Πώς ξεριζώθηκαν οι αγρότες των ορεινών χωριών 
από το αμερικανόδουλο κράτος! 

“…Στην άνιση μάχη που διεξήγαγε ο ΔΣΕ για τη λευτεριά, τη δημοκρατία και ανεξαρτησία, είχε την ολόπλευρη υποστήριξη του λαού. Αυτούς τους δεσμούς ΔΣΕ και λαού τούς διαπίστωναν παντού οι ιθύνοντες του μοναρχοφασισμού και οι Αμερικανοί προϊστάμενοί τους, γι’ αυτό και επίδιωξή τους ήταν να απομονώσουν το ΔΣΕ από το λαό.

Κι αφού ως τότε η τρομοκρατία, οι συλλήψεις, τα στρατοδικεία, οι εκτελέσεις και η συκοφαντική εκστρατεία δεν έφεραν το αποτέλεσμα που περίμεναν, οι σκοτεινοί εγκέφαλοι επινόησαν ένα πρωτοφανές στην ιστορία σχέδιο, τη δημιουργία “νεκρών ζωνών” σε μεγάλη έκταση, με την εκκένωση εκατοντάδων χωριών, το ξερίζωμα των αγροτών απ΄τις εστίες τους και το αναγκαστικό τους μάντρωμα στις πόλεις ή στα κεφαλοχώρια του κάμπου.

Το αμερικανόπνευστο σχέδιο δημιουργίας “νεκρών ζωνών” άρχισε να εφαρμόζεται από τα μέσα του Μάη 1947, πριν ακόμα ο κυβερνητικός στρατός περάσει στην τελευταία φάση των εαρινών επιχειρήσεων, με βασικό στόχο το χώρο της Κεντρικής Πίνδου. Ήταν μια εκστρατεία ξεσπιτωμού δεκάδων και κατόπι εκατοντάδων χιλιάδων αγροτών. Αργότερα, με την προσωπική επιμονή και αξίωση του τοποτηρητή των ΗΠΑ στην Ελλάδα Βαν Φλήτ, το ξερίζωμα των αγροτών απ’ τις ορεινές περιοχές της χώρας πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, με αποτέλεσμα ο αριθμός των ξεσπιτωμένων να ξεπεράσει τις 700.000. Οι δύστυχοι κάτοικοι των χωριών που συμπεριλήφθηκαν στο σχέδιο “νεκρή ζώνη” υποχρεώθηκαν να τα εγκαταλείψουν μέσα σε λίγες ώρες. Επρόκειτο για επιχειρήσεις αστραπή, που ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο.

