Γιώργης-Βύρων Δάβος
Μαζί με τους εταίρους της, Σαλβίνι και Μπερλουσκόνι, φρόντισαν να τον εμπλουτίσουν με διατάξεις που συμφέρουν τους ίδιους και τους πολιτικούς τους φίλους
Η Τζόρτζια Μελόνι, στη γιορτή του νεοφασιστικού κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας» για τα δέκα χρόνια από την ίδρυσή του, δήλωσε βέβαιη για τη μακροημέρευση της κυβέρνησής της, η οποία, είπε, «θα ανατρέψει κάθε πρόγνωση για τη διάρκειά της». Βασίζει τη βεβαιότητά της και το συμπέρασμα τούτο στο περιεχόμενο του πρώτου της προϋπολογισμού, που μόλις ψηφίσθηκε. Ένας προϋπολογισμός, που αν και η βασική δομή του ήταν ήδη αρμολογημένη από τον δοτό προκάτοχό της Μάριο Ντράγκι, η ίδια και οι άλλοι δύο εταίροι της, Ματέο Σαλβίνι της «Λέγκας» και Σίλβιο Μπερλουσκόνι της «Forza Italia», φρόντισαν να εμπλουτίσουν με επιπλέον διατάξεις, που συμφέρουν όχι μόνον τους ίδιους (βλέπε «Καβαλιέρε»), αλλά και τους πολιτικούς τους φίλους. Και φυσικά επ’ ουδενί το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας.
Ακόμη και τα ισχνά κοινωνικά μέτρα στο κείμενό του, οι πενιχρές αυξήσεις στις κατώτατες συντάξεις για τους άνω των 75 ετών στα 600 ευρώ, ή την αυτονόητη ρύθμιση, μπροστά στην παλίρροια της κοινωνικής αναστάτωσης που θα σήκωνε μία τέτοια παράβλεψη, για τη δυνατότητα μετατροπής σε σταθερό του κυμαινόμενου επιτοκίου στα στεγαστικά άνω των 200.000 ευρώ, στην ουσία αποδεικνύονται ταξικά και πιο ευνοϊκά για όσους έχουν και κατέχουν, παρά για τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Τα μεγάλα δώρα της κατ’ αποκοπήν και όχι βάσει τους κέρδους εισοδήματος, οι εκπτώσεις στα κέρδη επί του κεφαλαίου, ωφελούν την ακόμη μεγαλύτερη κερδοφορία για ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρηματίες με ήδη μεγάλα κέρδη, «ρίχνοντας» εκείνους που φυτοζωούν και πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα με την υψηλή φορολογία, δίχως απαλλαγές. Όμως μέσα στον προϋπολογισμό περιλαμβάνονται και μέτρα που καίτοι δεν είναι αμιγώς οικονομικά, ουσιαστικά κλείνουν το μάτι σε όσους, με πρόσχημα την ανάγκη να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για την εκταμίευση και απορρόφηση των κονδυλίων για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης κι Ανθεκτικότητας (Pnrr), ετοιμάζονται να λαφυραγωγήσουν τα χρήματα των Ιταλών.
Τέτοια είναι τα μέτρα, που σχετίζονται με τη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης και ιδιαίτερα τις ελαφρύνεις και απαλλαγές στις ποινές για καταχρήσεις, οικονομικά εγκλήματα, απάτες κλπ, (βλέπε πάλι «Καβαλιέρε»). Κυρίως αυτά που ξεχωρίζουν είναι το «Καθαρτήριο», που προσφέρει σε δημόσιους λειτουργούς για υπέρβαση καθήκοντος σε αναθέσεις, και η χαριστική για τη φοροδιαφυγή και το μαύρο χρήμα μείωση των ηλεκτρονικών συναλλαγών με POS. Αυτά τα δύο μέτρα προεξοφλούν μία επέλαση στους διαγωνισμούς και τις απευθείας αναθέσεις. Επιλογές, που σε συνδυασμό με την εργασιακή απορρύθμιση, που έχει βγάλει τα συνδικάτα στον δρόμο, αποδεικνύουν πως η κυβέρνηση Μελόνι -όπως κι ο ιδεολογικός πρόγονός της πριν 100 χρόνια- φροντίζει να ρυθμίζει την «εύρυθμη» λειτουργία του Κεφαλαίου, την αρπακτική του διάθεση στις πλουτοπαραγωγικές πηγές, την κερδοσκοπία με το δημόσιο χρήμα και την υφαρπαγή του και συνάμα εξάγει όσο το δυνατόν περισσότερη υπεραξία από την παραγωγική δύναμη και την κοινωνικά αναγκαία εργασία των εργαζομένων, οι οποίοι παραμένουν υποτελείς μέσα από τις απορρυθμισμένες εργασιακές συνθήκες, την ακρίβεια και την επισφάλεια.
