γράφει η Νόρα Ράλλη
Υπάρχουν αυτοί, εκείνοι και οι άλλοι. Υπάρχουν και οι κάποιοι. Αρκετοί απ’ όλους αυτούς τους δαύτους έχουν πει. Διάφορα. Κάνανε κιόλας, αλλά λέγανε κιόλας. Πολλά. Μερικά, αρκετούτσικα θα έλεγα, μείνανε στην Ιστορία. Ως «λόγια μεγάλων ανδρών» μείνανε, καθώς η κοινωνία μας από αυτούς εξουσιάζεται, κι έχουμε φτάσει στο 2021 κι ακόμη μιλάμε για ισότητα των φύλων και αποδοχή του διαφορετικού και αναγνώριση της ταυτότητας και πού σε πονεί και πού σε σφάζει. Έχουμε εξελιχθεί, δεν το συζητώ. Μιλάμε για άλματα εξέλιξης ως κοινωνία – τα βλέπει η Στεφανίδη και παθαίνει κολάπσους!
Λοξοδρομώ, μα επανέρχομαι: ένας από αυτούς τους «μεγάλους άνδρες» λένε πως ήταν κι ο Γαλιλαίος. Μεγάλος ανήρ δεν ξέρω αν ήταν, μεγάλο μούτρο ήταν οπωσδήποτε. Πώς τα ’κανε, πώς τα ’φερε και την Ιερά Εξέταση τούμπαρε (καταδικάστηκε μεν, δεν εκτελέστηκε δε) και στην Ιστορία έμεινε. Και μάλιστα για κάτι που ποτέ δεν είπε! Μεγάλο αστέρι ο Γκαλιλέι, σαν τ’ άστρα που στον ουρανό παρατηρούσε. Ξέρεις πολλούς που να μην έχουν πει αυτό για το οποίο έγιναν διάσημοι; Ε, αυτός το έκανε. Ίσως βέβαια κάτι να ψέλλισε βγαίνοντας από την Ιερά Εξέταση, αλλά βασικά το «Κι όμως κινείται» μες στο μυαλό του στριφογύρναγε, μα σε κανέναν ιεροεξεταστή δεν το ξεστόμισε (για βλάκα τον πέρασες;).
Μαγκίτης κι αλάνι ο Γαλιλαίος, όσα είπε κι όσα δεν είπε, όλα σωστά ήταν. Και μπράβο του και σε καλή μεριά. Τι γίνεται όμως μ’ αυτούς, της άλλης μεριάς, που κάνουν τους εκείνους, να θέλουν να γίνουν κάποιοι άλλοι, ώστε να μπορούν ν’ αντέξουν αυτά που τους λένε οι αυτοί; Κοινώς, πώς την έχουν δει εκεί στο Μαξίμου; Της ιστορικής μετακινήσεως το κάγκελο γίνεται εκεί μέσα!
Γερασμένα τα βρήκε τα συνθήματα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ανήμερα της επετείου μάλιστα, ο Μητσοτάρχας – αλλά άσ’ το αυτό. Πως χρειάζονται ανανέωση είπε ο πολυχρονεμένος μας – άσ’ το κι αυτό. Αυτό που κάπως μου ’κατσε, ήταν το φινάλε της ομιλίας: «Η Ελλάδα ήδη αλλάζει και ακμάζει!».
Ακου, αλλάζει και ακμάζει! Βρε τον μπαγάσα. Ναι, ρε μεγάλε, και στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει. Και λόγω πανδημίας αλαλιάζει. Κι εξαιτίας της διαχείρισης της πανδημίας από μέρους σας αλαφρενιάζει. Για χάρη μιας κυβέρνησης, που άλλη δουλειά δεν κάνει από το να ανακατασκευάζει (δικαιώματα, εργασιακούς νόμους, περιβαλλοντικά σχέδια), να υπερδιπλασιάζει (ελλείμματα, μισθούς ιδιωτών γιατρών, μίζες σε Μέσα και σε μέσους), να επιδοκιμάζει (αρίστους παναχρήστους καθώς και Παπαχρήστους) και να υποβιβάζει κάθε δημοσιογράφο που την κάνει να υποτροπιάζει μπροστά στις κάμερες με… δεν φαντάζεστε με τι: με ερωτήσεις, Παναγία φύλαγε! Μια κυβέρνηση που καλοκοιτάζει την εξουσία και προπαρασκευάζει την επάνοδό της, με κάθε κόστος. Το ξαναλέω: με κάθε κόστος. Σφιχταγκαλιάζει την Ακροδεξιά, σαραβαλιάζει κάθε κρατικό θεσμό (από νοσοκομεία και σχολεία μέχρι τα ίδια τα υπουργεία – δε μιλάω καν για τ’ αρχαία τα μνημεία), παραχαράσσει παρελθόντα, ξεντεριάζει μέλλοντα, ξεκουκουτσιάζει παρόντα.
Κι από την άλλη, έχουμε την Ελλάδα που, τι είπαμε; Α ναι: «αλλάζει και ακμάζει». Δεν φράζει, ούτε κοχλάζει, μήτε μπάζει μήτε βγάζει: μόνο λουφάζει, μες στ’ αγιάζι, δεν τους αντέχει, μα διστάζει. Δεν ξέρει πού να πρωτοεστιάσει, μπρος στα σκάνδαλα κομπιάζει, δίπλα στους επίσημους κομπάζει, δεν σφαγιάζει μα σφαδάζει, όσο δε για το ψεκάζει… Κι όλο παίρνει και μουδιάζει. Μπας κι αρχίζει να μου μοιάζει;
Συνοικιακοί γκόμενοι και άρπαγες. Αυτό είναι. Και ο Μητσοτάρχας (η επιτομή του συνοικιακού γκόμενου) κι όλοι οι παρατρεχάμενοί του. Αρπάζει – αν κάνει κάτι αυτή η κυβέρνηση είναι αυτό: Αρπάζει. Από μένα, από σένα, από οικεία και ξένα. Και μετά, με τη σειρά: δεματιάζει (τ’ αρπαγμένα), τα στοιβάζει, τα διαμοιράζει και μετά αφηνιάζει. Οσο για σένα, δύσμοιρε, σε κουρελιάζει, δίχως να σε λογαριάζει.
Τι να σου κάνω, μου λες; Ξεχασμένος κι ατίθασος περπατώ, κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες – αυτό κάνω. Σαν τον Μανώλη τον ποιητή.
Που προχωρούσε μέσα στη νύχτα, χωρίς να γνωρίζει κανένα. Κι ούτε κανένας, κι ούτε κανένας τον γνώριζε…
πηγή: .efsyn.gr
e-prologos.gr