Γράφει ο Χρήστος Γαρουνιάτης
Ήταν ο πρώτος Έλληνας «στρατευμένος», όπως επικράτησε να λέγονται όσοι συνδυάζουν την Τέχνη με τον αδικημένο και ταπεινό λαό, μεγάλος εικαστικός καλλιτέχνης του καιρού του; Μάλλον αυτό ήταν ο πρωτοπόρος χαράκτης και ζωγράφος Μάρκος Ζαβιτσιάνος (1884-1923), ο εξίσου γνωστός και ως Ζαβιτζιάνος, που τα 100 χρόνια από τον θάνατό του συμπληρώνονται φέτος.
Το πρώτο όμως που μπορεί να πει κανείς για εκείνον είναι ότι κάθε αναφορά στη σύγχρονη ελληνική χαρακτική Τέχνη, όσα χρόνια και αν περάσουν, θα συνδέεται αναγκαστικά με τον ίδιο. Άφησε βλέπετε, σύμφωνα με όλους τους ιστορικούς της ελληνικής Τέχνης, ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιστορία της. Το άστρο του έλαμψε τότε, θαρρείς, δια παντός. Δεσπόζουν τα έργα του σε κάθε έκθεση ελληνικής χαρακτικής, σε κάθε αφιέρωμα σε αυτήν, ενώ οι αναδρομικές εκθέσεις έργων του υπερβαίνουν ή συναγωνίζονται τις αντίστοιχες οποιουδήποτε άλλου Έλληνα ομότεχνού του – κι ας μην μπόρεσε να δουλέψει ούτε μία εικοσαετία, καθώς έφυγε από τη ζωή χτυπημένος από πνευμονία, ως απότοκο ίσως κλονισμού της υγείας του λόγω παρατεταμένης ασθένειάς του, πριν φτάσει καν στα σαράντα του.
Ήταν τόσο πρωτοπόρα η Τέχνη του – δικά του είναι όλα τα εικαστικά έργα που συνοδεύουν αυτές τις γραμμές – που έναν αιώνα πια μετά τη θανή του μένει στη συλλογική μνήμη αθάνατος. Αν εζούσε πολύ θα ξεχώριζε σίγουρα, κατά τους ειδήμονες του χώρου, παγκοσμίως.
Ο πρωτοπόρος ρόλος του αναγνωριζόταν ευρύτερα από τον πνευματικό κόσμο της εποχής του.
Έγραψε ο Κωστής Παλαμάς για εκείνον ενόσω ζούσε και όταν πέθανε: «Ο κ. Ζαβιτζιάνος είναι καλλιτέχνης τον οποίον διακρίνει Παιδεία· δίδω εις την λέξιν, της οποίας πολλή κατάχρησις γίνεται, την μάλλον χαρακτηριστικήν απόχρωσιν· την αποτελεί μόρφωσις, διανοίγουσα τον νουν εις την αντίληψιν των ποικιλωτάτων εκδηλώσεων της ζωής και της τέχνης, και πειθαρχία (…) Ο Μάρκος Ζαβιτσιάνος ήτο γνήσιος καλλιτέχνης εις την εκδήλωσιν και του έργου του και της ζωής του (…) Ήτο ικανός να χειρισθή του λογίου την πένναν δια να πραγματευθεί ζητήματα κ’ αισθητικής φύσεως και τάξεως κοινωνιολογικής».
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, συνδέοντάς τον πλήρως με τη μετασολωμική Επτανησιακή Σχολή στον πνευματικό χώρο, τον έκρινε ως «τον τελευταίον ίσως της σειράς του Πολυλά, του Καλοσγούρου, του Θεοτόκη και του Μαβίλη».
Ο Μαρίνος Καλλιγάς έδωσε έναν άλλο, ίσως ακόμη πιο διαυγή χαρακτηρισμό στον Ζαβιτσιάνο, μιλώντας για «έναν στοχαστικό άνθρωπο που είχε συνείδηση της ευθύνης του πραγματικού καλλιτέχνη».
Εύλογα, λοιπόν, το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ) πριν από δέκα περίπου χρόνια, το 2012, αναδεικνύοντας άξια την προσωπικότητά του, είχε εκδώσει το βιβλίο «Μάρκος Ζαβιτζιάνος: Έργα και κείμενα», με επιμέλεια του διευθυντή του Διονύση Καψάλη. Η έκδοση είχε συνοδευτεί μάλιστα με έκθεση 48 χαρακτηριστικών έργων του στην Αθήνα.
Κάθε αναφορά στον Μάρκο Ζαβιτσιάνο, ακόμη και όταν γίνεται από τη σκοπιά των αντιλήψεων της αστικής τάξης, συνδυάζεται, έστω θολά, με τον επίσης πρωτοπόρο ρόλο του – πιο πάνω αυτοπροσωπογραφία του – στα κερκυραϊκά και ευρύτερα στα ελληνικά κοινωνικά και πολιτικά πράγματα του καιρού του. Ο ρόλος του εκείνος, όπως είχε επισημάνει ο Κερκυραίος μελετητής του Κώστας Δαφνής βιογραφώντας τον, είναι αξεχώριστος από το καλλιτεχνικό του έργο. Οι καλλιτεχνικές και κοινωνικοπολιτικές δραστηριότητές του έχουν συνδεθεί στενά, εξάλλου, με τα έργα του Κερκυραίου επαναστάτη σοσιαλιστή λογοτέχνη Κωνσταντίνου Θεοτόκη, που κι αυτός πέθανε την ίδια χρονιά, πριν από έναν αιώνα. Ήταν και ο Ζαβιτσιάνος επαναστάτης σοσιαλιστής και Κερκυραίος, αν και έτυχε να γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη όπου εργαζόταν ο Κερκυραίος γιατρός πατέρας του. Εδώ έζησε κάνοντας διακοπές ως παιδί και για πολλά χρόνια, από την εφηβεία του, στη σύντομη, μόλις 39 ετών, ζωή του. Ήταν κι εκείνος από τους πρωτουργούς της δημιουργίας του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας το 1911. Όπως επίσης και μέλος της πνευματικής – καλλιτεχνικής κερκυραϊκής «Συντροφιάς των Εννιά». Τη δική του σφραγίδα έφερε επί αρκετά χρόνια και το πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό του καιρού του «Κερκυραϊκή Ανθολογία».
Καθώς ασπάστηκε νωρίς τη σοσιαλιστική ιδεολογία και δεν την απαρνήθηκε ποτέ, χάραξε από τους πρώτους έναν δρόμο που θέλει τους μεγάλους εικαστικούς καλλιτέχνες να συμμετέχουν με τα έργα τους και τη ζωή τους στους αγώνες του λαού για την κοινωνικοπολιτική και πνευματική του αναγέννηση και προκοπή, να τον εκφράζουν, να αναδεικνύουν τη ζωή του, να φέρνουν εκείνον στο προσκήνιο. «Αρχοντόπουλο» αυτός, «έσκυψε» ταπεινά στους «ταπεινούς», στα «κάτω πατώματα» της κοινωνίας. Ανέδειξε και έφερε στο προσκήνιο εκείνους. Αυτή ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς γενικεύοντας, η Τέχνη που χάραξε ο Μάρκος Ζαβιτσιάνος.
