μας
                             οἱ θυσίες.
Μαύρη ἐσὺ θάλασσα γαλήνεψε
                         τὰ κύματά σου
καὶ θά ῾ρθει ἡ μέρα ἡ ποθητὴ
            ἡ μέρα της ειρήνης
                         τῆς λευτεριᾶς σου
                                  ὦ ναὶ θά ῾ρθει      
            ἡ μέρα ποὺ θ᾿ ἁρπάξουμε τὶς λόγχες
             ποὺ μὲς στὸ αἷμα τὸ δικό μας
                                 ἔχουνε βαφτεῖ.

Γιὰ τὰ τραγούδια μου

Δὲν ἔχω πήγασο μὲ σέλαν ἀργυρὴ
οὔτε καὶ πόρους
-ὅπως τοὺς λέν᾿- ἀδήλους
δὲν ἔχω μήτε γῆ
μιὰ σπιθαμὴ
μονάχα ἕνα ποτηράκι μέλι
σὰ νά ῾ναι φλόγα λαμπερή.

Αὐτὸ εἶναι τὸ βιός μου
κι εἶναι καὶ γιὰ τοὺς φίλους
κι ἐνάντια σ᾿ ὅλους τοὺς ἐχθροὺς
ἐντός μου
φυλάγω αὐτὸν τὸν πλοῦτο μου
ἕνα ποτήρι μέλι.

Ὑπομονή, συντρόφοι, ὑπομονὴ
καὶ θὰ ῾ρθει μέρα ἡ τρανὴ
ναὶ θά ῾ρθει!
-Σ᾿ αὐτοὺς πού ῾χουν τὸ μέλι θὲ νὰ ῾ρθεῖ
ἡ μέλισσα ἡ μιὰ
ἀπ᾿ τὴ Βαγδάτη.

Ὑπομονή, συντρόφοι, ὑπομονὴ
καὶ θὰ ῾ρθει μέρα ἡ τρανὴ
ναὶ θά ῾ρθει!
-Σ᾿ αὐτοὺς πού ῾χουν τὸ μέλι θὲ νὰ ῾ρθεῖ
ἡ μέλισσα ἡ μιὰ
ἀπ᾿ τὴ Βαγδάτη.

Ποίημα του Πάμπλο Νερούδα για τη δολοφονία του Νίκου Μπελογιάννη.

ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΗΡΩΣ

Έτσι ανάμεσα
στους κίονες,
ο Μπελογιάννης.
Δωρική είναι η άλως
όλη φως γύρω
στους κροτάφους του
το έγκλημα
δεν το φωτίζουν αυτοκίνητα.
Είναι ολόκληρος
πλανήτης, είναι αστέρι
πορφυρό,
είναι η πύρινη λάμψη
της αρχαίας και της νέας
φλόγας
της γης…
Πέφτει, τον πυροβόλησαν
από το Πεντάγωνο,
σφαίρες που
διαπερνάνε
τη θάλασσα
για να καρφωθούνε στο
υπέρλαμπρο στήθος του,
σφαίρες μαζεμένες
από υπάνθρωπα αγκάθια
για να τις μπάσουν στο
λευκοπράσινο
σπήλαιο
της Ελλάδας,
πιτσιλίζοντας με αίμα
τα φύλλα της ακάνθου.

Πάμπλο Νερούδα

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το