γράφει ο Γρηγόρης Πανταζόπουλος

Οι περισσότερες κλασικές αναλύσεις μαρξιστών θεωρητικών για τον ιμπεριαλισμό διατυπώθηκαν κατά τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Χρονολογικά γράφτηκαν ως εξής: Χίλφερντιγκ 1909, Λούξεμπουργκ 1912, Μπουχάριν 1915, Λένιν 1916. Απ’ ό,τι φάνηκε ιστορικά, οι αναλύσεις των πιο πάνω σπουδαίων μαρξιστών ερευνητών επηρεάστηκαν από τις δημοσιεύσεις ενός συγγραφέα και δημοσιογράφου, ο οποίος δεν ήταν μαρξιστής, του J. A. Hobson.

Ο Χόμπσον ήταν αυτός που πρώτος εισήγαγε στη δημόσια συζήτηση τον όρο «ιμπεριαλισμός».

Χόμπσον

Οι βασικές θέσεις που διατύπωσε για τον ιμπεριαλισμό στο βιβλίο του «Ιμπεριαλισμός. Μια μελέτη» (Χόμπσον, 2013) είναι οι εξής:

1.            Μονοπωλιακός καπιταλισμός: Κατά τον Χόμπσον στη δύση του 19ου και στην αυγή του 20ου αιώνα ο καπιταλισμός έχει ξεπεράσει το ανταγωνιστικό στάδιό του και έχει προχωρήσει σε νέα φάση κατά την οποία συμβαίνει υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου. Η συγκέντρωση αυτή οδηγεί στη δημιουργία μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, τα «τραστ» ή «καρτέλ». Να θυμίσουμε βέβαια εδώ ότι αυτή η άποψη είχε διατυπωθεί και από τον Ένγκελς κι όχι μόνο.

2.            Ο Χόμπσον υιοθετεί τη θεωρία της υποκατανάλωσης, η οποία βέβαια πρωτοδιατυπώθηκε σε δύο διαφορετικές εκδοχές από τον Μάλθους και τον Σισμοντί. Σύμφωνα με αυτήν, στον καπιταλισμό υπάρχει μια εγγενής αντίφαση ανάμεσα στην παραγωγή και στη διανομή του παραγόμενου πλούτου: Η αύξηση της παραγωγής συνοδεύεται από μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων. Αυτό έχει αποτέλεσμα τη μείωση της κατανάλωσης η οποία οδηγεί αναπόδραστα σε επαναλαμβανόμενες καπιταλιστικές κρίσεις.

3.            Εξαγωγές κεφαλαίων: Η υποκατανάλωση έχει συνέπεια την ελάττωση των επενδυτικών σφαιρών. Η καπιταλιστική παραγωγή έχει ένα αυξανόμενο πλεόνασμα κεφαλαίου, λόγω της αποσπώμενης υπεραξίας, το οποίο όμως δεν μπορεί να επενδυθεί με κερδοφόρο τρόπο, δηλαδή το πλεόνασμα κεφαλαίου παύει να μπορεί να λειτουργεί σαν αυτοαξιοποιούμενη αξία. Εδώ συνεισφέρει αρνητικά και η μονοπωλιακή δομή του καπιταλισμού.

4.            Η πολιτική του ιμπεριαλισμού είναι πλέον η μοναδική επιλογή που έχουν τα ανεπτυγμένα κράτη ώστε να ξεπεράσουν το εμπόδιο της υποκατανάλωσης. Με άλλα λόγια, ο ιμπεριαλισμός είναι ο μοναδικός τρόπος για την αξιοποίηση του κεφαλαίου.

5.            Ο Χόμπσον προχωρώντας την ανάλυσή του υιοθετεί τον όρο του «παρασιτικού εισοδηματία», ο οποίος είχε διατυπωθεί από τον Προυντόν. Αυτός το μόνο που κάνει είναι να μετατρέπει το χρηματικό κεφάλαιο που διαθέτει σε χρεόγραφα και να ζει «παρασιτικά» από τους τόκους που εισπράττει. Η ιδέα αυτή του Χόμπσον συναντάται στα έργα του Μπουχάριν και του Λένιν, όπου λένε ότι τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη μετατρέπονται σε κάποια φάση σε κράτη-εισοδηματίες που πλουτίζουν εκμεταλλευόμενα το δημόσιο χρέος των υπανάπτυκτων-φτωχών κρατών.

Παρενθετικά θα θυμηθούμε επιγραμματικά τις απόψεις των δύο που εισήγαγαν στη συζήτηση τη θεωρία της υποκατανάλωσης:

Μάλθους

Οι καπιταλιστές κάνουν υπεραποταμίευση με σκοπό τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου τους. Οι όλο μεγαλύτερες επενδυμένες αποταμιεύσεις αυξάνουν διαρκώς το παραγόμενο προϊόν. Η κοινωνική δυνατότητα κατανάλωσης δεν αυξάνεται όμως στον ίδιο βαθμό, με αποτέλεσμα να υπάρχει πρόβλημα διάθεσης του προϊόντος. Η λύση της αντίφασης δίνεται κατά τον Μάλθους αν αυξηθεί η κατανάλωση των μη παραγωγικών τάξεων. Σε αυτές περιλαμβάνει τους γαιοκτήμονες, τους αριστοκράτες, τους δημόσιους υπαλλήλους, τους κληρικούς κλπ.

Σισμοντί

Η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνει και το προϊόν που παράγεται. Με δεδομένο όμως ότι οι μισθοί μένουν συνέχεια χαμηλοί, προκαλείται αδυναμία κατανάλωσης του προϊόντος που διαρκώς μεγαλώνει. Αυτό από οικονομική άποψη οδηγεί σε καπιταλιστική κρίση.

Ο Σισμοντί πίστευε ότι καθώς ο καπιταλισμός, εισάγοντας τεχνολογικές καινοτομίες, αντικαθιστά συνέχεια εργαζόμενους με μηχανές, θα οδηγηθεί σε ένα στάδιο όπου η διατήρησή του θα είναι αδύνατη.

Οι Ναρόντνικοι στη Ρωσία και οι «ορθόδοξοι Μαρξιστές» στη Γερμανία, αφότου είχαν πεθάνει ο Μαρξ και ο Ένγκελς, αποδέχονταν μια υποκαταναλωτική θεωρία πάνω στην ανάλυση του Σισμοντί. Θεωρούσαν ότι στον καπιταλισμό η παραγωγή θα αυξάνει πάντοτε πιο γρήγορα από την κατανάλωση, με συνέπεια τις καπιταλιστικές κρίσεις. Σύμφωνα με την ανάλυσή τους, ανακούφιση από τις κρίσεις μπορούσε να δώσει η ύπαρξη των λεγόμενων «τρίτων προσώπων».

