Εισαγωγή
Στις σημερινές συνθήκες, οι εκλογές στη Βαυαρία και ο διπλασιασμός της εκλογικής δύναμης των «φασιστών με γραβάτες» πρέπει να μας προβληματίσουν σοβαρά.
Αν μάλιστα οι ευρωφασίστες, από τη Λεπέν ως τον Όρμπαν, κατορθώσουν να συντονιστούν ως τις ευρωεκλογές, τότε θ’ αποτελέσουν έναν ισχυρότερο πολιτικό πόλο με σημαία την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και την κούφια αντιπαράθεση ενάντια στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Επισημάναμε ήδη ότι η ιστορική αναφορά πρέπει να μας προσφέρει πολύτιμα και χρήσιμα συμπεράσματα και να μην χρησιμοποιείται ως «σκονάκι αντιγραφής».
Η γνώση των ιστορικών γεγονότων αναμφίβολα μας βοηθάει να δούμε τις αναλογίες και να κάνουμε αναγκαίους παραλληλισμούς.
Η άνοδος (και πτώση) του γερμανικού φασισμού είναι ένα τέτοιο πεδίο.
Το άρθρο χωρίζεται στα κεφάλαια:
α) Η άνοδος των ΝΑΖΙ
β) Η δημοκρατία της Βαϊμάρης
γ) Το κεφάλαιο και ο ναζισμός
δ) Κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες
ε) Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών
στ) Συνόψιση – συμπεράσματα
α) Η άνοδος των ΝΑΖΙ στη Γερμανία
Για τους ιστορικούς υλιστές και σοβαρούς επιστήμονες η άνοδος του φασισμού στη Γερμανία δεν σχετίζεται με τις μεγαλομανίες και υστερικότητες του Α. Χίτλερ. Είναι ιστορία βαθειά συνυφασμένη με την ανάγκη της άρχουσας τάξης της Γερμανίας να ξεφύγει από την ήττα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να συγκροτηθεί και να απαιτήσει νέες αγορές.
Η προπαγανδιστική μηχανή των Γερμανών φασιστών εμφανίζεται σε τρία επίπεδα:
α) στο ρεβανσισμό και την επέκταση (άνσλους ή θεωρία του ζωτικού χώρου)
β) στην καθαρότητα της φυλής (άριοι – Εβραίοι)
γ) στην εκδίωξη – καταδίωξη των κομμουνιστών και των «μη κανονικών» (ανάπηροι, ομοφυλόφιλοι κλπ).
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την περίοδο 1924 – 1929, η γερμανική βιομηχανία αναδιοργανώνεται με τη βοήθεια κυρίως αμερικανικών δανείων και ξένων επενδύσεων. Χάρη στα αμερικάνικα δάνεια, η γερμανική βιομηχανία αυξάνει κατά ένα τρίτο την παραγωγική ικανότητά της. Αλλά ο εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας οδηγεί στην αύξηση της τεχνικής ανεργίας και η συγκέντρωση επιτρέπει στα μονοπώλια να αυξάνουν αυθαίρετα τις τιμές πώλησης υπονομεύοντας την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Το γερμανικό κεφάλαιο «διψά» για νέες αγορές.
Όμως, ενώ ετοιμάζονται για την κατάκτηση των διεθνών αγορών, ξεσπά η οικονομική κρίση. Έτσι, ο δείκτης παραγωγής από 101,4 το 1929 (με δείκτη 100 το 1928) πέφτει στο 60 στα τέλη του 1931. Τον Φεβρουάριο του 1931 ο αριθμός των ανέργων ξεπερνά τα 4 εκατομμύρια. Η βιομηχανική κρίση συνοδεύεται από ανάλογη κρίση του τραπεζικού συστήματος και την απαρχή χρεωκοπιών τραπεζών. Έτσι οι κεφαλαιοκράτες θίγονται ιδιαίτερα από αυτή την καταστροφή.
Μόνο με τη βοήθεια ενός ισχυρού κράτους μπορούν να ξαναβάλουν μπροστά τον μηχανισμό αναπαραγωγής του κεφαλαίου και αναγέννησης των κερδών τους. Για να το πετύχουν θα πρέπει να συντριβούν οι μισθοί και οι εργατικές κατακτήσεις, να διαλυθούν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές εργατικές οργανώσεις, να καταργηθούν οι «κοινωνικές δαπάνες». Το κράτος οφείλει να στηρίξει οικονομικά τις επιχειρήσεις και να ξαναβάλει μπροστά την παραγωγή τους μέσω κρατικών παραγγελιών. Η κρίση θίγει και τη γεωργία και έτσι οι μεγάλοι γαιοκτήμονες απαιτούν και αυτοί τη συνδρομή του κράτους για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Σ’ αυτό το υπόβαθρο στηρίζεται η απόφαση των μεγιστάνων της βιομηχανίας και των τραπεζών να στηρίξουν το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP) του Χίτλερ και τελικά να το προωθήσουν στην κρατική εξουσία.