Δεν είναι τυχαίο πως στην ίδια επετειακή εκδήλωση της Μελόνι ο νεοφασίστας υπουργός Δικαιοσύνης, Κάρλο Νόρντιο δήλωσε πως είναι βλασφημία η αλλαγή του Συντάγματος. Μάλλον αναφερόταν στο εναρκτήριο άρθρο 1, που όριζε πως η Ιταλία είναι ένα κράτος (δημοκρατία) που βασίζεται στην εργασία, μια έκφραση που απορρέει από την πίεση του ΙΚΚ στην πρώτη συντακτική κυβέρνηση ενότητας μετά την πτώση του Φασισμού. Το έχουμε ξαναπεί, η Μελόνι με έναν επικοινωνιακό αναθεωρητισμό σιγά σιγά καθαγιάζει αυτή τη ζοφερή σελίδα της ιταλικής Ιστορίας.
Αλλά το μέτρο, που ουσιαστικά προκάλεσε και την ευαρέσκεια της ΕΕ είναι εκείνο που περιέργως αποτελεί έμπνευση και πρωτοβουλία του «ύποπτου» πάντοτε για αντιευρωπαϊσμό, Ματέο Σαλβίνι. Γιατί είναι εκείνος που έβαλε τη σφραγίδα του στον νέο Κώδικα Προμηθειών και Διαγωνισμών, που ανοίγει τον δρόμο για απευθείας αναθέσεις και θεωρείται «Κερκόπορτα» για τη διαφθορά. Το μέτρο που απελευθερώνει τις αναθέσεις ανεξαρτήτως ποσού, ξεπέρασε κατά πολύ το αντίστοιχο που πρόβλεπαν οι ρήτρες του Ντράγκι, αλλά και τον αντίστοιχο νόμο του Μπερλουσκόνι.
Στο όνομα του «Pnrr» και με πρόσχημα την απλούστευση, επιτάχυνση των διαδικασιών και με σαρωτικά 229 άρθρα στοχεύει, όπως λέει το κείμενο, στην «προώθηση μιας πλατύτερης ελευθερίας και πρωτοβουλίας, με βάση την υπευθυνότητα, των αναθετουσών αρχών, ενισχύοντας την αυτονομία και τη διακριτική τους ευχέρεια». Όμως, το πρόβλημα έγκειται ακριβώς στην ερμηνεία του όρου της διακριτικής ευχέρειας, που όπως φαίνεται τους προσφέρεται απλόχερα και δαψιλώς. Εξόν από την πλήρη απελευθέρωση των υπεργολαβιών, που προβλέπεται στο κείμενο, τερατώδες είναι και το όριο των ποσών που επιτρέπει ακόμη και σε μικρούς δήμους, χωρίς τις αρμόδιες ελεγκτικές δυνατότητες και όργανα, να έχουν δυνατότητα απευθείας ανάθεσης εργασιών σε εξωτερικούς συνεργάτες: από τα 150.000 πήγε στα 500.000 ευρώ! Στον ισχύοντα Κώδικα τα κατώτατα όρια είναι πολύ χαμηλότερα: 40.000 ευρώ για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, 150.000 για έργα.
[Παρένθεση: Ας φαντασθεί κανείς πως ο δήμαρχος του Ριάτσε, Μίμο Λουκάνο, που χάρις στην τακτική της ενσωμάτωσης των προσφύγων και στην παροχή κινήτρων μέσω δημοσίων αναθέσεων (κι όχι αποκλειστικά απευθείας) για τη διαμονή και εργασία, σύρθηκε στη δικαιοσύνη για μικρότερα ποσά! Τι κι αν το «Μοντέλο Ριάτσε» για τη βιώσιμη και κοινωνικά καινοτόμα ανάπτυξη της πόλης, αποτέλεσε ένα παγκόσμιο υπόδειγμα!]
Μάλιστα ο Σαλβίνι στη συνέντευξη Τύπου θριαμβολογούσε πως αυτό το μέτρο «θα αφορά πάνω από το 80% των συμβάσεων». Όμως ο νόμος, σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας του Νόρντιο και τη χορήγηση επιδομάτων ακόμη και σε όσους καταδικάστηκαν για διαφθορά και άλλα εγκλήματα κατά της δημόσιας διοίκησης -που έως σήμερα απαγορευόταν από τον προηγούμενο νόμο- κινδυνεύουν να μετατρέψουν την Ιταλία σε ένα απέραντο εργοτάξιο διαφθοράς, αφήνοντας το Δημόσιο εντελώς έκθετο στις ληστρικές επιδρομές και το διαγούμισμα των δημόσιων πόρων. Άλλωστε, η κυβέρνηση τώρα αλλά και όπως διακήρυττε από την αρχή, γνώμονάς της είναι «να μην εμποδίζει όσους θέλουν να παράγουν».
