Ο Ντάριο Φο, που «έφυγε» από τη ζωή το 2016 σε ηλικία 90 ετών, ήταν θεατρικός σκηνοθέτης, ηθοποιός θεάτρου κυρίως αλλά και ταινιών κινηματογράφου, σεναριογράφος, συνθέτης, θεατρικός συγγραφέας, ζωγράφος, ποιητής, σκηνογράφος, σατυρικός συγγραφέας και όχι μόνο.  Υπηρέτησε σ΄ όλη του τη ζωή το λαϊκό και στρατευμένο, ελεύθερο και ανεξάρτητο εκτός συστήματος θέατρο.

Σημάδεψε το θέατρο της εποχής του, τροφοδοτώντας το με ευφυή θεατρική σκέψη και το όνειρο, για ένα άλλο θέατρο, για έναν άλλο κόσμο, καλύτερο! Οπως έλεγε και ο ίδιος «το γέλιο είναι όπλο πολιτικό».

Κατήγγειλε, μαστίγωνε ανελέητα την καπιταλιστική βαρβαρότητα όπως αυτή διαχέεται μέσα στις συνθήκες της καθημερινής ζωής χρησιμοποιώντας ως εργαλείο το σαρκασμό και το γέλιο, την ειρωνεία και τη χρήση του παράδοξου.

Μιλώντας για ένα από τα πιο γνωστά έργα του, το «Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω!» σημείωνε: «Πιστεύοντας πως με το γέλιο, τη σκληρή σάτιρα, πετυχαίνουμε τη μεγαλύτερη έκφραση αμφιβολίας και αμφισβήτησης, γράψαμε μια φάρσα. Αυτό το είδος φάρσας είναι μια θεατρική φόρμα που επινόησε ο ίδιος ο λαός, για να χτυπήσει ανελέητα, με γλώσσα τσουχτερή, αιώνες τώρα, τα στραβά μάτια της εξουσίας ή τα σάπια προϊόντα της κοινωνίας». Γι’ αυτό και το έργο του χαρακτηρίστηκε ως «μια μαστιγωτική, τραγικής υφής καταγγελία των συνθηκών ζωής της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ως ένα ρωμαλέο, καθαρά και άμεσα προοδευτικό, λαϊκό και αγωνιστικό θέατρο».

Από το 1952, ο Ντάριο Φο, μαζί με τη γυναίκα του ηθοποιό Φράνκα Ράμε, γράφει, σκηνοθετεί και ερμηνεύει, στο δικό του θέατρο και την τηλεόραση αμέτρητα θεατρικά έργα και μικρά σατιρικά κείμενα. Το 1962 το έργο τους για τον Χριστόφορο Κολόμβο ενοχλεί ακροδεξιές ομάδες και προκαλεί βίαιες επιθέσεις. Το 1973, παρουσίασαν το έργο τους «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού», με τεράστια επιτυχία, στο Μιλάνο και σε ολόκληρη την Ιταλία, βασισμένο στα πραγματικά γεγονότα της υποτιθέμενης «αυτοκτονίας» (εκπαραθύρωσης από τη γενική αστυνομική διεύθυνση στο Μιλάνο) του Πινέλι. Ενα βράδυ, μετά την παράσταση, η Φράνκα Ράμε, βγαίνοντας από το θέατρο έπεσε θύμα απαγωγής και βιασμού από μια ομάδα νεοφασιστών. Την ίδια περίοδο, ο Ντάριο Φο εξέφρασε και την αλληλεγγύη του στον ελληνικό λαό που πάλευε ενάντια στη χούντα. Επί πολύ ήταν «ανεπιθύμητος» σε πολλές χώρες και οι ΗΠΑ για χρόνια δεν του επέτρεπαν την είσοδο.