Ακόμη και στις μέρες μας, όπως μαρτυρούν οι σχετικές εικόνες που παρεμβάλλονται σε αυτές τις γραμμές, δικά του έργα κοσμούν εξώφυλλα εκδόσεων με εμβληματικές λογοτεχνικές δημιουργίες του φίλου και ομοϊδεάτη του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
Με έξι δικά του χαράγματα και με το δικό του όνομα στο εξώφυλλο, μαζί με εκείνο του Θεοτόκη, είχε κυκλοφορήσει το 1914 στην Κέρκυρα το εμβληματικό έργο του τελευταίου «Η τιμή και το χρήμα».
Εννιά εικονογραφίες χαραγμένες από τον ίδιο συνόδευαν – πάνω καλλιτεχνική έκδοση του έργου από το τυπογραφείο «Κείμενα» του Κερκυραίου Φίλιππου Βλάχου το 1982, ανατυπωμένη από άλλον εκδοτικό οίκο – τον αρχικό σχεδιασμό έκδοσης του διηγήματος του Θεοτόκη «Το βιό της Κυράς Κερκύρας».
Με δικά του έργα συνδυάζονται και οι «Κορφιάτικες ιστορίες» και μελέτες ακόμη για τον Θεοτόκη.
Τα κάθε είδους έργα του Θεοτόκη, ακόμη και ο «Καραβέλας» του και ο «Κατάδικός» του, συνδυάζονται συχνά σε επανεκδόσεις τους με έργα εκείνου στο εξώφυλλό τους.
Ο Μάρκος Ζαβιτσιάνος ήταν εκείνος που πολύ νωρίς, το 1908 και ενώ ήταν 24 ετών, βγήκε και σήμανε με μοναδικά λόγια, από το Μόναχο της Γερμανίας όπου βρισκόταν τότε, τη στροφή στον λαό και το καθήκον των καλλιτεχνών και ευρύτερα των διανοουμένων, συμπεριλαμβανομένου του Θεοτόκη, ν’ αφήσουν τα πολλά λόγια και να τον βοηθήσουν να οργανωθεί για να ζητήσει τα δίκια του και μιαν άλλη, καλύτερη κοινωνία. Είχε αρθρογραφήσει, όταν, με αφορμή ή αιτία την κυκλοφορία του βιβλίου «Το κοινωνικόν μας ζήτημα» του Γιώργου Σκληρού, διάφοροι πνευματικοί άνθρωποι στην Ελλάδα μοιράζονταν σε στενό κύκλο ιδέες και ατέλειωτα φιλοσοφικά ή και ελιτίστικα λόγια για τη δημιουργία ενός ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος «κορυφής» ή και μόνον κατ’ όνομα σοσιαλιστικού, φιλικού και συμβατού με το καπιταλιστικό καθεστώς.
Εκείνος χάραξε αυτόν το δρόμο, μ’ ετούτα τα ιστορικά, θα λέγαμε, δημοσιευμένα στο αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό «Νουμάς» τον Μάρτιο του 1908, λόγια του:
«Εμείς πρέπει να κουνήσουμε πλήθια ΕΜΠΡΟΣ»!
Εκείνη η μαχητική προτροπή του αποτέλεσε τομή μεγάλης σημασίας για την εξέλιξη της ελληνικής σοσιαλιστικής σκέψης και τον ρόλο των πρωτοπόρων διανοουμένων του καιρού του, θέτοντας επί τάπητος το υποτιμημένο ακόμη, τότε, πρόβλημα της συμβολής τους στην οργάνωση και τη δράση ενός μεγάλου λαϊκού κινήματος για τα λαϊκά δίκαια και τη διεκδίκηση μιας σοσιαλιστικής ελληνικής κοινωνίας. Έφερνε τον ίδιο τον λαό στο προσκήνιο, πρωταγωνιστή και όχι «κομπάρσο» διανοουμένων και άλλων μορφωμένων κοινωνικών στρωμάτων με συγκεχυμένες ή όχι προοδευτικές απόψεις.
«Οι ταπεινοί θα σταθούν η βάση στα μελλούμενα, όπως στάθηκαν η μοναχή βάση στα περασμένα», είχε γράψει πέντε μήνες νωρίτερα, το 1907, προσθέτοντας: «Η ατομική μου αγάπη στο λαό πάει κι αφτόν σέβομαι».
«Το κοινότερο ιδανικό του σοσιαλισμού είναι να οργανωθεί η όσο γίνεται τελειότερη συμμετοχή όλης της αθρωπότητας στην παραγωγή και στην ωφέλεια και να καταργηθούνε οι συνθήκες που αναγκάζουνε σπουδαίο μέρος της κοινωνίας να είναι σκλαβωμένο σε μια τάξη γεννημένων αρχόντων», σημείωνε δεκαπέντε μήνες μετά από το πρώτο άρθρο του τού 1907, το 1909.
Τα κείμενά του, όπως έχει επισημάνει μελετητής του, ήταν γραμμένα στη δημοτική γλώσσα, με τις γλωσσικές υπερβολές, θα μπορούσε να πει κανείς σήμερα, της εποχής εκείνης, οι οποίες όμως λειτουργούν και ως ενδείξεις της ιδεολογικής του τοποθέτησης και της θέλησής του να στοιχηθεί με τον λαό.
Στην Τέχνη του, θα μπορούσε να πει κανείς, υποκλίθηκε και η αστική τάξη, προσπαθώντας έστω, να την «αφυδατώσει» από το πρωτοποριακό, βαθιά λαϊκό κοινωνικό της μήνυμα.
Ο Μαρίνος Καλλιγάς σημείωσε πρώτος για τον – πάνω εικονιζόμενο – καλλιτέχνη πόσο ξεχωριστό και πρωτοποριακό ήταν το χαρακτικό, κυρίως, έργο του στον ελληνικό καλλιτεχνικό στίβο.