Στις 30 Μαρτίου 1930 ο στρατάρχης Χίντενμπουργκ, πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1925, διορίζει καγκελάριο τον Μπρύνινγκ, ηγέτη του καθολικού κόμματος Zentrum (Κέντρο). Όταν ένα διάταγμα για την περικοπή των δημόσιων δαπανών απορρίπτεται από το Ράιχσταγκ, ο Μπρύνινγκ πετυχαίνει μέσω του προέδρου τη διάλυση του Ράιχσταγκ και την προκήρυξη εκλογών στις 14 Σεπτεμβρίου 1930.
Η κατάσταση είναι ευνοϊκή για το ναζιστικό κόμμα του Χίτλερ. Στο έδαφος του βαθέματος της κρίσης τα κατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα, αγρότες και λούμπεν στοιχεία θεωρούν ότι η δημοκρατία τούς πρόδωσε και το σύστημα πρέπει να καταργηθεί και στελεχώνουν τις οργανώσεις του ναζιστικού κόμματος. Στην προεκλογική εκστρατεία του Χίτλερ κυριαρχούν το θέμα της ανάγκης «ζωτικού χώρου» για τη Γερμανία και η επίθεση ενάντια στην κοινοβουλευτική και «κομματική δημοκρατία» που διαιρεί το λαό (αυτό κάτι μας θυμίζει), κατάσταση την οποία μόνο το ναζιστικό κόμμα μπορεί να υπερβεί δημιουργώντας μια καινούρια ενότητα του Volk (λαού). Η προεκλογική καμπάνια του ναζιστικού κόμματος, χάρη και στα τεράστια υλικά μέσα που του παρέχουν οι μεγιστάνες του πλούτου, στέφεται με την εκλογή 107 ναζιστών βουλευτών στο Ράιχσταγκ (18,25% των ψήφων έναντι 2,6% στις εκλογές του 1928 και 12 βουλευτές).
Οι μεγάλοι χαμένοι των εκλογών είναι τα αστικά κόμματα της Δεξιάς και του Κέντρου. Η εκλογική βάση των εργατικών κομμάτων, του SPD και του KPD (που γνωρίζει άνοδο στο 13,1% των ψήφων) είναι η μόνη που αντιστέκεται στην πίεση των ναζιστών.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1931 η Reichsverband der Deutschen Industrie (RDI), η ένωση των Γερμανών βιομηχάνων, απευθύνει τελεσίγραφο στον Μπρύνινγκ με το οποίο απαιτεί νέα μείωση των κοινωνικών δαπανών, νέες φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο. Έτσι ο Μπρύνινγκ προχωρά σε κυβερνητικό ανασχηματισμό, αναθέτοντας το υπουργείο Οικονομικών στον Βάρμπολντ, αφεντικό της IG Farben, και το υπουργείο Εσωτερικών στον στρατηγό Γκρένερ, ήδη υπουργό της Reichswehr.
Οι σχέσεις του Χίτλερ με τα επιχειρηματικά περιβάλλοντα εντείνονται. Το 1932 στη λέσχη της Βιομηχανίας του Ντύσελντορφ, μπροστά σε 300 επιχειρηματίες, ο Χίτλερ πρότεινε στους συνομιλητές του μια απολυταρχική κυβέρνηση που θα συνέτριβε τους κομμουνιστές και θα απαιτούσε «ένα μεγάλο ζωτικό χώρο με μεγάλη εσωτερική αγορά και την προστασία της οικονομίας στο εξωτερικό, χάρη στη συγκεντροποίηση της γερμανικής δύναμης». Ο μεγαλοβιομήχανος Ζήμενς υπογράμμιζε μπροστά στους Αμερικανούς βιομήχανους και τραπεζίτες τη σημασία του ναζιστικού κόμματος «του οποίου ο κύριος στόχος ήταν ο αγώνας εναντίον του σοσιαλισμού και της λογικής κατάληξής του, του κομμουνισμού» και αντιπαρέθετε την πολιτική σεβασμού της νομιμότητας από τη μεριά του Χίτλερ στην απειλή κομμουνιστικής επανάστασης.
Η θητεία του προέδρου Χίντενμπουργκ έληγε στις αρχές του 1932. Στις προεδρικές εκλογές τον Μάρτιο του 1932, η σοσιαλδημοκρατία – πάντα στο όνομα του μικρότερου κακού – στηρίζει τον Χίντενμπουργκ. Στον πρώτο γύρο των εκλογών ο Χίντενμπουργκ θα κερδίσει το 49,6% των ψήφων, ο Χίτλερ το 30,1% και ο Ταίλμαν, ο υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος, το 13,2%. Στον δεύτερο γύρο ο Χίντενμπουργκ επανεκλέγεται με το 53% των ψήφων, αλλά ο Χίτλερ κερδίζει άλλα δύο εκατομμύρια ψήφους και φτάνει στο 36,9%.
Ακολουθούν οι εκλογές της 31ης Ιουλίου 1932. Οι εθνικοσοσιαλιστές αναδεικνύονται πρώτο κόμμα στο Ράιχσταγκ, με δεύτερο κόμμα το SPD. Τα εκλογικά κέρδη των ναζιστών πραγματοποιούνται εις βάρος των παραδοσιακών κομμάτων της Δεξιάς και των διαφόρων σχηματισμών του Κέντρου, οι οποίοι ουσιαστικά εξαφανίζονται από τον πολιτικό χάρτη. Το μόνο αστικό κόμμα που διατηρεί την εκλογική δύναμή του είναι το κόμμα του Κέντρου. Οι ψήφοι της Αριστεράς διατηρούνται σταθερές και συνεχίζεται η μετατόπιση από τη σοσιαλδημοκρατία στο Κομμουνιστικό Κόμμα (5.370.000 ψήφοι για το KPD και 7.960.000 για το SPD).