“Σε όλη μου τη ζωή, έλεγε, δεν έγραψα ποτέ κάτι μόνο και μόνο για να διασκεδάσω τους θεατές. Πάντα προσπάθησα να βάλω μέσα από τα γραπτά μου αυτή τη ρωγμή την ικανή να θέσει σε κρίση τις σιγουριές, να θέσω υπό αμφισβήτηση τις απόψεις, να ανοίξω λίγο τα μυαλά. Όλα τα άλλα, η ομορφιά για την ομορφιά δεν με ενδιαφέρουν. Το σταμάτημα της εξάπλωσης της γνώσης είναι ένα εργαλείο ελέγχου για την εξουσία γιατί το να γνωρίζεις είναι να ξέρεις να διαβάζεις, να ερμηνεύεις, να ελέγχεις προσωπικά και να μην εμπιστεύεσαι αυτά που σου λένε.”

Στο κλασικό αριστούργημά του «Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω!» ο Φο μιλάει για την επανάσταση των απλών ανθρώπων, των εργατών, όταν η ακρίβεια έχει φτάσει στο απροχώρητο, όταν μαζικές απολύσεις ή μειώσεις ωραρίου και αμοιβών έχουν γίνει καθημερινές και η ζωή έχει γίνει δυσκολότερη από ποτέ. Ο ένας μετά τον άλλο, οι ήρωες του έργου υψώνουν το ανάστημα και τη φωνή τους: «Ακριβαίνετε εσείς τα πράγματα; Ε, κι εμείς, λοιπόν, δεν τα πληρώνουμε, τα “απαλλοτριώνουμε”. Μας κάνετε τη ζωή μας δυσβάσταχτη; Σας κάνουμε τη δική σας δύσκολη».

  “Σ έναν καπιταλιστή -έγραφε ο Ντάριο Φο- δεν πρέπει ποτέ να λες: “αχ, σας παρακαλώ, θα μπορούσατε λιγάκι να μου κάνετε λίγο χώρο ν αναπνεύσω κι εγώ; Θα μπορούσατε να είστε λίγο πιο καλός, με λίγη περισσότερη κατανόηση; Ας συμφωνήσουμε..” Όχι. Ο μόνος τρόπος για να μιλήσεις μαζί τους είναι να τους στριμώξεις ..να τους χώσεις το κεφάλι μέσα στη λεκάνη και να τραβήξεις το καζανάκι. Ή αυτοί ή εμείς. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο, ίσως με λιγότερο φανταχτερές βιτρίνες, ίσως με λιγότερο λεωφόρους, αλλά με λιγότερες λιμουζίνες, με λιγότερους απατεώνες. Τους πραγματικούς απατεώνες, αυτούς τους μισάνθρωπους με τις χοντρές κοιλιές.
        Κι έτσι χωρίς αυτούς θα είχαμε δικαιοσύνη. Κι εμείς που βγάζουμε πάντα το φίδι από την τρύπα για τους άλλους, θα μπορούμε επιτέλους να σκεφθούμε και τον εαυτό μας. Να κτίζουμε σπίτια που να ανήκουν σε μας. Να ζούμε μια ζωή που θάναι ολότελα δική μας. Να ζούμε σαν ολοκληρωμένοι άνθρωποι τέλος πάντων. Να ζούμε σ΄ έναν κόσμο όπου η επιθυμία σου να γελάσεις ξεσπάει από μέσα σου σα γιορτή, η επιθυμία να παίξεις και να γιορτάσεις…κι επιτέλους να κάνεις μια δουλειά που να σ΄ ευχαριστεί, …σαν κανονικοί άνθρωποι κι όχι σαν ζώα που ζουν και υπάρχουν χωρίς χαρά και φαντασία.
        Ένας κόσμος όπου μπορεί κανείς να δει ξανά ότι υπάρχει ακόμη ένας ουρανός…τα λουλούδια που ανθίζουν…ότι ακόμα υπάρχει άνοιξη και τα κορίτσια που γελούν και τραγουδούν. Και όταν μια μέρα πεθάνεις, δε θα πεθάνεις σα γέρος, πεταμένος σα στημένη λεμονόκουπα, αλλά σαν άνθρωπος που έζησε ελεύθερος κι ευχαριστημένος μαζί με τους άλλους ανθρώπους…”

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το