Ηδίκη του Ντέρεκ Σωβέν, του αστυνομικού που σκότωσε τον Τζορτζ Φλόιντ , το Μάιο του 2020, ξεκίνησε τη Δευτέρα στο δικαστήριο της Μινεάπολης των ΗΠΑ. Δεν είναι η δίκη μόνο ενός προσώπου, αλλά και των μεθόδων της αμερικανικής αστυνομίας.
Στο δρόμο, περιφράξεις και συρματοπλέγματα ελέγχουν την πρόσβαση στο δικαστήριο. Εδώ και αρκετές ημέρες, η Εθνοφρουρά βρίσκεται σε επιφυλακή στην πόλη και η αστυνομική δύναμη έχει ενισχυθεί, σημειώνει σε ρεπορτάζ της η εφημερίδα Le Monde. Στο δικαστήριο η αίθουσα είναι γεμάτη με πλεξιγκλάς. Ένορκοι, δικηγόροι και μάρτυρες θα πρέπει να σεβαστούν τα επιβεβλημένα από τον κορωναϊό μέτρα αποστασιοποίησης. Το κοινό δεν μπορεί να παραστεί στην δίκη. Ο κατηγορούμενος εμφανίζεται πίσω από ένα τζάμι.
Η δίκη είναι εξαιρετικά σημαντική από πολλές απόψεις και για περισσότερους του ενός λόγους. Σε λίγα λεπτά, που τραβήχτηκαν από το φακό ενός κινητού τηλεφώνου, ο αστυνομικός Ντέρεκ Σωβέν και το θύμα του, Τζορτζ Φλόιντ, έγιναν τα δύο σύμβολα της ίδιας μάστιγας: της βίας και του ρατσισμού στην αμερικανική αστυνομία.
Το Μάιο του 2020, το κρύο βλέμμα του αστυνομικού, καθώς κρατούσε για πολλά λεπτά το γόνατό του στο λαιμό του θύματος, συγκλόνισε την Αμερική και τον κόσμο. Αυτές οι εικόνες προκάλεσαν μία πρωτοφανή έκρηξη, βγάζοντας στους δρόμους εκατομμύρια έγχρωμους και λευκούς διαδηλωτές, ενωμένους ενάντια στην αστυνομική βαρβαρότητα και τις διακρίσεις κατά των Έγχρωμων. Για πρώτη φορά στην πόλη της Μινεάπολης, ένας λευκός αστυνομικός θα δικαστεί για το θάνατο ενός Αφροαμερικανού. Κατηγορούμενος για φόνο δευτέρου βαθμού και ανθρωποκτονία εξ αμελείας, ο Ντέρεκ Σωβέν αντιμετωπίζει έως και σαράντα χρόνια φυλάκισης.
Το συμβολικό βάρος της δίκης δεν διαφεύγει κανενός, ενώ οι αρχές φοβούνται νέες συγκεντρώσεις και βία. Οι ποινικές διώξεις κατά των αστυνομικών είναι σπάνιες και οι ποινές εναντίον τους είναι ακόμη πιο σπάνιες. «Αυτή η υπόθεση είναι ιδιαίτερη», επιβεβαιώνει η Άσλεϊ Χάιμπεργκερ, πρώην αστυνομικός. «Αλλά να μη γελιόμαστε. Ενώ οι αστυνομικές μέθοδοι θα είναι αναμφίβολα στο επίκεντρο των συζητήσεων, η δίκη του Ντέρεκ Σωβέν παραμένει πρωτίστως η δίκη ενός ανθρώπου. Ενός αστυνομικού μεταξύ των χιλιάδων στην Αμερική».
Εννέα μήνες πέρασαν από τη μακάβρια συνάντηση μεταξύ του βετεράνου αξιωματικού της Μινεάπολης και του Τζορτζ Φλόιντ, 46χρονου ανέργου. Αποκλεισμένος από την αστυνομία, από την επόμενη κιόλας μέρα, και συλληφθείς τέσσερις ημέρες μετά το συμβάν, με εξαιρετικά γρήγορες διαδικασίες, ο Ντέρεκ Σωβέν πέρασε τέσσερις μήνες στη φυλακή, πριν αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση ενός εκατομμυρίου δολαρίων.
Έκτοτε, ζει σε κρυφή τοποθεσία, αλλά η επαγγελματική του σταδιοδρομία και η διαταραγμένη προσωπική του ζωή αποκάλυψαν όλα σχεδόν τα μυστικά τους. Η σύζυγός του, πρώην Μις Μινεσότα, ζήτησε διαζύγιο την επομένη του θανάτου του Τζορτζ Φλόιντ. Το διαζύγιο επισημοποιήθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου αλλά οι οικονομικές ρυθμίσεις του δεν έχουν γίνει γνωστές. Το ζευγάρι είναι ύποπτο για απόκρυψη στοιχείων από τις φορολογικές αρχές.