Οι εκλογικές επιτυχίες των ναζιστών συνοδεύονται από την ενίσχυση της ναζιστικής τρομοκρατίας, κυρίως μετά την άρση της απαγόρευσης των SA (Σωμάτων Ασφαλείας) από τον φον Πάπεν. Οι επιδρομές των SA στις εργατογειτονιές αφήνουν πάντα πίσω τους νεκρούς και τραυματίες. Έτσι οι ναζιστές απαιτούν την καγκελαρία.
Το Ράιχσταγκ που συγκαλείται στις 12 Σεπτεμβρίου καταψηφίζει την κυβέρνηση φον Πάπεν με 512 ψήφους, έναντι 42 υπέρ και 5 αποχών.
β) Η δημοκρατία της Βαϊμάρης
Πρόκειται για μία μυθοποίηση που πάτρωνές της είναι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και η ιστορική αναθεώρηση.
Έτσι ονομάστηκε το πολίτευμα της Γερμανίας από το 1919 ως το 1933, χρονιά που ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία. Όταν η μοναρχία του Κάιζερ ανατρέπεται τον Νοέμβρη του 1918, στην κυβέρνηση της Γερμανίας έρχονται οι σοσιαλδημοκράτες όλων των αποχρώσεων και το Κέντρο.
Στις 3 Νοέμβρη 1918 τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων στο Κίελο στασιάζουν· η στάση πνίγεται στο αίμα από τον Γκουστάβ Νόσκε, ανώτατο στέλεχος της κυβέρνησης και του SPD.
Αμέσως μετά σ’ όλη τη Γερμανία ξεσπούν διαδηλώσεις και απεργίες, αναγκάζοντας τη βασιλεία των Βίτελσμπαχ – Χοετζόλερν να αποσυρθεί.
Στις 30 Νοέμβρη γίνονται καθολικές εκλογές στις οποίες ψηφίζουν για πρώτη φορά και οι γυναίκες. Οι εκλογές αναδεικνύουν ως πρώτο κόμμα το SPD (σοσιαλδημοκράτες).
Ωστόσο η κυβέρνηση των Σάιντεμαν – Έμπερτ – Νόσκε συμμαχεί γοργά με τη γερμανική αστική τάξη για να πνίξει την επελαύνουσα εξέγερση. Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες μεταβάλλονται σε σφαγείς του προλεταριάτου και συνασπίζονται με το βιομηχανικό κατεστημένο, τους μεγαλογαιοκτήμονες (Γιούγκερς) και τον πρωσικό μιλιταρισμό. Αυτοί επέλεξαν ως κύριο στόχο την επαναστατική αριστερά και αψήφησαν – αν δεν επώασαν – το φασιστικό φίδι.
Ανάμεσα στον Νοέμβρη 1918 και τον Γενάρη 1919 στη Γερμανία επικρατεί αναβρασμός. Εργοστασιακά συμβούλια κατά το πρότυπο των σοβιέτ ξεπηδούν παντού· ο Καρλ Λήμπκνεχτ αρνείται να γίνει υπουργός στην κυβέρνηση Έμπερτ, το Κέντρο διχάζεται, το αίτημα για εργατική κυβέρνηση και κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ισχυροποιείται. Όμως οι κομμουνιστές και οι ανεξάρτητοι σοσιαλιστές είναι αδύναμοι οργανωτικά και με λίγη απήχηση στον αγροτικό κόσμο.
Η κυβέρνηση του προδότη Έμπερτ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Σπαρτακιστές, στρέφεται στο στρατό που παραμένει θωρακισμένος και είναι προπύργιο της αντίδρασης.
Στις 30 Δεκέμβρη 1918 στο Βερολίνο η παγγερμανική Συνδιάσκεψη της Ένωσης Σπάρτακος μετασχηματίζεται σε Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) και σ’ αυτό προσχωρεί η αριστερή πτέρυγα των ανεξάρτητων σοσιαλιστών.
Η συνδιάσκεψη, με εμβληματικές προσωπικότητες τον Καρλ Λήμπκνεχτ και την Ρόζα Λούξεμπουργκ, απορρίπτει περιφρονητικά τον συμβιβασμό που προτείνει η κυβέρνηση Έμπερτ, δηλαδή τον αφοπλισμό των εργατών και την παύση των κινητοποιήσεων. Ωστόσο, οι εκκλήσεις των Ρώσων μπολσεβίκων (με τον Ράντεκ) που βρίσκονται στη συνδιάσκεψη να καταλάβουν αμέσως την εξουσία δεν εισακούονται.
Αυτή η διστακτικότητα – αναβλητικότητα θα κοστίσουν στην υπόθεση της Επανάστασης στη Γερμανία, αφού η κυβέρνηση Έμπερτ – Σάιντεμαν έχοντας στα χέρια της τον κρατικό μηχανισμό, και κυρίως το στρατό, αναδιοργανώνεται και αντεπιτίθεται.
