Παραθέτουμε μέρος μιας ενδιαφέρουσας ανάλυσης του Θέμη Τζήμα από το kosmodromio.gr

Λίγα πράγματα πηγαίνουν καλά στον πλανήτη. Στην πραγματικότητα, φαίνεται πως ό,τι μπορεί να πάει στραβά στον πλανήτη, πηγαίνει.

Ο κίνδυνος του γενικευμένου πολέμου καθίσταται ολοένα πιο πιθανός μέρα με τη μέρα και η οικονομική κρίση επανακάμπτει πλησίστια. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ενώ ο στασιμοπληθωρισμός αναμένεται λίαν συντόμως, τα ομόλογα στις ΗΠΑ καταγράφουν τις χειρότερες επιδόσεις τους από το 1842.

Για τον πρόεδρο Μπάιντεν και τους έντρομους Δημοκρατικούς, όπως και τους συμμάχους τους, ο υπεύθυνος είναι ένας: ο πρόεδρος Πούτιν. Πρόκειται για μια συνήθη δικαιολογία. Ποτέ δεν φταίει το σύστημα. Πάντα φταίει κάποιος εξωτερικός παράγοντας. Το 2007-2008, έφταιγαν μερικοί τραπεζίτες. Μετά οι «λαϊκιστές» που δεν ήθελαν να εφαρμόσουν τα μνημόνια. Μετά, η νόσος Covid-19. Σήμερα ο Πούτιν. Το σύστημα δουλεύει, απλώς κάποιοι προσπαθούν να το υπονομεύσουν.

Η πραγματικότητα είναι ακριβώς αντίθετη. Ο Immanuel Wallerstein οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι το είχε προβλέψει με απίθανη ακρίβεια, όταν έγραφε ότι μέχρι το 2009, ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός θα αποτελούσε μια δοξασία του παρελθόντος. Αυτό ακριβώς συμβαίνει: ο νεοφιλελευθερισμός έχει πεθάνει εδώ και πάνω από μια δεκαετία αλλά επειδή κανείς δεν του πήρε το κεφάλι, έχει βρικολακιάσει.

Το παγκόσμιο οικονομικό μοντέλο γίνεται ολοένα λιγότερο λειτουργικό ως προς την δική του ακόμα την αναπαραγωγή, συνθήκη που το οδηγεί στο να καταπιέζει και τελικά να καταστρέφει τις παραγωγικές δυνάμεις σε εντεινόμενο ρυθμό, ιδίως στην Δύση.

Πρώτον, όλο το μοντέλο έχει γίνει μονοπωλιακό. Γιγαντιαία μονοπώλια πνίγουν κάθε ανταγωνιστή με αθέμιτα μέσα (νομιμοφανή ή εντελώς παράνομα) σε ολόκληρη την κλίμακα. Οι “Big Tech”, τα μονοπώλια του τομέα της πληροφορίας, δηλαδή η Google, η Amazon, η META και η Apple, με την προσθήκη της Microsoft και της Netflix, καθόρισαν τα 2/3 των κερδών του S&P πέρσι, ενώ στην πραγματικότητα αποφασίζουν σχεδόν για το σύνολο των πληροφοριών στις οποίες έχουμε πρόσβαση, παρότι ο πλούτος τους βασίζεται εντέλει στις πληροφορίες τις οποίες όλοι εμείς τους παρέχουμε. Αντλούν την πρώτη ύλη τους από εμάς και μας την επιστρέφουν μεταποιημένη κατά τρόπο που να συμφέρει και να βολεύει τους μετόχους τους και την πολιτική εξουσία με την οποία συναλλάσσονται. Κατά μία έννοια, έχουμε πάρει ως άτομα, την θέση την οποία έχουν οι εξαρτημένες περιφερειακές οικονομίες προς τις καπιταλιστικές μητροπόλεις: εξάγουμε πρώτη ύλη και εισάγουμε επεξεργασμένα προϊόντα.

