Απέχθεια

Σιχαίνομαι τα περιποιημένα γκαζόν
που μοιάζουν με νεοσύλλεκτους φαντάρους.
Σιχαίνομαι τις πέτρες που απέμειναν άχρηστες
καθώς και τα προσαρμοσμένα και αδρανή υλικά.
Σιχαίνομαι τις έρημες κοιλάδες χωρίς πατημασιές
τις κρύες και απαθείς καρδιές,
τα κρεμασμένα τοπία χωρίς ανθρώπους
και τη λεγόμενη νεκρή φύση.
Απεχθάνομαι τ’ άδοξα μουρμουρητά
κι εκείνα τ’ άπραγα λεπτά
που τα φυλάκισαν κινέζικα ρολόγια.
Σιχαίνομαι τα προγράμματα που χάσκουν άβολα
και τους στρατιώτες που κρύβονται στους βάλτους
σαν ψόφια ψάρια στα δάχτυλα των πάγων.
Σιχαίνομαι την ομίχλη που διστάζει να γίνει σύννεφο
και τους γκρεμούς που ορέγονται
γυμνές κι επίπεδες αμμουδιές.
Τον ορφανό φόβο μισώ·
με τις σκιές κοιμάται ροχαλίζοντας
τις αμαρτίες που αποφεύγουν τις δημοσιές
και τα μαχαίρια που αποκοιμήθηκαν
δίπλα σε γυαλισμένα κουταλοπήρουνα.
Μα πιο πολύ σιχαίνομαι τις εξαίσιες ιδέες
που σκόνταψαν σε φράχτες
και με τη συμφορά σκιάζονται
ν’ αναμετρηθούν.

Θανάσης Τσιριγώτης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το