Το βράδυ της 15ης Γενάρη 1919 οι Λούξεμπουργκ – Λήμπκνεχτ συλλαμβάνονται και δολοφονούνται από το στρατό.
Η επανάσταση καταστέλλεται και οι νεκροί ξεπερνούν τους χίλιους.
Μία βδομάδα αργότερα από την ομαδική σφαγή των κομμουνιστών γίνονται εκλογές για το κοινοβούλιο. Οι σοσιαλδημοκράτες παίρνουν 163 έδρες (από τις 421), το Κέντρο 91 έδρες, οι Δημοκράτες 75 έδρες, οι εθνικιστές 44 έδρες, οι ανεξάρτητοι σοσιαλιστές 22 έδρες και οι μοναρχικοί 19 έδρες. Οι Σπαρτακιστές απείχαν. Η συνθήκη των Βερσαλλιών που ακολούθησε ταπείνωσε τη Γερμανία σ’ όφελος της Γαλλίας, γεννώντας έναν παγγερμανικό ρεβανσισμό.
Την περίοδο που ακολουθεί και στη βάση της απόρριψης της συνθήκης των Βερσαλλιών στη Γερμανία καλλιεργείται μαζικά ο εθνικισμός.
Οι ψηφοφόροι στρέφονται προς τα δεξιά, ο εθνικισμός – μιλιταρισμός δυναμώνουν. Ο Χίτλερ ύστερα από το αποτυχημένο πραξικόπημα το 1923 στο Μόναχο (κίνημα της μπυραρίας, όπως ονομάστηκε) βρίσκει εύφορο έδαφος για να απλώσει τις φιλοπόλεμες, ρατσιστικές και αντικομμουνιστικές θέσεις του.
Η δημοκρατία της Βαϊμάρης και η κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών των Έμπερτ – Νόσκε – Σάιντεμαν δεν σύντριψαν μόνο την εξέγερση των Σπαρτακιστών και δολοφόνησαν τους ηγέτες της αριστεράς. Καλλιέργησαν το κλίμα για την εμφάνιση και ανάπτυξη του ναζισμού κι αυτό το αναμφισβήτητο γεγονός αποτελεί συμπέρασμα – οδηγό για το σήμερα.
γ) Το κεφάλαιο και ο ναζισμός
Το σημαντικότερο στοιχείο των αποτελεσμάτων των νέων εκλογών (στις 6 Νοεμβρίου 1932) είναι η πρόσκαιρη υποχώρηση των ναζιστών, οι οποίοι μέσα σε τρεις μήνες χάνουν πάνω από δύο εκατομμύρια ψήφους και 34 βουλευτικές έδρες. Το KPD σημειώνει άνοδο κερδίζοντας 6.000.000 ψήφους (16,9%), το SPD με 7.251.000 ψήφους χάνει 700.000 ψήφους. Τα δύο κόμματα μαζί κερδίζουν το 37,3% και 221 έδρες, έναντι 33,1% και 196 εδρών για το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο καταγράφει όχι τυχαία τα χαμηλότερα ποσοστά του στις μεγάλες πόλεις και τα υψηλότερα στις αγροτικές περιοχές. Στις πόλεις υπάρχει μεγαλύτερη πολιτικοποίηση, ενώ στην ύπαιθρο κυριαρχεί η «παράδοση» και η στήριξη στους ναζιστές. Την 1η Δεκεμβρίου 1932 ο Χίντενμπουργκ αναθέτει στον Σλάιχερ τον σχηματισμό κυβέρνησης. Το Ράιχσταγκ αναστέλλει εκ νέου τις εργασίες του αναθέτοντας στο γραφείο του την εκ νέου σύγκλησή του. Όμως, στις 8 Δεκεμβρίου η εφημερίδα Deutsche Allemeine Zeitung – που εκφράζει το περιβάλλον της βιομηχανίας – γράφει ότι υπάρχει κίνδυνος «το ισχυρότερο κόμμα της δεξιάς να απεξαρθρωθεί πριν εκπληρώσει το ιστορικό καθήκον του, που είναι να πραγματοποιήσει, μαζί με τις άλλες δυνάμεις του μετώπου της δεξιάς, την εξυγίανση του εθνικού κράτους».
Οι Γερμανοί κάτοχοι της βιομηχανίας και των τραπεζών αποφασίζουν να ρίξουν όλο το βάρος τους για την άνοδο του Χίτλερ και των ναζιστών στην εξουσία. Θεωρούν ότι η δύναμη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος εγγυάται μια σταθερή κυβέρνηση, με σταθερές αρχές, ικανή να εξασφαλίσει την «κοινωνική ειρήνη», συντρίβοντας έτσι το λαϊκό, εργατικό κίνημα. Επιπλέον το πρόγραμμα των ναζιστών για αλλαγή των συνόρων και για το αnschluss – «ζωτικό χώρο» μπορούσε να εξασφαλίσει νέες αγορές, για ένα νέο μοίρασμα του κόσμου με τη δύναμη των όπλων. Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας είναι στόχος του γερμανικού κεφαλαίου και βρίσκεται ψηλά στην πολιτική ατζέντα του Χίτλερ.