«Είναι ο πρώτος στην Ελλάδα, μπορεί να πει κανείς, που κάνει χαλκογραφίες και ξυλογραφίες με τη συγχρονισμένη αντίληψη για την αποστολή της τέχνης αυτής (…) Ένοιωσε τη χαρακτική και την εργάστηκε σωστά, δίνοντάς της την κατάλληλη έκφραση (…) Το έργο που άφησε είναι αρκετό, για να τον κατατάξει ψηλά στην κλίμακα της καλλιτεχνικής ιεραρχίας των συγχρόνων του. Το καλλιτεχνικό του επίπεδο είναι σπάνιο και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την όλη πνευματική προσφορά του στην εποχή που τον μεγάλωσε. Η νεοελληνική τέχνη έχασε, με τον πρόωρο θάνατό του, έναν στοχαστικό άνθρωπο που είχε συνείδηση της ευθύνης του πραγματικού καλλιτέχνη. Γι’ αυτό πρέπει να τιμηθεί και να εκτιμηθεί, παίρνοντας ισάξια θέση ανάμεσα στους καλλίτερούς μας καλλιτέχνες», έγραψε ο Μ. Καλλιγάς σε σημείωμά του, που αναδημοσιεύτηκε σε φυλλάδιο της Αναγνωστικής Εταιρίας Κέρκυρας (ΑΕΚ) το 1971, με αφορμή έκθεση έργων του καλλιτέχνη που είχε πραγματοποιηθεί στην πόλη της Κέρκυρας από την ΑΕΚ, με πρωτοβουλία της λογίας και παλαιάς συνεργάτιδάς του Ειρήνης Δενδρινού.
Η ΑΕΚ στην Κέρκυρα, όπως και η Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα, έχει διασώσει και διατηρεί και σήμερα αρκετά έργα του. Θα οργανώσει εφέτος μια νέα έκθεση υλικών και έργων για εκείνον, λόγω της συμπλήρωσης 100 ετών από τη θανή του.
Ευρυμαθής όσο λίγοι στον καιρό του, ο Μάρκος Ζαβιτσιάνος διατύπωσε με θέρμη και παρρησία τα πολιτικά του πιστεύω, με άρθρα του στον «Νουμά», όργανο σειράς δημοτικιστών.
Είναι χαρακτηριστικά από αυτή την άποψη αποσπάσματα από τρία άρθρα του, με τίτλους «Στους αριστοκράτες», «Στους ιμπεριαλίστες» και «Αθρώπινες αντίληψες», ενδεικτικά των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων των διανοουμένων της εποχής και των αντιλήψεων του ιδίου, τα οποία κρίναμε χρήσιμο να συμπεριλάβουμε σε αυτές τις γραμμές. Έναν χρόνο περίπου πριν παρουσιαστούν από το βιβλίο του ΜΙΕΤ, το 2011, είχαν επισημανθεί και παρουσιαστεί στον συλλογικό τόμο «Σοσιαλιστικός Όμιλος Κέρκυρας», που είχε κυκλοφορήσει στην Κέρκυρα από τις εκδόσεις «Αλκίνοος» με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός αιώνα από την ίδρυση αυτής της κερκυραϊκής σοσιαλιστικής οργάνωσης.
«Προφητικές», θα μπορούσε να πει κανείς, είναι οι αναφορές – προτροπές του, το 1909, εννιά χρόνια πριν ιδρυθεί το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας ως κόμμα της εργατικής τάξης και των κοινωνικών συμμάχων της, δηλαδή το σημερινό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, για την ανάγκη συγκρότησης φορέα με ανάλογες πολιτικές προγραμματικές θέσεις, με τη βοήθεια διανοουμένων. Από τότε ο Μάρκος Ζαβιτσιάνος, έστω με κάποιες ενδεχόμενες συγχύσεις, έβλεπε επίσης ορθά τη νέα σοσιαλιστική κοινωνία των ιδεών του επιστημονικού σοσιαλισμού του Καρλ Μαρξ ως πρώτη αναγκαία βαθμίδα για την επίτευξη μιας αναφερόμενης ως «αναρχικής» ευτυχισμένης κοινωνίας που δεν θα περιλαμβάνει την καθιερωμένη κρατική συγκρότηση για την επιβολή με βία. Η σοσιαλιστική κοινωνία, σημείωνε, μολονότι δεν εγγυάται μόνο τη χαρά, είναι ζήτημα που «επιβάλλει η ανάγκη», ανεξάρτητα από φιλοσοφικές επιθυμίες και επιλογές. Η ξεκάθαρη ταξική αντίληψή του και η πίστη του στους «ταπεινούς» διατρέχει όλα τα κείμενά του. Βλέπει τον αγώνα για την επικράτηση μιας δημοτικής γλώσσας και το κίνημα του δημοτικισμού, ανεξάρτητα από τις θέσεις και τις ανάγκες της αστικής τάξης για τα δικά της συμφέροντα, ως τμήμα του αγώνα για τον ίδιο τον σοσιαλισμό.
Ακολουθούν – πάνω έργο του με φόντο την κερκυραϊκή λιμνοθάλασσα Χαλικιόπουλου – αποσπάσματα από το πρώτο άρθρο του, με τίτλο «Στους αριστοκράτες», που δημοσιεύτηκε τις 21-10-1907 (αρ. φ. 266, σελ. 4-5):
Στους αριστοκράτες
Όχι το πούθε έρχεστε να κάμει εδώ κ’ εμπρός την τιμή σας, αλλά το πού πηγαίνετε…
(Also sprach Zarathustra)
Στον αριθμό 258 του «Νουμά», είχε δημοσιεφτεί μια κριτική του κ. Έρμονα για το «Δωδεκάλογο του Γύφτου», η οποία, αν εννόησα, – ανεξάρτητα απ’ όσα σχετίζονται στενότερα με το ποίημα – θέτει δύο θεωρίες.
Α’. Μας παρουσιάζει τη μεγαλόφρονη αριστοκρατία ως δείγμα καλής διοίκησης, αντίθετα προς «τις Σημιτικές ιδέες απολυταρχικής δημοκρατίας».
Β’. Υποστηρίζει ότι, την ορθή αφτή αντίληψη διοίκησης, είχαν οι σχεδόν αμόλεφτοι από ξένη ράτσα Άριοι καταχτητές και την έχασαν με το να τους «μουλιάσει» η «σάπια» Ασία και να τους «ξωχεριάσουν» οι καταχτημένοι ντόπιοι.
Επιθυμούσα πρώτα τη δέφτερη θεωρία να εξετάσουμε και κατόπι νάρθουμε στην πρώτη που μου φαίνεται τώρα είναι η σπουδαιότερη για μας.