Ο Ντέρεκ Σωβέν σκιαγραφείται ως ένας αστυνομικός με υπερβάλλοντα ζήλο, άνθρωπος της δράσης μάλλον παρά του γραφείου, έτοιμος να τραβήξει όπλο . Στα 19 χρόνια της σταδιοδρομίας του, τραυμάτισε ένα νεαρό ύποπτο για ενδοοικογενειακή βία και πυροβόλησε θανάσιμα έναν άλλο ύποπτο. Αμφότερα τα περιστατικά του χάρισαν ένα «Μετάλλιο Ανδρείας», προς αναγνώριση της γενναιότητάς του. Παράλληλα, ο 44χρονος αστυνομικός αποτέλεσε αντικείμενο 22 τουλάχιστον καταγγελιών. Μόνο μία εξ αυτών -η βίαιη σύλληψη μιας γυναίκας για υπερβολική ταχύτητα- είχε ως συνέπεια μία «επίπληξη» το 2007.
Κατά τη δίκη, όμως, της Μινεάπολης, μία άλλη υπόθεση θα μπορούσε να τον επιβαρύνει. Μία νεαρή Αφροαμερικανή κοπέλα, η Ζόγια Κόουντ, ισχυρίζεται ότι ο αστυνομικός, το 2017, ενώ απάντησε σε μία κλήση για ενδοοικογενειακή βία στο σπίτι της, της πέρασε χειροπέδες, την έριξε κάτω και κράτησε το γόνατό του στο λαιμό της για αρκετά λεπτά παρά τις διαμαρτυρίες της. Η εισαγγελία είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει αυτή την κατάθεση, για να αποδείξει την επαναλαμβανόμενη υπερβολική χρήση βίας στις πρακτικές του πρώην αστυνομικού.
Από την πλευρά της, η υπεράσπιση υπαινίχθηκε ότι θα επικεντρωθεί στην προσωπικότητα του Τζορτζ Φλόιντ, στα προηγούμενα παραπτώματά του, στους εθισμούς του στα ναρκωτικά και στη γενική κατάσταση της υγείας του, για να ελαχιστοποιήσει την ευθύνη του πελάτη της για το θάνατο του θύματος. «Για να το θέσω απλά, ο κ. Φλόιντ δεν μπορούσε να αναπνεύσει, διότι είχε λάβει μία θανατηφόρα δόση φαιντανύλης (ισχυρού παυσίπονου)», εξήγησε ο δικηγόρος του αστυνομικού, Eric Nelson.
Λίγες μόλις ημέρες μετά την τραγωδία, ο Ντέρεκ Σωβέν φαινόταν, ωστόσο, πεπεισμένος για τη σοβαρότητα των γεγονότων. Όπως οι New York Times αποκάλυψαν στα μέσα Φεβρουαρίου, δήλωνε έτοιμος να δηλώσει ένοχος για φόνο τρίτου βαθμού, ακόμα και με κίνδυνο φυλάκισης έως και 10 χρόνια. Με εντολή του Υπουργού Δικαιοσύνης του Ντόναλντ Τραμπ, η συμφωνία ναυάγησε, λίγες ώρες μόνο, πριν ανακοινωθεί. Ο Γουίλιαμ Μπαρ θεώρησε ότι μία τέτοια συμφωνία, τόσο σύντομα μετά τα γεγονότα και άνευ διεξοδικής έρευνας, κινδύνευε να εμφανιστεί υπερβολικά επιεικής και να πυροδοτήσει τη βία.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα θύματα της αστυνομικής βαρβαρότητας είναι συνηθισμένα σε ετυμηγορίες απογοητευτικές. Και είναι άφθονα τα παραδείγματα περιπτώσεων, στις οποίες «η υπέρμετρη χρήση βίας» από τα όργανα επιβολής του νόμου, αν και προφανή στο ευρύ κοινό, έληξαν χωρίς καταδικαστικές αποφάσεις. Έτσι, δύο εκ των αστυνομικών που σκότωσαν την Μπρεόνα Τέιλορ στο κρεβάτι της στο Λούισβιλ του Κεντάκι, το Μάρτιο του 2020, ενώ προσπαθούσαν να ερευνήσουν το διαμέρισμά της, αιφνιδιαστικά, άνευ προηγούμενου εντάλματος, δεν διώχθηκαν ποινικά. Ένας τρίτος κατηγορήθηκε … για διακινδύνευση των γειτόνων της κας Τέιλορ. Το Σεπτέμβρη, αυτές οι ανακοινώσεις πυροδότησαν περαιτέρω διαδηλώσεις στην πόλη της νεαρής Αφροαμερικανής και σε ολόκληρη τη χώρα.
Εξίσου εμβληματική είναι η υπόθεση με τον Ντάρεν Γουίλσον, τον λευκό αστυνομικό που είχε πυροβολήσει τον Μάικλ Μπράουν, έναν άοπλο έγχρωμο έφηβο, στο Φέργκιουσον του Μισσούρι, το 2014, και δεν διώχθηκε ποινικά. Ομοίως, ο Ντάνιελ Παντάλιο, ο υπεύθυνος για το θάνατο του Έρικ Γκάρνερ στη Νέα Υόρκη, το 2014, απελευθερώθηκε: η τεχνική στραγγαλισμού, που είχε χρησιμοποιήσει, για να ακινητοποιήσει το θύμα, είχε, ωστόσο, απαγορευτεί στην Πολιτεία. «Δεν μπορώ να αναπνεύσω», τα τελευταία λόγια του θύματος, έγιναν πλέον ένα από τα συνθήματα των διαδηλώσεων.