Έτσι ο Χίτλερ απευθύνει στον πρόεδρο Χίντενμπουργκ μία έκκληση με τις υπογραφές των Γερμανών μεγαλοβιομηχάνων Κρουπ, Κούνο, Χάνιελ, Ζήμενς, Τύσεν, Μπος κλπ. Η έκκληση αυτή ζητά «να ανατεθεί η ευθύνη της εξουσίας στον αρχηγό του σημαντικότερου εθνικού κόμματος». Είναι απόλυτος μύθος ότι το μεγάλο κεφάλαιο στην Γερμανία κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου κράτησε «ουδέτερη στάση».
Τον Ιανουαρίου 1933, στην έπαυλη του τραπεζίτη Σραίντερ συναντιούνται ο φον Πάπεν με τον Χίτλερ, οι οποίοι καταλήγουν στη συμφωνία η οποία θα εφαρμοστεί από τις 30 Ιανουαρίου. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο Χίτλερ θα γινόταν καγκελάριος, ο φον Πάπεν αντικαγκελάριος, το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα θα μοιραζόταν την εξουσία με το παραδοσιακό εθνικιστικό κόμμα DNVP.
Οι ναζιστές κάνουν μία επίδειξη δύναμης στο Βερολίνο με συγκεντρώσεις και με διαδήλωση των SA, υπό την προστασία της αστυνομίας, μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Την ίδια μέρα γίνεται νέα συνάντηση φον Πάπεν και Χίτλερ, αυτήν τη φορά με τη συμμετοχή του Όσκαρ φον Χίντενμπουργκ, γιου του προέδρου. Η νέα κυβέρνηση στελεχώνεται από ναζιστές όπως ο Γκέριγκ. Στις 30 Ιανουαρίου ο Χίτλερ είναι καγκελάριος της Γερμανίας. Την 1η Φεβρουαρίου 1933 ο Χίντενμπουργκ διαλύει το Ράιχσταγκ, στο οποίο η νέα κυβέρνηση δεν είχε πλειοψηφία, και ορίζει εκλογές για τις 5 Μαρτίου.
Η Reichsverband der Deutschen Industrie υποσχόταν στην κυβέρνηση την πλήρη υποστήριξη των εργοδοτών διαβεβαιώνοντάς την ότι «θα έκανε τα πάντα για να τη βοηθήσει στο δύσκολο έργο της». Στα συγχαρητήριά του ο Κρουπ, πρόεδρος της εργοδοτικής ένωσης, προς τον Χίτλερ λέει χαρακτηριστικά: «Η εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης ανταποκρίνεται στις ευχές τις οποίες είχαμε εκφράσει εδώ και καιρό εγώ ο ίδιος και η διοικούσα επιτροπή».
Στις 20 Φεβρουαρίου 1933 στη βίλα του Γκέρινγκ ο Χίτλερ συναντιόταν με ομάδα εικοσιπέντε ηγετών της γερμανικής βιομηχανίας, στους οποίους περιλαμβάνονταν ο Γκέοργκ φον Σνίτσλερ, της χημικής βιομηχανίας IG Farben, ο Κρουπ φον Μπόλεν, της αυτοκρατορίας Κρουπ και πρόεδρος της Ένωσης Γερμανών βιομηχάνων, ο Άλμπερτ Βέγκλερ, της Vereinigte Stahlwerke, της δεύτερης μεγαλύτερης εταιρείας χάλυβα στον κόσμο. Ο Χίτλερ δήλωνε τους στόχους του. Σχεδίαζε να βάλει τέλος στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στόχευε να τσακίσει την αριστερά και γι’ αυτόν τον στόχο ήταν διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει κάθε τρόπο. Είχε έρθει η ώρα «να συντριβεί πλήρως η άλλη πλευρά». Εφόσον τα συμφέροντα των γερμανικών επιχειρήσεων συνδέονταν άμεσα με την πάλη κατά της αριστεράς, θα έπρεπε να συμβάλουν οικονομικά: «Οι θυσίες», επισήμαινε ο Γκέρινγκ, «θα είναι πολύ ευκολότερες (…) αν [η βιομηχανία] αντιλαμβανόταν ότι οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι σίγουρα οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, πιθανόν και για τα επόμενα 100 χρόνια». Τις επόμενες τρεις εβδομάδες ο Σαχτ θα συγκέντρωνε για λογαριασμό τού ναζιστικού κόμματος οικονομικές ενισχύσεις από 17 διαφορετικές επιχειρηματικές ομάδες. Οι μεγαλύτερες συνεισφορές προήλθαν από την IG Farben (400.000), την Deutsche Bank (200.000), την ένωση ιδιοκτητών ορυχείων (400.000) και μια ομάδα εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικών μηχανών που περιλάμβανε τις Telefunken, AEG και Accumulatoren Fabrik, σε σύνδεση με τα αμερικάνικα συμφέροντα. Τα επόμενα χρόνια το Adolf Hitler Spende θα θεσμοθετούνταν ως μόνιμη συνεισφορά για τα προσωπικά έξοδα του Χίτλερ.