Σε μία παγκόσμια αγορά υγείας αξίας 8,45 τρισ. δολαρίων το 2018, δηλαδή πριν τη νόσο Covid-19, η οποία αντιστοιχούσε στο 10% του παγκοσμίου ΑΕΠ, οι Big Pharma (ένα κλειστό κλαμπ έξι έως δέκα εταιρειών, δηλ. τα μονοπώλια της φαρμακευτικής βιομηχανίας) όχι μόνο υπερκοστολογούν συστηματικώς τα προϊόντα που πωλούν, όχι μόνο καταπνίγουν κάθε άλλη πρωτοβουλία και παρατείνουν τις πατέντες τους, αλλά επιπλέον παράγουν πολύ λιγότερα καινοτόμα φάρμακα από όσα θα μπορούσαν και θα όφειλαν βάσει των δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν, με αποτέλεσμα όπως έγραφε το TIME, πολύ περισσότερους θανάτους στις ΗΠΑ από όσους θα είχαν, αν αξιοποιούσαν τις προόδους της επιστήμης, χωρίς την καταστροφική επίδραση των μονοπωλίων.

Κάθε τομέας της οικονομίας (ενέργεια, λιανικές πωλήσεις, ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί) κυριαρχείται από τον παρασιτισμό. Το αποτέλεσμα είναι ότι η καινοτομία καταπνίγεται, η παραγωγικότητα φθίνει και το πολιτικό και οικονομικό καθεστώς γίνεται ολοένα πιο άνισο.

Δεύτερον, η φούσκα του 2007-2008 αντιμετωπίστηκε με το να γιγαντωθούν νέες φούσκες. Ο πακτωλός φτηνού χρήματος που τύπωσαν οι κεντρικές τράπεζες (ή αλλιώς, η ποσοτική χαλάρωση) δεν διοχετεύτηκε στην παραγωγή, αλλά στα ομόλογα, δηλαδή την οικονομική ολιγαρχία, η οποία με την σειρά της διοχέτευσε όλη αυτή την απίθανη ποσότητα σε ό,τι έδινε μεγαλύτερες αποδόσεις και χωρίς κόπο: επενδύσεις σε κάθε πιθανό (και απίθανο) χρηματοπιστωτικό προϊόν, στοιχήματα σε μελλοντικές ανόδους, ακίνητα και απάτες ή απλώς διακρατώνται από τις τράπεζες.

Δεν είναι τυχαίο, ότι ακόμα και η Βουλή των Λόρδων, το 2021 είχε φανεί μάλλον αρνητική στο να αποφανθεί ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης πράγματι ευνόησε την πραγματική οικονομία της Αγγλίας. Στις ΗΠΑ, στην Wall Street Journal, ένα άρθρο γνώμης σημείωνε τον περασμένο Σεπτέμβριο την κατά βάση, προφανή αποτυχία του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, δεδομένου ότι η μεγέθυνση της πραγματικής οικονομίας από το τρίτο τρίμηνο του 2009 έως το τέταρτο τρίμηνο του 2019 είχε περιοριστεί κατά μέσο όρο στο 2,3%, ενώ ο S&P 500 ξεπέρασε τον τριπλασιασμό.

Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα, στην νέα κρίση ή στην νέα όξυνση της σοβούσας για πάνω από μια δεκαετία κρίσης, οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, οι υπουργοί Οικονομικών και οι κυβερνήσεις που ελέγχονται από την ολιγαρχία δεν μπορούν επίσης να κάνουν τίποτα και τα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα, έχουν να περιμένουν (με προφανή και λογικό τρόμο) το κρύο του χειμώνα, τους λογαριασμούς των super-market και της ενέργειας και τα επιδόματα που επικυρώνουν την φτωχοποίηση.

Είναι τέτοια η συλλογική αδυναμία του δυτικού κατεστημένου, ώστε ταπεινώνεται αποδεχόμενο τις ρωσικές απαιτήσεις για το φυσικό αέριο και καταπίνει την γλώσσα του μπροστά στο γεγονός ότι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας έπληξαν κατά βάση την ίδια τη Δύση, ενώ έχουν καταστήσει μέχρι σήμερα το ρωσικό ρούβλι, το νόμισμα με την καλύτερη απόδοση, φέτος.