Η ανθρωπολογία δεν κατάφερε ακόμα καλά να ξεχωρίσει τις φυλές, και τα όριά τους μένουν συγχισμένα. Όμως θαρρώ όλοι να συμφώνησαν ότι από τον αρχικό Άριο δεν μπορεί να βρεθεί γνήσιος τύπος. Ένας Γάλλος, ο κόντες Γκομπινό ασχολήθηκε με την «ανισότη τω φυλών» και τώρα τελεφταία ένας Εγγλέζος σ’ ένα πολυξάκουστο βιβλίο Γερμανικά γραμμένο έθεσε περίπου τα εξής: Οι φυλές είναι άνισες μεταξύ τους. Υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες. Ανώτερη είναι η Αριανική, κ’ επειδή αφτή η λέξη τίποτα δεν ορίζει σήμερα, η Ιντοεβρωπαϊκή. Τα μεγαλήτερα έργα για την ανθρωπότη, αφτή τάκαμε, τα κάμει και θα τα κάμει – αρκεί να μη χαλαστεί τέλεια με τo νανακατώνεται με κατώτερες φυλές. Μεγάλος της εχτρός στάθηκαν οι Σημιτικές ράτσες, που τις εχτύπησαν διαδοχικά Έλληνες και Ρωμαίοι. Μετά τη διασπορά όμως και με τις σοσιαλιστικές θεωρίες που ακολούθησαν το Χριστιανισμό (η θρησκεία των σκλάβων), ανακατώθηκαν οι φυλές (Volker chaos), και τούτο έφερε το πέσιμο του Ελληνο-Ρωμαϊκού πολιτισμού. Ωστόσο έμενε απείραχτο το άνθος της Ιντοεβρωπαϊκής φυλής – οι βόρειοι λαοί – Σλάβοι, Κέλτες, και Γερμανοί, που όλους μαζί ο γραφιάς για συντομία ονομάζει Γερμανούς (όχι Deutschen, αλλά Germanen). Στο βιβλίο του προσπαθεί ναποδείξει την εκπολιτιστική υπεροχή των Ιντοεβρωπαίων εν γένει, και υποστηρίζει πως μεταξύ τους ιδιαίτερα διακρίνονται οι Σλαβο Κελτο-Γερμανοί. Για να τους ξεχωρίσει και να δείξει την υπεροχή τους, φέρνει τα σωματικά χαρακτηριστικά, και εξετάζει την Ιστορία. Την ιστορία όμως, όπως θέλει ο καθένας τη βλέπει και είναι σ’ όλους, ανεξαιρέτως, αδύνατο να τη γνωρίσουν θετικά.
Τούτο το βιβλίο διαβάστηκε. Πολλοί αναγνώστες αγανάχτησαν, πολλοί ενθουσιάστηκαν. Μερικοί φρόνιμοι κράτησαν την κρίση τους να εξετάσουν καλύτερα, απόρησαν όμως για τη μεγάλη μεροληψία του γραφιά. «Πως – του είπαν – τους Κινέζους, με το μεγάλο τους πολιτισμό, για κατώτερους τους έχεις;
Και περίμεναν την άφιξη του Χριστού για ναποχτήσουν συνειδητή ιστορία;». Αρκετές τέτοιες ερώτησες εθύμωσαν το γραφιά. Ωστόσο η επιστήμη πήρε να εξετάσει το πράμα. Περιορίστηκε στην Εβρώπη και χώρισε τις φυλές της σε τρεις κατηγορίες. 1. Οι Germanen (καταχτητές): Ξανθοί, υψηλοί, δολιχοκέφαλοι, μακροπρόσωποι, γαλανομάτες. 2. Οι Αλπίνοι: στρογγυλοκέφαλοι, χαμαιπρόσωποι, κοντοί, μελαχρινοί, μαβρομάτες. 3. Οι Μεσόγειοι: δολιχοκέφαλοι, μακροπρόσωποι, κοντοί, μελαχρινοί, μαβρομάτες. Μερικοί υποστήριξαν πως οι στρογγυλοκέφαλοι έχουν πιώτερο μυαλό από τους δολιχοκέφαλους και πως είναι εκπολιτιστές πρώτης γραμμής. Ο Τσάμπερλαιν λέει πως ο νεώτερος πολιτισμός δεν οφείλεται σε αναγέννηση του αρχαίου, παρά είναι δημιούργημα των Σλαβο-Κελτο Γερμανών, και πως η Ιταλική άνθιση δεν μπορούσε να γίνει αν δεν είχαν εισβάλει οι Germanen. Τελεφταίως, ένας θέλησε να εξετάσει το πράμα σιμώτερα και απόδειξε πως η αριστοκρατία της Εβρώπης είταν ξανθιά. Επειδή όμως η αριστοκρατία μπορεί να στήθηκε με τη δύναμη του σπαθιού, που δεν του αρκεί, απόδειξε πως οι μεγάλοι της Γαλλίας και Ιταλίας, από την αναγέννηση ως τα σήμερα, είσαν Germanen: τέτοιος ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Ραφαέλος, Ναπολέων, Λαμαρτίνος κλ. κλ. κλ. Συνέβηκε όμως ότι στους τόσους βρέθηκαν πλείστοι κοντοί, ή μελαχρινοί, ή βραχυκέφαλοι κλ. Τους καταλόγισαν κι αφτούς λέγοντας: αρκεί ένας κοντός μελαχρινός νάχει ανοιχτόχρωμα μάτια και θα πει πως έχει αίμα Germanen, γι’ αφτό είναι μεγάλος. Ή αρκεί ένας μαβρομάτης να είναι υψηλός, δολιχοκέφαλος κλ.
Αφτές είναι οι θεωρίες με τις οποίες παίζουν οι Γερμανοί, και με τέτοιου είδους παιχνίδια ασχολήθηκαν όλοι οι λαοί όταν είταν στην ακμή της δύναμής τους. Ένας θυμίζει επίκαιρα ότι και κάποιος αρχαίος Έλληνας σάστιζε με το μεγαλείο τω Ρωμαίων, κ’ έλεγε πως δεν μπορεί να είναι βάρβαροι, παρά πρέπει από Έλληνες να κατάγονται, αλλιώς δε θα είταν άνθρωποι. Και κάποιος Αλπίνος αποφάσισε να βγάλει κι αφτός βιβλίο ναποδείξει πως οι Germanen είναι ανίκανοι άλλο να κάμουν παρά σα βάρβαροι να καταστρέφουν. Πως όσοι απ’ αφτούς φάνηκαν μεγάλοι το χρωστούν στο αλπινικό (sic) αίμα. Τέτοιος ο στρογγυλοκέφαλος και χαμαιπρόσωπος Beethoven, τέτοιος ο κοντός Wagner, κι ο στρογγυλοκέφαλος Rant κλ.