Μερικές εβδομάδες νωρίτερα ο Χίτλερ μιλώντας στους Γερμανούς στρατηγούς είχε αναφερθεί ανοιχτά «στον επανεξοπλισμό και στην ανάγκη εδαφικής επέκτασης». Ο Χίτλερ είχε εξασφαλίσει την εύνοια του στρατού. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1933, στο συνέδριο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη, ο Χίτλερ λέει: «Αν την ώρα της επανάστασης ο στρατός δεν είχε τοποθετηθεί στο πλευρό μας, δεν θα είμαστε εδώ που είμαστε σήμερα».
Παράλληλα, ο Χίτλερ εξασφαλίζει από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ διάταγμα «για την προστασία του λαού» στη βάση του οποίου αρχίζει η εκκαθάριση της διοίκησης και της αστυνομίας και η τοποθέτηση σίγουρων ατόμων στις θέσεις κλειδιά. Στην Πρωσία τα SA, τα SS και οι Χαλυβδόκρανοι κηρύσσονται «βοηθητικοί αστυνομικοί σχηματισμοί», που τα μέλη τους μπορούν να κάνουν έρευνες σε σπίτια και γραφεία και να προβαίνουν σε συλλήψεις. Οι εφημερίδες και οι συγκεντρώσεις των εργατικών αριστερών κομμάτων απαγορεύονται. Στις 23 Φεβρουαρίου η αστυνομία καταλαμβάνει τα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Βερολίνο.
δ) Κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες
Η αντικομμουνιστική προπαγάνδα αναφέρεται ιδιαίτερα στην πολιτική του KPD (Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας) για τον -τάχα- ενδοτισμό του απέναντι στον φασισμό. Η αλήθεια είναι ότι η ηγεσία του KPD έκανε συχνά – πυκνά εκκλήσεις στο SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας) για ενιαίο μέτωπο κατά του φασισμού, πράγμα που οι σοσιαλδημοκράτες αντέκρουαν.
Έτσι στις 28 Σεπτεμβρίου 1930 ιδρύεται η Kampfbund gegen den Faschismus (Ένωση πάλης κατά του φασισμού), η οποία ήταν ανοιχτή σε «όλες τις οργανώσεις και τα άτομα που είναι διατεθειμένα να διεξάγουν μαζική πολιτική και ιδεολογική πάλη εναντίον του φασισμού, ιδιαιτέρως εναντίον του εθνικοσοσιαλισμού».
Στις 25 Απριλίου 1932 η ΚΕ εκδίδει έκκληση προς όλους τους σοσιαλδημοκράτες και συνδικαλισμένους εργάτες: «Είμαστε έτοιμοι να παλαίψουμε μαζί με κάθε οργάνωση στην οποία συσπειρώνονται εργαζόμενοι και η οποία θέλει πραγματικά να δώσει την πάλη εναντίον της μείωσης των μισθών». Τον Μάιο η ΚΕ απευθύνει νέα έκκληση «να φράξουμε στον χιτλερικό φασισμό τον δρόμο για την εξουσία».
Στις 4 Ιουνίου εσωτερική εγκύκλιος προς τους υπεύθυνους των οργανώσεων του κόμματος διευκρινίζει: «Η διαφορά ανάμεσα στις δύο πτέρυγες του αστικού-καπιταλιστικού ταξικού μετώπου σε σχέση με τις μεθόδους της αστικής δικτατορίας – παρότι ανάμεσα στις δύο πτέρυγες δεν υπάρχει καμιά ταξική διαφορά ή αντίθεση – μπορεί ωστόσο να οδηγήσει σε βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο πτέρυγες. Έτσι ο χιτλερικός φασισμός έχει το μεγαλύτερο συμφέρον να αποδυναμώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις οργανώσεις στις οποίες στηρίζεται η επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας (…). Ο στρατηγικός προσανατολισμός του κύριου κτυπήματος εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας δεν σημαίνει εντούτοις ότι στη ζύμωσή μας βάζουμε πριν από κάθε ζήτημα την καταγγελία του SPD με χονδροειδή και σχηματικό τρόπο».
Αυτή η γραμμή εκφράζεται με την οικοδόμηση στις επιχειρήσεις και στις συνοικίες της «Αντιφασιστικής Δράσης». Τον Ιούλιο στο περιφερειακό συνέδριο του Βερολίνου – Βρανδεμβούργου της Αντιφασιστικής Δράσης συμμετέχουν 1.500 αντιπρόσωποι, εκ των οποίων 954 χωρίς κόμμα, 132 από το SPD και τη Reichsbanner. Το συνέδριο εκδίδει εκτός των άλλων ένα μανιφέστο όπου «η Αντιφασιστική Δράση δεν ανέχεται να εγκαθιδρυθεί στη Γερμανία η φασιστική δικτατορία, να καταστραφούν και να απαγορευτούν οι ταξικές οργανώσεις του προλεταριάτου, να καταπατηθούν όλα τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, να καταργηθούν οι κοινωνικές ασφαλίσεις και όλες οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης». Το σύνθημα του μανιφέστου είναι «ένας εχθρός, ένα μέτωπο, μία πάλη». Αντιπαρατάσσεται στο σύνθημα των χιτλερικών «Ein Volk, ein Reich, ein Führer» (ένας λαός, ένα Ράιχ, ένας φύρερ).
Όπως φαίνεται καθαρά δεν ισχύει διόλου η διαβολή πως το KPD σφύριζε αδιάφορα για τον φασισμό.
