γράφει ο Γιώργης-Βύρων Δάβος

Στρατός και καραμπινιέροι εμποδίζουν εθελοντές να φροντίσουν τους ανθρώπους που βρέθηκαν στους δρόμους

Kill the Poor (Σκοτώστε τους φτωχούς) τραγουδούσαν παλιότερα οι Dead Kennedys και αυτό το κομμάτι θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως παιάνας στις δυνάμεις της καταστολής που οι ιταλικοί σιδηρόδρομοι και κατά συνέπεια το ιταλικό κράτος έχει εξαπολύσει στον ιδιότυπο πόλεμο κατά των αστέγων και των οργανώσεων αρωγής που πασχίζουν να τους βοηθήσουν. Στις αρχές του μήνα, η παρέμβαση του στρατού για να απομακρύνει αστέγους που αναζητούν καταφύγιο από το κρύο στον σταθμό Termini στη Ρώμη ετέθη ως ζήτημα στο υπουργείο Αμύνης, ενώ στο τελευταίο επεισόδιο Καραμπινιέροι παρεμπόδισαν με άκομψο τρόπο τους εθελοντές της οργάνωσης Casa Famiglia Ludovico Pavoni να μοιράσουν τρόφιμα και να φροντίσουν τους δύσμοιρους ανθρώπους που κατέληξαν περιθωριοποιημένοι κι αποσυνάγωγοι.

Η παρέμβαση των καραμπινιέρων για να απομακρυνθούν τέσσερις εθελοντές, που θέλησαν να εποπτεύσουν πόσοι άστεγοι υπήρχαν στην περίμετρο του σταθμού και να τους μοιράσουν φαγητό, έγινε υπό τα βλέμματα των δημοσιογράφων. Από πολλών ημερών ο Τύπος έχει ενδιαφερθεί για την κατάσταση στον κεντρικό σταθμό της Ρώμης, μετά την εκστρατεία που έχει εξαπολύσει η εταιρεία διαχείρισής του Grandi Stazioni κατά των αστέγων, σε εξέλιξη για αρκετές ημέρες. Πολλοί αυτόπτες μάρτυρες ισχυρίζονται πως οι καραμπινιέροι ενοχλήθηκαν πρωτίστως από την παρουσία δημοσιογράφων, που επιδιώκουν να καταγράψουν την κατάσταση στα πέριξ του σταθμού, όπου «ιστορικά» φιλοξενεί -ακόμη και τα βράδια όταν κλείνουν οι πύλες- τους ανθρώπους που βρέθηκαν στον δρόμο.

«Έχουν σαφή εντολή να μη μας αφήσουν να τους ταΐζουμε», εξήγησαν στους εμβρόντητους δημοσιογράφους οι εθελοντές. Εντυπωσιακή όμως ήταν η απάντηση που έδωσε στη δημοσιότητα η διοίκηση των ιταλικών σιδηροδρόμων ( Ferrovie), η οποία ισχυρίσθηκε πως εδώ και είκοσι χρόνια μαζί με 18 εθελοντικούς συλλόγους κέντρα βοήθειας συμβάλλει στην προστασία των αστέγων που αναζητούν καταφύγιο στον σταθμό. Μόνο που η εταιρεία στην ανακοίνωσή της παραλείπει πως όλα τούτα τα υποτιθέμενα χρόνια δεν έχει καταγραφεί το παραμικρό ίχνος από πρωτοβουλίες της, ή κάποια πρακτική απόδειξη για συμμετοχή στην αρωγή όλων αυτών των ευάλωτων ομάδων στην πείνα ή  τις καιρικές συνθήκες. Από πουθενά δεν τεκμαίρεται ότι οι σιδηρόδρομοι, πέρα από την περιορισμένη ανοχή που έδειχναν όλον αυτόν τον καιρό, παρέδωσαν έστω κι ένα γεύμα  στους άστεγους στο Termini. Κι ούτε αναφέρει ότι ζήτησε κι απαίτησε οι οργανώσεις που δραστηριοποιούνται να είναι «πιστοποιημένες» κι «εγκεκριμένες», προκειμένου να αποτρέψει οποιαδήποτε άλλη προσωπική ή συλλογική πρωτοβουλία αρωγής, που θα προσέφερε λόγο στους αστέγους να μένουν στην περιοχή αυτή.