Χίλφερντιγκ

Στο βιβλίο του «Χρηματιστικό κεφάλαιο» (Χίλφερντιγκ, 1982) εισήγαγε την ιδέα ενός «τελευταίου σταδίου» του καπιταλισμού, ο οποίος έχει τα χαρακτηριστικά:

1.            Τα ατομικά κεφάλαια σταδιακά ενώνονται και σχηματίζουν μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, όπου ο καθένας στον τομέα που δραστηριοποιείται γίνεται μονοπώλιο. Η ύπαρξη μονοπωλίου σε έναν κλάδο καταργεί αντικειμενικά τον κεφαλαιακό ανταγωνισμό.

2.            Το τραπεζικό κεφάλαιο συμπλέκεται με το βιομηχανικό και δημιουργείται μια νέα θεμελιώδης μορφή κεφαλαίου που την ονομάζει «χρηματιστικό κεφάλαιο».

3.            Το κράτος, συμπυκνώνοντας την ταξική κυριαρχία του κεφαλαίου σε οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, υπάγεται στα μονοπώλια του συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού και στο χρηματιστικό κεφάλαιο.

4.            Η τάση του κάθε μονοπωλίου για εδαφική επέκταση πέρα από τα σύνορα του συγκεκριμένου εθνικού κράτους, οδηγεί το κράτος σε επιθετική επεκτατική πολιτική. Στόχος του χρηματιστικού κεφαλαίου μέσα από την επεκτατική πολιτική είναι να δημιουργήσει το κράτος μια μεγάλη οικονομική περιοχή, προστατευμένη από τον ξένο ανταγωνισμό, ώστε να την εκμεταλλεύονται μόνο τα εθνικά μονοπώλια. Άμεση συνέπεια αυτής της πολιτικής είναι η εμφάνιση πολέμων και αποικιοκρατίας.

Η ιδέα του Χίλφερντιγκ για το «τελευταίο μονοπωλιακό» στάδιο του καπιταλισμού υιοθετήθηκε από τον Μπουχάριν, τον Λένιν, τον Κάουτσκι κ.ά., παρά τις μεταξύ τους διαμάχες σε σχέση με την προσέγγιση του καθενός στο θέμα του ιμπεριαλισμού.

Οπότε ήταν φυσικό επακόλουθο που το θεωρητικό υπόβαθρο του μονοπωλιακού καπιταλισμού κυριάρχησε για δεκαετίες στις αναλύσεις των περισσότερων μαρξιστικών ρευμάτων. Αυτό ήταν εντονότερο στις επεξεργασίες του λεγόμενου «σοβιετικού μαρξισμού».

Ρόζα Λούξεμπουργκ – Μπουχάριν

Στο βιβλίο της «Η συσσώρευση του κεφαλαίου» (Λούξεμπουργκ, 2011, Λούξεμπουργκ, 1975) και όχι μόνο, η Λούξεμπουργκ διατύπωσε την άποψη ότι ο ιμπεριαλισμός είναι κατά βάση ο ανταγωνισμός των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών σε εκείνες τις περιοχές του πλανήτη που δεν αναπτύχθηκαν καπιταλιστικά και επιπλέον δεν έχουν ακόμη κατακτηθεί.

Η Λούξεμπουργκ σε όλα τα έργα της ανέλυσε τον καπιταλισμό στη βάση της υποκαταναλωτικής θεωρίας. Πίστευε ότι σε κάθε ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κράτος υπάρχει μια περίσσεια υπεραξίας η οποία δεν μπορεί να καταναλωθεί ούτε από τους καπιταλιστές ούτε από τους εργαζόμενους. Αυτή τη γνωστή αντίφαση της υποκαταναλωτικής θεωρίας την έλυνε θεωρώντας ότι οι μη καπιταλιστικές περιοχές του πλανήτη αποτελούν τα «τρίτα πρόσωπα- καταναλωτές» όπου μπορεί να απορροφηθεί το πλεόνασμα υπεραξίας.

Η Λούξεμπουργκ, καθώς και ο Μπουχάριν στο έργο του «Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία» (Μπουχάριν, 2004), αναλύουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (ΚΤΠ) σαν να είναι μια ενοποιημένη παγκόσμια δομή. Θεωρούν ότι στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, η διευρυμένη αναπαραγωγή του ΚΤΠ μπορεί να πραγματοποιείται μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι εντός του κάθε καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού.

Προχωρώντας την ανάλυσή του, ο Μπουχάριν βλέπει τον ιμπεριαλισμό σαν την πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου. Στο σύγχρονο καπιταλισμό συμπλέκονται με αυτόν τον τρόπο η πολιτική και η ιδεολογία του ιμπεριαλισμού.

Άμεση απόρροια είναι πως οι καπιταλιστικές σχέσεις μπορούν να αναπαράγονται μόνο στο επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό σημαίνει πως για τον Μπουχάριν οι επεξεργασίες του Μαρξ για τον ΚΤΠ αφορούν το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας κι όχι κάθε ξεχωριστή καπιταλιστική οικονομία. Αντίστοιχα και η Λούξεμπουργκ θεωρούσε ότι καμία εθνική οικονομία δεν είναι αυτοτελής αλλά πρόκειται για ένα μέρος της παγκόσμιας οικονομίας.

Στις αναλύσεις της η Λούξεμπουργκ μιλάει για εσωτερική και εξωτερική αγορά. Για το κεφάλαιο εννοεί σαν εξωτερική αγορά τις μη καπιταλιστικές περιοχές που απορροφούν καπιταλιστικά προϊόντα. Η εξωτερική αγορά είναι που προμηθεύει στο κεφάλαιο εργατική δύναμη και διάφορα μέσα παραγωγής, πρώτες ύλες κλπ.

Ο Μπουχάριν, στη συνέχεια, υποστηρίζει ότι, όπως μια καπιταλιστική επιχείρηση είναι ένα τμήμα της αντίστοιχης εθνικής οικονομίας, έτσι και μια εθνική οικονομία υπάρχει και αναπαράγεται στο πλαίσιο της παγκόσμιας. Έτσι, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι δημιουργείται ένας παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας. Σε αυτό το παγκόσμιο επίπεδο εκδηλώνεται η αντίθεση και η πάλη ανάμεσα στην παγκόσμια αστική τάξη και στο παγκόσμιο προλεταριάτο. Η επόμενη διαπίστωση του Μπουχάριν είναι η αντίφαση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο, από τη μία, και στην εθνική οργάνωση της παραγωγής κάθε καπιταλιστικής οικονομίας, από την άλλη.