ε) «Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών»
Την επομένη της ανόδου του στην εξουσία ο Χίτλερ προσπαθεί να ελέγξει το κόμμα του, ιδιαίτερα την φτωχή λαϊκή βάση του. Δεν ανέχεται τη δημαγωγία μιας «δεύτερης εθνικοσοσιαλιστικής επανάστασης».
Έτσι, σε συγκέντρωση αρχηγών των SS και των SA στη Βαυαρία την 1η και 3η Ιουλίου 1933 ο Χίτλερ δηλώνει: «Θα αντιταχθώ με όλη μου την ενεργητικότητα σε μια δεύτερη επανάσταση…». Μία βδομάδα μετά οι φιλοφασιστικές εφημερίδες δημοσιεύουν την άποψη της κυβέρνησης: «Το να μιλά κάποιος για
συνέχιση της επανάστασης ή ακόμη και για δεύτερη επανάσταση… αυτά τα λόγια αποτελούν σαμποτάζ της εθνικής επανάστασης και θα τιμωρηθούν σοβαρά».
Τα σχέδια του Ρεμ να μετατρέψει τα Τάγματα εφόδου σε εθνική πολιτοφυλακή απασχολούν ιδιαίτερα το παλιό στρατιωτικό κατεστημένο. Τις ίδιες ανησυχίες για τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις των SA εκφράζουν οι εργοδότες.
Τον Ιούνιο 1934 ο Χίτλερ επισκέπτεται τον Κρουπ. Στις 29 Ιουνίου ο Μπλόμπεργκ, υπουργός της Reichswehr κηρύσσει τον στρατό σε κατάσταση επιφυλακής. Στις 29 Ιουνίου ο Χίτλερ βρίσκεται στο Μόναχο, όπου η Reichswehr έχει καταλάβει τα γραφεία των SA. Ο Χίτλερ καθαιρεί αυτόματα την ηγεσία τους, αρχίζοντας την εκκαθάριση της βάσης του NSDAP, θέλοντας να κρατικοποιήσει το κόμμα του.
Την επομένη συλλαμβάνεται ο Ρεμ και αργότερα και οι άλλοι ηγέτες των SA. Εκατοντάδες μέλη και ηγέτες των SA, μεταξύ των οποίων ο Ρεμ και οι υπαρχηγοί του Χάινες και Ερνστ, εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες από την αστυνομία και αποσπάσματα των SS του Χίμλερ. Αυτή η σφαγή έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών».
Ταυτόχρονα η εκκαθάριση επενδύεται με την προπαγάνδα περί συνωμοσίας. Ο Χίντενμπουργκ με τηλεγράφημά του ευχαριστεί τον Χίτλερ για την κατάπνιξη της συνωμοσίας. Στις 5 Ιουλίου η εφημερίδα των ιδιοκτητών των ανθρακωρυχείων καταγγέλλει την κλίκα των φιλόδοξων που ήθελαν να εξαπολύσουν έναν νέο αγώνα για την εξουσία και συγχαίρει το καθεστώς «για την ταχεία επέμβαση της 30ης Ιουνίου που μας έσωσε από αυτόν τον κίνδυνο».
Ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο ο αρχηγός των SA γίνεται υπουργός του Ράιχ καταργείται. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα εκκαθαρίζεται από εκείνα τα μέλη που δεν υποτάσσονται ανεπιφύλακτα στη ναζιστική εξουσία. Στο συνέδριο του κόμματος το 1935 ο Χίτλερ αναγγέλλει: «Τα μέλη μας υποβλήθηκαν σε σοβαρή εκκαθάριση». Το ναζιστικό κόμμα υποτάσσεται στη ναζιστική κρατική εξουσία. Το Νοέμβριο του 1934 αποφασίζεται με διάταγμα ότι «όλες οι δημόσιες συγκεντρώσεις και όλες οι διαδηλώσεις του κόμματος (…) πρέπει να εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή». Το κράτος έχει ήδη αλωθεί. Το NSDAP πρέπει ν’ αναλάβει υποδεέστερο ρόλο.
Το κράτος και ο στρατός ναζιστικοποιούνται. Η διδασκαλία του εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος εισάγεται στο στρατό, όπως και η αρχή της «αρίας φυλής». Στρατιώτες και αξιωματικοί πρέπει να χαιρετούν στρατιωτικά τους αρχηγούς του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος όταν φορούν στολή. Στρατιώτες και ναύτες φέρουν τον αγκυλωτό σταυρό στη στολή τους και η παλιά σημαία του στρατού αντικαθίσταται από ειδική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό.
στ) Συνόψιση – συμπεράσματα
Η σύζευξη του γερμανικού μιλιταρισμού με τον «πρωσισμό», η αντικομμουνιστική υστερία του Χίτλερ και η αίσθηση υπεροχής των ναζιστών στην τεχνολογικά προηγμένη στρατιωτική μηχανή τούς γέννησαν την ιδέα εξάπλωσης στ’ ανατολικά και εξαφάνισης του Σοβιετικού κράτους. Οι ναζιστές ήθελαν τους Σλάβους σκλάβους και η εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία τους καθοδηγούσε σαν φάντασμα. Ο Χίτλερ υπνώτιζε τους Αγγλογάλλους με τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του. Άλλωστε οι Άγγλοι (Τσάμπερλεν) θεωρούσαν ότι υπ’ αριθμόν ένα απειλή ήταν η Σοβιετική Ένωση και οι σύμμαχοί της.
