Στιγμές από την ιστορία της σύγχρονης Ελληνικής θεολογίας μέσα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους
Ο Βασιλιάς Παύλος επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Θεολόγων
Ιδεολογικές, πολιτικές και συμβολικές αναγνώσεις
γράφει ο Μιχάλης Φύλλας
Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους φυλάσσονται τα εκτενή Αρχεία των τέως Βασιλικών Ανακτόρων. Μετά από σχετική έρευνά μας εντοπίσαμε δακτυλογραφημένη επιστολή της Ένωσης Ελλήνων Θεολόγων με ημερομηνία 14 Φεβρουαρίου 1960 προς την Αυτού Εξοχότητα τον “Μέγαν Αυλάρχην Δ. Λεβίδην”, με την οποία τον πληροφορεί πως το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης ανακήρυξε τον τότε βασιλιά Παύλο επίτιμο Πρόεδρο της Ένωσης.1
Η σχετική απόφαση ελήφθη ύστερα από σύσκεψη που πραγματοποίησε την ίδια ημερομηνία με τη σύνταξη της σχετικής επιστολής και παρόντος του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας Νικόλαου Καρμίρη2. Η απόφαση ελήφθη “ομοφώνως” στην πρώτη συνεδρία του, μετά την εκλογή του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου. Την επιστολή υπογράφουν ο πρόεδρος της Ένωσης Ιωάννης Δαββέτας και ο Γενικός Γραμματέας Σπυρίδων Αβούρης.3 Ο Δαββέτας είχε διατελέσει Γενικός Επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης Θεολόγων (1949)4, ενώ ο Αβούρης ήταν θεολόγος με σπουδές και στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης.5
Στην επιστολή ο βασιλιάς Παύλος χαρακτηρίζεται από τους συντάκτες της, “Ευσεβέστατος” και “Λαοφιλής”. Η επιστολή κλείνει με την “ταπεινήν” ευχή “ο σεπτός ΑΝΑΞ ημών”, “ο μόνος ΒΑΣΙΛΕΥΣ και ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ όλων των ορθοδόξων χριστιανών”6, να αποδεχθεί την ανακήρυξη αυτή.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο Δελτίο της Ένωσης Θεολόγων, με πρωτοσέλιδη φωτογραφία του βασιλιά Παύλου και λεζάντα, “Η Α.Μ. ο λαοφιλής Βασιλεύς των Ελλήνων Παύλος, ο μόνος επιζών Βασιλεύς του Ορθοδόξου Χριστιανικού κόσμου”. Πρωτοσέλιδη είναι και η ομιλία του γενικού γραμματέα του Υπουργείου Καρμίρη ο οποίος μεταξύ άλλων τόνισε το “πρότυπον βαθέος θρησκευομένης προσωπικότητος” που συνιστά ο Παύλος και ότι συνεχίζει }την αρχαιοτάτην παράδοσιν των Ελλήνων Βασιλέων, προστατών της πίστεως του Γένους”.7
Στον ίδιο φάκελο έχει εντοπιστεί και η απάντηση του Μεγάλου Αυλάρχη, με ημερομηνία 24ης Φεβρουαρίου, δέκα ημέρες μετά την ανακοίνωση της ανακήρυξης, με την οποία “η Α.Μ. ο Βασιλεύς ηυδόκησεν όπως αποδεχθή την ανακήρυξιν Αυτού”.8
Το “Παλάτι” υπήρξε η ανώτατη αρχή της συγκεκριμένης μορφής του μετεμφυλιακού δεξιού κράτους, με συγκεκριμένο ιδεολογικό και κοινωνικό ρόλο. Σε όλες τις δημόσιες εκδηλώσεις του επεδίωκε να καλλιεργήσει ένα ιδανικό: μια κοινωνία συσπειρωμένη κάτω από το δικό του αυταρχικό ρόλο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Παύλου δεν εκδηλώθηκε καμία σοβαρή αντιβασιλική τάση: στη διάρκεια του “συμμοριτοπόλεμου”, όπως η επίσημη ρητορική ονόμαζε τον Εμφύλιο, όλο το φάσμα του εθνικόφρονος πολιτικού κόσμου, από την άκρα δεξιά έως το κέντρο, είχε συσπειρωθεί γύρω από το Παλάτι.9
H Ένωση Ελλήνων Θεολόγων, μετονομασία κατά το 1950 της “Ορθοδόξου Θεολογικής Εταιρείας”,10 εκ της συστάσεώς της ακολουθεί με συνέπεια την επίσημη κρατική ιδεολογία την οποία και αναπαράγει, στηρίζοντάς την. Η παρουσία άλλωστε στη συνεδρία που εξέλεξε τον Παύλο επίτιμο πρόεδρο της Ένωσης, του τότε γενικού γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας Νικόλαου Καρμίρη έρχεται να υπενθυμίσει την άμεση εξάρτηση της Ένωσης από τον κρατικό μηχανισμό, αλλά και της ιδιαίτερης σημασίας που απέδιδε η Πολιτεία στην λήψη της σχετικής απόφασης. Στην επιστολή της η Ένωση μιλάει εμφατικά για την ενότητα της μοναρχίας και τον προστατευτικό της ρόλο για τους Ορθοδόξους Έλληνες.