Ο Μπουχάριν, υιοθετώντας τις απόψεις του Χίλφερντιγκ για τα μονοπώλια και την κυριαρχία τους, τις ενσωματώνει στη θέση του για τον παγκόσμιο καπιταλισμό και οδηγείται στο συμπέρασμα ότι το μονοπωλιακό κεφάλαιο συγχωνεύεται με το κράτος όπου ανήκει και με αυτόν τον τρόπο προκύπτει το κρατικομονοπωλιακό τραστ.

Η θεωρία που θέλει τον καπιταλισμό να είναι μία παγκόσμια ενοποιημένη κοινωνική και οικονομική δομή, δηλαδή η θεωρία του «παγκόσμιου καπιταλισμού», αναπαράγεται και κυριαρχεί στο εσωτερικό του επαναστατικού μαρξισμού κατά τη δεκαετία 1910-1920.

Το 1925 εκδόθηκε στη Γερμανία το βιβλίο του Μπουχάριν «Ο ιμπεριαλισμός και η συσσώρευση του κεφαλαίου». Σε αυτό ο Μπουχάριν απαντά στο βιβλίο της Λούξεμπουργκ «Η συσσώρευση του κεφαλαίου» και συνολικά ασκεί κριτική στη θεωρία της υποκατανάλωσης, η οποία είχε ενσωματωθεί στις μέχρι τότε μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού (Μπουχάριν, 1992). Η κριτική του Μπουχάριν ασκείται από μαρξιστικές θέσεις και λέει ότι η παγκόσμια οικονομία δεν αποτελεί ενιαίο σύνολο, ανασκευάζοντας τη θέση που είχε διατυπώσει το 1915 στο προηγούμενο βιβλίο του. Επίσης, δείχνει ότι η διεθνοποίηση του κεφαλαίου δεν είναι αποτέλεσμα έλλειψης επενδυτικών ευκαιριών στις καπιταλιστικές χώρες, αλλά αντίθετα προϊόν ανταγωνισμού των ατομικών κεφαλαίων στο κυνήγι μεγαλύτερου κέρδους. Έτσι, για τον Μπουχάριν, η επιδίωξη μεγαλύτερου κέρδους είναι η αιτία ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου και κατ’ επέκταση και των εξαγωγών κεφαλαίου. Εγκαταλείπει, έτσι, τη θεωρία της υποκατανάλωσης ως αιτία της εξαγωγής κεφαλαίων. Από την άλλη, απορρίπτει τη θέση ότι ο καπιταλισμός θα οδηγηθεί από μόνος του σε κατάρρευση λόγω των εσωτερικών αντιφάσεών του. Υποβάλλει σε κριτική τη θέση του επαναστατικού κινήματος της εποχής, ότι οι πραγματικοί μισθοί στον καπιταλισμό δεν αυξάνονται ποτέ πάνω από το όριο που επιβάλλει η φυσική αναπαραγωγή των εργατών. Αντίθετα, πιστεύει ότι οι μισθοί μπορούν να αυξάνονται διαρκώς, λόγω της ταξικής πάλης, αρκεί να μην εμποδίζεται η διευρυμένη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας.

Τουγκάν-Μπαρανόφσκι

Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, ο Ρώσος μαρξιστής Τουγκάν Μπαρανόφσκι αντέκρουσε στο σύνολό της την θεωρία της υποκατανάλωσης δείχνοντας ότι αυτή η προσέγγιση είναι σε αντίθεση με το μαρξικό έργο. Ο Μαρξ άλλωστε έχει δείξει στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου, μέσα από τα αναπαραγωγικά σχήματα, ότι είναι δυνατή η διευρυμένη αναπαραγωγή μιας καπιταλιστικής οικονομίας χωρίς την ύπαρξη των λεγόμενων «τρίτων προσώπων». Επίσης ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι έδειξε ότι η ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας και των κερδών μιας καπιταλιστικής οικονομίας σε σχέση με τους πραγματικούς μισθούς, οδηγεί σε αναδιάρθρωση την εσωτερική αγορά, αυξάνοντας τη ζήτηση μέσων παραγωγής και καταναλωτικών εμπορευμάτων. Σαν αποτέλεσμα δεν υφίσταται ζήτημα υστέρησης της εσωτερικής ζήτησης και επομένως δεν υπάρχει ανάγκη «εξωτερικής αγοράς» ή «τρίτων προσώπων», ούτε ο καπιταλισμός οδηγείται σε διαρκή κρίση.

Ο Λένιν στο «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού»

Στον πρόλογο της μπροσούρας του ο Λένιν γράφει στα 1917: «Την μπροσούρα αυτή που υποβάλλεται στην κρίση του αναγνώστη, την έγραψα στη Ζυρίχη την άνοιξη του 1916. Με τις συνθήκες δουλειάς που επικρατούσαν εκεί έπρεπε, φυσικά, να υποφέρω από κάποια έλλειψη γαλλικής και αγγλικής φιλολογίας και πολύ μεγάλη έλλειψη ρωσικής φιλολογίας. Παρ’ όλα αυτά όμως, χρησιμοποίησα το κυριότερο αγγλικό έργο για τον ιμπεριαλισμό, το βιβλίο του Τζ. Χόμπσον, με την προσοχή που, κατά τη γνώμη μου, αξίζει αυτό το έργο» (Λένιν, 2009). Χρησιμοποιώντας ο Λένιν τις αστικές στατιστικές που είχε στη διάθεσή του, παρουσιάζει την εικόνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας στις παραμονές του Πρώτου Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Τεκμηριώνει τη θέση ότι αυτός ο πόλεμος ήταν κι από τις δύο πλευρές ιμπεριαλιστικός για το μοίρασμα του κόσμου (αποικιών, σφαιρών επιρροής).