Λιγοστή σημασία έχουν οι αντιρρήσεις της αρμόδιας Αρχής Διαφάνειας, Anac, τουλάχιστον σε δύο σημεία: στη χαλάρωση των κανόνων για τη σύγκρουση συμφερόντων και στην κατάργηση του καταλόγου των εσωτερικών εταιρειών στις οποίες οι διοικήσεις αναθέτουν απευθείας κι επί του οποίου ασκούσε έλεγχο το εποπτικό τούτο όργανο. Αμφότερα τα σημεία παραμένουν τόσο νεφελώδη και ασαφή, ο έλεγχος της εξουσίας και η λογοδοσία απισχνούνται τόσο πολύ, που η οσμή της διαφθοράς έχει αρχίσει να αναδύεται ήδη από τα παρασκήνια. Βέβαια, ο Σαλβίνι βλέπει πάντα πολιτικά κίνητρα πίσω από αυτές τις αμφιβολίες, που αφορούν την προστασία του δημόσιου χρήματος.
Πλέον, οι απευθείας αναθέσεις επανακάμπτουν με «στιλ». Στο κείμενο πλέον επανέρχεται η «ολοκληρωμένη» μορφή της σύμβασης. Κοντολογίς, η ανάθεση σχεδιασμού και εκτέλεσης του έργου στο ίδιο αντικείμενο -όπως προέβλεπε παλιά κι ο νόμος του Μπερλουσκόνι-, που στον καιρό του είχε χαρακτηρισθεί «εγκληματογόνος». Κάποιες προβλέψεις του είχαν και παλαιοτέρα ανασύρει, πάλι ο Σαλβίνι στην πρώτη κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε και κατόπιν ο Ντράγκι με το διάταγμα για τις Απλουστεύσεις, ώστε να ξεκλειδώσουν κάποια έργα. Βέβαια και στις δύο τούτες περιπτώσεις με κάποιες δικλείδες ασφαλείας, ύψη και όρια, που σήμερα αίρονται. Ιδίως όταν ο σχεδιαστής και εκτελεστής είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο και ως γνωστόν εκεί ενδιάμεσα, στις αποκλείσεις στους υπολογισμούς ανάμεσα στον σχεδιασμό και την εκτέλεση βρίσκεται ο diabolus in musica, που αυξάνει και την τελική τιμή.
Και φυσικά, μία μεγάλη σκανδαλογόνος διάταξη στον νέο νόμο είναι η άνευ ορίου υπεργολαβίες. Καθώς η ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν προβλέπει όρια, μέχρι το 2020 στην Ιταλία απαγορεύονταν οι υπεργολαβίες που ξεπερνούσαν το 30% της αξίας του έργου. Ο Ντράγκι είχε αυξήσει το όριο τούτο και στη συνέχεια το ακύρωσε. Ο νέος νόμος όχι μόνον δεν επαναφέρει κάποιο όριο, αλλά επαυξάνει την τακτική αυτή, επιτρέποντας την «υπεργολαβία της υπεργολαβίας». Με μόνη εξαίρεση εκείνες τις υπηρεσίες και διαδικασίες που δεν επιδέχονται… επιπλέον υπεργολαβία (γιατί μάλλον θα τις έχουν εξαντλήσει!).
Το μόνο κάλυμμα αιδημοσύνης μένει η αλληλέγγυα ευθύνη που έχει ο ανάδοχος της υπεργολαβίας για τις συνέπειες που θα έχουν τυχόν «λανθασμένες» εφαρμογές της. Και φυσικά, οι «κοινωνικές ρήτρες» για την προστασία των εργαζομένων έπειτα από την επιτυχία και τον αναβρασμό που προκάλεσαν οι κινητοποιήσεις των συνδικάτων την προηγούμενη εβδομάδα. Ρήτρες που αφορούν τη διασφάλιση της σταθερότητας της απασχόλησης του προσωπικού, την εφαρμογή συλλογικών (εθνικών και τοπικών) συμβάσεων και η εγγύηση προστασίας απέναντι στις παρατυπίες του υπεργολάβου. Κοινωνικές ρήτρες που διαρκώς αποδεικνύεται πως σε ό,τι αφορά τους μισθούς, τα ωράρια εργασίας και πολύ περισσότερο τις συλλογικές συμβάσεις καταστρατηγούνται, με προκεχωρημένη γραμμή την αμαρτωλή πρακτική της υπεργολαβίας.
πηγή: kosmodromio.gr
e-prologos.gr