Τώρα ας εξετάσουμε αν τέτοιες θεωρίες μπορούν να βοηθήσουν στην Αναγέννησή ΜΑΣ που όλοι ποθούμε. Ομολογώ πως ο σφοδρός αντισημιτισμός του κ. Τσάμπερλαιν δε με πείθει και πιώτερη εχτίμηση έχω για τους Άραβες (Σημίτες) οχτρούς τω Βυζαντινών – των οποίων οι εμήριδες, και λεβεντιά είχαν, και ποιητές να υποστηρίξουν ήξεραν και στη μεγαλοφροσύνη ίσως ξεπερνούσαν τους Βυζαντ. – παρά για τους Σλάβους (εκείνη την εποχή γνήσιους Germanen) που έκοβαν μύτες κι αφτιά από θηριωδία, κι όλο το εμπόριο των σκλάβων στη Μεσόγειο έκαναν, πουλώντας δικούς και ξένους, εξ ου η λέξη «σκλάβοι» (sclavi). Αφτό όμως είναι ατομική αντίληψη κι ας παραδεχτούμε με τον κ. Έρμονα πως οι Σημίτες και η «σάπια» Ασία μάς «μούλιασαν». Τέτοιοι γινήκαμε και είμαστε. Μπορούμε νανοίξουμε τις φλέβες μας να βγάλουμε το κακό αίμα;
Αν ναι! Ίσως έβγαινε ωφέλεια από τις θεωρίες. Αν όχι! Όμως; Δεν είναι καλύτερα να ξετάσουμε άλλα μέσα που θα μας βγάλουν από τον ύπνο μας; Και τώρα έρχομαι στη δέφτερη θεωρία. Και άλλη φορά απαντώντας σε μια επιστολή του κ. Κ. Θεοτόκη, ο κ. Έρμονας είχε υποστηρίξει πως οι πολλές ελεφτερίες μάς έβλαψαν.
Και τώρα μας λέει πως η «απολυταρχική δημοκρατία ξωχέριασε τους μεγαλόφρονες αριστοκράτες» κ’ έφερε τον ξεπεσμό. Αφτό το παράδειγμα επαναλήφτηκε συχνά και μολονότι μπορούσαν πολλές αιτίες γι αφτό να βρεθούν, ας πάρουμε όποιες θέλει ο κ. Έρμονας.
Θαρρώ πως όλοι μπορούμε να παραδεχτούμε πως τώρα οι Ιντοεβρωπαϊκοί λαοί ζητούν, με το σοσιαλιστικό κίνημα, να λύσουν το κοινωνικό ζήτημα – ως κ’ η συντηρητική Αγγλία, η φεουδαλική Γερμανία, κ’ η οπισθοδρωμική Ρουσία (Germanen).
Αφού λοιπόν εκεί βαδίζουμε! γιατί να μη γυρέψουμε τον τρόπο να εδραιώσουμε «μεγαλόφρονα» λαό που να σταθή βάση για τον νέο μας πολιτισμό;
Ομολογώ πως η ατομική μου αγάπη στο λαό πάει κι αφτόν σέβομαι. Κι αν όμως έχω άδικο τι να την κάνουμε τη «μεγαλόφρονη» αριστοκρατία, αφού τη ξωχεριάζουνε κι αφίνει πίσω της σάπιους λαούς;
Τελεφταία ο κ. Ντέλος δημοσίεψε στο «Νουμά» (αρ. 257) ένα άρθρο λαμπρό και λογικό που θάξιζε να λογαριαστεί. Προσοχή μη οι νέοι της ερχόμενης γεννεάς κατρακυλήσουν από ποιητές σε στιχοπλόκους, δηλαδή φουσκομένους τεμπέληδες. Η αληθινή ποίηση είναι όχι μόνο χρήσιμη, μα απαραίτητη ανάγκη. Ώστε οι γνήσιοι καλλιτέχνες θα υπάρξουν, κι αφτοί γεννούν καινούριους κόσμους, μορφώνουν καινούριες συνείδησες, όπως βαθυστόχαστα μας λέει ο κ. Έρμονας στο τόσο ομορφοδουλεμένο άρθρο του. Μα να φοβούμαστε κάθε τεχνητή ατμόσφαιρα που θα μπορούσε να πιέσει τη νεολαία. Κλαιγόμαστε για την κυβέρνηση, που δε μας φροντίζει. Όμως τα κλάματα ταπεινώνουν κ’ εγώ λέω πως αρετή είναι σεβασμός στο άτομό σου. Όποιος λαός είναι δυσαρεστημένος με την κυβέρνησή του έχει δύο τρόπους να τη διορθώσει. Ή πετά μπόμπες, σα στη Ρουσία, ή όπου αντιπροσωπέβεται, φροντίζει μόνος του να διορθωθή αφού είναι ένα με την κυβέρνησή του.
Της δημοτικής πρώτο καλό είναι που μας βάζει στα χέρια το μοναδικό όργανο για να συνεννοηθούμε με το λαό. Με τη δημοτική μόνο μπορούσαμε να ξυπνήσουμε τα πλήθια (εργάτες των πόλεων, χωριάτες, κλπ.), να ρίξουμε καινούρια προγράμματα, καινούριες ηθικές, καινούριες ιδέες. Να τους δείξουμε τη θεϊκιά ελεφτερία της αληθινής ζήσης. Να τους ανυψώσουμε την ψυχή και το σώμα που πρέπει να είναι ένα.
Ποιος της αριστοκρατίας μας μίλησε του λαού; Ποιους δημοτικιστές, γιατρούς, τεχνίτες, επιστήμονες κάθε λογής, συνάρπαξε ο άγιος φανατισμός νανυψώσουν την ηθική και πραχτική θέση των ταπεινωμένων; Αφτοί οι ταπεινοί θα σταθούν η βάση στα μελλούμενα, όπως στάθηκαν η μοναχή βάση στα περασμένα.
Ακολουθούν αποσπάσματα από το δεύτερο άρθρο του, με τίτλο «Στους ιμπεριαλίστες», που δημοσιεύτηκε, επίσης στο αυτοπροσδιοριζόμενο και ως εφημερίδα περιοδικό «Νουμάς», τις 16 Μαρτίου 1908 (αρ. φ. 287, σελ. 1-3):
Στους ιμπεριαλίστες
Όταν εδώ και μερικοί μήνες έστειλα λίγες γραμμές στο «Νουμά», έλεγα πως αντιπαθώ τα πολλά γραψίματα και δεν είχα σκοπό να ξαναπιάσω τόσο γλήγορα την πέννα. Ωστόσο κάποιες γνώμες που δημοσιεφτήκανε εξ’ αφορμής της φυλλάδας του κ. Σκληρού και το τελεφταίο άρθρο του κ. Έρμονα «η φυλή», με κινούν να πω δυο λόγια ακόμα όσο μπορώ σύντομα.
Ποτέ, θαρρώ, η υποκειμενικότη κάθε κρίσης δε δείχτηκε τόσο φανερά όσο με τη συζήτηση για «το κοινωνικόν μας ζήτημα». Ο κάθε αναγνώστης έκρινε με το μέτρο της αντίληψής του. Θα πω και γω γιατί μάρεσε το βιβλιαράκι. Έτυχε να λάβω στα χέρια τις σοσιαλιστικές φυλλάδες που κυκλοφορούνε στη Γερμανία (λαϊκές εκδόσεις) όπου, αν εξαιρέσουμε μια-δυο σοβαρές μελέτες, βασιλέβει δημοκοπικό ύφος: θρησκεφτικο-προφητικές υπόσκεσες πιθανές μα αναπόδειχτες, κούφιες ρητορίες και τα συνηθισμένα. Ο κ. Σκληρός στο «κοινωνικόν μας ζήτημα», με σπάνια φρόνηση και φιλοσοφική μέθοδο, αφίνει κατά μέρος κάθε αναπόδειχτη προφητεία για τη μελλούμενη ανθρωπότη και βάνει τις ατομικές του πεποίθησες για τα τέτοια σε δέφτερη γραμμή.