«Στις περιπτώσεις αστυνομικής βίας, η δικαιοσύνη δίνει συχνά στους αξιωματούχους το πλεονέκτημα της αμφιβολίας», εξηγεί στη Le Monde ο Τζέσι Τζαννέτα, ειδικός σε θέματα δικαιοσύνης και αστυνομίας για το «Urban Institute» της Ουάσιγκτον. «Επιπλέον, ο νόμος παρέχει ευρύ περιθώριο στην ερμηνεία της χρήσης βίας». Ήδη από τον Ιούνιο, ο δημοκρατικός Γενικός Εισαγγελέας της Μινεσότα, ο Αφροαμερικανός Κιθ Μόρις Έλισον, είναι σκεπτικός για το αποτέλεσμα της δίκης. Η δίκη των άλλων τριών αστυνομικών θα διεξαχθεί τον Αύγουστο.
Χωρίς να υποβαθμίζει τη συμβολική σημασία της ετυμηγορίας στη δίκη του Σωβέν, η πρώην αστυνομικός Άσλεϊ Χάιμπεργκερ πιστεύει ότι η υπόθεση Φλόιντ απέδωσε ήδη αποτελέσματα. «Από το Μάιο, η αστυνομία έχει ελεγχθεί και αξιολογηθεί όπως ποτέ άλλοτε. Οι μεταρρυθμίσεις και οι συζητήσεις που πυροδοτήθηκαν από το θάνατο του Φλόιντ θα απασχολούν την αμερικανική κοινωνία, πολύ μετά τη δίκη του Σωβέν, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος».
Μετά το πλήθος των διαδηλώσεων της άνοιξης και του καλοκαιριού του 2020, πολλά αστυνομικά τμήματα απαγόρευσαν τις αιφνιδιαστικές έρευνες και τις τεχνικές στραγγαλισμού. Αυτό συμβαίνει πλέον και στην πόλη της Μινεάπολης, όπου αυτή η πρακτική επιτρεπόταν πριν από το θάνατο του Φλόιντ. Αλλού, υιοθετήθηκε ένας πιο περιοριστικός ορισμός της χρήσης της «αναγκαίας» βίας. «Παρακολουθούμε στη χώρα ένα πρωτόγνωρο προβληματισμό ως προς το τι πρέπει να είναι η αστυνομία», προσθέτει ο Τζαννέτα.
Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν επίσης προώθησε την απαραίτητη «αλλαγή κουλτούρας», για μία νέα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των αστυνομικών δυνάμεων και του πληθυσμού. Την 1η Μαρτίου, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε την υποστήριξή του στο νόμο για τη μεταρρύθμιση των αστυνομικών υπηρεσιών. Και η Βουλή των Αντιπροσώπων τον ψήφισε την Τετάρτη 3 Μαρτίου. Ο νόμος «Τζορτζ Φλόιντ: Δικαιοσύνη στην Αστυνόμευση» στοχεύει στην καταπολέμηση «των κακών πρακτικών και των συστημικών φυλετικών προκαταλήψεων στην αστυνομία» και στον τερματισμό της «ειδικής ασυλίας». Ψηφισμένο ήδη από τη Δημοκρατική Βουλή των Αντιπροσώπων το καλοκαίρι του 2020, το απορριφθέν από τον Ντόναλντ Τραμπ σχέδιο νόμου δεν είχε υποβληθεί για ψήφιση στην τότε Ρεπουμπλικανική Γερουσία.
Οι διάφοροι παράγοντες στη δίκη του Σωβέν δύσκολα θα ξεφύγουν από αυτό το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα. Σε όλη τη χώρα, το πορτραίτο του Τζορτζ Φλόιντ κοσμεί τους τοίχους, σύμβολο μνήμης και θυμού. Τέλος, σημειώνει η Χάιμπεργκερ, ένα τελευταίο στοιχείο καθιστά αυτήν τη δίκη «διαφορετική». «Στην περίπτωση του Ντέρεκ Σωβέν, η καταγγελία ήταν ομόφωνη. Ακόμα και τα αστυνομικά συνδικάτα απεδείχθησαν, ασυνήθιστα, πολύ διακριτικά».
Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα αυτής της δίκης, η υπόθεση Φλόιντ, λόγω των επιπτώσεών της στην κοινωνία, του μεγέθους των διαμαρτυριών που πυροδότησε και της φύσης των συζητήσεων που προκάλεσε, θα παραμείνει ένα σημαντικό ορόσημο στις προσπάθειες μεταρρύθμισης της αμερικανικής αστυνομίας. Όσο αφορά στον Ντέρεκ Σωβέν, δεν θα κλείσουν οι δικαστικές του υποθέσεις. Θα δικαστεί ξανά τον Ιούνιο μαζί με την πρώην σύζυγό του για φοροδιαφυγή.
πηγή: tvxs
e-prologos.gr