Ιδιαίτερης ψυχολογικής σημασίας έχει η προβολή του Βασιλιά όχι ως απλού φορέα εξουσίας ή ως εκπροσώπου του έθνους αλλά και ως γνήσιου εκφραστή της χριστιανικής ευσέβειας και ως προστάτη των ορθοδόξων.11 Ως ηθικός και αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας είναι ο μόνη αξιόπιστη δύναμη η οποία μπορεί να προασπισθεί τους ορθόδοξους χριστιανούς υπηκόους του, σύμφωνα με την Ένωση Θεολόγων. Ο Έλλην μονάρχης δεν μπορεί να μεριμνά για άλλες κατηγορίες πολιτών που δεν είναι ορθόδοξοι ή που για διάφορους λόγους δεν θρησκεύουν. Έτσι, αναπαράγεται η επίσημη πατερναλιστική εικόνα του λαοφιλούς ηγεμόνα και η ιδεολογία του αποκλεισμού της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης, ιδεολογία εξοβελισμού, ενώ ενισχυόταν η παρεμβατική μοναρχική πολιτική.12 Οι λαϊκοί θεολόγοι “ως οργανικοί διανοούμενοι της επίσημης κρατικοθρησκευτικής πολιτικής ιδεολογίας” είναι οι κρατικοί διανοούμενοι της θρησκείας, άρα και απολύτως εξαρτημένοι από αυτό, στο οποίο οφείλουν νομιμοφροσύνη και αναπαραγωγή του ρόλου τους.13
H λήψη επίσης μιας τέτοιας απόφασης εκ μέρους του Συλλόγου, εγγραφόταν στη λογική της απόκτησης επιπλέον κύρους εκ μέρους των λαϊκών θεολόγων μέσα στην Ελληνική κοινωνία και ενίσχυσης του θεσμικού τους ρόλου.
Παράλληλα κι ενώ περισσότερο ή λιγότερο φανερά ήταν εκδηλωμένη μια θεσμική και οικονομική αποξένωση ανάμεσα στους κληρικούς και τους λαϊκούς θεολόγους, ουσιαστικά αποκτούσε χαρακτήρα πολιτισμικής σύγκρουσης των δύο χώρων. Οι πρώτοι κοινωνικά και πολιτικά κατοχυρωμένοι, οι δεύτεροι με μορφωτικό κεφάλαιο πιο υψηλό, αλλά με μικτό χαρακτήρα ημικοσμικό-ημικληρικό14. Έτσι μια τέτοια πρωτοβουλία εκ μέρους της Ένωσης συνέβαλε στη συσσώρευση “ισχυρού πολιτισμικού κεφαλαίου εκκλησιαστικής δύναμης”, όπως γράφει χαρακηριστικά ο Δημήτρης Αρκάδας. 15
Το Παλάτι με τη σειρά του δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεκμετάλλευτη μια τέτοια πρόταση, αφού προερχόταν από ένα σύλλογο που διακονούσε το θρησκευτικό φρονηματισμό των νέων γενεών διά μέσου του εκπαιδευτικού συστήματος. Παράλληλα ενισχυόταν τα ερείσματα αφοσίωσης έναντι του μοναρχικού θεσμού μέσα από το πλέγμα των εθνικών και θρησκευτικών ιδεών και μάλιστα σε περιόδους κρίσεων και δοκιμασιών, όπως ο προ δεκαετίας περίπου λήξας εμφύλιος. Επρόκειτο για μια ανανέωση των υλικών και συμβολικών ερεισμάτων της Βασιλείας, η οποία ως πολιτικός θεσμός εξουσίας νομιμοποιείτο χωρίς περιθώρια αμφισβήτησης. Νομιμοποιείτο και θρησκευτικά, επειδή ενσάρκωνε τα χαρακτηριστικά της επίσημης εθνικοθρησκευτικής ιδεολογίας.
* Ο Μιχάλης Φύλλας είναι θεολόγος, μεταπτυχιακός φοιτητής Ε.Α.Π.
1.Για το βασιλιά Παύλο δες: Μελέτης Μελετόπουλος, Η Βασιλεία στην Νεώτερη Ελληνική Ιστορία. Από τον Όθωνα στον Κωνσταντίνο Β΄, εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1994, σ.161-187.