Μας δείχνει πως το γλωσσικό κίνημα συνεδένεται στενά με το ξύπνημα του λαού, σ’ αντίθεση της αστικής κρυστάλλωσης. Μας ελκύει την προσοχή σε ιστορικά γεγονότα περασμένα και τωρινά σημειώνοντας πως αναγκαίο επακόλουθο της βιομηχανικής εκμετάλλεψης του κεφαλαίου είναι η γέννηση μιας νέας τάξης. Κι αφού μας θυμίσει τα τελεφταία κινήματα κι απεργίες των προλετάριων στην Ελλάδα, δίχως κανένα σφάλμα λογικής περνά στη θεωρία και μας λέει πως καθένας που θέλει να βάλει χαλινό στις τωρινές μας κατάχρησες έχει συμφέρο, σ’ όποια τάξη κι αν ανήκει, να υποβοηθήσει τούτα τα κινήματα και να συντείνει, όσο το δυνατό, να ξεχωρίσει συνειδητές τάξες με ορισμένους σκοπούς, προγράμματα και θέλησες: Όλοι εκεί κάτω που επιθυμείτε να πάψουν οι κατάχρησες – άλλοι με σκοπούς μεγάλης Ιδέας, άλλοι για στρατό κι άλλοι για γράμματα, – μπορείτε ό,τι θέλετε να γυρέβετε, δε θα πάψουν οι κατάχρησες α δε βρήτε την κεντρική αιτία – ανεξέλεγχτη διοίκηση μιας τάξης που, μη βρίσκοντας πουθενά αντίδραση, αποτελεί μια αναρχική μάζα φωνακλάδων. Έτσι είχα καταλάβει το βιβλίο του, κ’ η εχτίμησή μου για τη λαμπρή μέθοδό του στάθηκε τόσο πιο μεγάλη, όσο έδειχνε δω και κει πως κατά βάθος ο ίδιος έκλινε στο Μαρξισμό.
Αντί λοιπόν σε τούτη την κεντρική αιτία να περιστραφεί η συζήτηση, του ριχτήκανε μ’ άδικα άρθρα, με γενικές θεωρίες – όσο πιο άδικα τόσο και πιο ανώδυνα, μα και πιο άκαρπα.
Ο κ. Ραμάς λέει πως κατά τη γνώμη του «ο λαός, το πλήθος το ασύντακτο είναι ανίκανο να εννοήσει». Επειδή όμως στη εισαγωγή του νέου έργου του αναγνωρίζει «μόνη σανίδα σωτηρίας τη μόρφωσή του», θα πει πως συμφωνεί με τον κ. Σκληρό σ’ ένα σημείο τουλάχιστο.
Ο κ. Σκληρός με θετικά πράματα λέει: Σεις οι δημοτικιστές έχετ’ ανάγκη μια βάση που να σας κάνει σεβαστούς στη νερουλιασμένη, εγωιστική και σκολαστική σημερνή διοίκηση. Και τότε μόνο θα γίνετε σεβαστοί όταν έχετε πίσω σας ολάκερη τάξη σε συνειδητή ομάδα. Τέτοια μορφώνεται σήμερα ως συνέπεια του κεφαλαίου η εργατική – μας έδειξε κι όλας τα πρώτα σημάδια της Ζωντανωσύνης της. Αντί να περιμένετε να παραιτήσουν οι επίσημοι τους μιστριώτικους αρχηγούς τους, πρέπει να οδηγήσετε και να συντάξετε το νέο στοιχείο που ακόμα δεν ξέρει καλά-καλά τι θέλει. Είναι συμφέρο σας. Ο λαός δε θα μορφωθεί στο σκολειό μονάχα, και τα σκολειά δεν είναι ούτε στα χέρια του ούτε στα δικά σας, παρά τα κατέχουν οι επίσημοι που όσο μαλώνετε μεταξύ σας δε σας ψηφούνε και σας κοροϊδέβουνε. Ο όχλος βέβαια δε θα κάνει στα καλά καθούμενα σηκωμό για εκπαιδεφτική μεταρρύθμιση. Εκείνο όμως που θα κάνει και στο οποίο πρέπει να τονέ συντρέχετε είναι να συνταχτεί σε ορισμένες περίστασες δείχνοντας μια θέληση.
Από τα άρθρα του κ. Έρμονα συμπεραίνω πως καλλίτερα εννόησε το βιβλίο του κ. Σκληρού: Αν οι συμπάθειές του δεν είναι για σοσιαλισμό και λεφτεριά, θαρρώ, επίσης λέει πως είναι καλό να χωριστούν οι τάξες.
Ο κ. Έρμονας δε φαίνεται ναγαπά τη λεφτεριά του όχλου. Μα εγώ λέω πως η σκλαβιά γεννά την ταπεινοσύνη, τη μικροψυχία, το Ressentiment του Νίτσε. Έχεις λαό σκλαβωμένο – έχεις λαό μικρόψυχο. Δώστου λεφτεριά, του γεννάς την αξιοπρέπεια, του αφαιρείς τους φτονερούς σάπιους στοχασμούς του δεμένου.
Τα λόγια μου φωνάζουν όσα έλεγα την πρώτη φορά: Μη θεωρίες, ανώφελες κι αναπόδειχτες που μας σκοτίζουνε στην πράξη μας. Αφήστε τούτο το λούσο στους φτασμένους λαούς της Δύσης και στους ακαδημαϊκούς μανταρίνους που παίζουνε με τις ιδέες, σα με τον ψιλοδιάφανο καπνό του σιγαρέτου. Εμείς πρέπει να κουνήσουμε πλήθια – κι όχι προς τα πίσω, παρά ΕΜΠΡΟΣ.