Η ανάλυση ξεκινάει με την παράθεση στατιστικών στοιχείων για τη συγκέντρωση της παραγωγής και τα μονοπώλια. «Η τεράστια ανάπτυξη της βιομηχανίας και η εξαιρετικά γοργή διαδικασία συγκέντρωσης της παραγωγής σε όλο και μεγαλύτερες επιχειρήσεις είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές ιδιότητες του καπιταλισμού» (ό.π., σελ. 18). Ο Λένιν, και όχι μόνο, θεωρεί ότι ο πρώτος ανταγωνιστικός καπιταλισμός έχει παραχωρήσει τη θέση του σε μια νέα μορφή, στον μονοπωλιακό καπιταλισμό που είναι ο ιμπεριαλισμός. Σε αυτή τη μορφή καπιταλισμού καταργείται ο κεφαλαιακός ανταγωνισμός λόγω της δημιουργίας των μονοπωλίων. «Για την Ευρώπη μπορεί να καθορίσει κανείς με αρκετή ακρίβεια το χρόνο της οριστικής αντικατάστασης του παλιού καπιταλισμού από τον καινούργιο: είναι ακριβώς οι αρχές του 20ου αιώνα» (ό.π., σελ. 24). Συνοψίζοντας την ανάλυσή του, μας λέει. «Έτσι τα βασικά συμπεράσματα της ιστορίας των μονοπωλίων είναι: 1) 1860-1870 και 1870-1880- ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξης του ελεύθερου συναγωνισμού. Τα μονοπώλια δεν είναι παρά έμβρυα που μόλις διακρίνονται. 2) Ύστερα από την κρίση του 1873 -μακρόχρονη περίοδος ανάπτυξης των καρτέλ, που αποτελούν όμως ακόμη εξαίρεση. Δεν είναι ακόμη σταθερά. Αποτελούν ακόμη παροδικό φαινόμενο. 3) Η άνοδος στα τέλη του 19ου και η κρίση του 19001903: τα καρτέλ γίνονται μια από τις βάσεις όλης της οικονομικής ζωής. Ο καπιταλισμός μετατράπηκε σε ιμπεριαλισμό» (ό.π., σελ. 25).

Έτσι λοιπόν, στις αρχές του 20ου αιώνα παύει να υπάρχει ελεύθερος καπιταλιστικός συναγωνισμός, μετατρεπόμενος σε μονοπώλια. Αυτό, βέβαια, προκαλεί αλματώδη πρόοδο στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Τα μονοπώλια οξύνουν το χάος της καπιταλιστικής παραγωγής, μεγαλώνουν την αναντιστοιχία γεωργίας -βιομηχανίας, φέρνοντας έτσι πιο γρήγορα καπιταλιστικές κρίσεις. Από την άλλη συμφύεται το βιομηχανικό με το τραπεζικό κεφάλαιο δημιουργώντας το λεγόμενο χρηματιστικό κεφάλαιο. «Τα χρηματιστικό κεφάλαιο, που είναι συγκεντρωμένο σε λίγα χέρια και ασκεί πραγματικό μονοπώλιο, βγάζει τεράστια και διαρκώς αυξανόμενα κέρδη από την ίδρυση εταιρειών, από την έκδοση χρεογράφων, από κρατικά δάνεια κλπ…» (ό.π., σελ. 63).

Η εξαγωγή κεφαλαίου στις αναπτυσσόμενες χώρες, η αναζήτηση νέων αγορών, το κυνήγι φτηνών εργατικών χεριών, φτηνών πρώτων υλών και γης, η όσο το δυνατόν εκμετάλλευση από την πλευρά του κεφαλαίου αποκτούν τεράστιες διαστάσεις σε συνθήκες ιμπεριαλισμού. Ο Λένιν αποκαλύπτει κάθε αντιδραστική προσπάθεια μικροαστικού ρεφορμισμού και εξωραϊσμού της ιμπεριαλιστικής ωμότητας.

Στο ζήτημα της εξαγωγής του κεφαλαίου από μία χώρα σε άλλη, ο Λένιν φαίνεται να ενστερνίζεται τη θεωρία της υποκατανάλωσης: «Για τον παλιό καπιταλισμό, που κυριαρχούσε απόλυτα ο ελεύθερος συναγωνισμός, χαρακτηριστική ήταν η εξαγωγή εμπορευμάτων. Για το νεότατο καπιταλισμό, όπου κυριαρχούν τα μονοπώλια, έγινε χαρακτηριστική η εξαγωγή κεφαλαίου. […] Η αύξηση των ανταλλαγών τόσο μέσα στη χώρα όσο και σε διεθνή ιδιαίτερα κλίμακα, είναι το χαρακτηριστικό διακριτικό γνώρισμα του καπιταλισμού. Η ανισομετρία και ο αλματικός χαρακτήρας της ανάπτυξης των διαφόρων επιχειρήσεων, των διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας, των διαφόρων χωρών είναι αναπόφευκτα στις συνθήκες του καπιταλισμού. […] Είναι αυτονόητο πως, αν ο καπιταλισμός μπορούσε ν’ αναπτύξει τη γεωργία, που τώρα μένει παντού φοβερά πίσω από τη βιομηχανία, αν μπορούσε ν’ ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο των μαζών του πληθυσμού, που παντού, παρά την ιλιγγιώδη τεχνική πρόοδο, μένει μισοπεινασμένος και εξαθλιωμένος, τότε δε θα μπορούσε ούτε λόγος να γίνει για περίσσευμα κεφαλαίου. Και το «επιχείρημα» αυτό προβάλλεται ακατάπαυστα από τους μικροαστούς κριτικούς του καπιταλισμού. Τότε όμως ο καπιταλισμός δε θα ήταν καπιταλισμός […] το περίσσευμα του κεφαλαίου δε θα χρησιμεύει για το ανέβασμα του βιοτικού επιπέδου των μαζών σε μια δοσμένη χώρα, γιατί αυτό θα μείωνε τα κέρδη των καπιταλιστών, μα για το ανέβασμα των κερδών με την εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό, στις καθυστερημένες χώρες. Σ’ αυτές τις καθυστερημένες χώρες, το κέρδος είναι συνήθως σχετικά μεγάλο, γιατί έχουν λίγα κεφάλαια, η τιμή της γης δεν είναι μεγάλη, ο μισθός εργασίας είναι χαμηλός και οι πρώτες ύλες φτηνές. Η δυνατότητα εξαγωγής κεφαλαίου δημιουργείται από το γεγονός ότι μια σειρά καθυστερημένες χώρες έχουν πια τραβηχτεί στην τροχιά του παγκόσμιου καπιταλισμού. […] Η ανάγκη της εξαγωγής κεφαλαίου δημιουργείται από το γεγονός ότι σε μερικές χώρες ο καπιταλισμός έχει «παραωριμάσει» και για το κεφάλαιο δεν υπάρχει (στις συνθήκες της ανεξέλικτης γεωργίας και της εξαθλίωσης των μαζών), πεδίο για «επικερδή» τοποθέτηση» (ό.π., σελ. 72-74).