Το σύστημα εξουσίας στη Δύση δομήθηκε πάνω σε τέσσερις θεμελιώδεις υποθέσεις: (α) ότι η Δύση θα μπορεί επ’ αόριστον να παρασιτεί και να καννιβαλίζει σε πλανητική κλίμακα τις πρώτες ύλες και το εργατικό δυναμικό της περιφέρειας, προκειμένου (β) να αγοράζει φτηνά τις πρώτες ύλες και να πουλάει επαρκώς ακριβά για το ίδιο τα σύνθετα βιομηχανικά προϊόντα, ότι (γ) θα έχει έναν ατελείωτο, εφεδρικό βιομηχανικό στρατό από την παγκόσμια περιφέρεια, ώστε να συμπιέζει τις αμοιβές μέσα στην ίδια την Δύση και ότι (δ) τις ελίτ δεν θα τις αγγίζουν τα προβλήματα των μαζών, δεδομένου ότι θα μπορούν να γίνονται ολοένα πλουσιότερες χάρη στην δυνατότητά τους να χειραγωγούν τις αγορές στο διηνεκές και να βάζουν τις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις να τους κάνουν την δουλειά.

Όλο αυτό το σχέδιο εδράζεται πάνω στην στρατιωτική υπεροχή της Δύσης, δηλαδή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους και στη δυνατότητα επίτευξης συναινέσεων μεταξύ των λαών τους, με τη χρήση προπαγάνδας, μαστιγίου και καρότου. Η πρώτη, όπως έχουμε αναλύσει και σε προηγούμενα άρθρα μας, οδεύει σε οριστική ανατροπή στα εδάφη της Ουκρανίας και όχι μόνο, ενώ η δυνατότητα επίτευξης συναινέσεων περιορίζεται όταν κανείς αναρωτιέται πόσο κρατάει η οικονομική κρίση, με διαφορετικές μορφές και οξύνσεις από το 2007, δηλαδή δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια! Μάλιστα αν βάλουμε ως κριτήριο την συμμετοχή της εργασίας στην διαμόρφωση του δυτικού ΑΕΠ, θα δούμε ότι σε κρίση η Δύση βρίσκεται εδώ και περίπου πέντε δεκαετίες σε ό,τι αφορά την ευμάρεια της πλειοψηφίας των λαών της. Κοινώς, τα θεμέλια για τον υπερπλουτισμό των δυτικών ελίτ με συναίνεση των μαζών, έχουν κλονιστεί.

Τρίτον, τα πολιτικά συστήματα έχουν καταστεί προβληματικά σε βαθμό κατάρρευσης. Οι λαοί γίνονται ολοένα πιο δύσπιστοι στην προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης, με αποτέλεσμα η ένταση της σκληρής καταστολής να αυξάνεται, με ορόσημο την διαχείριση της πανδημίας. Το «πετράδι του στέμματος» σε ό,τι αφορά τις περιφερειακές ολοκληρώσεις, η Ε.Ε. και ειδικότερα η ευρωζώνη έχει «προσφέρει» μακροχρόνια απώλεια βιομηχανικής ισχύος στην Γαλλία και στην Ιταλία, ενώ στα καθ’ ημάς προσέφερε 7 χρόνια φαινομενικής ευμάρειας και 14 χρόνια πόνου και δυστυχίας. Η ίδια η Ε.Ε. έχει μετατραπεί εκ των πραγμάτων σε πεδίο διακρατικών ανταγωνισμών, μεταξύ κρατών με στρατηγικώς αντιτιθέμενα συμφέροντα και πολιτικές – βλ. για παράδειγμα Πολωνία και Γερμανία.

Η αξιοπιστία της πολιτικής και των πολιτικών βρίσκεται στα τάρταρα, με αποτέλεσμα το σύστημα εξουσίας να προωθεί την γενικευμένη λουμπενοποίηση, ώστε να εκτρέπει τη μαζική οργή σε ανώδυνες τελικά για το ίδιο εκφάνσεις.

Πρόκειται για ιστορική περίοδο μετασχηματισμών, δομικής δυσθυμίας και θυμού. Πρόκειται για περίοδο μεγάλης αναταραχής, εξ ου και οι πολιτικοί μας φαίνονται ως επί το πλείστον χάρτινοι και ασήμαντοι. Ασχέτως ηλικίας, ανήκουν στο παρελθόν, στις χειρότερες εκδοχές των ’90s και των πρώιμων ’00s. Ασήμαντοι και ως πρόσωπα οι ίδιοι, επαναλαμβάνουν κατά συνθήκη ψέματα και μεγάλα ψέματα, και κατά βάση τρέχουν στην αγκαλιά των ολιγαρχών για προστασία. Στήνουν σόου με νούμερα και με «νούμερα» και καμώνονται τους μεγάλους ηγέτες, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε καρικατούρες του παρελθόντος.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το

Παρόμοια αρθρογραφία