Να και αποσπάσματα από το τρίτο άρθρο του, με τίτλο «Αθρώπινες αντίληψες», που δημοσιεύτηκε, επίσης στο ίδιο περιοδικό, τις 12 Ιουλίου 1909 (αρ. φ. 352, σελ. 4):
Αθρώπινες αντίληψες
Να δράσεις είναι έφκολο, να σκεφτείς δύσκολο· να δράσεις σύφωνα με κείνο που σκέφτηκες δυσκολοβόλεφτο
(Γκαίτε)
Η προσπάθεια των αθρώπων, να βρούνε κάποιους νόμους γενικούς που να κυβερνούνε τις πράξες τους σε μια κοινωνία, δηλ. να χρησιμέψουνε ως βάση ηθικής, παίρνει διάφορες μορφές στα συμπεράσματα, σύφωνες με τις αντίληψες που τις γεννούνε. Μια τέτια προσπάθεια απασχόλησε κάθε ανθρώπινη κοινωνία, και σήμερα ένα δόγμα που πεθαίνει γίνεται αφορμή να εξεταστεί, μια φορά ακόμα στους πολιτισμένους τόπους, ποια ηθική θα το αντικαταστήσει στην παρακάτω εξέλιξη της κοινωνίας. Σε τούτο το ζήτημα παίρνει σπουδαία θέση η μόρφωση του χαρακτήρα των παιδιών, και είναι φανερό πως για το δυσκολότατο αφτό πρόβλημα οι γνώμες είναι μοιρασμένες.
Το πρόβλημα αφτό, από τη θρησκεφτική και εκπαιδεφτική άποψη, δεν έπιασε ακόμα επίσημη θέση σε μια κοινωνία όπου, σα στη δική μας, το κράτος και το θρήσκεμα αποτελούνε δυο δύναμες ενωμένες. Κάποιοι όμως αντίλαλοι έρεβνας ιδανικών, ακουμπώντας σε κοινωνικές εκδήλωσες της δικής μας κοινωνίας (που ο κ. Σκληρός έχει υποδείξει), ακουστήκανε ως εδώ και μερικοί δημοτικιστές βασίζοντας συμπεράσματα σ’ όσες γνώσες τω συντελεστώνε της αθρώπινης εξέλιξης είχανε, γυρέβουνε να δείξουν το νόμο που κλείνει μέσα του τη σοφία της εποχής μας· δηλαδή θέλουνε να δώσουνε στο έθνος την ηθική που θα το σώσει και δημοσιέβουνε τι θεωρεί ο καθένας ορθό.
Επειδή η κοινωνία μας είναι μάλλον αφιλοσόφητη παρά φιλοσοφημένη, πέφτει σε κάποιες αντίφασες αξιοπαρατήρητες, που ίσως καμιά φορά ξεδιαλυθούνε. Στην Ανατολή, με τα πολλά στρώματα παλιών πολιτισμών που κατακαθίσανε, και με το μπερδεμένο μωσαϊκό από γλώσσες και θρησκέματα, η κοινωνική εξέλιξη εκδηλώνεται πολύμορφα, και ο ιστορικός που θα κατάστρωνε τους συντελεστές που γεννούνε καταστροφές, ότα συγκρούονται αντίθετα συφέροντα και χτυπιούνται φυλές, θρησκέματα και κοινωνικές τάξες, θα έπρεπε να θεμελιώνει τη μελέτη του σε αδάμαστη κριτική που δε θα χαριζότανε σε καμιά από τις πρόληψες που πλακώνουν ακόμα τη λειτουργία της λογικής. Θα έπρεπε με νηφάλιο πνέμα, sine ira et studio, να εξετάσει όλα τα ελατήρια της αθρώπινης ψυχολογίας. Μελέτες τέτιας λογής δε νομίζω να μπορεί ακόμα να γεννήσει η κοινωνία μας. Επειδή όμως, ανεξάρτητα κάθε διαφωνίας, θαρρώ να δείξανε οι στήλες του «Νουμά» κοινό πόθο να ταχτοποιηθεί ένα υλικό που να χρησιμέψει στην ανύψωση της γενεάς που θα διαδεχτεί τη δική μας, καλό θεωρώ να ξεχωρίσουμε καλά τα ιδανικά με τις συνέπειές τους, καθώς προβάλανε σε τούτες τις στήλες. Ίσως τότε φωτιστεί το ζήτημα αρκετά ώστε να λείψει κάθε παρανόηση και ίσως και τα εμπαιχτικά άρθρα να θεωρηθούνε περιττά.
Αφορμή παίρνω από την εξής φράση του κ. Εσπερινού, που με την τελεφταία του απάντηση στον κ. Παπανικολάου, θέλησε να συνοψίσει την αντίληψη των νιτσεϊστών(;) της Ρωμιοσύνης. Ο κ. Εσπερινός λέει για τη θυσία ενός νέου για μια ιδέα: «Δεν είναι το ένστιχτο που τον ωθεί να θυσιαστεί για μια ιδέα, είναι η ντεκαντέτσα, ο εκφυλισμός που παρατηρείται παντού όπου η θρησκεία έχει αφίσει βαθειά τα ίχνη της».
Ώστε σοσιαλιστές και νατσιοναλιστές διαφωνούνε κυρίως για το αντικείμενο που είναι άξιο θυσίας και στο ζήτημα αφτό τα ιδανικά στέκουνε αντιμέτωπα…
Αφτές οι γραμμές δεν έχουνε σκοπό να κάμουνε κριτική έκθεση από τις μορφές που έδωσε η φιλοσοφική σκέψη στα ιδανικά του σοσιαλισμού και ούτε είμαι παρασκεβασμένος γι’ αφτήν την εργασία. Σε μια τέτια μελέτη θάπρεπε αναπόφεφγα να μπει κ’ η αναρχική θεωρία που, όσο κι αν η βία μερικών κακούργων κατάντησε τον αναρχικό συνώνυμο με δολοφόνο, ωστόσο στη φιλοσοφία γίνεται αντικείμενο σοβαρής σκέψης. Για πολλούς φιλόσοφους μια αναρχία, με βάση το self-control, πρέπει να είναι το μακρυνό όνειρο της αθρωπότητας, και σήμερα άθρωποι ανώτερης διάνοιας θεωρούνε το σοσιαλισμό ως βαθμίδα που οδηγάει στην κατοπινή αναρχική μορφή της αθρώπινης εξέλιξης. Περιττό να σημειωθεί πως η φύση δεν κάνει πηδήματα στην πορεία της και δεν είναι στο θέμα του άρθρου να συζητηθούνε οι σκέψες της φιλοσοφίας για τον τελικό σκοπό της αθρώπινης κοινωνίας.
Το κοινότερο ιδανικό του σοσιαλισμού είναι να οργανωθεί η όσο γίνεται τελειότερη συμμετοχή όλης της αθρωπότητας στην παραγωγή και στην ωφέλεια και να καταργηθούνε οι συνθήκες που αναγκάζουνε σπουδαίο μέρος της κοινωνίας να είναι σκλαβωμένο σε μια τάξη γεννημένων αρχόντων. Το αντίθετο ιδανικό θα μας δώσουνε οι παρακάτω γραμμές. Ο κ. Εσπερινός λέει: «Κι ο όχλος εκεί (στη Γερμανία) ξέρει κατά πως ο μικρός είναι γεννημένος για να δουλέβει του μεγάλου να παρέχει τα μέσα για να γίνει μεγαλύτερος. Κι ο εγωισμός αφτός που ανεβάζει σήμερα τους Πρώσσους απάνω απ’ όλες τις γερμανικές φυλές φανερώνεται σήμερα στη μορφή του Πανγερμανισμού. Έτσι κ’ οι Σλαύοι. Στη Ρωσσία οι άρχοντες έχουνε συγκεντρωμένη την εξουσία στα χέρια τους. Ο λαός τους δουλεύει. Ξέρει τον προορισμό του ο λαός αυτός και τέτιοι λαοί δοξάζουνται». Ο κ. Πέτρος Βλαστός (Έρμονας) λέει: «Με δυο λόγια θα πούμε τον κίντυνο – η κοινωνία θα σκοτώση τη φυλή. Για να σωθεί η φυλή χρειάζεται ένας Σύλλας παντοκράτορας, ένας Σύλλας που θα ξαφάνιζε ολάκερα έθνη».