Ο Λένιν πιστεύει ότι η εξαγωγή κεφαλαίου σε μια αναπτυσσόμενη χώρα επιταχύνει την ανάπτυξη του καπιταλισμού ενώ από την άλλη στη χώρα εξαγωγής κεφαλαίου μπορεί να επέλθει οικονομική στασιμότητα. Όμως, για τις χώρες που εξάγουν κεφάλαια, σχεδόν πάντα δημιουργούνται οφέλη, τα οποία οφέλη αποκαλύπτουν το χαρακτήρα του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων. Σε σχέση με το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στα μονοπώλια μας λέει: «Οι μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, τα καρτέλ, τα συνδικάτα, τα τραστ, μοιράζουν μεταξύ τους, πριν απ’ όλα, την εσωτερική αγορά, κατακτώντας περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωμένα την παραγωγή της συγκεκριμένης χώρας. Στις συνθήκες όμως του καπιταλισμού, η εσωτερική αγορά συνδέεται αναπόφευκτα με την εξωτερική. Ο καπιταλισμός από καιρό έχει δημιουργήσει την παγκόσμια αγορά» (ό.π., σελ. 79).

Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ανάμεσα στους διάφορους καπιταλιστές σε παγκόσμιο επίπεδο αλλάζουν συνεχώς μορφές και εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, έχουν όμως συγκεκριμένο περιεχόμενο, το οποίο είναι βαθιά ταξικό και έχει άξονα το κέρδος.

Απόρροια του ιμπεριαλισμού είναι και η εξάρτηση πολλών χωρών από τις ιμπεριαλιστικές: «Χαρακτηριστικές γι’ αυτή την εποχή δεν είναι μόνο οι δύο βασικές ομάδες χωρών: οι χώρες που κατέχουν αποικίες και αποικιακές χώρες, αλλά και οι ποικίλες μορφές των εξαρτημένων χωρών, που πολιτικά, τυπικά είναι ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης.» (ό.π., σελ. 99).

Στο σημείο όμως αυτό της μπροσούρας ο Λένιν, διατυπώνοντας αντιφατική θέση σε σχέση με την προηγούμενη, μας λέει: «Ο ελεύθερος συναγωνισμός είναι βασική ιδιότητα του καπιταλισμού και της εμπορευματικής παραγωγής γενικά. Το μονοπώλιο είναι η άμεση αντίθεση του ελεύθερου συναγωνισμού….. Ταυτόχρονα, τα μονοπώλια, ξεπηδώντας από τον ελεύθερο συναγωνισμό, δεν τον καταργούν, μα υπάρχουν πάνω σ’ αυτόν και δίπλα σ’ αυτόν, γεννώντας έτσι μια σειρά εξαιρετικά οξείες και βίαιες αντιθέσεις, προστριβές, συγκρούσεις. Το μονοπώλιο είναι πέρασμα από τον καπιταλισμό σ’ ένα ανώτερο στάδιο.» (ό.π., σελ. 102-103).

«Ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού» (ό.π., σελ. 103), με βασικά γνωρίσματα τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση που οδηγεί σε μονοπώλια, τη δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου, την εξαγωγή κεφαλαίων, τις διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις που μοιράζουν τη γη ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές δυνάμεις.

Ο Λένιν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό στάδιό του τείνει στη στασιμότητα και στο σάπισμα «και το καπιταλιστικό μονοπώλιο, όπως και κάθε μονοπώλιο, γεννάει αναπόφευκτα την τάση προς τη στασιμότητα και το σάπισμα» (ό.π., σελ. 115), αιτιολογώντας τη θέση αυτή με το σκεπτικό ότι οι μονοπωλιακές τιμές εξαλείφουν μέχρι ένα σημείο τα κίνητρα για τεχνική πρόοδο. Στη συνέχεια της μπροσούρας, ο Λένιν σχετικοποιεί τη θέση για το σάπισμα του καπιταλισμού, λέγοντας πως τα μονοπώλια αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις που δεν διαρκούν για πάντα. Ο ανταγωνισμός, ως βάση του καπιταλισμού, οδηγεί αναπόφευκτα στην τεχνική πρόοδο. Πάνω σε αυτήν τη διατύπωση, διαπιστώνει τον παραλογισμό της θεωρίας του υπεριμπεριαλισμού.

Εδώ ο Λένιν μιλάει για τα κράτη τοκογλύφους: «Ο κόσμος χωρίστηκε σε μια χούφτα κράτη-τοκο γλύφους και σε μια τεράστια πλειοψηφία κράτη-οφειλέτες» (ό.π., σελ. 117) και πιο κάτω «το κράτος-εισοδηματίας είναι το κράτος του παρασιτικού καπιταλισμού, του καπιταλισμού που σαπίζει» (ό.π., σελ. 118). Αποδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο την έννοια του μονοπωλίου, παρότι η αστική τάξη «ζει όλο και περισσότερο από την εξαγωγή κεφαλαίου και το κόψιμο κουπονιών» (ό.π., σελ. 145), λέει «Θα ήταν λάθος να νομίζει κανείς ότι αυτή η τάση προς το σάπισμα αποκλείει τη γρήγορη ανάπτυξη του καπιταλισμού» (ό.π., σελ. 145). Επομένως, ο καπιταλισμός δεν εμποδίζει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την τεχνική πρόοδο. Δεν μπορεί έτσι να καταρρεύσει από μόνος του. Εντέλει, όμως, «Απ’ όσα είπαμε πιο πάνω για την οικονομική ουσία του ιμπεριαλισμού βγαίνει το ότι πρέπει να τον χαρακτηρίσουμε σαν μεταβατικό ή, πιο σωστά, σαν καπιταλισμό που πεθαίνει» (ό.π., σελ. 147).