Μεγάλα τμήματα του κυβερνητικού στρατού, παρακρατικές μοναρχοφασιστικές συμμορίες και άλλες δυνάμεις κύκλωναν αιφνιδιαστικά και ασφυκτικά την καθορισμένη περιοχή, τα υποψήφια για εκκένωση χωριά. Ειδικά αποσπάσματα συγκέντρωναν τον κόσμο στο κέντρο κάθε χωριού και του έδιναν τη ρητή εντολή μέσα σε λίγες ώρες να πάρει όσα απ΄τα υπάρχοντά του μπορεί να κουβαλήσει και με την οικογένειά του να εγκαταλείψει το σπίτι του, την περιουσία του, τα χωράφια του.
Ακολουθούσαν απερίγραπτες σκηνές φρίκης. Κοπέλλες και γυναίκες αλλόφρονες έτρεχαν δεξιά κι αριστερά να συγκεντρώσουν τ’ απαραίτητα πράγματα του νοικοκυριού, τις προίκες τους που έφκιαξαν με μύριους κόπους και στερήσεις, τα ζωντανά που έβοσκαν σκόρπια γύρω απ΄το χωριό, το βιός, τα εργαλεία… τι να πρωτοπάρουν;
Τα χωριά εκείνες τις μέρες μοιάζαν με ναυάγια. Ο καθένας έτρεχε απελπισμένος σε διάφορες κατευθύνσεις, στ’ απόκρυφα μέρη για να κρύψει, να θάψει ό,τι δεν μπορεί να πάρει μαζί του, χωρίς να είναι βέβαιος πως θα το γλυτώσει, θα το ξαναδεί στα χέρια του. Κι αλίμονο σ’ όποιον δεν ήταν έτοιμος για εκκίνηση στην καθορισμένη ώρα ! Κινδύνευε να του προσάψουν την κατηγορία ότι σκόπιμα καθυστερεί, για να παραμείνει στο χωριό και να ενισχύσει τους αντάρτες…
Κι έβλεπε κανείς μακρόσυρτες φάλαγγες από ανθρώπους κάθε ηλικίας – γέροι, γριές, μωρομάνες με παιδιά στην αγκαλιά, τσούρμο μικρά παιδιά, οι πιο πολλοί μ’ ένα μπογαλάκι στο χέρι, άλλοι να σέρνουν τα κατοικίδια ζώα τους – με θρήνους και οδυρμούς να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, παίρνοντας το δρόμο για την πόλη, συνοδευόμενοι από ισχυρά στρατιωτικά αποσπάσματα, που έκαναν το παν να μην ξεφύγει κανένας απ΄τη φάλαγγα και επιστρέψει στο χωριό.
Όλος ο κόσμος στοιβαζόταν σε αντίσκηνα και πρόχειρες παράγκες, με κίνδυνο να προσβληθεί από διάφορες επιδημίες.
Κι ενώ οι φάλαγγες των ξεριζωμένων αγροτών εγκατέλειπαν τόσο βιαστικά τα χωριά, οι μοναρχοφασιστικές συμμορίες, που καραδοκούσαν, ρίχνονταν απερίσπαστες στο πλιάτσικο, θησαυρίζοντας από το βιός των ξεσπιτωμένων.
Μέσα σε λίγες μέρες, ολόκληρα χωριά, εκεί που πριν λίγο ήταν γεμάτα ζωή και αντιβούϊζαν από το ξεφάντωμα και τα ξένοιαστα παιχνίδια των παιδιών, τα βελάσματα και τα κουδουνίσματα των κοπαδιών, που έσφυζαν απ’ τη ζωή και τις φροντίδες των ξωμάχων, μεταβλήθηκαν ξαφνικά σε ερημότοπους-νεκροταφεία. Η ερημιά των χωριών ήταν τέτια, ώστε και αυτά τα λίγα σκυλιά και γάτες που απέμειναν εκεί, μόλις αντίκρυζαν άνθρωπο, ούρλιαζαν φοβισμένα. Ήταν ένα ξερίζωμα χωρίς προηγούμενο και που άφησε βαθιά τα ίχνη της κατάθλιψης σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.
Στον ορεινό όγκο των Αγράφων, η εφαρμογή του σχεδίου αυτού άρχισε πρώτα στα χωριά γύρω απ’ το οροπέδιο της Νευρούπολης. Έτσι στα γρήγορα, εκκενώθηκαν τα χωριά Νεοχώρι, Καστανιά, Μπελοκομύτι, Καρύτσα, Μπεζούλα, Μεσενικόλας, Βουνέσι, Καταφύγι, Ραχούλα, Μαστρογιάννη κ.ά.. Ο πληθυσμός τους μεταφέρθηκε στην Καρδίτσα και στο Παλιόκαστρο. Οι ξεσπιτωμένοι στοιβάχτηκαν σαρδελληδόν – γεροί και άρρωστοι σε μικρές παράγκες και σε διάφορα ανθυγιεινά οικήματα. Από νοικοκυραίοι που ήταν, απ΄τη μια μέρα στην άλλη, βρέθηκαν πολλές χιλιάδες άνθρωποι σε πλήρη εξαθλίωση, φυτοζωώντας με τα λίγα τρόφιμα που τους έδινε το επίσημο κράτος απ’ τα αμερικάνικα εφόδια.
Οι στρατιωτικές αρχές του αντιπάλου είχαν πάρει δρακόντεια μέτρα και δεν επέτρεπαν στους ξεσπιτωμένους να πάνε στα χωράφια και στ’ αμπέλια τους να τα καλλιεργήσουν ή να μαζέψουν τη σοδειά. Όποιος τολμούσε να εγκαταλείψει την παράγκα για να πάει στο βιος του συλλαμβάνονταν, παραπέμπονταν στο στρατοδικείο, με την κατηγορία του “ανταρτοτρόφου”. Έτσι, οι άνθρωποι που όλη τους τη ζωή ήταν δεμένοι με τη γη, με τις φροντίδες της, έμειναν τώρα ανήμποροι αγναντεύοντας τους πλούσιους καρπούς του μόχθου τους, που ήταν ατρύγητοι, εγκατελειμμένοι, καταδικασμένοι στην καταστροφή…
Με τον τρόπο αυτό που συνοπτικά σημείωσα παραπάνω, μέσα σε λίγες μέρες, στα τέλη Μάη-αρχές Ιούνη 1947, είχε πια δημιουργηθεί μια απ΄ τις πρώτες “νεκρές ζώνες” στ’ Άγραφα κι αργότερα πολλές ακόμα. “
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Τάκη Ψημμένου με τίτλο: “Αντάρτες στ’ Άγραφα (1946-1950), αναμνήσεις ενός αντάρτη”, εκδ. Σύγχρονη Εποχή). 
πηγή: Ευρυτάνας ιχνηλάτης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το