Εκείνο όμως που διατείνονται και με μεγάλη ένταση οι Ferrovie είναι ότι με την νέα τακτική τους απλώς επιδιώκουν «να υπάρξει ‘συμμόρφωση’ στους ισχύοντες κανόνες λειτουργίας του σταθμού» . Όπερ, οι επιχειρήσεις αρωγής δεν θα πρέπει να παρενοχλούν την κανονική λειτουργία και τις εργασίες μέσα στον σταθμό. Πρόθεση, που μόνο φαινομενικά μοιάζει δικαιολογημένη. Γιατί, στην ουσία, το έργο των οργανώσεων κοινωνικής αρωγής στους αστέγους -κι όλοι όσοι έχουμε βρεθεί να περπατούμε εκείνες τις ώρες στην οδό Μαρσάλα στο πλάι του σταθμού, εκεί που το πρωί λειτουργεί το ταχυδρομείο, μπορεί να το έχουμε δει- πραγματοποιείται μόνο τις βραδινές ώρες. Η «τροφοδοσία» των αστέγων ουδέποτε πραγματοποιείται σε χώρους κοντά στα εκδοτήρια ή σε διαδρόμους διέλευσης και συνάθροισης των ταξιδιωτών και των άλλων επισκεπτών στον σταθμό. Πρόκειται ουσιαστικά για δύο κόσμους, που ελάχιστα πλέον έρχονται σε συγχρωτισμό και συχνά οι περαστικοί -πέρα από τους παρωρίτες της νύχτας- δεν γνωρίζουν αυτήν την παράλληλη πραγματικότητα.

Αλλά γιατί υπάρχει αυτή η αναζωπύρωση του διωγμού των αστέγων κι η επιστράτευση των κατασταλτικών δυνάμεων από τους ιταλικούς σιδηροδρόμους; Το κλειδί θα πρέπει να το αναζητήσουμε στη γενικευμένη τάση, που θέλει τους σιδηροδρομικούς και όποιους άλλους σταθμούς να μετατρέπονται πρώτα σε εμπορικά κέντρα και δευτερευόντως σε χώρους αναμονής. Οι χώροι limbo, όπως κάποτε ορίζονταν όλοι οι τόποι επιβίβασης κι αναμονής (σταθμοί, αεροδρόμια, λιμάνια), όπου ο ταξιδιώτης βρίσκεται σε έναν «μη-τόπο», σε έναν μετέωρο χώρο, έξω από τη λειτουργική πραγματικότητα, ενδιάμεσο στα δύο σημεία της αναχώρησης κι άφιξης, όπου βρίσκονται οι κατεξοχήν τόποι ζωής κι εργασίας κλπ, πλέον μετατρέπονται σε σημεία εκμετάλλευσης του άλλοτε «νεκρού χρόνου» προς όφελος της κατανάλωσης, μαυλίζοντας με την «πολυτέλεια» και τις «υπηρεσίες» τον ταξιδιώτη, που προκειμένου είτε να «εκμεταλλευθεί τον χρόνο» του, είτε για να ξορκίσει την ανία του, παραδίνεται στις αγορές και την κατανάλωση (αγοραστική και γαστρονομική).

Μετά τις τελευταίες ανακαινίσεις στον Termini, όπως συνέβη και στο Μιλάνο, τη Νάπολη ή αλλού, με την επέκταση των χώρων για καταστήματα κι εστίαση, σούπερ μάρκετ κλπ, έχει εγκαταλειφθεί πλήρως το αρχικό μοντέλο για τη λειτουργία καταστημάτων χαμηλής και φθηνής κατανάλωσης. Αυτή η τελευταία, ιδίως σε ό,τι αφορά τη λειτουργία fast food προσείλκυε και λειτουργούσε ως προσωρινό καταφύγιο κατά τη διάρκεια της ημέρας σε αστέγους, που περνούσαν τις ώρες τους στη ζέστη ή τον κλιματισμό του χώρου, έναντι λίγων κερμάτων για έναν καφέ ή αναψυκτικό.

Η τελευταία ανακαίνιση όμως έχει εστιασθεί στην «ποιοτική» κατανάλωση, που γαστρονομικά μεταφράζεται στο να πληρώνεις έως και 15 ευρώ για ένα σάντουιτς χωρίς ποτό, όπως συμβαίνει στην αλυσίδα Five Guys στον επάνω όροφο από τις πλατφόρμες. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στο διαφημιστικό στα  Termini, τα πάνω από 30 καταστήματα εστίασης που λειτουργούν στον σταθμό «δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν από τα αντίστοιχα του σταθμού  στο Milano Centrale ή της Santa Maria Novella της Φλωρεντίας». Και στην πληθώρα από καταστήματα εστίασης, θα πρέπει να προστεθούν τα φαντασμαγορικά παραρτήματα αλυσίδων όπως οι Calvin Klein, Nike, Foot Locker, Euronics, που μάλιστα περιμένουν μετά την πανδημία να γίνουν η «προκεχωρημένη γραμμή» στην κατανάλωση σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα και δημοφιλή σημεία της πρωτεύουσας. Και φυσικά, μέσα στα τα λαμπερά τούτα φώτα δεν υπάρχει χώρος για όσους δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν και μάλιστα με το παρουσιαστικό τους «τρομάζουν» τους πελάτες.

Πώς μπορεί να υπάρχουν άστεγοι λίγα μέτρα πριν την είσοδο στην οδό Μαρσάλα του τεράστιου Benetton . Μετρά ήδη πολλά χρόνια τούτη η εμμονή των ιταλικών σιδηροδρόμων ότι για την «υποβάθμιση» του σταθμού ευθύνονται οι άστεγοι κι όχι η κρατική αδιαφορία (και για τις κοινωνικές παροχές, αρχικά, αλλά και για τη συντήρηση δημοσίων έργων, που τελικά «καταλήγουν» έναντι πινακίου φακής, ως υποβαθμισμένα, στη διαχείριση ιδιωτών, που τα «αναβαθμίζουν»). Βέβαια, θα πει κανείς που γνωρίζει τον χώρο, για να «τρομάξουν» οι πελάτες θα πρέπει να κατέβουν τις σκάλες, ή να βγουν από τον σταθμό, όπου η διαρρύθμισή του κι η ρεκλάμα των καταστημάτων είναι έτσι σχεδιασμένη για να τους κρατά περιορισμένους  σε αυτόν. Οι χώροι όπου οι εθελοντές επιτελούν την κοινωνική αποστολή τους δεν εφάπτονται σε καμία περίπτωση με τον τόπο όπου συναθροίζονται οι άστεγοι, στην απόληξη ακριβώς του σταθμού προς την έξοδο των τρένων.

Όμως οι Ferrovie dello Stato προσπαθούν εδώ και καιρό με κάθε τρόπο να πετάξουν έξω από την περίμετρο του σταθμού εθελοντές και άστεγους. Το 2014 είχαν πετάξει έξω από τον σταθμό, παρά το κρύο, 70 αστέγους και το 2020 -εν μέσω πανδημίας- είχαν απαγορεύσει να διανέμεται φαγητό σε αυτούς.  Όταν η κατακραυγή ανάγκασε τον οργανισμό να υποχωρήσει,  ξεκίνησε να τοποθετεί «άβολα» παγκάκια, για να μην μπορεί κάποιος να ξαπλώνει ή να κάθεται επί πολύ ώρα. Μετά την αποτυχία αυτού του μέτρου, «άφηνε» να κυλούν νερά ή τα απόνερα του καθαρισμού, στα σημεία όπου συνηθίζουν να συγκεντρώνονται οι άστεγοι. Σε πρώτη φάση τούτο τους οδήγησε να μετακινηθούν προς την πλευρά της πιάτσας των ταξί. Έ, η επόμενη κίνηση ήταν να «καταβρέχουν» και την περιοχή εκείνη.

Και ως ενίσχυση των αποτρεπτικών αυτών μέτρων άρχισαν οι εντατικές περιπολίες των καραμπινιέρων, που με πρόσχημα την απαγόρευση συνωστισμού εμποδίζουν την διανομή φαγητού. Βέβαια, όπως τονίζουν οι εθελοντές, όλα εξαρτώνται από την ανθρωπιστική συνείδηση κι ευαισθησία όσων περιπολούν. Το πιο συνηθισμένο όμως είναι ότι τον τελευταίο καιρό, οι αστυνομικοί τους επιτιμούν για την ανθρωπιστική προσπάθειά τους, που μόνη αυτή διέσωσε δεκάδες άστεγους και τους επέτρεψε στη διάρκεια της πανδημικής κρίσης να επιβιώσουν με τρόφιμα, ρούχα, κουβέρτες. Και κυρίως παρακολουθώντας κι υγειονομικά την περιοχή εκείνη, καθώς οι τοπικές υγειονομικές αρχές και κοινωνικές υπηρεσίες την αγνοούν.

Βέβαια, η ιταλική κυβέρνηση , που στο κάτω κάτω αδιαφορεί για τις ανάγκες του υπόλοιπου λαού, υπεκφεύγει στις σχετικές ερωτήσεις, δηλώνοντας διαρκώς πως βρίσκεται σε συνεννόηση με τη Grandi Stazioni που διαχειρίζεται την Termini. Ο στρατός από την πλευρά του, αναφορικά με το επεισόδιο στις αρχές του μηνός, αρνήθηκε ότι συμμετείχε σε κατασταλτική επιχείρηση ενάντια σε εθελοντές. Το περιστατικό που καταγράφηκε, ήλθε και στο Κοινοβούλιο μετά από επερώτηση του βουλευτή Κλάουντιο Μαντσίνι κι απασχόλησε σχετική σύνοδο στο υπουργείο με τον ίδιο τον αρμόδιο υπουργό Λορέντσο Γκουερίνι. Σημειωτέον ότι από κυβερνήσεως Μπερλουσκόνι εδώ και μία δεκαετία, στρατιωτικές δυνάμεις συνεπικουρούν  στη φύλαξη δημοσίων κτιρίων ή σε (άοπλες) περιπολίες την αστυνομία για τη «διαφύλαξη της τάξης κι ασφάλειας».
 
Όμως το θέμα πλέον ξεπερνά και τα σύνορα της ίδιας της Ιταλίας, καθώς ο ευρωβουλευτής του οικολογικού Europa Verde Αντρέα Μπονέλι  κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (μαζί με τον δημοτικό σύμβουλο του ίδιου κόμματος στη Ρώμη Νάντο Μπονέζιο) καταγγελία κατά των ιταλικών σιδηροδρόμων.  Μέχρι σήμερα, ο διωγμός των αστέγων και των φτωχών από τον δημόσιο χώρο έμοιαζε να είναι αποκλειστικότητα διάφορων ακροδεξιών ή ξενόφοβων δημάρχων ή πολιτικών, ιδίως στον Βορρά. Όπως η ανεκδιήγητη Πασιονάρια της Δεξιάς Αλεσάντρα Λοκατέλι στο Κόμο, που είχε αποφασίσει να καθαρίσει την πόλη από κάθε ρακοντυμένο ή φτωχοδιάβολο μουσουλμάνο την πόλη της.

Πλέον, με τις ευλογίες του κράτους, και πυξίδα το (ιδιωτικό) κέρδος και μεγάλοι οργανισμοί έχουν αποδυθεί στην πρακτική του «να σκοτώσουμε τους κακομούτσουνους» που θα έλεγε κι ο Μπορίς Βιαν. Κι όλα αυτά στο όνομα του καταναλωτισμού και του «νόμου και τάξης», που όπως σχολίαζε το μακρινό 1994 ο Elio Comarin (στο Rupture á l’ italienne, Hachette) απαιτούν «μικροαστοί και μικροκαταστηματάρχες, προκειμένου να ευημερήσουν. Πολύ συχνά προσφεύγοντας στη φοροδιαφυγή», είτε παράνομη, είτε επιτρεπόμενη από τους νόμους του κράτους και τους κανονισμούς λειτουργίας του επιχειρείν.

πηγή: kosmodromio.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το