Όπως επισημάνθηκε πιο πάνω, φαίνεται ότι στο πλαίσιο ανάλυσης της μπροσούρας του, ο Λένιν υιοθετεί τη θεωρία της υποκατανάλωσης. Εντούτοις, αντιπαρατιθέμενος στους Ναρόντνικους, που ήταν τότε το βασικό ρεύμα της ρωσικής αριστεράς, αναδιατυπώνει τις θέσεις του και απορρίπτει τη θεωρία της υποκατανάλωσης. Ισχυρίζεται ότι σε μια καπιταλιστική οικονομία δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα μεγέθους εσωτερικής αγοράς, άρα και ζήτησης, αφού η εσωτερική αγορά προκύπτει από το επίπεδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Άρα είναι αποτέλεσμα και όχι προϋπόθεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως αποφαίνεται η υποκαταναλωτική θεωρία. Αυτό το τεκμηριώνει ισχυριζόμενος ότι κατά τη διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής σε μια καπιταλιστική οικονομία, αυξάνει η ζήτηση για μέσα παραγωγής και επί πλέον γίνεται σταδιακή μετατροπή των μέσων συντήρησης των λαϊκών μαζών σε εμπορεύματα. Αυτό είναι συνέπεια της μετατροπής της προκαπιταλιστικής οικονομίας σε καπιταλιστική. Οι θέσεις αυτές του Λένιν βρίσκονται διατυπωμένες στους τρεις πρώτους τόμους των Απάντων του (Λένιν, 1985).

Ο Λένιν, στηριζόμενος στη μαρξιστική θεωρία για το κράτος και τις εξουσιαστικές δομές του, έρχεται σε οριστική ρήξη με τη θεωρία του «παγκόσμιου καπιταλισμού», διατυπώνοντας τη δική του θεωρία της «παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας». Το εξωτερικό εμπόριο, η παγκόσμια αγορά και η εξαγωγή κεφαλαίων οδηγούν στη διεθνοποίηση του καπιταλισμού και στη δημιουργία καρτέλ, τραστ με διεθνή δράση. Αυτή η διαδικασία φέρνει σε αλληλοσυσχέτιση και διαπλοκή τους ξεχωριστούς καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, μέσα από άνισες ανταλλαγές και σχέσεις, δημιουργώντας μια συνεκτική παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η ιμπεριαλιστική αλυσίδα όμως δεν αποτελεί μια παγκόσμια ενιαία δομή. Αντίθετα, το κάθε εθνικό κράτος αναπτύσσεται με τον δικό του καπιταλιστικό τρόπο, που συνδέεται άμεσα με το αποτέλεσμα της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του. Στη συνέχεια όλα τα εθνικά κράτη συνδέονται μεταξύ τους. Άμεσο συμπέρασμα του Λένιν από αυτήν τη θέση είναι ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης κάθε καπιταλιστικού κρίκου της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Όπου, φυσικά, ο Λένιν στη θέση κάθε καπιταλιστικού κρίκου δεν τοποθετεί την αντίστοιχη εθνική οικονομία, αλλά αντίθετα το αντίστοιχο καπιταλιστικό κράτος, απορρίπτοντας κατηγορηματικά τη θέση της «παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας». Στη συνέχεια, ο Λένιν απορρίπτει τη θέση ότι ο καπιταλισμός θα ανατραπεί λόγω αδυναμίας αναπαραγωγής του σε παγκόσμια κλίμακα και λόγω «ωρίμανσης» ή «σαπίσματος». Αντίθετα, πιστεύει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα εκδηλωθεί στη χώρα που αποτελεί τον αδύναμο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Στη χώρα δηλαδή εκείνη που η ταξική πάλη στο εσωτερικό της, σε συνδυασμό με τις διεθνείς αντιθέσεις, οδηγεί τη σύγκρουση κεφαλαίου- εργασίας σε επίπεδο επανάστασης.

Αυτές οι παρεμβάσεις του Λένιν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για την κατανόηση του ιμπεριαλισμού, της αποικιοκρατίας αλλά και της αποαποικιοποίησης που ακολούθησε, οδηγώντας στη δημιουργία νέων ανεξάρτητων κρατών, θα πρέπει να κατανοηθούν πλήρως το καπιταλιστικό κράτος και οι λειτουργίες του.

Ο Μαρξ για τον ανταγωνισμό και τα μονοπώλια

Ο Μαρξ σε όλη την έκταση του έργου του, όπου μελετάει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αναφέρεται ρητά στον κεφαλαιακό ανταγωνισμό ως μια θεμελιώδη ιδιότητα που δεν αναιρείται ούτε στιγμή. Από την ώρα που μιλάει για την κεφαλαιακή σχέση, αναφέρεται διαρκώς στον ανταγωνισμό ως κινητήρια δύναμη που ωθεί το κεφάλαιο σε περαιτέρω ανάπτυξη μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας. Ενδεικτικά, «Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η σχέση του κεφαλαίου προς τον εαυτό του σαν ένα άλλο κεφάλαιο, δηλαδή η πραγματική συμπεριφορά του κεφαλαίου σαν κεφαλαίου […] η παραγωγή που βασίζεται στο κεφάλαιο τοποθετείται στις επαρκείς της μορφές μόνο στο βαθμό και στο μέτρο που αναπτύσσεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός γιατί αυτός είναι η ελεύθερη ανάπτυξη του τρόπου παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο.» (Μαρξ, 1984, σελ.498). Ή πάλι, «Δεν πρόκειται να εξετάσουμε εδώ τον τρόπο που εμφανίζονται στην εξωτερική κίνηση των κεφαλαίων οι εσωτερικοί νόμοι της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, τον τρόπο που επιβάλλονται σαν αναγκαστικοί νόμοι του συναγωνισμού και που γιαυτό τους συνειδητοποιεί σαν κίνητρα ο ατομικός κεφαλαιοκράτης. Ωστόσο μας είναι ξεκάθαρο εκ των προτέρων ότι η επιστημονική ανάλυση του συναγωνισμού είναι δυνατή μόνο όταν έχει κατανοηθεί η εσωτερική φύση του κεφαλαίου….» (Μαρξ, 2002, σελ.331).

Οι κλασικές θεωρίες του μονοπωλιακού καπιταλισμού έχουν ως βασική θέση τους ότι ο καπιταλιστικός αντ(συν)αγωνισμός βρίσκεται στον αντίποδα του μονοπωλίου. Αυτή η θέση όμως αντιβαίνει στη θεώρηση του Μαρξ, ο οποίος εντάσσει το μονοπώλιο στην κατηγορία του ατομικού κεφαλαίου ενώ ο ανταγωνισμός εντάσσεται, αντίθετα, στην κατηγορία του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Άλλωστε, και ο Λένιν είχε, όπως είδαμε, ανασκευάσει αυτή τη θέση.

Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ αναφέρεται αναλυτικά στα μονοπώλια, τα οποία χαρακτηρίζει ιδιαίτερη κατηγορία ατομικών κεφαλαίων. Αναλύει διεξοδικά τη μετατροπή του κέρδους του ατομικού κεφαλαίου σε μέσο καπιταλιστικό κέρδος. Στη συνέχεια, η τάση εξίσωσης του ποσοστού κέρδους αναγκάζει τα ατομικά κεφάλαια να σχηματίσουν αυτό που ο Μαρξ ονομάζει συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο. Κατά τη διαδικασία αυτή, τα ατομικά κεφάλαια δεν έχουν κάθε στιγμή το ίδιο ποσοστό κέρδους. Αντίθετα, υπάρχουν διαφορετικά ατομικά ποσοστά, τα οποία όμως τείνουν να εξισωθούν: «Γενικά, στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή ο γενικός νόμος επιβάλλεται σαν η κυρίαρχη τάση, μόνο με ένα πολύ πολύπλοκο και κατά προσέγγιση τρόπο, σαν κάποιος μέσος όρος αιώνιων διακυμάνσεων, που ποτέ δεν μπορεί να διαπιστωθεί με ακρίβεια». (Μαρξ, 1978, σελ 203-204). Άρα, το μονοπώλιο, σύμφωνα με τον Μαρξ, δεν αναιρεί τον ελεύθερο ανταγωνισμό, αλλά αντίθετα εμφανίζεται λόγω αυτού του κεφαλαιακού ανταγωνισμού και για όποιο χρόνο διατηρείται υπάρχει έξω από αυτόν. Με άλλα λόγια, το μονοπώλιο εμφανίζεται ως ένα ατομικό κεφάλαιο το οποίο έχει ποσοστό κέρδους μεγαλύτερο από το μέσο και σε καμία περίπτωση δεν κατέχει (μονοπωλεί) συνολικά την αγορά.

Στη σφαίρα της παραγωγής, σύμφωνα πάντα με τον Μαρξ, μπορούν να εμφανιστούν δύο τύποι μονοπωλίου, το φυσικό και το τεχνητό μονοπώλιο.

Το φυσικό μονοπώλιο προκύπτει από τη μονοπωλιακή κατοχή ενός στοιχείου παραγωγής, μιας φυσικής δύναμης. «Η κατοχή αυτής της φυσικής δύναμης αποτελεί μονοπώλιο στα χέρια του κατόχου της, όρο υψηλής παραγωγικής δύναμης του επενδυμένου κεφαλαίου, που δεν μπορεί να δημιουργηθεί από το προτσές παραγωγής του ίδιου του κεφαλαίου. Η φυσική αυτή δύναμη, που μπορεί να μονοπωληθεί έτσι, είναι πάντα δεμένη με τη γη. Μια τέτοια φυσική δύναμη δεν ανήκει στους γενικούς όρους της προκείμενης σφαίρας παραγωγής, όχι επίσης στους όρους της που μπορούν γενικά να δημιουργηθούν από όλους» (ό.π., σελ. 803).

Το τεχνητό μονοπώλιο υπάρχει και λειτουργεί μέσα στην παραγωγή έχοντας μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας από το μέσο όρο του κλάδου όπου δραστηριοποιείται. Αυτό οφείλεται σε μία τεχνολογική καινοτομία που χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο ατομικό κεφάλαιο και του δίνει τη δυνατότητα να παράγει εμπορεύματα χαμηλότερης αξίας από την πραγματική αξία, η οποία πραγματική αξία καθορίζεται από το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο. Το μεγαλύτερο κέρδος του τεχνητού μονοπωλίου αναγκάζει τους ανταγωνιστές του να εισάγουν και αυτοί σταδιακά το νέο τρόπο παραγωγής. «Η ατομική αξία αυτού του εμπορεύματος βρίσκεται τώρα κάτω από την κοινωνική του αξία, δηλ. το εμπόρευμα στοιχίζει λιγότερο χρόνο εργασίας απ’ όσο στοιχίζει ο μεγάλος σωρός των προϊόντων του ίδιου είδους, που παράγονται με τους υπάρχοντες μέσους κοινωνικούς όρους. […] Η πραγματική αξία ενός εμπορεύματος όμως δεν είναι η ατομική του, αλλά η κοινωνική του αξία, δηλ. δε μετριέται με το χρόνο εργασίας που στοιχίζει πραγματικά στον παραγωγό στην κάθε περίπτωση χωριστά, αλλά με το χρόνο που απαιτείται κοινωνικά για την παραγωγή του. Αν ο κεφαλαιοκράτης που χρησιμοποιεί τη νέα μέθοδο πουλάει το εμπόρευμά του στην κοινωνική του τιμή…το πουλάει πάνω από την ατομική του αξία και πραγματοποιεί μια πρόσθετη υπεραξία» (Μαρξ, 2002, σελ 332). Πιο κάτω λέει: «Ο ίδιος νόμος του καθορισμού της αξίας από το χρόνο εργασίας, που στον κεφαλαιοκράτη που εφαρμόζει τη νέα μέθοδο γίνεται αισθητός με τη μορφή ότι είναι υποχρεωμένος να πουλάει το εμπόρευμά του κάτω από την κοινωνική του αξία, σπρώχνει τους ανταγωνιστές του σαν αναγκαστικός νόμος του συναγωνισμού να εισαγάγουν το νέο τρόπο παραγωγής» (ό.π., σελ. 334).

Στη σφαίρα της κυκλοφορίας, ο Μαρξ λέει ότι μπορεί να εμφανιστεί και μία τρίτη μορφή, το τυχαίο μονοπώλιο: «Όταν μιλάμε για τυχαίο μονοπώλιο, εννοούμε το μονοπώλιο που προκύπτει για τον αγοραστή ή πουλητή από την τυχαία σχέση μεταξύ ζήτησης και προσφοράς» (Μαρξ, 1978, σελ. 224).

Παρατηρήσεις

Από όσα αναφέρθηκαν και από τα μέχρι σήμερα εμπειρικά δεδομένα, προκύπτει ότι η ιμπεριαλιστική διεθνοποίηση του καπιταλισμού μπορεί να μελετηθεί μόνο πάνω στις επεξεργασίες του Λένιν για την παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η αντίληψη της «παγκόσμιας καπιταλιστικής δομής» δεν μπορεί να ερμηνεύσει τα ιστορικά εμπειρικά δεδομένα και από την άλλη δεν μπορεί να υποστηριχθεί θεωρητικά.