2. Πρόκειται για το γιο του θεολόγου πανεπιστημιακού Ιωάννη Καρμίρη. Ο Καρμίρης γεννήθηκε το 1930. Σπούδασε φιλολογία και θεολογία στην Ελλάδα, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Διετέλεσε υφυπουργός Γεωργίας (Σεπτέμβριος 1963) και υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως (Δεκέμβριος 1966-Απρίλιος 1967) σε υπηρεσιακές κυβερνήσεις του Ιωάννη Παρασκευόπουλου αντίστοιχα. Μετά τη Μεταπολίτευση κατηγορήθηκε για συνεργασία με το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου και έπειτα από απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου τέθηκε σε αργία 18 μηνών, γεγονός που επηρέασε αρνητικά την ψυχολογία του. Επανήλθε στα καθήκοντά του μετά τη λήξη της ποινής του, απεβίωσε όμως μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, το 1977. Για τα βιογραφικά του δες: Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, “Νικόλαος Ι. Καρμίρης (1930-1977)-Νεκρολογία”, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, ΚΣΤ΄(1977-1978), σ.586-590.
3. ΓΑΚ, Αρχείο Βασιλικών Ανακτόρων, φακ. 68, έγγραφο 442.
4. Ο Ιωάννης Δαββέτας γεννημένος το 1907 στην Ηλεία σπούδασε νομικά, θεολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και παιδαγωγικά στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Κωνσταντίνος Χαραλαμπίδης, “Δαββέτας Ιωάννης”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, 4 (1964), στ.869-870.
5. Για τον Αββούρη, δες: Χωρίς συντάκτη, “Αβούρης Σπυρίδων”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, 1(1962), στ. 59, Μαρία Καραμαλίκη-Κεφαληνού, “Μια εκκλησιαστική προσωπικότητα. Σπύρος Αβούρης. “Ο θεολόγος, ο δάσκαλος, ο Ζακυνθινός, ο άνθρωπος”, Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου ‘’Άγιοι και Εκκλησιαστικές προσωπικότητες στη Ζάκυνθο’’, (Ζάκυνθος 6-9/11/1997), τομ. 1 Αθήναι, 1999, σ.443-446. Πολύβιος Στράντζαλης, “Αβούρης Σπυρίδων”, Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, Στρατηγικές Εκδόσεις,1 (χ.χ.),σ.32 ・Δημόσια Βιβλιοθήκη Ζακύνθου, Αφιέρωμα στή μνήμη Σπύρου Ν. Αβούρη, θεολόγου – γυμνασιάρχου (1904-1978),Ζάκυνθος, 1980.
6. Κεφαλαία στο δακτυλογραφημένο κείμενο.
7. Δελτίον της Ένωσης Ελλήνων Θεολόγων, έτος Β΄, 12 (Μάρτιος-Απρίλιος 1960), σ.1.
8. ΓΑΚ, Αρχείο Βασιλικών Ανακτόρων, φάκ. 68, έγγραφο 439.
9. Μελέτης Μελετόπουλος, Η ιδεολογία του Δεξιού κράτους, Παπαζήσης, Αθήνα, 1993, σ.83.
10. Ιωάννης Δαββέτας, “Ένωσις Ελλήνων Θεολόγων≫”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.5 (1964),στ.705-706・ Δημήτριος Αρκάδας,
Οι επαγγελματίες της θεολογικής σκέψης: το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό της θεολογικής σχολής Αθηνών από τον μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα, Διατριβή (διδακτορική) – Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Κοινωνιολογίας, 2011, σ.68.
11. Ανδρέας Δαβαλάς, Η συγκρότηση της δεξιάς ιδεολογίας στη μεταπολεμική Ελλάδα (1944-1981), Νήσος Αθήνα, 2008, σ.219.
12. Για τη θέση της μοναρχίας στο μεταπολεμικό ελληνικό σύστημα βλ. Σωτήρης Ριζάς, Η ελληνική πολιτική μετά τον εμφύλιο πόλεμο: κοινοβουλευτισμός και δημοκρατία, Καστανιώτης, Αθήνα, 2008, σ.22-25.
13. Πολύκαρπος Καραμούζης, Κράτος, Εκκλησία και Εθνική ιδεολογία στη νεώτερη Ελλάδα (Κλήρος, θεολόγοι και Θρησκευτικές Οργανώσεις στο Μεσοπόλεμο)-Διδακτορική Διατριβή-Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, τμήμα Κοινωνιολογίας, Αθήνα 2004, σ.267. Όπως επισημαίνει ο Σάββας Αγουρίδης, “Το κράτος μέχρι τώρα ζητάει από τις Θεολογικές Σχολές να εκπαιδεύσουν ιερείς και καθηγητές σημαιοφόρους της κρατούσας ιδεολογίας και ηθικής, καθώς και την ιδιαίτερη συμβολή τους στις εθνικές κρατικές επιλογές ως προς τα συμφέροντα του Ελληνισμού”, “Οι θεολογικές σπουδές στην Ελλάδα σήμερα”, στο: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Το Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα σήμερα. Οικονομικές κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις, Αθήνα, 1991, σ.263.
14. Την ανάλυση για την πολιτισμική σύγκρουση λαϊκών θεολόγων και κλήρου δες, Αρκάδας, Οι επαγγελματίες της θεολογικής σκέψης, όπ. π. σ.73κ.εξ.
15. Οπ. π. σ.70.
e-prologos.gr