Ο σκοπός όμως είναι να δούμε αν πράγματις παραδέχονται οι εργάτες να δουλέβουνε για τα ιδανικά που προτείνει ο κ. Εσπερινός, κι αν αφίνουνε τα έθνη «να τα ξαφανίζουνε οι παντοκράτορες».
Η πραγματικότη παρουσιάζει σήμερα μια κοινωνία που έχει από τους κύριους συντελεστές της τη δουλειά της αργατιάς. Ο ρόλος του εργάτη είναι τόσο μεγάλος στη δυτική Εβρώπη κι αλλού ώστε του δίνει τη δύναμη να απαιτεί κι όχι να επαιτεί νέες συνθήκες ζωής από τη νομοθεσία. Να σφάξει κανένας «μεγαλοφάνταστος ήρωας» όλους τους εργάτες με τις απαίτησές τους δε θα είχε κανένα αποτέλεσμα, γιατί στο σημείο που έφτασε σήμερα η κοινωνία με τις νέες ανακάλυψες, η αργατιά δεν μπορεί να λείψει. Δεν πρόκειται δω να εξετάσουμε αν η νέα μεταβολή της κοινωνίας που προαγγέλνει ο σοσιαλισμός θα φέρει την απόλυτη εφτυχία. Μπορεί μάλιστα να πει κανείς θετικά πως εφτυχία όπως τη φανταστήκανε μερικοί δεν είναι δοσμένο στην αθρώπινη φύση ναπολάψει – η χαρά ορίζει τη λύπη κ’ η λύπη τη χαρά κι απάνω στη μια εξέχει η άλλη όπως το φως στο σκοτάδι. Όπως κι αν είναι η θρησκεία που κινεί σήμερα τα πλήθια του σοσιαλισμού είναι αρκετά σεβαστό πράμα ώστε να μην είναι σωστό με μια κοντυλιά να τη χαρακτηρίσουμε ως «ντεκαντέτσα» και «εκφυλισμό». Μα το ξαναλέμε: εδώ πρόκειται για μια κατάσταση που έφερε η εξέλιξη, δηλαδή που επιβάλλει η ανάγκη.
Κάθε αστός που συφωνάει με τον ορισμό του πολιτισμού που ανάφερα παραπάνω θα καταλάβει γιατί υπάρχουνε σοσιαλιστές στην αστική τάξη και γιατί αφτοί θεωρούνε αφιλοσόφητους και βάρβαρους τους αθρώπους της καταστροφής.
Θα είτανε βέβαια σπουδαία ωφέλεια αν τίμιοι και μορφωμένοι άθρωποι σχηματίζανε μια λαϊκή μερίδα που να καταστρώσει ένα πολιτικό πρόγραμμα νανταποκρίνεται σε θετικές ανάγκες. Αφτό πρέπει να συζητηθεί κ’ έτσι ήθελε φανεί πως ο σπόρος του κ. Σκληρού και το απαφτό κοπάνισμα κάποιων πραγμάτων για τη θέση τω δημοτικιστών απέναντι στο λαό δεν πήγανε χαμένα!
Ο Τώνης Σπητέρης για τον Μάρκο Ζαβιτσιάνο
Με λόγια του καταξιωμένου διεθνώς Κερκυραίου τεχνοκριτικού και ιστορικού Τέχνης Τώνη Σπητέρη, παρμένα από το τρίτομο έργο του «Τρεις αιώνες νεοελληνικής Τέχνης, 1660- 1967» των εκδόσεων Πάπυρος, επιλέξαμε να κλείσουμε αυτές τις γραμμές για τον ένα αιώνα από τον θάνατο του εμβληματικού Κερκυραίου χαράκτη και ζωγράφου.
Στη γη όπου, σύμφωνα με τον Σπητέρη, έχουν εντοπιστεί τα πρώτα δείγματα κοσμικής χαρακτικής τέχνης σε όλον τον ελληνικό χώρο, καθώς πρωτοπόρος φαίνεται να ήταν ένας Αντώνιος Βίλλας που γύρω στα 1815 είχε στην Κέρκυρα ιδιωτική σχολή και δίδασκε και χαρακτική, με επόμενον χαράκτη στο νησί τον προερχόμενο από τα Τζουμέρκα Γεώργιο Παπαγεωργίου που έδρασε κι αυτός το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, ο Ζαβιτσιάνος «απογείωσε» την χαρακτική τέχνη.
Κατά τον Σπητέρη, ο Μάρκος Ζαβιτσιάνος και οι επίσης Κερκυραίοι χαράκτες Λυκούργος Κογεβίνας και Νίκος Βεντούρας συνθέτουν μια «τριανδρία που αποτελεί την αφετηρία της νεοελληνικής χαρακτικής τέχνης».
Έγραψε, ειδικότερα και για το ζωγραφικό έργο του, ο Τώνης Σπητέρης:
«Στο σύντομο του βίο ο Μάρκος Ζαβιτσιάνος δεν μπορούμε να πούμε πως άφησε ποσοτικά μεγάλο έργο. Ίσως 120 – 150 λάδια, ένα περιορισμένο αριθμό σχεδίων και καμιά εκατοστή χαράγματα. Η ποιότητα όμως της δουλειάς του τον κατατάσσει, ασφαλώς, ανάμεσα στους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους. Εκτός από μία λεπτή ευαισθησία, φανερή στην αντίληψη των τονικών διαβαθμίσεων τόσο στις χαλκογραφίες όσο και σε ορισμένα λάδια της τελευταίας περιόδου, ο καλλιτέχνης διακρίνεται για το άφθαστο σχέδιο και, κυρίως, για την εξαιρετική αίσθηση του χρώματος (…) Ο Ζαβιτσιάνος, καλύτερα από κάθε άλλον, κατόρθωσε με καθαρά πλαστικά μέσα ν’ αποδώσει την ομορφιά της κερκυραϊκής γης (…) Ασφαλώς ένας από τους πιο λαμπρούς ζωγράφους της νεοελληνικής ζωγραφικής».
πηγή: drepani.gr
e-prologos.gr