Η θεωρία της Λούξεμπουργκ είναι στηριγμένη εξ ολοκλήρου στη θεωρία της υποκατανάλωσης. Οι υπόλοιπες κλασικές θεωρίες ερμηνεύουν με αυτήν τις εξαγωγές κεφαλαίου από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Ωστόσο, πρώτος ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι την αμφισβήτησε θεωρητικά, φέρνοντάς την σε αντιπαράθεση με τις αναλύσεις του Μαρξ. Στην πορεία εγκαταλείφθηκε από τον Λένιν και τον Μπουχάριν.

Οι απόψεις περί «αποσύνθεσης» και «σαπίσματος» του καπιταλισμού δεν έχουν σχέση με τις αναλύσεις του Μαρξ και δεν επιβεβαιώνονται εμπειρικά.

Οι αναλύσεις για τα μονοπώλια καθώς και το πέρασμα από τον ανταγωνιστικό καπιταλισμό στον μονοπωλιακό, με τη συνακόλουθη κατάργηση του κεφαλαιακού ανταγωνισμού, έρχονται σε προφανή αντίθεση με το έργο του Μαρξ.

Η διεθνοποίηση του καπιταλισμού, μέσα από τις εξαγωγές κεφαλαίων από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, δεν μπορεί να εξηγηθεί από το πλεονάζον κεφάλαιο και τη δήθεν αδυναμία διευρυμένης αναπαραγωγής στο εσωτερικό αυτών των χωρών, ούτε από τα αποικιακά πρόσθετα κέρδη. Αντίθετα φαίνεται να συνδέεται με το διαφορετικό ποσοστό κέρδους σε κάθε χώρα καθώς και με τον κεφαλαιακό ανταγωνισμό στη διεθνή αγορά. Άλλωστε, όπως επισημάνθηκε, ο Μαρξ στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου απέδειξε μέσα από τα αναπαραγωγικά σχήματά του ότι είναι δυνατή η διευρυμένη αναπαραγωγή ενός καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, χωρίς την ύπαρξη «τρίτων προσώπων- καταναλωτών» (Μαρξ, 1979).

Την εποχή που διατυπώθηκαν οι κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού, η αποικιοκρατία και ο προστατευτισμός θεωρούνταν μόνιμα χαρακτηριστικά του μονοπωλιακού καπιταλισμού, αποκλείοντας τη δυνατότητα του ελεύθερου εμπορίου. Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε ότι αυτή η πολιτική του ιμπεριαλισμού επικράτησε μόνο κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.

Η θέση του Λένιν για ταχύτερη ανάπτυξη του καπιταλισμού στις αποικίες και στις υπερπόντιες χώρες επιβεβαιώνεται εμπειρικά μόνο για κάποιες από αυτές και όχι για όλες.

Για τις πρώτες διατυπώσεις των κλασικών θεωριών είναι δεδομένο ότι το κράτος των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών συγχωνεύεται με τα μονοπώλια, στηρίζοντας τη διεθνή επέκταση των ατομικών κεφαλαίων. Συνέπεια αυτού είναι να μοιράζεται ο κόσμος σε σφαίρες επιρροής. Με άλλα λόγια, ο ανταγωνισμός των ατομικών κεφαλαίων γίνεται ανταγωνισμός κρατών με αποτέλεσμα διεθνείς διαμάχες και πολέμους. Από την άλλη, τα κράτη των αποικιών και γενικά των εξαρτημένων χωρών, γίνονται εργαλεία του ιμπεριαλισμού και των μονοπωλίων.

Στη συνέχεια, η αντίληψη αυτή ανασκευάστηκε από τη θεωρία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας του Λένιν, από τον Μπουχάριν όταν ασκούσε κριτική στην υποκαταναλωτική θεωρία, ή από τον Λένιν όταν βρισκόταν σε διαμάχη με τον Μπουχάριν.

Η αντίληψη ότι το κράτος συγχωνεύεται με τα μονοπώλια, στηρίζοντάς τα στην καπιταλιστική επέκτασή τους, υποβαθμίζει τον ρόλο του κράτους σε απλή αντανάκλαση του οικονομικού επιπέδου. Κάτι τέτοιο όμως παραβλέπει τη σχετική αυτονομία του κράτους, δηλαδή τη σχετική αυτονομία του πολιτικού απέναντι στο οικονομικό. Άλλωστε, η τάση για επέκταση είναι εγγενής σε κάθε εθνικό καπιταλιστικό κράτος, ιδιαίτερα όταν είναι ανοιχτά τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα. Έτσι, είναι, προφανώς, σωστή η θέση του Λένιν ότι το μοίρασμα σε σφαίρες επιρροής και κυριαρχίας, στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, είναι συνάρτηση της συνολικής πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης του κάθε κράτους. Το μοίρασμα αυτό όμως, δηλαδή οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και τα αποτελέσματά τους, επικαθορίζεται κάθε φορά από τη συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία, δίνοντας ανάλογα αποτελέσματα.

Βιβλιογραφία

Λένιν, Β.Ι. (1985). Άπαντα. Τόμοι 1, 2, 3. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Β.Ι. (1987). Για τον ιμπεριαλισμό και τους ιμπεριαλιστές. Αθήνα: Προγκρές Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Β.Ι. (2009). Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Λούξεμπουργκ, Ρ. (1975). Η συσσώρευση του κεφαλαίου. Τόμος 2. Αθήνα: Διεθνής Βιβλιοθήκη.
Λούξεμπουργκ, Ρ. (2011). Η συσσώρευση του κεφαλαίου. Τόμος 1. Αθήνα: Διεθνής Βιβλιοθήκη.
Μαρξ, Κ. (1978). Το κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Τόμος 3. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. (1979). Το κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Τόμος 2. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. (1984). Grundrisse. Τόμος Β΄. Αθήνα: Στοχαστής.
Μαρξ, Κ. (2002). Το κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Τόμος 1. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μηλιός, Γ., Σωτηρόπουλος, Δ. (2011). Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση. Αθήνα: Νήσος.
Μπουχάριν, Ν. (1992). Η γενική θεωρία της αγοράς και οι κρίσεις. Θέσεις. Τεύχος 41. Αθήνα: Νήσος.
Μπουχάριν, Ν. (2004). Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία. Αθήνα Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.
Χίλφερντιγκ, Ρ. (1982). Χρηματιστικό κεφάλαιο. Αθήνα: Γκοβόστης.
Χόμπσον, Τζ. (2013). Ιμπεριαλισμός. Μια μελέτη. Αθήνα: ΚΨΜ.

πηγή: αντιτετράδια της εκπαίδευσης, τ. 124

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το