γράφει η Γιώτα Αναγνώστου
Γερνώ και λησμονώ. Ονόματα, διευθύνσεις και τηλέφωνα, γενέθλια, γιορτές και επετείους. Ακόμα συγκρατώ τα πρόσωπα. Με δυσκολεύουν, τώρα πια, οι μάσκες αλλά τα μάτια, τα μάτια είναι αυτά που με καθοδηγούν στην αναγνώριση.
Σήμερα είχε -5. Κουκουλωμένη στο παλτό μου, γάντια και κασκόλ, σκυμμένη προχωρούσα. Βιαζόμουν, από συνήθεια. Με φώναξε, με το όνομά μου, από το απέναντι πεζοδρόμιο. Την αναγνώρισα, παρά τη μάσκα τη διπλή που φόραγε. Ήμουν σίγουρη πως το όνομά της άρχιζε από Ε, ήταν κάτι σαν Ευγενία, Ευτυχία, Ελευθερία, Ελπίδα, Ευλαμπία ή Ευανθία. Αδύνατον να καταλήξω. Σκεφτόμουν κι άλλα (ευδαιμονία, ευπορία, ευαισθησία, ευδιαθεσία, ευθυμία, ευλογία, ευφωνία) καθώς διέσχιζα τον δρόμο. Είπα μόνο μία σκέτη «καλημέρα» χωρίς να διακινδυνεύσω μία λάθος προσφώνηση που θα στεναχωρούσε και τις δυο μας. Φάνηκε πως δεν το περίμενε. Το που διέσχισα τον δρόμο την αιφνιδίασε. Οπισθοχώρησε. Έφερε το χέρι στο πρόσωπο για να βεβαιωθεί ότι η διπλή μάσκα που φορούσε ήταν στη θέση της και ύστερα σαν τροχονόμος μου έκανε σήμα να μην πλησιάσω περισσότερο. Τα μάτια της γυάλισαν και βούρκωσε καθώς μου εξηγούσε ότι σήμερα έβγαινε πρώτη φορά μετά από δεκαήμερη καραντίνα. Έβγαλε μάλιστα από την τσέπη να μου δείξει το σημερινό αρνητικό της τεστ. Ένιωσα άθλια. Χαμογέλασα ωστόσο. Το είδε το χαμόγελό μου γιατί δεν φορούσα μάσκα. Μόνες ήμασταν στον δρόμο. Ήταν νωρίς ακόμα. Είχε και -5. Μου είπε κι άλλα. Σαν να περίμενε σε κάποιον να τα πει, τα μαζεμένα δέκα ημερών. Για το ότι ένιωσε ολομόναχη στον κόσμο και τόσο λυπημένη. Το βούρκωμα στα μάτια φούσκωσε κι άλλο και ασυγκράτητα τα δάκρυα κύλησαν. Μικρή διαδρομή δακρύων. Τα απορρόφησε η διπλή της μάσκα. Έκανα να την πλησιάσω. Οραματίστηκα μια αγκαλιά. Κι είχα στον νου μια λέξη από Ε. Ενθαλπία. Κλειστά θερμοδυναμικά συστήματα. Όρια αδιαπέραστα από την ύλη. Μετρήσιμη η ενθαλπία. Αθροίζεται η εσωτερική ενέργεια των σωμάτων με το γινόμενο της εσωτερικής πίεσης επί του καταλαμβανόμενου όγκου. Οπισθοχώρησε. «Ευπρέπεια» είδα πια στα μάτια. Καλημεριστήκαμε πάλι. «Σιδερένια» ευχήθηκα («έρρωσο» σκέφτηκα, μα το απέφυγα). Συνέχισα, βιαστική.
Είχε -5, μα η αίσθηση ήταν πολύ χειρότερη.
Εγκατάλειψη.
πηγή: artinews.gr
e-prologos.gr