Όταν στις 17 Ιούλη 1936 ξεσπά ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, ο Φράνκο στέλνει προσωπική επιστολή στον Χίτλερ για βοήθεια. Ο τελευταίος, όπως και ο Μουσολίνι, ανταποκρίνονται αμέσως, ενώ στο πλευρό των Ισπανών δημοκρατών βρίσκεται μόνο η Σοβιετική Ένωση και οι θρυλικές Διεθνείς Ταξιαρχίες. Οι Αγγλογάλλοι τηρούν «ουδετερότητα», δηλαδή κάνουν πλάτες στο τρίγωνο Φράνκο – Χίτλερ – Μουσολίνι, και έτσι ο ισπανικός εμφύλιος αποτελεί στην πραγματικότητα τον πρόλογο σ’ ό,τι έμελλε να ακολουθήσει.
Στα πεδία των μαχών οι Χίτλερ – Μουσολίνι δοκίμασαν όλο τον στρατιωτικό εξοπλισμό τους, όπως ακριβώς ύστερα από μία δεκαετία οι ΗΠΑ τις βόμβες Ναπάλμ ενάντια στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Στις 12 Μάρτη 1938 τα γερμανικά στρατεύματα, στη λογική της επέκτασης (άνσλους), καταλαμβάνουν την Αυστρία και ο Χίμλερ συλλαμβάνει 67.000 (!) Αυστριακούς ως εχθρούς του ναζισμού.
Η προσάρτηση της γερμανόφωνης Αυστρίας δεν προκαλεί καμία αντίδραση στις κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας, οι οποίες αρνούνται τις αντιφασιστικές προτάσεις της Σοβιετικής Ένωσης.
Το ίδιο συμβαίνει όταν το ίδιο έτος η Γερμανία προσαρτά τη γερμανόφωνη Σουδητία (τμήμα της Τσεχοσλοβακίας) και το 1939 ολόκληρη τη χώρα στη «λογική» του Καρλομάγνου, του Βίσμαρκ και της πολιτικής τού Χίτλερ για «ένα έθνος, ένα κράτος, ένας Φύρερ».
Η διάσκεψη του Μονάχου (29/9/1938) με τους Χίτλερ, Μουσολίνι, Νταλαντιέ (Γαλλία) και Τσάμπερλεν (Αγγλία) για να «διευθετηθεί η κρίση στην κεντρική Ευρώπη» αποτελεί μνημείο ενδοτισμού των Αγγλογάλλων στον ανερχόμενο φασισμό. Υπολόγιζαν ότι ο Χίτλερ θα κινηθεί ανατολικά προς τη Σοβιετική Ένωση γι’ αυτό και εφάρμοζαν τη λεγόμενη «πολιτική κατευνασμού». Ακόμα και ο κυνικός αστός, Ουίνστον Τσώρτσιλ, το 1938 σε ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων μιλάει χλευαστικά για τον Τσάμπερλεν και υποσημειώνει ότι «βρισκόμαστε καταμεσής μιας καταστροφής πρώτου μεγέθους».
Θυμίζουμε ότι η Σοβιετική Ένωση, που είχε γίνει μέλος της Κοινωνίας των Εθνών (ο ΟΗΕ της εποχής) το 1934, αποπέμφθηκε το 1939 μετά την καταδίκη της για τον ρωσοφινλανδικό πόλεμο. Θυμίζουμε επίσης για τους αμνήμονες ότι τα ναζιστικά στρατεύματα εισβάλλουν στην ΕΣΣΔ μαζί με φινλανδικό και ρουμανικό στρατό στις 22/6/1941. Ήταν πλέον φανερό ότι η προσπάθεια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να εξασφαλίσουν μονομερείς συνθήκες ειρήνης με τη Γερμανία έπεφτε στο κενό. Όταν μάλιστα στις 7/12/1941 η αυτοκρατορική – φασιστική Ιαπωνία θα επιτεθεί αλαζονικά στη βάση των ΗΠΑ στο Περλ Χάρμπορ ο χάρτης έχει διαμορφωθεί. Από τη μία πλευρά οι Γερμανία – Ιταλία – Ιαπωνία και από την άλλη η ΕΣΣΔ με τις δυτικές αστικές δημοκρατίες και τα αντιφασιστικά κινήματα σ’ όλον τον κόσμο.
Η συντριπτική ήττα των ναζιστών στο Στάλινγκραντ τον Φλεβάρη 1943 με την περίφημη 6η στρατιά του Φον Πάουλους να αιχμαλωτίζεται από τους Σοβιετικούς είναι η απαρχή της συντριβής της μεγαλύτερης πολεμικής μηχανής στη σύγχρονη ιστορία. Οι Γερμανοί είχαν αποτύχει όπως έναν αιώνα νωρίτερα ο Ναπολέοντας στην προσπάθειά του να υποτάξει τη Ρωσία. Και αν τον 19ο αιώνα έφταιγε ο «ρώσικος χειμώνας», τον 20ο «έφταιγαν» οι κομμουνιστές.
Πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr