Νόμος 4692/2020

(Quod est violentum non est durabile)

 Την Παρασκευή, 12 Ιουνίου 2020, λίγες μέρες πριν από την έναρξη των πανελλαδικών εξετάσεων και τη λήξη του σχολικού έτους δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νέος νόμος 4692/2020 υπό τον τίτλο  “Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις”. Όλοι συμφωνήσαμε, άλλοι φανερά και άλλοι ενδόμυχα, ότι πρόκειται για έναν νόμο βαθιά αντιεκπαιδευτικό, ένα πεδίο βολής όπου μεγάλο μέρος της κοινωνίας θα δοκιμάσει τα από καιρό αποθηκευμένα όπλα της παρεμβατικότητας των ασχέτων σε ένα χώρο όπου κάποιοι αποφάσισαν εδώ και καιρό να εκτονώσουν τα απωθημένα τους και να χαριεντίζονται με θέματα στα οποία δε χωράει κανένα παιχνίδι. Όπλα καλογυαλισμένα με το λαδάκι του κοινωνικού αυτοματισμού, ένα μέσο συνυφασμένο πλέον με τον modus operandi αυτής της κυβέρνησης και συνήθης τακτική του υπουργείου σε κάθε κρίσιμη περίσταση ακόμα και την τελευταία στιγμή του κλεισίματος των σχολείων για τις θερινές διακοπές. Όμως, σ’ αυτό το πεδίο βολής θα δοκιμαστούν κυρίως οι αντοχές αυτών που θα βάλλονται από πλευρές αναμενόμενες, όπως το Υπουργείο και την κατώτερη Διοίκηση, από πλευρές πιθανές, όπως τους γονείς, τα φροντιστήρια, τους μισθοφόρους της δημοσιογραφίας και τους σοφολογιοτάτους πάσης φύσεως ή και από απίθανες πλευρές, όπως κάποιες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες των οποίων τα συμφέροντα διαπλέκονται ή συνδέονται με την εκπαίδευση. Αυτό, τουλάχιστον, μας έδειξαν όλο το προηγούμενο διάστημα της δημοσίευσης του νομοσχεδίου και της διαβούλευσης επ’ αυτού τα εγχώρια Μ.Μ.Ε, πριν αυτό λάβει, με τη μορφή νόμου πια, τον κωδικό αριθμό «4692». Αναμφίβολα, δείγματα διαθέσεων υπήρχαν πολλά στο προεκλογικό πρόγραμμα για την παιδεία της παρούσας κυβέρνησης και γι’ αυτόν το λόγο κανείς δε μπορεί να διαθέτει ή – ακόμα πιο αυστηρά – δε δικαιούται να επικαλείται το «ελαφρυντικό της άγνοιας». Η πρόφαση του «δεν ήξερα» αποτελεί μάλλον πικρή μετάνοια παρά ισχυρή δικαιολογία. Ωστόσο, το ερώτημα που εγείρεται είναι το εξής: πώς, λοιπόν, φτάσαμε στο σημείο να ψηφιστεί ένας νόμος που η πλειοψηφία των άρθρων του βρίσκει αντίθετη τη μεγαλύτερη μερίδα της επαγγελματικής (νηπιαγωγούς, δασκάλους και καθηγητές) και της κοινωνικής ομάδας (γονείς – μαθητές) που την αφορά; Και εδώ έγκειται και το οξύμωρο του πράγματος, ότι δηλαδή, ενώ η ψήφιση και η εφαρμογή ενός νόμου αποσκοπεί στη διευθέτηση προβλημάτων, στην άμβλυνση διαφορών και στην επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης, ομόνοιας και ευημερίας, ο νόμος αυτός θα λειτουργήσει διαιρετικά, διχαστικά και μεροληπτικά με προβλέψιμες συνέπειες όχι μόνον στο χώρο της Παιδείας, αλλά και σε όλη την κοινωνία. Γιατί, όπως φάνηκε, ο νόμος αυτός, καταρχάς ως σύλληψη, έχει τις ρίζες του σε αμφιβόλου αποτελεσματικότητας πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις, έπειτα, ως σκέψη, οφείλει την ωρίμανσή του σε θερμοκοιτίδες μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και, νομοτελειακά εξυπηρετεί αγόγγυστα τις βλέψεις και τα συμφέροντα υπερεθνικών οργανισμών των οποίων το μέλημα περιορίζεται στην ευημερία των οικονομικών δεικτών με εργαλείο πάντα την εκμετάλλευση των ασθενέστερων κοινωνικά τάξεων προς όφελος των ολίγων. Θα έλεγε κανείς πιο απλά ότι ο νόμος αυτός αποτελεί δείγμα επιβολής του δυνατού στον αδύναμο, μια απτή εφαρμογή του «δικαίου της πυγμής».

Και δε θα είχε καθόλου άδικο, αν αναλογιστούμε ότι, παρόλο που το νομοσχέδιο ψηφίστηκε από την (καχεκτική) πλειοψηφία των εκπροσώπων της βουλής, στην ουσία αποδοκιμάστηκε από τη μεγαλύτερη μερίδα των εκπαιδευτικών και το σύνολο των σκεπτόμενων πολιτών. Μιλάμε για ένα φαινομενικό «υπέρ» του ν/σ που αντιστοιχεί στο 22,5% του συνολικού πληθυσμού της χώρας που, όμως, αν συναριθμήσουμε τις αντιδράσεις της κυβερνητικής παράταξης της ΔΑΚΕ και κάποιων που δεν διαθέτουν άποψη επί των εκπαιδευτικών θεμάτων, το ποσοστό κατεβαίνει ακόμα περισσότερο. Επιπρόσθετα, σε μια μεσοπρόθεσμη εκτίμηση της κατάστασης (σχολικά έτη 2020-2021 και 2021-2022), θα μπορούσαμε να αφουγκραστούμε αρχικά και να επιβεβαιώσουμε στη συνέχεια μια ακόμα μεγαλύτερη αντίδραση, καθώς η εφαρμογή του νόμου είναι αυτή που θα βγάλει στην επιφάνεια τη δυσαρέσκεια όλης της κοινωνίας.

Γιατί, πράγματι, ποια οικογένεια είναι διατεθειμένη, μετά από την οικονομική αφαίμαξη της τελευταίας δεκαετίας και την επίταση αυτής κατά τη λεγόμενη «υγειονομική» κρίση την άνοιξη του 2020, να καταβάλει ακόμα μεγαλύτερα ποσά υστερήματος στα φροντιστήρια και στα ιδιωτικά κολλέγια ανταποκρινόμενη αφενός στις απαιτήσεις της «τράπεζας θεμάτων» και της «βάσης του 10» και αφετέρου στον ολοένα αυξανόμενο (τεχνητό) ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας;

Και ποιος γονιός θα ανεχθεί την αναγραφή στους τίτλους σπουδών του παιδιού του μιας διαγωγής «καλής» ή «μεμπτής» τη στιγμή που το ίδιο το σχολικό περιβάλλον απαιτεί προσαρμογή στις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες της περιοχής στην οποία ανήκει και, συνεπώς, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα μπορούσε να αποτελέσει αυθαίρετο απότοκο της συντηρητικής ιδιοσυγκρασίας ενός Συλλόγου Διδασκόντων και ένα στίγμα στη μετέπειτα πορεία ενός μαθητή που, ούτως ή άλλως, σ’ αυτήν την ηλικία βρίσκεται σε μια φάση κοινωνικοποίησης όπου οι καταλυτικοί μηχανισμοί της είναι αυτοί της οικογένειας, του σχολείου και της ομάδας συνομηλίκων; Και είναι αναμενόμενο ο χαρακτηρισμός της διαγωγής ενός μαθητή να λαμβάνει ταξικό πρόσημο, κυρίως λόγω φόβου, αφού ακόμα και τώρα πολύ πιο εύκολα μιλάμε, εμείς οι δάσκαλοι, για «κακό» ή «μέτριο» μαθητή για το γιο του αγρότη, του κτηνοτρόφου και του εργάτη, παρά για το παιδί του αστού επαγγελματία υψηλού εισοδήματος. Άραγε, ποιος Σύλλογος Διδασκόντων θα είχε τα κότσια να αντιμετωπίσει το γιατρό και δικηγόρο – γονιό του μαθητή κατόχου ενός απολυτηρίου γυμνασίου στο οποίο θα αναγραφόταν ως «μεμπτή» η διαγωγή του, ότι δηλαδή το παιδί «αποκλίνει από την προσήκουσα διαγωγή σε βαθμό ανεπίτρεπτο, αλλά κρίνεται ότι είναι δυνατή η επανόρθωση της παρέκκλισης αυτής εντός του ίδιου σχολικού περιβάλλοντος»; Κανείς, όπως έχει δείξει η ίδια η πραγματικότητα. Προς επίρρωση της άποψης ότι ο ν.4692 αποτελεί μια βίαιη απόπειρα ιδεολογικής επιβολής έρχεται και η κατάργηση της επιστήμης της Κοινωνιολογίας και των περισσότερων μαθημάτων που σχετίζονται μ’ αυτήν. Η επιστήμη που μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα, τη δράση των κοινωνικών ομάδων και τις κοινωνικές διαδικασίες στο ιστορικό γίγνεσθαι θεωρήθηκε δευτερεύουσας σημασίας ή απλώς μια πολυτέλεια στη μόρφωση των παιδιών τη στιγμή που η σύγχρονη πραγματικότητα της ανάδυσης παλαιών ή της γένεσης νέων κοινωνικών ζητημάτων απαιτεί την ενδελεχέστερη κατανόηση των ζητημάτων αυτών από τους πολίτες και την αντιμετώπισή τους από τις κρατικές οντότητες. Δυστυχώς, το ζήτημα της Κοινωνιολογίας συνδέθηκε τεχνηέντως μ’ αυτό των Λατινικών, ώστε το σαράκι του αυτοματισμού στο χώρο της εκπαίδευσης να συνεχίσει τη δουλειά του με την απροκάλυπτη πλέον μορφή του «διαίρει και βασίλευε». Αντίστοιχης έμπνευσης και σκοπιμότητας είναι και η κατάργηση των μαθημάτων Καλλιτεχνικής Παιδείας στο Λύκειο. Πρόκειται για μια καλά μελετημένη ενέργεια των τεχνοκρατών του Υπουργείου, για τους οποίους η χρησιμοθηρία έχει τον κύριο λόγο στη σύγχρονη κοινωνία, ενώ η Τέχνη αποτελεί παντεσπάνι. Άλλωστε, η Τέχνη βοηθά στην ανακάλυψη της αλήθειας, σύμφωνα με τον Πικάσο, και αυτό δε συμφέρει τους διαμορφωτές της πολιτικής μιας νεοφιλελεύθερης και αυταρχικής ηγεσίας. Και ο πολίτης που ανακαλύπτει την αλήθεια θα βγει στους δρόμους και θα φωνάξει για το δίκιο του και θα εκδηλώσει τη δυσαρέσκειά του για αδικία που υφίσταται. Και η κρατική εξουσία, που γνωρίζει καλά πως μόνο με τη βίαιη επιβολή των νομοθετημάτων της θα ευοδωθούν τα σχέδιά της, υπονομεύει το κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα «δικαίωμα του συνέρχεσθαι» και βάζει την έκφραση της δυσαρέσκειας απέναντί της στο «γύψο». Δηλαδή, πρόκειται για χρήση ενός νόμου – τσαμπουκά για την επιβολή ενός άλλου (4692/2020) ή άλλων νόμων αντιλαϊκών που επιβάλλονται στους πολίτες για μια κοινωνία «απαλλαγμένη» από τη σημασία των κοινωνιολογικών πορισμάτων, από τη βάσανο της κριτικής και την ξεσηκωτική – ανατρεπτική επενέργεια της Τέχνης. Εν τέλει, για μια κοινωνία ραγιάδων, υποτακτική στις βουλές των κοτζαμπάσηδων της γιαλαντζί αριστείας. Όμως, η Ιστορία (ίσως ένας από τους επόμενους στόχους της αντιμεταρρύθμισης) μας διδάσκει πως, όταν κάτι επιβάλλεται δια ροπάλου ή μέσω πειθαναγκασμού και εκβιαστικών πρακτικών, αυτό δεν έχει καμία απολύτως τύχη. Η διάρκεια ενός τέτοιου νόμου, όπως αυτός περί «αναβάθμισης του σχολείου» μάλλον θα είναι πολύ μικρή και αυτό θα φανεί πολύ σύντομα. Επιπλέον, ο παρωχημένος χαρακτήρας πολλών εδαφίων του και η ωφελιμιστική του εν γένει ιδιοσυγκρασία – εντέχνως καλυμμένη με το περιτύλιγμα της αριστείας – αποτελούν συνιστώσες για τη ρήξη με την κοινωνία, μια ρήξη που μέσα στις συνθήκες της επερχόμενης νέας οικονομικής ανέχειας και εκμετάλλευσης θα μετατραπεί σε σύγκρουση της οποίας οι υπεύθυνοι έχουν πλέον ονοματεπώνυμο. Οι τελευταίοι, τότε, θα νιώσουν και θα καταλάβουν πολύ καλά ότι οτιδήποτε είναι βίαιο δεν έχει διαρκή αποτελέσματα, αλλά αντίθετα σύντομα επιφέρει τη λογοδοσία και την τιμωρία αυτού που διαπράττει την επιβολή και τη βιαιοπραγία.

Μαυρίδης Δημήτρης

(Φιλόλογος, Γενικός Γραμματέας Ε.Λ.Μ.Ε. Δράμας)

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το